Powered By Blogger

Tuesday, July 19, 2016

Η ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΚΗ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ[1]



Γιώργος Α. Δούδος
g_doudos@yahoo.com
.

Η Θράκη, όπως δείχνουν τα πράγματα, είναι το κομμάτι της ελληνικής επικράτειας, όπου η διαφθορά και ο εκχυδαϊσμός των κατοίκων αποτελεί καθεστώς εδώ και χρόνια. Στην Θράκη διαγκωνίζονται δύο πολιτικές, που καθοδηγούνται και εμπνέονται από αδιαφανείς κύκλους ελληνικούς και τουρκικούς. Τα μυστικά κονδύλια και από τις δύο πλευρές διανέμονται με υπόγειες διαδρομές του χρήματος, για να εξαγορασθούν συνειδήσεις Ελλήνων πολιτών, κυρίως της Μουσουλμανικής Μειονότητας, και να γίνουν είτε όργανα επέκτασης της επιρροής ενός ‘τουρκισμού’, που αμφισβητείται ακόμα και στην Τουρκία, είτε δουλικοί υπήκοοι υποτιθέμενων ελληνικών συμφερόντων, θολής νομιμότητας.
          Ο μουσουλμανικός πληθυσμός της Δυτικής Θράκης, που εξαιρέθηκε από την βίαιη μετακίνηση προς την Τουρκία, αποτελούνταν κατά κύριο λόγο από θρησκευόμενους Μουσουλμάνους. Η θρησκευτική τους αυτοσυνειδησία, ταυτόσημη με την ταυτότητα του Οθωμανού υπηκόου, ήταν αρκετή, χωρίς επιπλέον κατηγορούμενο εθνοτικού προσδιορισμού. Στη Σύμβαση Ανταλλαγής Ελληνικών και Τουρκικών Πληθυσμών του 1923, που αποτέλεσε μέρος της Συνθήκης της Λωζάνης, όσον αφορά την εξαίρεση κατοίκων από την ανταλλαγή, γίνεται λόγος για Μουσουλμάνους της Δυτικής Θράκης και Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, προσδιορίζοντας σε άλλο σημείο τους Έλληνες ως Χριστιανούς Ορθοδόξους. Και οι δύο προσδιορισμοί δεν αναφέρονταν σε εθνικές μειονοτικές κοινότητες, αλλά σε θρησκευτικές κοινότητες, των Μουσουλμάνων και των Ρωμιών, Ελλήνων Ορθοδόξων Χριστιανών, χωρίς την βούληση περαιτέρω  εθνοτικού προσδιορισμού.
          Φυλετικά οι Μουσουλμάνοι της Θράκης αποτελούνται από Τούρκους, που κυρίως κατοικούν στα πεδινά του άλλοτε νομού Ροδόπης και σε μικρότερο βαθμό στα πεδινά του άλλοτε νομού Ξάνθης, από Πομάκους, που κατοικούν στον ορεινό όγκο της Ροδόπης, τόσο στην περιφερειακή ενότητα Ξάνθης, όσο και στην περιφερειακή ενότητα Ροδόπης, ενώ υπάρχει λιγότερος πομακικός πληθυσμός στα ορεινά της περιφερειακής ενότητας Έβρου. Τέλος και στις τρεις περιφερειακές ενότητες της Θράκης συναντούμε την φυλετική ομάδα των Μουσουλμάνων Ρομά, που είτε κατοικούν σε οικισμούς της Ξάνθης (Δροσερό), της Κομοτηνής (Ήφαιστος ή Καλκάντζα και Αλάν Κουγιού), αλλά και στην Αλεξανδρούπολη, στο Διδυμότειχο και σε άλλα χωριά.
Τους Πομάκους ως φυλετική ομάδα, τους συναντούμε στην Βουλγαρία (μεταξύ 150.000 έως 250.000), χωρίς να αναγνωρίζονται ως ιδιαίτερη εθνοτική ομάδα πληθυσμού, στην Ελλάδα (περίπου 50.000) και στην Τουρκία, κυρίως Ανατολική Θράκη και λιγότερο στην Ανατολία (μεταξύ 300.000 έως 600.000). Πρόκειται παραδοσιακά για κοινότητα αγροτών και κτηνοτρόφων, που επί αρκετά χρόνια απέφευγαν τις επιγαμίες, ακόμα και με Μουσουλμάνους Τούρκους. Έχουν λευκή επιδερμίδα, είναι κατά κανόνα λιγνοί, άνδρες και γυναίκες, με φωτεινά χαρακτηριστικά. Η γλώσσα τους, τα πομάκικα, ανήκει στην ομάδα των νοτιοσλαβικών γλωσσών και είναι συγγενής με τα μακεδονικά σλαβικά, όπως και με τα βουλγαρικά. Είναι μια γλώσσα που εξυπηρετεί κατά κύριο λόγο τις ανάγκες μιας αγροτοκτηνοτροφικής κοινότητας ανθρώπων και τουλάχιστον στην Ελλάδα, υπάρχουν διαφορετικές διάλεκτοι στην ορεινή Ξάνθη και στα ορεινά της Ροδόπης και του Έβρου. Οι Πομάκοι ποτέ δεν έδειξαν ενδιαφέρον για να αποκτήσει η γλώσσα τους γραφή, γραμματική και συντακτικό. Λογοτεχνία δεν υπάρχει, ενώ απεναντίας υπάρχει ενδιαφέρων λαογραφικός πλούτος με δημοτικά τραγούδια, παραμύθια και παροιμίες.
Μέχρι σήμερα κανένας σοβαρός και το κατά δύναμη αντικειμενικός ανθρωπολόγος ή εθνολόγος δεν ασχολήθηκε με τους Πομάκους. Οι Τούρκοι, στα πλαίσια του τουρκικού εθνικισμού που προέκυψε ταυτόχρονα με την κεμαλική τουρκική Δημοκρατία διεκδικεί τους Πομάκους ως τουρκικό φύλο, χωρίς να συνηγορούν προς τούτο ούτε γλωσσολογικά, ούτε ανθρωπομορφικά στοιχεία. Οι Βούλγαροι διεκδικούν τους Πομάκους ως Βούλγαρους Μουσουλμάνους, επικαλούμενοι την συγγένεια μεταξύ της πομακικής με την βουλγαρική γλώσσα και δεν τους αναγνωρίζουν ως ξεχωριστή εθνοτική ομάδα, όπως αναφέρθηκε. Τέλος οι Έλληνες έχουν σκαρφιστεί διάφορα μυθεύματα, κατά τη γνώμη μου, για να κατασκευάσουν μια ελληνική φυλετική καταγωγή των Πομάκων. Άλλοτε θεωρούνται οι αρχαίοι Θράκες ελληνικό φύλο και οι Πομάκοι απόγονοί τους. Άλλες φορές προβάλλονται ως απόγονοι των Αγριάνων, που  ήταν αρχαίο παιονικό φύλο της Θράκης και κατοικούσε στην επάνω κοιλάδα του Στρυμώνα, μεταξύ Αίμου και Ροδόπης. Ενώ τέλος, άρχισαν μερικοί εθνικιστικοί κύκλοι στην Ελλάδα, να ψελλίζουν μια καταγωγή των Πομάκων από στρατιώτες του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Κατά τη γνώμη μου, οι Πομάκοι είναι ο καρπός της επιμιξίας αρχαίων Θρακών με το κύμα των Σλάβων που κατέκλυσε την Βαλκανική, από τις αρχές του 6ου αιώνα μ.Χ. φθάνοντας ως τις εσχατιές της Πελοποννήσου. Πριν από την ανταλλαγή πληθυσμών υπήρχαν Πομάκοι και στα Μογλενά της Δυτικής Μακεδονίας (σημερινή περιοχή Αλμωπίας του νομού Πέλλας με επίκεντρο την πόλη της Αριδαίας). Τα χαρακτηριστικά των Πομάκων ακόμα και στις μέρες μας μοιάζουν με των Σλάβων των Βαλκανίων (Σέρβοι, Κροάτες, Βόσνιοι, Μακεδόνες).
Υπάρχουν πολλές βάσιμες εικασίες, που περιμένουν τον σοβαρό μελετητή για να επιβεβαιωθούν, ότι οι Πομάκοι είχαν ασπασθεί τον βογομιλισμό, που ήταν διαδεδομένος στην Μακεδονία, στη Θράκη και στη Βουλγαρία των μέσων χρόνων, όπως και στις περιοχές της σημερινής Βοσνίας και Ερζεγοβίνης. Υπάρχουν στον ορεινό όγκο της ελληνικής Ροδόπης, σύμφωνα με μαρτυρία Πομάκου, ορισμένα ταφικά μνημεία που δείχνουν τις σχέσεις Πομάκων  με Βογόμιλους. Οι Πομάκοι Βογόμιλοι δέχονταν βίαιες πιέσεις από τους Βούλγαρους Ορθοδόξους να εγκαταλείψουν την αίρεση, να ασπασθούν την Ορθοδοξία και εν τέλει να αφομοιωθούν από τους Βούλγαρους. Τα ίδια συνέβαιναν στην Βοσνία και Ερζεγοβίνη, όπου οι Βογόμιλοι ήταν υπό διωγμό τόσο από τους Σέρβους, όσο και από τους Κροάτες, όσο αρνούνταν να ασπασθούν τον ορθόδοξο Χριστιανισμό (Ορθοδοξία ή Καθολικισμό).
Όπως συνέβη και με άλλους πληθυσμούς της Βαλκανικής, με την οριστική εδραίωση της οθωμανικής εξουσίας μετά τον 15ο αιώνα, έχουμε και το φαινόμενο, μεταξύ των αιώνων 16ου και 17ου  εκούσιων μεταστροφών στο Ισλάμ κοινοτήτων ανθρώπων. Έτσι, αυτή την περίοδο οι Πομάκοι γίνονται Μουσουλμάνοι και είναι πλέον μέλη του μιλλέτ των Πιστών, όπως συνέβη με τους Βογόμιλους της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης. Επίσης την ίδια περίοδο έχουμε και τον εκούσιο εξισλαμισμό ικανού αριθμού Αλβανών. Οι Πομάκοι στο Ισλάμ βρήκαν μια θρησκεία που δίνει έμφαση στη δικαιοσύνη και στην ισότητα των ανθρώπων, κάτι που ήταν και ένα από τα χαρακτηριστικά του Βογομιλισμού. Πρέπει όμως σημειωθεί, ότι μεγάλος αριθμός Πομάκων της Ροδόπης και από τις δύο πλευρές της σημερινής μεθορίου, είχαν προσλάβει ένα ετερόδοξο Ισλάμ. Έγιναν Μπεκτασήδες, που σήμερα όμως έχουν μειωθεί σημαντικά.  Από την άλλη μεριά, ανήκοντας πλέον στο μιλλέτ των πιστών Μουσουλμάνων βρίσκονταν στο απυρόβλητο από τις επιθέσεις των Βουλγάρων. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μετά την εδραίωση της οθωμανικής εξουσίας στην περιοχή της Θράκης, στις ορεινές περιοχές που κατοικούσαν οι Πομάκοι έφθασαν και εγκαταστάθηκαν και άτομα που ανήκαν σε διάφορα τουρκικά φύλα, που ήρθαν σε επιγαμίες με τους Πομάκους, χωρίς όμως να τους αλλοιώσουν. Απεναντίας, οι επήλυδες αφομοιώθηκαν γλωσσικά και υιοθέτησαν την σλαβική πομάκικη γλώσσα, ενώ δεν αλλοιώθηκαν τα ανθρωπομορφικά χαρακτηριστικά των Πομάκων, από τις περιορισμένες επιγαμίες τους.
Την δεκαετία του ’50, με κυβέρνηση του στρατάρχη Παπάγου υπάρχει ένα ιντερμέτζο μεγάλων ερώτων μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας. Ο ψυχρός πόλεμος και η ένταξη Ελλάδος και Τουρκίας στο ΝΑΤΟ, θα πρέπει να αποτελούν την αιτία της σύσφιξης των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών. Τότε, η κυβέρνηση του ‘Ελληνικού Συναγερμού’ επιβάλλει εξαναγκαστικά ένα πρόγραμμα πλήρους τουρκοποίησης των Μουσουλμάνων της Θράκης, συμπεριλαμβανομένων των Πομάκων, και καλείται να το εφαρμόσει ο Γεώργιος Φεσσόπουλος, Γενικός Διοικητής Θράκης. Επιβάλλεται η διδασκαλία της τουρκικής γλώσσας στα μειονοτικά σχολεία, με χρήση του λατινικού αλφαβήτου και καταργείται η διδασκαλία της οθωμανικής. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί, ότι σε απομακρυσμένα ορεινά κυρίως χωριά, οι Μουσουλμάνοι δάσκαλοι επιμένουν να αγνοούν τις εντολές του ελληνικού κράτους και διδάσκουν την οθωμανική γλώσσα και όχι την τουρκική της Άγκυρας. Οι μειονοτικοί Μουσουλμάνοι ονομάζονται χωρίς τη συγκατάθεσή τους εφεξής Τούρκοι, τα σχολεία και τα μειονοτικά ιδρύματα αποκαλούνται τουρκικά και όχι μουσουλμανικά ή μειονοτικά. Τότε ιδρύεται με πανηγυρικό τρόπο το μειονοτικό Λύκειο (γυμνάσιο και λύκειο με τα σημερινά δεδομένα) της Κομοτηνής, που ονομάζεται ‘Τζελάλ Μπαγιάρ’, από τον τότε Πρόεδρο της Τουρκικής Δημοκρατίας. Στα εγκαίνιά του, το 1952, είναι παρόν το βασιλικό ζεύγος της Ελλάδος, ο Παύλος και η Φρειδερίκη! Η ελληνική κυβέρνηση πίστευε, ότι οι Πομάκοι της βουλγαρικής πλευράς είναι κομμουνιστές και θα μπορούσαν να επηρεάσουν τους Πομάκους της Ελλάδος υπέρ του «μιάσματος». Τόσο σοβαρή πληροφόρηση είχαν τότε οι ελληνικές μυστικές υπηρεσίες ή τόσο ανάπηρη ήταν η ελληνική πολιτική, στη διαμόρφωση της άμυνας της χώρας. Πίστευαν λοιπόν οι εν Αθήναις, ότι με την τουρκοποίηση της Μειονότητας, θα κόβονταν οι γέφυρες επικοινωνίας μεταξύ των Μουσουλμάνων της Βουλγαρίας, που ήταν χώρα του ‘σιδηρού παραπετάσματος’ και των εδώ ομοθρήσκων τους και θα αποκλειόταν κάθε επιρροή εκ μέρους της Βουλγαρίας προς την Ελλάδα, μέσω των Μειονοτικών των δύο όμορων χωρών.
Όταν η Ελλάδα την δεκαετία του ’60 με υπουργό Εξωτερικών τον Ευάγγελο Αβέρωφ, άρχισε να εφαρμόζει τα κατάπτυστα διοικητικά μέτρα κατά των Μουσουλμάνων της Θράκης, επιδίωκε να εξωθηθούν στην φυγή τους από την Ελλάδα. Τα μέτρα έπλητταν αδιακρίτως όλους τους Μειονοτικούς και όχι μόνο τους Τούρκους ή τουρκογενείς, όπως επιμένει να τους αποκαλεί δίκην στρουθοκαμήλου το επίσημο κράτος. Μάλιστα τα χωριά των Πομάκων και στους τρεις νομούς της Θράκης, βρίσκονταν στην λεγόμενη επιτηρουμένη ζώνη, περίκλειστα σε ένα γκέτο, υπό την ασφυκτική εποπτεία του στρατού και των κρατικών αρχών ασφαλείας. Οι επιτηρούμενες ή απαγορευμένες ζώνες στις παραμεθόριες περιοχές της Ελλάδος καθιερώθηκαν το 1936 από το καθεστώς Μεταξά, τη δεκαετία του ’70 επί χούντας καταργήθηκαν παντού (Μακεδονία και Ήπειρος) εκτός Θράκης, όπου καταργήθηκαν μόλις το 1995. Το χαρακτηριστικό ήταν οι ‘μπάρες’, που οριοθετούσαν τις επιτηρούμενες ζώνες από τις υπόλοιπες περιοχές της επικράτειας.
Οι Μουσουλμάνοι νέοι υπηρετούσαν τη θητεία τους στο στρατό, πέραν του Νέστου και κυρίως σε μονάδες του νομού Κοζάνης ή σε συνοριακά φυλάκια της Μακεδονίας και της Ηπείρου. Πτυχιούχοι γιατροί, ακόμα και κάτοχοι τίτλου ιατρικής ειδικότητας, εφόσον ήταν Μουσουλμάνοι, στο στρατό υπηρετούσαν ως νοσοκόμοι ή τραυματιοφορείς, αλλά ποτέ, ούτε καν ως οπλίτες ιατροί!
Όσο εφαρμόζονταν τα διοικητικά μέτρα κατά της Μουσουλμανικής Μειονότητας εγκατέλειψαν την Ελλάδα αρκετοί Πομάκοι, όπως και Τούρκοι, που εγκαταστάθηκαν κυρίως στην Προύσσα ή στο προάστιο της Κωνσταντινούπολης Άβτζιλαρ. Επίσης αρκετοί Πομάκοι, όπως βέβαια και Τούρκοι, υπήρξαν θύματα εφαρμογής του περίφημου άρθρου 19 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας (που ήδη έχει καταργηθεί, ενώ έχει αντικατασταθεί και ο ΚΕΙ) και έχασαν την ελληνική τους υπηκοότητα, ακόμα και αν είχαν μεταναστεύσει για οικονομικούς λόγους στη Γερμανία, όπως και τόσοι άλλοι Έλληνες. Κατ’ εφαρμογή του παραπάνω άρθρου 19 του ΚΕΙ, στο διάστημα από το 1950 ως το 1998, αφαιρέθηκαν 60.044 ιθαγένειες Ελλήνων πολιτών. Οι Μουσουλμάνοι μειονοτικοί αναφέρονταν ως «αλλογενείς» στον παραπάνω νόμο. Οι Θρακιώτες Μουσουλμάνοι που τους αφαιρέθηκε η ελληνική ιθαγένεια, εκτιμάται ότι ήταν 50.000.
Ο Έλληνας επιχειρηματίας Πρόδρομος Εμφιετζόγλου, πριν ενσκήψει η οικονομική κρίση στην Ελλάδα, είχε ένα φιλόδοξο σχέδιο, που ανέπτυσσε σε σλαβόφωνα χωριά της Μακεδονίας και σε πομάκικα χωριά, κυρίως της ορεινής Ξάνθης. Στα μεν πρώτα, έναντι ποικίλων παροχών, δεσμεύονταν οι κάτοικοι να μην μιλούν την μητρική τους γλώσσα, τα μακεδονικά, αλλά μόνον τα ελληνικά, ενώ στα πομακοχώρια ενθαρρύνονταν οι κάτοικοι να μη μιλούν τουρκικά, αλλά μόνον πομακικά! Μάλιστα με οικονομικές συνδρομές από το κράτος αλλά και επιχειρηματικών φορέων, ακόμα και το Δ΄ Σώμα Στρατού, που εδρεύει στην Ξάνθη, συμμετείχε σε μια εξωγενή προσπάθεια, να αποκτήσουν τα πομακικά γραφή και κανόνες συντακτικού και γραμματικής, ενώ με χρηματοδότηση του στρατού εκδόθηκαν ελληνοπομακικό και πομακοελληνικό λεξικό! Οι παροχές του Εμφιετζόγλου έχουν παύσει ή τουλάχιστον έχουν μειωθεί, ενώ από όλην εκείνη την προσπάθεια έχει μείνει η εφημερίδα ‘Ζαγάλισα’, που εκδίδεται στα ελληνικά και στα πομακικά από ομάδα Πομάκων, που διαφοροποιούνται δραστικά από το σύνολο της Μειονότητας, δηλώνοντας είτε εθνοτική πομακική ταυτότητα, είτε ελληνική, συνδέοντας την ύπαρξη της κοινότητάς τους με τον Αλέξανδρο τον Μακεδόνα! Γενικά, μεταξύ των Μουσουλμάνων της Θράκης ο «κύκλος» της Ζαγάλισα δεν χαίρει εκτιμήσεως….
Το σύνολο της Μουσουλμανικής Μειονότητας, ανεξάρτητα από την επιβολή της τουρκοποίησης της κυβέρνησης Παπάγου, έχουν πλέον την τουρκική γλώσσα ως μητρική, με εξαίρεση τους αναλφάβητους Πομάκους, ελάχιστους πια, που ζουν απομονωμένοι στα βουνά της Ροδόπης και ασχολούνται κατά κύρια βιοποριστική ασχολία με την κτηνοτροφία. Υπάρχουν Πομάκοι που είναι δίγλωσσοι, αν και με τον χρόνο μειώνονται υπέρ της τουρκικής γλωσσομάθειας, αγνοώντας τουλάχιστον οι νέοι και οι νέες την πομακική γλώσσα. Μεταξύ των Πομάκων και των Ρομά, δεν είναι λίγοι ακόμα και οι τρίγλωσσοι. Οι πρώτοι γνωρίζουν τα πομακικά, τα τουρκικά και τα ελληνικά. Οι δεύτεροι γνωρίζουν τα ρομανί, τα τουρκικά και καλά τα ελληνικά, διότι είναι ανοιχτοί σε κάθε είδους συναλλαγές με το ελληνόφωνο χριστιανικό στοιχείο.
Στη Γερμανία, όπως και στην Τουρκία, στα πλαίσια πολιτιστικού ακτιβισμού, υπάρχουν κινήσεις Πομάκων, όχι προερχόμενων αποκλειστικά από την Ελλάδα, που επιδιώκουν να καταστήσουν γραπτή την προφορική πομακική γλώσσα, με δικές τους πρωτοβουλίες. Είναι όμως χαρακτηριστικό, ότι στο EBLUL ( European Bureau for Lesser-Used Languages), που ως ένα σημείο δρα παράλληλα με την Ευρωπαϊκή Μη Κυβερνητική Οργάνωση  European Language Equality Network (ELEN), λόγω αδιαφορίας της πλειοψηφίας των ίδιων των Πομάκων ή ίσως και σκοτεινών επιρροών τουρκικών κύκλων, τα πομάκικα δεν συγκαταλέγονται μεταξύ των γλωσσών που ανήκουν στην κατηγορία των λιγότερο ομιλούμενων γλωσσών στην Ευρώπη. Υπάρχει όμως μια αναγνώριση, ως πομάκικου εντύπου της ‘Ζαγάλισα’, από το Contact Bulletin του EBLUL.
Κατά το παρελθόν οι Πομάκοι που μορφώνονταν χρησιμοποιούσαν ως γλωσσικό όργανο επικοινωνίας και μόρφωσης την οθωμανική γλώσσα, ενώ όταν δημιουργείται ανεξάρτητη Βουλγαρία, στην βουλγαρική βουλή υπάρχουν μέλη της Μουσουλμάνοι, πολλοί από τους οποίους ήταν Πομάκοι, που γνώριζαν και χρησιμοποιούσαν την βουλγαρική γλώσσα[1].
Το 1990 το ελληνικό κράτος υιοθέτησε το δόγμα της τριχοτόμησης της Μουσουλμανικής Μειονότητας της Θράκης. Διακήρυττε, ότι η Μειονότητα συγκροτείται από τρεις διακεκριμένες μεταξύ τους πληθυσμιακές ομάδες, τους Πομάκους, που θεωρούσε απογόνους αρχαίου ελληνικού θρακικού φύλου, τους τουρκογενείς και τους Ρομά. Σκοπός αυτού του δόγματος ήταν η αποδυνάμωση της Μειονότητας διά της διάσπασής της. Στα πλαίσια του παραπάνω δόγματος, πριν μερικά χρόνια ξεκίνησε μια προσπάθεια προσεταιρισμού των Πομάκων με ευνοϊκές κινήσεις υπέρ αυτών, με επίκληση, όπως προειπώθηκε, ανόητων και ιστορικά αβάσιμων μυθευμάτων περί δήθεν ελληνικής καταγωγής τους. Λ.χ. ο πρώτος μειονοτικός έφεδρος αξιωματικός του ελληνικού στρατού ήταν Πομάκος. Τελικά το δόγμα της τριχοτόμησης των Θρακιωτών Μουσουλμάνων, δεν έχει γίνει δεκτό από την συντριπτική πλειοψηφία των μειονοτικών πολιτών, ανεξαρτήτως φυλετικής καταγωγής, διότι έχει γίνει κατανοητό από τους ίδιους τους πολίτες που αφορά, ότι επιδιώκεται η διάσπαση της Μειονότητας και επομένως η αποδυνάμωσή της. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι Πομάκοι, ιδίως της Ροδόπης  και του Έβρου δεν διαφοροποιούνται από τους Τούρκους του κάμπου και της Κομοτηνής. Αλλά έχουν συνείδηση ότι η διάσπαση της Μειονότητας δεν πρόκειται να έχει θετική έκβαση, αν ληφθεί υπόψη η εν γένει αφερεγγυότητα του ελληνικού κράτους απέναντι στους Μουσουλμάνους πολίτες του στη Θράκη.
Γενικά, μέχρι πριν λίγα χρόνια η μειονοτική πολιτική του ελληνικού κράτους ήταν ανύπαρκτη πέρα ως πέρα. Κατά καιρούς, εκ μέρους της Ελλάδος εμφανίζονταν ανακλαστικές αντιδράσεις εις βάρος των Μουσουλμάνων, χωρίς φυλετική διάκριση, όταν η Τουρκία σκλήραινε τη στάση της στα ακανθώδη, υπαρκτά ή φαντασιακά, ζητήματα των ελληνοτουρκικών σχέσεων εις βάρος της Ελλάδος. Είναι αλήθεια, ότι σε επίπεδο θεσμών, η κυβέρνηση Μητσοτάκη (1990-1993), που είχε επαγγελθεί την ισονομία και την ισοπολιτεία των Μουσουλμάνων με τους σύνοικους Χριστιανούς στην Θράκη, εφάρμοσε τις εξαγγελίες της, καταργώντας αρκετούς απαράδεκτους νόμους που αναιρούσαν την συνταγματική ισότητα των Ελλήνων πολιτών και καθιστούσαν ανεκτές δυσμενείς διακρίσεις εις βάρος των Μουσουλμάνων. Επί κυβερνήσεως Σημίτη αργότερα, η Ελλάδα αναγκάσθηκε κατόπιν ευρωπαϊκών πιέσεων, να καταργήσει επί τέλους το άρθρο 19 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας. Ουσιαστικά η κατάργηση της παραπάνω ρατσιστικής διάταξης από την ελληνική νομοθεσία δεν ακύρωσε τις συνέπειες από την εφαρμογή της επί τόσες δεκαετίες. Τα θύματα της εφαρμογής του άρθρου 19 ΚΕΙ, οι Θρακιώτες Μουσουλμάνοι που στερήθηκαν την ελληνική υπηκοότητά τους, συχνά αδικαιολόγητα και εντελώς αυθαίρετα, κατέστησαν  ανιθαγενείς και συνεχίζουν να υπάρχουν, είτε στο εξωτερικό, όπου ιδίως στην Τουρκία έχουν πολιτογραφηθεί ως Τούρκοι, είτε στην Ελλάδα, όπου υπολογίζονται σε 35.000 ανθρώπους, αλλά νομικά είναι ανύπαρκτοι για το ελληνικό κράτος! Ανέφερα πιο πάνω ότι η «μπάρα», καταργήθηκε το 1995. Όταν ο Γιώργος Α. Παπανδρέου ήταν υπουργός Παιδείας, καθιερώθηκε η ποσόστωση ως προς την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση Μουσουλμάνων νέων της Θράκης και αυτό το μέτρο ανέκοψε σχεδόν πλήρως την φυγή των νέων της Μειονότητας προς την Τουρκία για σπουδές. Δεν επρόκειτο για χαριστικό μέτρο, αλλά για μέτρο δικαιοσύνης. Η μειονοτική γενικά εκπαίδευση ήταν άθλια και τούτο οφειλόταν στο ελληνικό κράτος, που ανεπίσημα επιδίωκε να κρατά τους Μουσουλμάνους ολιγογράμματους. Συχνά, οι δάσκαλοι των ελληνικών στα μειονοτικά σχολεία, επιδίωκαν να πάρουν απόσπαση αμέσως μετά την τοποθέτησή τους. Το μόνο κίνητρο που τους έκανε να μένουν στα σχολεία, εκτελώντας με απαράδεκτη πλημμέλεια τα καθήκοντά τους, εκτός πάντοτε ελάχιστων εξαιρέσεων, ήταν τα υψηλά μόρια που μάζευαν για μια καλύτερη τοποθέτηση αργότερα. Οι δάσκαλοι των τουρκικών μαθημάτων, αφότου επί χούντας ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη η περιβόητη ΕΠΑΘ (Ειδική Παιδαγωγική Ακαδημία Θεσσαλονίκης), που εκπαίδευε αποκλειστικά Μουσουλμάνους νέους για τη στελέχωση των μειονοτικών σχολείων, ήταν ανεπαρκείς, με ελλιπή γνώση της τουρκικής. Οπότε το μέτρο της ποσόστωσης ήταν μια ρεαλιστική λύση στην ανεπάρκεια της παρεχόμενης εκπαίδευσης προς τη Μειονότητα. Τα τελευταία χρόνια, όπως ειπώθηκε, οι νέοι της Μειονότητας προτιμούν το ελληνικό πανεπιστήμιο ή ΤΕΙ, οπότε συγχρόνως έχει αυξηθεί θεαματικά και ο αριθμός των μαθητών που φοιτά στα κοινά γυμνάσια και λύκεια, όπου συγχρωτίζονται με τους Χριστιανούς συμμαθητές και συμμαθήτριες.
Μετά την βίαιη τουρκοποίηση της Μειονότητας εκ μέρους του ελληνικού κράτους τη δεκαετία του ’50, ακολουθούν τα διοικητικά μέτρα και οι διακρίσεις εις βάρος των Μουσουλμάνων τη δεκαετία του ’60, όταν κυβερνά η ΕΡΕ. Μάλιστα είχε ιδρυθεί, μια μη προβλεπόμενη από νόμο Επιτροπή, που αποτελούσε ένα διευθυντήριο για τις υποθέσεις της Μειονότητας. Ο Ευάγγελος Αβέρωφ, ως υπουργός Εξωτερικών, ως καθ’ ύλην αρμόδιος για τα ζητήματα των μειονοτικών πολιτών, λόγω εφαρμογής της Συνθήκης της Λοζάνης στη Θράκη, είχε εκδώσει μια εντολή, νόμοι του ελληνικού κράτους που θα ευνοούσαν και τους μειονοτικούς πολίτες, να μην εφαρμόζονται στη Δυτική Θράκη!  Όταν επικράτησαν οι συνταγματάρχες (χούντα) εισήγαγαν νέο δόγμα για τους Μουσουλμάνους της Θράκης: Υπάρχουν μόνον Έλληνες Μουσουλμάνοι, όχι με την έννοια του πολίτη, αλλά εθνοτικά. Βέβαια τούτο ήταν μια πομφόλυγα και τίποτα περισσότερο. Τα διοικητικά μέτρα έγιναν πιο σκληρά, η επιτηρουμένη ζώνη, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω είχε καταργηθεί σε όλη τη βόρεια Ελλάδα, πλην Θράκης, με αποτέλεσμα τα χωριά των Πομάκων να βρίσκονται υπό ασφυκτικό έλεγχο, με απόλυτα ελεγχόμενη την κίνηση των προσώπων, από και προς την επιτηρουμένη ζώνη. Η χούντα είχε εφαρμόσει ένα πρόγραμμα εξαγοράς ακινήτων μουσουλμανικών περιουσιών από Χριστιανούς, με τη συνεργασία της Αγροτικής Τράπεζας. Οι μεν Μουσουλμάνοι απαγορευόταν να αγοράζουν ακίνητα, απαγορευόταν να κτίζουν στα ακίνητά τους, σε ελάχιστες περιπτώσεις δίδονταν άδειες συντήρησης και αποκατάστασης ετοιμόρροπων κτιρίων. Απαγορευόταν η έκδοση αδειών οδήγησης αυτοκινήτου και τρακτέρ στους Μουσουλμάνους, κάτι που συνεχίσθηκε και μετά το 1974 επί Νέας Δημοκρατίας. Από την άλλη μεριά, ενθαρρύνονταν Χριστιανοί να αγοράζουν ακίνητα Μουσουλμάνων με μακροχρόνια και χαμηλότοκη δανειοδότηση από την ΑΤΕ. Μάλιστα, δημόσιοι υπάλληλοι, εφόσον συμπλήρωναν υπηρεσία στη Θράκη επί δύο τουλάχιστον χρόνια, αποκτούσαν δυνατότητα απόκτησης μουσουλμανικών περιουσιών με τους παραπάνω όρους, οπότε ήταν ένα κίνητρο για δημοσίους υπαλλήλους κάθε είδους να μετακινηθούν στην Θράκη με στόχο να γίνουν ιδιοκτήτες ακινήτων! Όλη η Θράκη είναι παραμεθόρια περιοχή, οπότε στις αγοραπωλησίες ακινήτων εφαρμοζόταν ο έλεγχος που προβλεπόταν και προβλέπεται ακόμα, αλλά σε πολύ περιορισμένες περιπτώσεις, για συναλλαγές σε παραμεθόριες περιοχές. Από την άλλη μεριά, μολονότι η χούντα αναγνώριζε μόνον Έλληνες Μουσουλμάνους, για να γίνει αγορά ακινήτου (διαμέρισμα, οικόπεδο, χωράφι) ήταν απαραίτητο πιστοποιητικό εθνικότητας, που για τους Μουσουλμάνους δεν έγραφε «Έλληνας», οπότε αποκλειόταν κάθε ευχέρεια εμπράγματης συναλλαγής. Η παραπάνω πολιτική ήταν ένα από τα μέτρα εξώθησης των Μουσουλμάνων να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές εστίες τους και να εγκατασταθούν κυρίως στην Τουρκία. Μέτρα αντιποίνων για την έξοδο Ελλήνων υπηκόων από την Κωνσταντινούπολη. Τα διοικητικά μέτρα εφαρμόζονταν, όπως λέχθηκε, και μετά το 1974. Όταν πληροφορήθηκα, ότι ο Παναγιώτης Φωτέας, διανοούμενος δεξιός, που η Ν.Δ. του Κωνσταντίνου Καραμανλή είχε διορίσει Νομάρχη Ροδόπης, είχε βγάλει ένα σωρό λεφτά από «λαδώματα» για την χορήγηση αδειών οδήγησης αυτοκινήτων και τρακτέρ, κατά παρέκκλιση του κανόνα, σε Μουσουλμάνους, είχα καταπλαγεί, διότι ο άνθρωπος πίστευα ότι διέφερε από τους συνήθεις Δεξιούς….
Τα εις βάρος των Μουσουλμάνων μέτρα, συμπεριλαμβανομένων και των Πομάκων όπως αναφέραμε ήδη, καταργήθηκαν επί κυβερνήσεως Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, αν και ο αρμόδιος για την περιοχή υπουργός Εξωτερικών Α. Σαμαράς, έχει αποκαλυφθεί ότι έκανε διάφορα σχέδια «κάτω από το τραπέζι», μαζί τον φοβερό «τουρκοφάγο» Μητροπολίτη Μαρωνείας και Κομοτηνής Δαμασκηνό Ρουμελιώτη εις βάρος της Μειονότητας γενικά.
Στις 29 Ιανουαρίου 1990 οργανώθηκε ένα πογκρόμ κατά των Μουσουλμάνων στην πόλη της Κομοτηνής. Θεωρήθηκε σαν «νύχτα των κρυστάλλων» γιατί καταστράφηκαν περίπου 400 καταστήματα Μουσουλμάνων, ενώ μερικά από αυτά λεηλατήθηκαν. Μάλιστα καταστράφηκε και ένα κατάστημα Αρμενίου, προφανώς λόγω της αγραμματοσύνης των καταστροφέων, που δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν το αρμένικο όνομα του ιδιοκτήτη από ένα τούρκικο! Η κυβέρνηση και η τοπική αυτοδιοίκηση κατέκριναν τα συμβάντα, αλλά ποτέ δεν δόθηκε αποζημίωση στους πολίτες που υπέστησαν ζημίες. Ηθικός αυτουργός θεωρήθηκε πέραν κάθε αμφιβολίας ο Μητροπολίτης Δαμασκηνός Ρουμελιώτης, χωρίς να κινηθεί η παραμικρή νομική διαδικασία εναντίον του από τις εισαγγελικές αρχές.
Επί κυβερνήσεως ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου, είχε ληφθεί κυβερνητική απόφαση να τοποθετηθεί επικεφαλής της διοίκησης του Σισμανόγλειου Γενικού Νοσοκομείου Κομοτηνής η Σιμπέλ Μουσταφάογλου. Είχε διατελέσει αντινομάρχης υγείας και κοινωνικής πρόνοιας με σοβαρότατο θετικό έργο. Ο Μητροπολίτης Δαμασκηνός, υπέργηρος πλέον, εκβίασε την κυβέρνηση, πως αν διοριζόταν η Μουσταφάογλου διοικήτρια του Νοσοκομείου οι καμπάνες των εκκλησιών θα χτυπούσαν ασταμάτητα πένθιμα. Επίσης, όταν ο Γ. Παπανδρέου είχε αποφασίσει να περιλάβει στο ευρωψηφοδέλτιο του ΠΑΣΟΚ την Μουσταφάογλου σε εκλόγιμη θέση, υπήρξε έντονη αντίδραση από κομματικούς παράγοντες και τελικά κατατάχθηκε σε μη εκλόγιμη ‘τιμητική’ θέση. Η Σιμπέλ Μουσταφάογλου είναι Τούρκισσα, Ελληνίδα πολίτις, πτυχιούχος του Πανεπιστημίου Αδριανούπολης και αυτή τη στιγμή είναι αντιδήμαρχος στο Δήμο Κομοτηνής.
Ο Αντώνης Σαμαράς με υπόγεια εντολή κατέστρεψε ιστορικό τεκκέ Ριφαήδων Δερβίσηδων, του 14ου αιώνα στην Κομοτηνή, γιατί δήθεν κινδύνευε να καταρρεύσει, με την υπόσχεση να ξανακτισθεί με κρατικές δαπάνες. Επί 19 χρόνια ο φάκελος έκδοσης της σχετικής άδειας ανέγερσης, είχε «χαθεί» στους φοριαμούς της αρμόδιας Πολεοδομικής Υπηρεσίας. Όταν πριν τέσσερα περίπου χρόνια ο φάκελος εμφανίστηκε, τα εμπόδια που μπαίνουν από διάφορους κύκλους, ανεπίσημους ή επίσημους, καθυστερούν την υλοποίηση του έργου αποκατάστασης του τεκκέ του Αχμέντ Ριφαή στην περιοχή ΕΤΕΝΕΠΟΛ της πόλης.
Τέλος, τόσο ο Μητροπολίτης Κομοτηνής Δαμασκηνός Ρουμελιώτης, όσο και ο Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως Άνθιμος Ρούσσας (τώρα Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης), επανειλημμένα με παρεμβάσεις τους σε δημόσιες υπηρεσίες, καθιστούσαν αδύνατη την ανέγερση μιναρέδων στα τεμένη μουσουλμανικών αμιγώς ή μικτών χωριών των περιοχών τους.
Η Τουρκία όταν αναφέρεται στη Μειονότητα της Δυτικής Θράκης κάνει λόγο για τουρκική ή τουρκομουσουλμανική μειονότητα. Η ελληνική πλευρά επιμένει να κάνει λόγο για μουσουλμανική μειονότητα, αρνούμενη να αποδεχθεί τον εθνοτικό αυτοπροσδιορισμό των μελών της Μειονότητας, σε συλλογικό επίπεδο. Σε επιστημονικούς κύκλους στην Ελλάδα ή σε κύκλους ακτιβιστών των ανθρώπινων δικαιωμάτων, η Μειονότητα αποκαλείται είτε τουρκική είτε τουρκομουσουλμανική. Έχει μείνει παροιμιώδης και χαρακτηριστική η φράση του Δημήτρη Χριστόπουλου, πανεπιστημιακού και δραστήριου στελέχους οργανώσεων υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όταν ως υποψήφιος του ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωεκλογές του 2014, είχε πει ότι «η μειονότητα είναι ένα ενιαίο συμπαγές τούρκικο πράμα»!
Η Μουσουλμανική Μειονότητα στην Θράκη αρνείται να δεχθεί να χρησιμοποιείται σαν όργανο άσκησης εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδος έναντι της Τουρκίας. Αρνείται να αποδεχθεί την αφερεγγυότητα του ελληνικού κράτους, που άλλες εποχές προστατεύει την έντονη θρησκευτικότητά της, για να αντιμετωπίσει την «επιθετικότητα» της Τουρκικής Δημοκρατίας, που καθοδηγείται και εμπνέεται από τις κεμαλικές ιδέες. Άλλες εποχές της επιβάλλει να δεχθεί τον Κεμαλισμό, να είναι «τούρκικο πράμα», γιατί η δεξιά κυβέρνηση Παπάγου ως υποχείριο των νατοϊκών οδηγιών και δίχως πολιτική βούληση, κρίνει ότι ο εκτουρκισμός της Μουσουλμανικής Μειονότητας στη Θράκη θα λειτουργήσει ως κυματοθραύστης στην κομμουνιστική απειλή από τη Βουλγαρία. Αρνείται να συγκατανεύσει την ίδια στιγμή που της επιβάλλουν, ότι οι Μουσουλμάνοι είναι Έλληνες, προκειμένου να κάνουν αγοραπωλησίες ακινήτων να τους υποχρεώνουν να επιδεικνύουν πιστοποιητικό εθνικότητας. Το καθεστώς ισονομίας και ισοπολιτείας που εφαρμόζει η Ελλάδα απέναντι στους Μουσουλμάνους πολίτες της, γιατί είναι υποχρεωμένη να λειτουργεί έτσι, αν θέλει να λέγεται και να είναι κράτος δικαίου, αναμφίβολα ικανοποιεί, παρά τα ισχνά έστω προβλήματα διακρίσεων που συνεχίζουν να εμφανίζονται, όχι λόγω νομοθεσίας, αλλά λόγω νοοτροπίας ορισμένων υπαλλήλων της δημόσιας διοίκησης, που νομίζουν ότι είναι σωτήρες της Ελλάδος, όταν φέρονται με αμετροέπεια και βαρβαρότητα! Το πρόβλημα είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης που υπάρχει μάλλον στην πλειοψηφία των μειονοτικών πολιτών, εξαιτίας συμπεριφορών του κράτους κατά το παρελθόν και σποραδικά ακόμα και σήμερα.
Το ελληνικό κράτος, ρυθμίζει τα θέματα της Μουσουλμανικής Μειονότητας μέσω του Υπουργείου Εξωτερικών και γι’ αυτό υπάρχει στην Ξάνθη Υπηρεσία Πολιτικών Υποθέσεων του Υπουργείου, με διευθυντή, κατά κανόνα, έμπειρο διπλωμάτη. Στις έδρες των περιφερειακών ενοτήτων (πρώην νομαρχιών) Ξάνθης, Ροδόπης και Έβρου, υπάρχει Γραφείο της παραπάνω Υπηρεσίας. Μια από τις αρμοδιότητες της Υπηρεσίας και των επί μέρους γραφείων, ήταν και παραμένει η διαχείριση και διάθεση των μυστικών κονδυλίων του Υπουργείου Εξωτερικών, με αδιαφανείς διαδικασίες. Λόγω της οικονομικής κρίσης, η στρόφιγγα των ελληνικών μυστικών κονδυλίων λειτουργεί περιορισμένα, σε σύγκριση με το παρελθόν. Σε θέματα που αφορούν την Μουσουλμανική Μειονότητα της Θράκης εμπλέκεται και η Γενική Γραμματεία Θρησκευμάτων του Υπουργείου Παιδείας, το οποίο είναι η προϊσταμένη αρχή των Μουφτειών Κομοτηνής, Ξάνθης και Διδυμοτείχου. Επίσης στην Κομοτηνή και στον Εχίνο Ξάνθης, λειτουργούν δύο μικτά μουσουλμανικά ιεροσπουδαστήρια υπό την εποπτεία του Υπουργείου Παιδείας. Τα μουσουλμανικά ιεροσπουδαστήρια παρέχουν δευτεροβάθμια εκπαίδευση, με ιδιαίτερη έμφαση σε μαθήματα γνώσης του Κορανίου και ισλαμικής θεολογίας.
Αυτή την περίοδο, που έχουν παύσει οι σκόπιμες και θεσμοθετημένες πιέσεις και διακρίσεις κατά της Μουσουλμανικής Μειονότητας, νομίζω ότι ο αριθμός μειονοτικών πολιτών που διακρίνεται για τη νομιμοφροσύνη του έναντι της Ελλάδος είναι μεγάλος, παρά τις πικρίες από το παρελθόν και τις επιφυλάξεις λόγω μη εδραίωσης της εμπιστοσύνης προς το κράτος. Υπάρχουν μειονοτικοί, που χωρίς να απεμπολούν την μειονοτική τους αυτοσυνειδησία, εθνοτική (κυρίως οι Τούρκοι) και θρησκευτική (έστω και ως πολιτιστική ιδιαιτερότητα), κινούνται άνετα μέσα στην ευρύτερη κοινωνία με το σύνοικο στοιχείο των Χριστιανών.  Υπάρχουν μειονοτικοί πολίτες που χαρακτηρίζονται για την φιλοπατρία τους προς την Ελλάδα, χωρίς να είναι δουλικοί σε απαιτήσεις οργάνων του κράτους και ιδιαίτερα σε αξιώσεις που εγείρουν, είτε ο διευθυντής της Υπηρεσίας Πολιτικών Υποθέσεων του ΥΠΕΞ στην Ξάνθη, είτε ο Γεν. Γραμματέας Θρησκευμάτων. Οι Μουφτήδες Κομοτηνής και Ξάνθης είναι Πομάκοι στην καταγωγή, χρησιμοποιούν την τουρκική γλώσσα και είναι στην κυριολεξία τα «αλεξικέραυνα» της τουρκικής πολιτικής στη Θράκη για την προστασία των καλώς εννοούμενων ελληνικών συμφερόντων. Ο Μουφτής Κομοτηνής Μέτσο Τζεμαλή, όταν κρίνει ότι κάποια κρατική επιλογή σε θέματα της Μειονότητας είναι αντίθετη προς τα πραγματικά συμφέροντα των Μουσουλμάνων, όχι απλά διαμαρτύρεται, αλλά με το κύρος που διαθέτει, συχνά ακυρώνει τις επιλογές του κράτους. Και οι δύο παραπάνω Μουφτήδες είναι στον κατάλογο ανεπιθύμητων προσώπων της Τουρκίας εδώ και δεκαετίες. Η Τουρκία έχει τοποθετήσει δύο ψευτομουφτήδες στην Ξάνθη και στην Κομοτηνή, τον Αχμέτ Μετέ και τον Ιμπραήμ Σερίφ αντίστοιχα. Και οι δυο είναι απροκάλυπτα πράκτορες των τουρκικών συμφερόντων στην Θράκη. Ο Σερίφ, λόγω του γενικού κύρους που έχει ο Μουφτής Κομοτηνής Μέτσο Τζεμαλή, δεν εμφανίζεται συνήθως υπερβολικά ακραίος, όπως ο Μετέ στην Ξάνθη, μολονότι και οι δυο τους είναι πλουσιοπάροχα αργυρώνητοι από τα μυστικά κονδύλια που διαχειρίζεται το Γενικό Προξενείο της Τουρκίας στην Κομοτηνή. Στην Μουφτεία Διδυμοτείχου υπάρχει τοποτηρητής Μουφτείας, που δεν προσελκύει το ενδιαφέρον της τουρκικής πολιτικής, οπότε δεν υπάρχει ανταγωνιστής του και μάλλον τούτο οφείλεται στην ρατσιστική υποτίμηση των Ρομά, που αποτελούν την πλειοψηφία των Μουσουλμάνων του Έβρου.
Υπάρχει μια ενδιαφέρουσα ιδιοτυπία αντίδρασης με τους Πομάκους του ορεινού όγκου της Ξάνθης. Μολονότι φυλετικά καμιά συγγένεια δεν τους συνδέει με τους Τούρκους, μεγάλος αριθμός τους δηλώνει ότι είναι Τούρκοι, μολονότι ακόμα και η γνώση της τουρκικής γλώσσας εκ μέρους τους συνήθως είναι φτωχή, ενώ αντιθέτως χειρίζονται μάλλον ικανοποιητικά την ελληνική γλώσσα. Ο νόμιμος Μουφτής Ξάνθης, παρά την αξιόλογη μόρφωση που διαθέτει από τα Πανεπιστήμια Μεδίνας και Βαγδάτης, δεν έχει την απαιτούμενη συμπαράσταση του ελληνικού κράτους, ενώ το προσωπικό κύρος του δέχεται ποικίλες ‘επιθέσεις’ εκ μέρους όσων εξυπηρετούν τα τουρκικά συμφέροντα στην χωρική αρμοδιότητά του. Απεναντίας, ο Αχμέτ Μετέ, Πομάκος από το χωριό Ωραίο, ασκεί αξιοπρόσεκτη πολιτική επιρροή μεταξύ των μειονοτικών πολιτών και πέραν της περιοχής Ξάνθης.
Σε έναν από τους μεγαλύτερους οικισμούς Ρομά στην Ελλάδα, στο Δροσερό Ξάνθης δραστηριοποιείται μια γυναίκα, η Σαμπιχά Σουλεϊμάν. Η Σαμπιχά, όπως συνήθως την αναφέρουν φίλοι και μη, έγινε περισσότερο γνωστή με αφορμή τον τελικό αποκλεισμό της από το ευρωψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ, μετά από θόρυβο που ξεσήκωσαν σε βάρος της κομματικοί παράγοντες ή υπέρμαχοι των ανθρωπίνων δικαιωμάτων! Η Σαμπιχά, κατάφερε να νικήσει τον αναλφαβητισμό της, παρακολουθεί σχολεία δεύτερης ευκαιρίας και έχει το πείσμα να συνεχίσει τις σπουδές της. Ίδρυσε τον σύλλογο γυναικών Ρομά στον οικισμό που ζει, με το όνομα ‘ΕΛΠΙΔΑ’, και έχει κάνει πολλά πράγματα ως τώρα, με την συμπαράσταση και την οικονομική ενίσχυση του ελληνικού κράτους. Η Σαμπιχά διακρίνεται για την κομψότητά της και το επιμελημένο ντύσιμό της, όταν είναι υποχρεωμένη σε δημόσιες εμφανίσεις και συνομιλεί κατ’ επανάληψη με διπλωμάτες των Η.Π.Α.. Η ίδια αυτοπροσδιορίζεται ως Ελληνίδα Μουσουλμάνα Ρομά και αρνείται να υπακούσει στις απαιτήσεις του τουρκικού κράτους. Ένας άνθρωπος που υποστήριξε και τελικά πέτυχε να αποβληθεί, κατά τρόπο το λιγότερο άκομψο, από το ευρωψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ η κυρία Σαμπιχά Σουλεϊμάν είναι ο Δημήτρης Χριστόπουλος, που τον ανέφερα πιο πάνω. Ο Χριστόπουλος σε άρθρο του, που υπεραμύνθηκε την εναντίωσή του κατά της Σαμπιχά, γράφει και τα εξής: «Αν κάποιοι … πρέπει να κοιτάξουν στον καθρέφτη για να αποδώσουν τις ευθύνες που η μειονότητα, στην πλειοψηφία της, τουρκοποιήθηκε, είναι αυτοί που αίφνης «ανακάλυψαν» τους Τσιγγάνους και τους Πομάκους για να τη διασπάσουν: το ίδιο το ελληνικό κράτος...». Θεωρήθηκε λοιπόν η Σαμπιχά Σουλεϊμάν όργανο της πολιτικής του ελληνικού κράτους, που τα τελευταία χρόνια επέλεξε πράγματι μια πολιτική διάσπασης της μειονότητας μέσω της τριχοτόμησης, ενώ είχε προηγηθεί η έντονη βίαια τουρκοποίησή της από το ίδιο κράτος. Αλλά, αν κάποιος παρακολουθήσει τη δουλειά της Σαμπιχά και των   άλλων γυναικών, νομίζω πως δεν πρόκειται να δικαιολογήσουν ούτε τον πανεπιστημιακό Χριστόπουλο, ούτε την ανόητη βαρβαρότητα του ΣΥΡΙΖΑ, απέναντι σε μια γυναίκα που θέλει να στέκει με αξιοπρέπεια στα πόδια της και να υπολογίζει στο κράτος, όπου κατοικεί και βρίσκεται ο τόπος της.
Πριν κλείσω, θα ήθελα να προσθέσω ένα περιστατικό, του πώς η κομματική τοποθέτηση ενός Διευθυντή της Υπηρεσίας Πολιτικών Υποθέσεων του ΥΠΕΞ, μπορεί να δημιουργήσει ταραχή στους κύκλους της Μειονότητας. Ως τις αρχές του 2015 και επί δυόμιση χρόνια ήταν διευθυντής ένας διπλωμάτης, που τοποθετήθηκε ως επιλογή του Δημήτρη Σταμάτη, υπουργού Επικρατείας και στενού συνεργάτη του πρωθυπουργού Α. Σαμαρά. Παρά την ρητή πρόβλεψη σε διατάξεις της Συνθήκης της Λοζάνης, ότι είναι κατοχυρωμένη η ετερογλωσσία της Μειονότητας της Θράκης, ο άνθρωπος αυτός, απαγόρευσε σε μειονοτικό δημοσιογράφο κύρους, Έλληνα πολίτη, να εκφωνήσει την εισήγησή του σε συνέδριο, στην τουρκική γλώσσα. Επίσης ήθελε να επιβάλλει την διδασκαλία του Κορανίου, όπως και άλλων μαθημάτων περί Ισλάμ, στα δημόσια σχολεία δημοτικής και μέσης εκπαίδευσης, από τους διορισμένους ιεροδιδάσκαλους,  στην ελληνική γλώσσα!



ΤΕΛΙΚΑ, ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΕΘΝΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΤΗΣ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΑΣ;
Όπως ανέφερα ήδη, οι Μουσουλμάνοι της Θράκης, ανεξαρτήτως φυλετικής καταγωγής, ήταν θρησκευόμενοι Σουννίτες Μουσουλμάνοι στην μεγάλη πλειοψηφία τους και η θρησκευτική τους ιδιοπροσωπία τους, που εκφραζόταν ως ταυτόσημη με την ιδιότητα του Οθωμανού υπηκόου, ήταν αρκετή για τον αυτοπροσδιορισμό τους. Το γεγονός, ότι από το 1923, που η Δυτική Θράκη ενσωματώθηκε στην ελληνική επικράτεια, το ελληνικό κράτος έδειξε πάντοτε βαθύ σεβασμό στην θρησκευτική ελευθερία των Μουσουλμάνων υπηκόων του, είχε εμπνεύσει στους Θρακιώτες Μουσουλμάνους μια πίστη για την ελληνική πατρίδα. Θεωρώ σκόπιμο να σημειώσω, ότι η θρησκευτική ελευθερία των Μουσουλμάνων στην Ελλάδα κατοχυρώθηκε από το 1881 και μετά, με επανειλημμένα νομοθετήματα που εμπλούτισαν την ελληνική έννομη τάξη. Μάλιστα η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα της Δύσης, που παρά την συντριπτική χριστιανική πλειοψηφία του πληθυσμού της, η μουσουλμανική δικαιοταξία (sharia), ως προς ορισμένα κεφάλαιά της (προσωπική κατάσταση, οικογενειακό και κληρονομικό δίκαιο), αποτελεί τμήμα της ελληνικού συστήματος δικαίου. Σήμερα λειτουργούν τρία μουσουλμανικά ιεροδικεία στην Κομοτηνή, στην Ξάνθη και στο Διδυμότειχο και οι νόμιμοι Μουφτήδες ασκούν δικαιοδοσία  ως ιεροδίκες (qadi), μεταξύ των Μουσουλμάνων Ελλήνων πολιτών, επιλύοντας διαφορές τους στις παραπάνω βιοτικές σχέσεις.
Η εδραίωση της κεμαλικής εθνικιστικής ιδεολογίας στην νεοσύστατη Τουρκική Δημοκρατία, μετά την λήξη του «πολέμου της Ανεξαρτησίας», όπως αποκαλείται από τους Τούρκους ό,τι ονομάζεται «Μικρασιατική Εκστρατεία» ή «Μικρασιατική Καταστροφή» από την ελληνική ιστοριογραφία, δημιούργησε ρωγμές ως προς την προσήλωση στη θρησκεία του Ισλάμ ορισμένων μειονοτικών της Θράκης. Κυρίως μορφωμένοι αστοί Τούρκοι της Μειονότητας ελκύσθηκαν από την κεμαλική ιδεολογία και αντικατέστησαν τα θρησκευτικά ισλαμικά πιστεύω  τους με τις πεποιθήσεις του Κεμαλισμού. Αυτά συνέβησαν κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1927 ιδρύθηκε νόμιμα το σωματείο «Τουρκική Ένωσις Ξάνθης», που οι ελληνικές αρχές έθεσαν εκτός νόμου το 1987 και ξανά το 1999. Το Νοέμβριο του 1987 απαγορεύτηκε το σωματείο "Τουρκική Νεολαία Κομοτηνής", που είχε ιδρυθεί και λειτουργούσε νόμιμα από το 1928. Η «Τουρκική Ένωσις Ξάνθης» και η "Τουρκική Νεολαία Κομοτηνής" υπήρξαν συλλογικές πρωτοβουλίες Μειονοτικών Θρακιωτών, που κατά κύριο λόγο είχαν εγκολπωθεί την κεμαλική ιδεολογία, προβάλλοντας την εθνοτική τους ιδιοπροσωπία, αντί της υπερεθνικής μουσουλμανικής ταυτότητας.
Όπως προειπώθηκε, οι Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης σχεδόν στο σύνολό τους είχαν συνείδηση Οθωμανού, κάτι που ήταν ταυτόσημο με την ιδιότητα του Μουσουλμάνου. Κατ’ αρχάς, διαχωρισμοί φυλετικής φύσης ή αργότερα εθνοτικής ταυτότητας δεν υπήρχαν. Μια παρατήρηση θα μπορούσε να γίνει ως προς τους Μουσουλμάνους Ρομά, που στη Θράκη λέγονται Τσιγγάνοι (στα τουρκικά Çingene) ή Κατσίβελοι. Γενικά οι Ρομά, παντού όπου τους συναντούμε, διατηρούν ένα δικό τους θρησκευτικό πιστεύω, που εξωτερικεύεται συχνά ως σύνολο διαφόρων προλήψεων και δεισιδαιμονιών, αλλά κατά κανόνα ακολουθούν την θρησκεία που επικρατεί στην πλειοψηφία του πληθυσμού. Τούτο είχε ως συνέπεια μια ρευστότητα και ως προς την προσήλωσή τους στην οθωμανική τους υπηκοότητα. Έτσι, οι Ρομά στην άλλοτε οθωμανική Θράκη ήταν Μουσουλμάνοι και συνεχίζουν να είναι όσοι ζουν μεταξύ Μουσουλμάνων. Οι Μουσουλμάνοι Ρομά, όπως και οι Χριστιανοί, είναι θύματα ποικίλων διακρίσεων από τους Μουσουλμάνους Τούρκους και Πομάκους, όπως συμβαίνει αντίστοιχα με τους Έλληνες Χριστιανούς. Οι προκαταλήψεις κάμπτονται συχνά ως προς τους Ρομά που εγκαταλείπουν τον αναλφαβητισμό τους, επιλέγουν μόνιμη εγκατάσταση και υιοθετούν αρκετά ήθη και έθιμα της πληθυσμιακής πλειοψηφίας που τους περιβάλλει. Αφότου έχει εισβάλλει το μέγεθος της εθνικής συνείδησης και στη ζωή των Θρακιωτών Μουσουλμάνων, η εθνική συνείδηση των Ρομά, σε γενικές γραμμές μάλλον μπορεί να θεωρηθεί ρευστή.
Όπως λέχθηκε πιο πάνω, αφότου η Δυτική Θράκη ενσωματώθηκε στην ελληνική επικράτεια, το ελληνικό κράτος έδειξε σεβασμό προς το Ισλάμ και προς τους θεσμούς του, κάτι που έκανε τους θρησκευόμενους Θρακιώτες νομοταγείς υπηκόους του νέου κράτους. Μάλιστα, η στάση σεβασμού του ελληνικού κράτους απέναντι στους Μουσουλμάνους ήταν εξ ολοκλήρου αντίθετη προς τους διωγμούς και τις καταπιέσεις που οι βουλγαρικές αρχές επεφύλασσαν, όπως και στις προσπάθειες βίαιων εκχριστιανισμών που επιχειρούσαν κυρίως κατά των Πομάκων. Επίσημα η Τουρκία ποτέ δεν αμφισβήτησε τα σύνορα μεταξύ Ελλάδος και της ίδιας, όπως προβλέφθηκαν από διατάξεις της Συνθήκης της Λοζάνης. Ποτέ δεν εγέρθηκαν από την επίσημη Τουρκία αξιώσεις ενσωμάτωσης της Δυτικής Θράκης στην επικράτειά της.
Μετά το 1922 όταν πλέον η κεμαλική ιδεολογία, έντονα αντίθετη κατά του θεσμικού οθωμανικού Ισλάμ, είχε επιβληθεί στη νέα Τουρκία, που είχε αναδυθεί από τα σπαράγματα της άλλοτε κραταιάς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και όπως ειπώθηκε ήδη, η Δυτική Θράκη είχε περιέλθει στην Ελλάδα, κύμα Μουσουλμάνων προσφύγων κατέφυγε από την Τουρκία στην Θράκη. Επρόκειτο για πιστούς Μουσουλμάνους που ήταν σφοδρά πολέμιοι τόσο του νέου καθεστώτος της Τουρκίας, όσο και του Κεμάλ Ατατούρκ. Ο πλέον επιφανής των προσφύγων στην Θράκη ήταν χωρίς αμφιβολία ο  τελευταίος Σεϊχουλισλάμης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας Μουσταφά Σαμπρί Εφέντη. Ακολούθησαν και άλλοι πρόσφυγες, που εγκατέλειψαν τη γειτονική χώρα για να υπερασπισθούν τις πεποιθήσεις τους και το κύρος του Ισλάμ, από την λαίλαπα διωγμών και ταπεινώσεων που θεωρούσαν ότι ασκούσε το κεμαλικό καθεστώς. Μάλιστα με την εγκατάσταση του Μουσταφά Σαμπρί Εφέντη στην Θράκη, άρχισε να εκδίδεται εφημερίδα που αντιπολιτευόταν με τεράστια οξύτητα το νέο τουρκικό καθεστώς. Με πρωτοβουλία του Μουσταφά Σαμπρί, είχε εκδοθεί στη Θράκη φετβάς, που καταδίκαζε σε θάνατο τον Κεμάλ Ατατούρκ. Ένας άλλος επιφανής πνευματικός άνθρωπος, που βρήκε καταφύγιο στην ελληνική Θράκη ήταν ο Χαφούζ Αλή Ρεσάτ, Τσερκέζος στην καταγωγή. Ο Χαφούζ Αλή Ρεσάτ είχε ιδρύσει θρησκευτικό σωματείο, το Ιττιχάντ-ι Ισλάµ (Ένωση Μουσουλµάνων Ελλάδος) και βασικά αναδείχθηκε σε σπουδαίο παιδαγωγό για την μουσουλμανική μειονότητα. Θεωρώντας ότι η Τουρκία, προσηλωμένη πλέον στα εθνικιστικά δόγματα Ατατούρκ, είχε αρνηθεί την θρησκεία του Ισλάμ και τις υπερεθνικές αξίες του, υποστήριζε την Ελλάδα και τις αρχές της. Ο Χαφούζ Αλή Ρεσάτ είχε συμβάλλει στην ίδρυση του Ιεροσπουδαστηρίου του Εχίνου, στην ορεινή Ξάνθη, ενώ ο ίδιος είχε ιδρύσει την δεκαετία του ’50 στην Κομοτηνή, ιδιωτικό Ιεροσπουδαστήριο, αναγνωρισμένο από το ελληνικό κράτος. Οι αντικεμαλιστές πρόσφυγες στην Θράκη, κάτω από πιέσεις της Τουρκίας προς την Ελλάδα, τελικά στην πλειοψηφία τους απελάθηκαν. Ο Μουσταφά Σαμπρί Εφέντη κατέφυγε στην Αίγυπτο, όπου τον περιέβαλαν με μεγάλες τιμές και του πρόσφεραν θέση καθηγητή στο περίφημο Πανεπιστήμιο του Καΐρου Αλ Άζχαρ. Ο Χαφούζ Αλή Ρεσάτ, είχε την προστασία των ελληνικών αρχών και δεν απελάθηκε. Παρέμεινε στην Κομοτηνή, όπου και αποβίωσε το 1980. Οι μαθητές που παρακολούθησαν τα μαθήματα του Ιεροσπουδαστηρίου του Χαφούζ Αλή Ρεσάτ υπολογίζονται συνολικά περίπου στους τετρακόσιους, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και ο Σοφολογιότατος Μουφτής Κομοτηνής Μέτσο Τζεμαλή.
Παρά την στάση σεβασμού και προστασίας της θρησκείας του Ισλάμ και των θεσμών του εκ μέρους του ελληνικού κράτους, αυτό το γεγονός δεν ακυρώνει την γενικότερη, απαράδεκτη, πολιτική της Ελλάδος απέναντι στην Μειονότητα, με τα διοικητικά μέτρα εις βάρος της, με το φόβητρο του άρθρου 19 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, με τις περιβόητες «μπάρες» που διαχώριζαν εντός ενός ασφυκτικά ελεγχόμενου γκέτο τα ορεινά μουσουλμανικά χωριά από την υπόλοιπη Ελλάδα, με την ελλιπέστατη και απαράδεκτη υποβαθμισμένη μειονοτική εκπαίδευση…. Και δεν ήταν μόνο οι κρατικές αρχές που υιοθετούσαν, συχνά εντελώς αντίθετα με την υπάρχουσα νομοθεσία, μέτρα κατά των μειονοτικών πολιτών, ήταν και το αντιμουσουλμανικό πνεύμα που επηρέαζε σχεδόν την πλειοψηφία των Χριστιανών πολιτών της Θράκης απέναντι στους Μουσουλμάνους συμπολίτες τους, που επίσημα το κράτος δεν έκανε καμιά συγκεκριμένη προσπάθεια για να το ανατρέψει. Απεναντίας, εγκληματικές πράξεις, όπως εκείνες του άλλοτε Μητροπολίτη Κομοτηνής Δαμασκηνού, κατά των Μουσουλμάνων, παρέμειναν όχι απλά ατιμώρητες, αλλά είχαν και την υπόγεια συμπαράσταση του υπουργού Εξωτερικών επί κυβερνήσεως Μητσοτάκη Α. Σαμαρά. Λέχθηκε και είναι αλήθεια πως η κατάσταση έχει αλλάξει θετικά υπέρ της Μειονότητας. Πιστεύω όμως πως οι αλγεινές μνήμες δεν έχουν εξαλειφθεί και η εμπιστοσύνη των μειονοτικών Ελλήνων πολιτών απέναντι στο ελληνικό κράτος, ίσως να μην έχει αποκατασταθεί πλήρως.
Ως προς την εθνική συνείδηση των μειονοτικών πολιτών της Θράκης, η εκτίμησή μου είναι η εξής:
1.- Υπάρχουν Τούρκοι ή τουρκικής καταγωγής Θρακιώτες, που αισθάνονται «Μητέρα Πατρίδα» τους την Τουρκία, αλλά αναγνωρίζουν την αξία της ελληνικής τους ιθαγένειας και της κατοχής εκ μέρους τους ενός ελληνικού διαβατηρίου, που τους προσφέρει ελευθερία κινήσεων σ’ έναν ευρύτατο χώρο, αυτόν της Ευρωπαϊκής
Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών και της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Ζώνης. Οι περισσότεροι από τους μειονοτικούς της παραπάνω ομάδας είναι νομοταγείς πολίτες απέναντι στο ελληνικό κράτος και αποφεύγουν δηλώσεις ή πολύ περισσότερο δραστηριότητες που σαφώς στρέφονται κατά της Ελλάδος. Στην παραπάνω ομάδα πρέπει να προστεθούν αρκετοί Πομάκοι που ζουν κυρίως στα ορεινά της Ξάνθης. Το παράδοξο μ’ αυτούς τους ανθρώπους είναι, ότι εμφανίζονται συχνά ως φανατικοί Τούρκοι, μολονότι ακόμη και η γνώση της τουρκικής γλώσσας εκ μέρους τους είναι ελλιπής.
2.- Υπάρχουν έντονα θρησκευόμενοι Μουσουλμάνοι, ανεξαρτήτως φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, που δεν αισθάνονται να τους συνδέουν πολλά με το νεοτερικό τουρκικό κράτος. Αν και η στροφή της Τουρκίας προς το Ισλάμ υπό την διακυβέρνηση Ερτογάν, αναμφίβολα πρέπει να έχει επιφέρει αλλαγές στην στάση των παραπάνω. Παρόλα αυτά, οι άνθρωποι της παραπάνω ομάδας νιώθουν ασφαλείς στην Ελλάδα και απολαμβάνουν αυτό που για τα κριτήριά τους είναι το πλέον σημαντικό: Ελευθερία άσκησης της πίστης τους και σεβασμός προς το Ισλάμ από το ελληνικό κράτος.
3.- Υπάρχουν μειονοτικοί πολίτες, ανεξαρτήτως φυλετικής καταγωγής, που δεν είναι πάρα πολλοί, οι οποίοι έναντι χρημάτων ή άλλων παροχών από το τουρκικό κράτος διά μέσω του Τουρκικού Προξενείου Κομοτηνής, μολονότι Έλληνες πολίτες, συμπεριφέρονται ως ξένοι, μη χάνοντας ευκαιρία να καταγγέλλουν την Ελλάδα, ακόμα και για ανύπαρκτα, φαντασιακά, δήθεν προβλήματα που αντιμετωπίζει η Μειονότητα, αρκεί να δημιουργείται θόρυβος για μια δήθεν καταπιεζόμενη τουρκική ή τουρκομουσουλμανική μειονότητα στην ελληνική Θράκη. Σ’ αυτή την ομάδα σπουδαίος είναι ο ρόλος του ψευτομουφτή Ξάνθης Αχμέτ Μετέ, και του  ψευτομουφτή Κομοτηνής Ιμπραήμ Σερίφ. Ακολουθούν διάφοροι μειονοτικοί δημοσιογράφοι, που εκδίδουν έντυπα ή διαχειρίζονται ιστοτόπους, κατά κύριο λόγο ή και αποκλειστικά στην τουρκική γλώσσα, η ύπαρξη των οποίων δεν θα ήταν δυνατή χωρίς οικονομικές ενισχύσεις από τα τουρκικά μυστικά κονδύλια. Στην παραπάνω ομάδα αναμφίβολα ανήκει ο Μουσταφά Αλή Τσαβούς, πρόεδρος του μειονοτικού κόμματος DEB, που λέγεται, πως αν δεν είχε επιλεγεί για το ρόλο που παίζει, θα συνέχιζε να κουβαλά καφέδες στους πελάτες του. Τέλος υπάρχει απροσδιόριστος αριθμός μειονοτικών πολιτών, που δεν χάνουν ευκαιρία να δηλώνουν Τούρκοι, έστω και αν φυλετικά δεν είναι, πάντοτε με το αζημίωτο….
4.- Υπάρχει μια ομάδα μειονοτικών πολιτών, που αισθάνονται μεγάλη αγάπη για τον τόπο τους την Θράκη. Είναι νομοταγείς απέναντι στο ελληνικό κράτος, χωρίς να είναι απαθείς και αδιάφοροι ως προς τις αρνητικές πολιτικές επιλογές του κατά καιρούς εις βάρος της Μειονότητας. Αναμφίβολα νιώθουν ότι πολλά είναι αυτά που τους συνδέουν με την Τουρκία, ακόμα και η ιδεολογία του Κεμαλισμού, όχι τόσο με το εθνικιστικό της υπόβαθρο, που ούτως ή άλλως έχει ξεφτίσει με τον χρόνο, αλλά με την προσήλωση σε μια κοσμική δημοκρατία, που καταφάσκει θετικά στη νεοτερικότητα και σε δίσεκτους καιρούς συνέβαλε αποφασιστικά στη διάσωση της αξιοπρέπειας του Τουρκικού Έθνους.
5.- Υπάρχει μια ομάδα μειονοτικών πολιτών, ποικίλων φυλετικών καταγωγών, που προσωπικά σέβομαι ιδιαίτερα. Πρόκειται κατά κανόνα για ενσυνείδητα πιστούς Μουσουλμάνους, χωρίς να είναι θρησκόληπτοι. Τους διακρίνει ένας συνταγματικός πατριωτισμός ως προς την Ελλάδα, χωρίς να λησμονούν την μειονοτική ιδιοπροσωπία τους, ως Μουσουλμάνων, αλλά και ως Τούρκων, ή ως Πομάκων και γιατί όχι ως Ρομά. Ο δεσμός τους με την Ελλάδα είναι διττός: Αισθάνονται μεγάλη αγάπη για τον γενέθλιο τόπο, την Θράκη και επιπρόσθετα, έχουν μια υψηλής ποιότητας πολιτική συνείδηση, σύμφωνα με την οποία έχουν επιλέξει, κατά κάποιο τρόπο, μια υπαρξιακή ώσμωση με την Ελλάδα. Υπερασπίζονται σθεναρά τα δικαιώματά τους ως μειονοτικών πολιτών, όπως αυτό της ανεμπόδιστης χρήσης της τουρκικής γλώσσας, χωρίς τούτο να γίνεται για να μειωθεί η νομιμοφροσύνη τους απέναντι στο ελληνικό κράτος. Αρνούνται κάθε συναλλαγή με το τουρκικό κράτος μέσω του Προξενείου Κομοτηνής και όταν υπάρχει λόγος καταγγέλλουν πρακτικές καταπίεσης της Μειονότητας εκ μέρους του Προξενείου και των οργάνων του. Τολμώ να χαρακτηρίσω αυτούς τους ανθρώπους, συνειδητοποιημένους Έλληνες «εξ επιλογής», με την έννοια, ότι δεν δέχονται την «ελληνικότητά» τους παθητικά, σαν ένα παιχνίδι της Ειμαρμένης. Η «ελληνικότητα» αυτών των μειονοτικών πολιτών δεν υποδηλώνει σε καμιά περίπτωση την παραμικρή αφομοίωσή τους από τον ελληνοχριστιανικό τους περίγυρο. Είναι τίμια μέλη του ελληνικού Λαού, με ζωηρή την μειονοτική τους συνείδηση, δεν αποδέχονται τα γκέτο και συμμετέχουν ενεργά στις εξελίξεις της ελληνικής κοινωνίας. Μια περίπτωση που εκφράζει κατά τη γνώμη μου την στάση των παραπάνω μειονοτικών πολιτών είναι η υπεύθυνη ομάδα σύνταξης και ο εκδότης του δίγλωσσου περιοδικού (τουρκικό και ελληνικό) της Κομοτηνής Azınlıkça, που διαχειρίζεται τους ηλεκτρονικούς ιστότοπους με την ίδια επωνυμία και τον ιστότοπο Trakyadan.
Γενικά, σχεδόν όλα τα μέλη της Μουσουλμανικής Μειονότητας της Θράκης, ακόμα και όσα δεν έχουν σχέση με την τουρκική πολιτική και τις επιδιώξεις της στην περιοχή ή διώκονται από τις τουρκικές αρχές, λόγου χάρη με το να θεωρούνται personae non grata και να τους απαγορεύεται η είσοδος στην Τουρκία, έχουν συνείδηση πολιτισμικής συνάφειας με την Τουρκία. Αυτή η συνάφεια έχει σχέση πρώτιστα με την γνώση και την χρήση της τουρκικής γλώσσας, έχει σχέση με τις ιδιαιτερότητες του Ισλάμ, όπως διαμορφώθηκε στην οθωμανική περίοδο και επιβιώνει σήμερα στη σύγχρονη Τουρκία. Τέλος, υπάρχουν δεσμοί συγγένειας, συχνά πολύ στενοί, που τους συνδέουν με την Τουρκία.
Υπάρχουν κύκλοι στην ελληνική διοίκηση, ακόμα και σήμερα, που θεωρούν μυωπικά, τους δεσμούς μειονοτικών πολιτών με την Τουρκία, ως επικίνδυνη και «προδοτική» στάση. Αυτή η αντιμετώπιση είναι κατάλοιπο του μαύρου παρελθόντος, όταν στο ελληνικό κράτος κυριαρχούσε η πεποίθηση, ότι οι Μουσουλμάνοι της Θράκης, εκ προοιμίου είναι μέλη μιας «πέμπτης φάλαγγας» που επιβουλεύεται την εθνική ασφάλεια της χώρας, εξυπηρετώντας προδοτικά τα τουρκικά συμφέροντα.
Μια γενική παρατήρηση ως κατακλείδα. Το ελληνικό κράτος ποτέ δεν διέθετε μειονοτική πολιτική. Κυριαρχούν ακόμα δύο ανόητα και απαράδεκτα δόγματα: Το πρώτο, ότι υπάρχει μόνον μια μειονότητα στην ελληνική επικράτεια, αποκλειστικά θρησκευτική, αυτή της Μουσουλμανικής Μειονότητας της Δυτικής Θράκης, διότι η ύπαρξή της προβλέπεται από την Συνθήκη της Λοζάνης! Το δεύτερο, ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχουν άλλες μειονότητες, εθνοτικές, γλωσσικές, πολιτιστικές, θρησκευτικές…. Στα παραπάνω πλαίσια, η Ελλάδα αρνείται να επικυρώσει τη Σύμβαση Πλαίσιο για την Προστασία των Εθνικών Μειονοτήτων του Συμβουλίου της Ευρώπης, αν και την έχει προσυπογράψει από τις 22 Σεπτεμβρίου 1997. Έτσι η παραπάνω σημαντική σύμβαση, που αναδεικνύει τον ευρωπαϊκό πολιτικό πολιτισμό, αποτελεί εντός της Ελλάδος μια σύμβαση φάντασμα, όπως την έχουν χαρακτηρίσει με πολλή επιτυχία οι αξιόλογοι δημοσιογράφοι της ομάδας του  ‘Ιού’ (Τάσος Κωστόπουλος, Δημήτρης [i]Τρίμης, Αγγέλικα Ψαρρά, Άντα Ψαρρά και Δημήτρης Ψαρράς) και την ίδια τη χώρα, με αντικειμενικά κριτήρια, την θέτουν εκτός των πράγματι πολιτικά πολιτισμένων κρατών της Ευρώπης και του κόσμου….


©Γιώργος Δούδος
Ιούνιος, Ιούλιος 2016
 





[1] Το 1919, με την ευκαιρία των εργασιών που διεξάγονταν στο Νεϊγύ της Γαλλίας, μετά το τέλος των οποίων προέκυψε η ομώνυμη Συνθήκη, Μουσουλμάνοι μέλη της βουλγαρικής Βουλής, που τότε εκπροσωπούσαν και τους ομοθρήσκους τους της Δυτικής Θράκης, είχαν συντάξει και υπογράψει υπόμνημα με το οποίο καταγγέλλονταν η βουλγαρική διοίκηση του ορεινού όγκου της Ροδόπης, όπου κατοικούσαν κυρίως Πομάκοι, ως απάνθρωπη και δήλωναν ότι προτιμούσαν να υπαχθούν υπό την ελληνική διοίκηση.




[i] Το παραπάνω κείμενο δεν αποτελεί επιστημονική εργασία, για τούτο και απουσιάζουν οι βιβλιογραφικές αναφορές. Το κέντρισμα να το συντάξω μου το έδωσε μια εκλεκτή και αγαπημένη νεαρή φίλη, που την αποκαλώ τρυφερά κόρη μου, η πολλή καλή Δημοσιογράφος κυρία Ελένη Παναγιώτου. Καθώς έχω προσφέρει, ως Νομικός, επί πολλά χρόνια υπηρεσίες στη Θράκη και έχω συγχρωτιστεί θερμά και στενά με Μουσουλμάνους, που με συνδέει μαζί τους στενή αδελφική φιλία, χωρίς να αγνοώ πηγές και εργασίες επιστημόνων, όσες σκέψεις διατυπώνω είναι κυρίως καρπός προσωπικών εντυπώσεων και εμπειριών.