Powered By Blogger

Monday, July 25, 2011

ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ, ΜΕΡΙΚΕΣ ΔΥΣΠΕΠΤΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ!



Στα Βαλκάνια, όπου ζούμε οι Έλληνες, μιας και η χώρα μας  βρίσκεται εδώ και όχι στον Αρκτικό Κύκλο, ούτε σε κάποιο νησιωτικό σύμπλεγμα του Νότιου Ειρηνικού, φαίνεται πως σημαντικές μάζες των πληθυσμών  τους αρνούνται να δουν κατάματα την αλήθεια! Βαυκαλίζονται με φαντασιώσεις του παρελθόντος, συχνά κατασκευασμένες και εντελώς ασύμβατες προς την ιστορική αλήθεια. Αναθρεμμένοι με γελοία παραμύθια, ακατάλληλα ακόμα και για να κοιμίζουν μικρά παιδιά, γιατί η εμμονή σε τούτα τα παραμύθια έχει προκαλέσει περισσότερες από μια φορά εκατόμβες αθώων θυμάτων. Αλλιώς το αίμα των νεκρών της Σρεμπρένιτσα, δεν θα σημάδευε τραγικά τις μέρες μας, όπως δυστυχώς συμβαίνει, ούτε οι ομαδικοί τάφοι στο Κόσσοβο θα ήταν ακόμα νωποί! Μέχρι πριν λίγο παρέμενε ελεύθερος ο στρατηγός Μλάντιτς, υπόλογος για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και τον καταζητούσε το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης. Κάποιοι, τόσον καιρό που τον θεωρούσαν ήρωα τον έκρυβαν με ασφάλεια, ενώ τα δάκρυα όσων επέζησαν από τον καταστροφικό πόλεμο στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη υγραίνουν ακόμα τις παρειές….
Ας το παραδεχτούμε, πολλοί Βαλκάνιοι έχουμε τυφλώσει τις συνειδήσεις μας μπροστά στην Αλήθεια! Δεν είμαστε λίγοι εκείνοι που προτιμούμε το ψέμμα που διεγείρει τη βαρβαρότητα, συντηρεί τον φανατισμό και τις προκαταλήψεις, που δεν δικαιολογούνται πλέον. Οι πληγές από πολέμους, από εμφύλιους σπαραγμούς, από μαζικούς διωγμούς και εθνοκαθάρσεις, από βίαιες ανταλλαγές πληθυσμών, πολλούς, αντί να αυξήσουν την ανθρωπιά μας και να μας κάνουν περισσότερο σοφούς σε κατανόηση, μας κρατούν καθηλωμένους στις αγκυλώσεις που προκαλούν οι φυλετικές και θρησκευτικές διακρίσεις και ο σκοτισμός των συνειδήσεων από τον εθνικισμό!

Στον τόπο μας τα τελευταία χρόνια πολύς λόγος γίνεται για την «γενοκτονία» των Ποντίων από τους Τούρκους. Υπό την πίεση εθνικιστικού προσανατολισμού ποντιακών σωματείων κυρίως το ελληνικό κράτος εμπλούτισε τη νομοθεσία του με το νόμο 2645/1998 που έχει τίτλο «Καθιέρωση της 14ης Σεπτεμβρίου ως ημέρας εθνικής μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το Τουρκικό Κράτος».
Στο εθνικό, αλλά και στο διεθνές ποινικό δίκαιο ισχύει μία σημαντική αρχή που απαγορεύει την αναδρομική ισχύ ποινικών νομικών διατάξεων και την συνακόλουθη επιβολή ποινών για πράξεις που κατά το χρόνο εκτέλεσής τους δεν θεωρούνταν ποινικά αδικήματα. Πρόκειται για την αρχή ‘nullum crimen, nulla poena sine praevia lege’ (κανένα έγκλημα, καμιά ποινή χωρίς προηγούμενο νόμο), που ενώ καθιερώθηκε για πρώτη φορά σε γραπτό κείμενο στη Γαλλική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (1789), υιοθετήθηκε από το Αμερικανικό Σύνταγμα (1789), από τον Βαυαρικό Ποινικό Κώδικα του 1813. Αποτελεί μια νομική αρχή που βάζει φραγμό στην κρατική αυθαιρεσία, μιας και τα κράτη πάντοτε ήταν οι φορείς της ποινικής καταστολής. Σηματοδοτεί θετικά την εξέλιξη του πολιτισμού στον πλανήτη μας και ήδη αποτελεί δεσμευτικό κανόνα του Διεθνούς Ποινικού Δικαίου (άρθρα 22 και 23 του Καταστατικού της Ρώμης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου). Μετά την φρίκη που προκάλεσε στις συνειδήσεις της σύνολης ανθρωπότητας το Ολοκαύτωμα που προκάλεσαν οι Ναζί σε βάρος των Ισραηλιτών, των Ρομά κ. ά., η Διεθνής Κοινότητα μέσω του Ο.Η.Ε. κατάρτισε την από 9.12.1948 Σύμβαση για την πρόληψη και την καταστολή του εγκλήματος της γενοκτονίας, που κυρώθηκε από την χώρα μας με το νομοθετικού διατάγματος 3091/1954. Με τη σύμβαση αυτή τυποποιείται, δηλαδή περιγράφονται οι όροι τέλεσης του εγκλήματος της γενοκτονίας, με τρόπο αυστηρό και περιορισμένο.
Υπάρχει και μια άλλη βασική αρχή στο ποινικό δίκαιο. Παραβάτες των ποινικών νόμων μπορεί να είναι μόνο φυσικά πρόσωπα. Κράτη, εταιρίες, οργανισμοί και άλλων μορφών νομικά πρόσωπα, που υπάρχουν είτε σύμφωνα με την εσωτερική  νομοθεσία  των κρατών, είτε σύμφωνα με το Διεθνές Δημόσιο Δίκαιο δεν είναι δυνατό να είναι υπόλογα για οποιοδήποτε έγκλημα. Επίσης, οι εγκληματίες που πεθαίνουν πριν καταδικαστούν από αρμόδιο δικαστήριο εγκαταλείπονται μόνο στη θεία κρίση και η ανθρώπινη δικαιοσύνη παύει να ενδιαφέρεται για την απαξιωτική συμπεριφορά τους, ακόμα αν κατηγορούνταν για τα πιο φοβερά εγκλήματα! Η προηγούμενη αρχή υιοθετείται και από την Σύμβαση του Ο.Η.Ε. για το έγκλημα της γενοκτονίας.
Ο νόμος 2645/1998 του ελληνικού κράτους που καθιερώνει ημέρα μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το Τουρκικό Κράτος είναι ένας νόμος δίχως καμιά αξία, από νομικής απόψεως. Πρόκειται για μια «πολιτική πράξη» της Βουλής των Ελλήνων που δυστυχώς καταχρηστικά έλαβε τον μανδύα νόμου. Θα μπορούσε το εθνικό μας κοινοβούλιο, αν πλειοψηφικά είχαν αποδεχθεί τα μέλη του, πως οι Έλληνες στη Μικρά Ασία υπέστησαν διωγμούς, που υπό τις παρούσες συνθήκες εμφανίζουν τη μορφή γενοκτονικού διωγμού, να περιορισθούν σε ένα ψήφισμα. Θα ήταν αρκετό κάτι τέτοιο….
Ένας νόμος που  θεωρεί εγκληματία ένα κράτος, στην προκειμένη περίπτωση το τουρκικό, είναι νόμος ανυπόστατος, για λόγους που προανέφερα. Ένας νόμος που αποδίδει τέλεση ενός εγκλήματος σε χρόνο, που δεν είχε περιγραφεί τούτο το έγκλημα, την περίοδο 1914 – 1922 που τοποθετούνται οι διωγμοί  των Ελλήνων στην τότε Οθωμανική Τουρκία, δεν υπήρχε το ποινικό αδίκημα της γενοκτονίας, είτε στο ελληνικό ποινικό, είτε στο διεθνές ποινικό δίκαιο.
Το ό,τι κατά την έκρηξη του τουρκικού εθνικισμού, όταν οι Νεότουρκοι ανέλαβαν τα ηνία του οθωμανικού κράτους στα πρόθυρα της κατάρρευσής του οι χριστιανικές μειονότητες και κυρίως Αρμένιοι και Έλληνες υπέστησαν εκτεταμένους διωγμούς είναι γεγονός. Το να αναγάγουμε όμως αυτή την πολιτική συνολικά σε σκόπιμη γενοκτονία εκ μέρους των τότε αρχών του τουρκικού κράτους, η νηφάλια μελέτη των γεγονότων της ιστορίας, δεν μπορεί να συνηγορήσει υπέρ αυτής της άποψης. Άλλωστε την ίδια περίοδο συγκεκριμένες ενέργειες είτε μερίδας Ελλήνων του Πόντου, είτε Αρμενίων της περιοχής Βαν πρόσφεραν την αφορμή στις τουρκικές αρχές για να αναλάβουν τα σκληρά μέτρα των διοικητικών διωγμών, που ιδίως στην περίπτωση των Αρμενίων οδήγησαν στην εξόντωση 1.500.000 ανθρώπων!
Οι ερευνητές του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών Σταύρος Ανεστίδης, Ματούλα Κουρουπού και Ιωάννα Πετροπούλου αναφερόμενοι στα γεγονότα που συνθέτουν τη ‘Μικρασιατική καταστροφή’ δεν θεωρούν ότι μπορεί να γίνει χρήση του όρου "γενοκτονία" σε επιστημονικό επίπεδο (Εφημερίδα ‘Η Αυγή’ της 18.02.2001). Επίσης, με βάση τα ιστορικά δεδομένα διακεκριμένοι επιστήμονες, όπως ο Αλ. Ηρακλείδης (εφημερίδα ‘Τα Νέα’ της 08.03.2001) και ο καθηγητής του Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Αντώνης Μπρεδήμας ("Ήταν η μικρασιατική καταστροφή γενοκτονία;", εφημερίδα ‘Η Αυγή’ της 18.02.2001) τοποθετούνται κατά της χρήσης του όρου γενοκτονία από το νόμο 2645/1998. Οι ίδιοι οι πρόσφυγες, επί τόσες δεκαετίες, περιγράφοντας τα γεγονότα που κατέληξαν στην βίαιη απομάκρυνσή τους από τις πατρίδες τους κάνουν λόγο για καταστροφή. Ο όρος καταστροφή, όσον αφορά τα γεγονότα που αναφερόμαστε, ανταποκρίνεται με μεγαλύτερη ακρίβεια στην τραγωδία του Μικρασιατικού Ελληνισμού, περιγράφοντας από τη μια μεριά τις ευθύνες των Τούρκων δεν παραγνωρίζει τις σοβαρές ευθύνες της ελληνικής πλευράς.

Η Ελλάδα και η Τουρκία είναι γειτονικές χώρες και τούτο δεν μπορεί να αλλάξει παρά μόνον αν επέλθει μια κοσμική καταστροφή που θα φέρει τα πάνω κάτω στην επιφάνεια του πλανήτη Γη, ώστε η Τουρκία να γειτονεύει με την Κορέα και η Ελλάδα να βρίσκεται πλάι στην Αργεντινή….
Αν αναλογιστούμε ότι μετά τη μάχη του Ματζικέρτ (Αύγουστος 1071 μ.Χ.) αρχίζει στη Μικρά Ασία η συμβίωση Τούρκων και Ρωμιών, που ουσιαστικά δεν έπαυσε ποτέ από τότε και ότι το μεγάλο πλήθος των Ελλήνων της Βαλκανικής από τον 14ο αιώνα ως και τον 20ο ζούσε υπό οθωμανική διακυβέρνηση, δεν πρέπει να εκπλήττεται για την πολιτισμική ώσμωση που έχει επέλθει μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Παρά τη διαφορά γλώσσας και θρησκείας, τα κοινά σημεία που καταδεικνύουν τις αμοιβαίες επιρροές στην καθημερινότητα των δύο λαών είναι ορατά στον απαιτητικό παρατηρητή. Η λαϊκή θρησκευτικότητα Τούρκων Μουσουλμάνων και Ελλήνων Χριστιανών Ορθοδόξων έχει τόσα πολλά κοινά στοιχεία, που αν οι θεολόγοι και των δύο πλευρών έκαναν τον κόπο να τα αναζητήσουν, να τα ανακαλύψουν και να τα αναδείξουν θα πρόσφεραν πάρα πολλές θετικές υπηρεσίες τόσο στην επιστήμη της συγκριτικής Θρησκειολογίας, όσο και στην προώθηση  της διαθρησκειακής κατανόησης και του διαλόγου μεταξύ Ανατολικού Χριστιανισμού και Ισλάμ!

Μετά την εφαρμογή του Συμφώνου για την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας  (30.01.1923), που ενσωματώθηκε στη Συνθήκη της Λοζάνης, όπως είναι γνωστό μεγάλος αριθμός προσφύγων από τον Πόντο εγκαταστάθηκε στη Μακεδονία. Η τότε κυβέρνηση με την ενέργειά της αυτή επιχείρησε να επιτύχει αλλοίωση του πληθυσμού της Μακεδονίας, όπου το σλαβομακεδονικό ή σλαβόφωνο στοιχείο είχε ισχυρή παρουσία με τελικό στόχο της «εθνοκάθαρση» της περιοχής από τους «εθνικά ύποπτους» ντόπιους Μακεδόνες. Η κρατική προπαγάνδα άρχισε να βομβαρδίζει τους Πόντιους πρόσφυγες με το μύθευμα, πως αυτοί είναι «καθαροί Έλληνες» ενώ οι άλλοι, δηλαδή οι ντόπιοι Μακεδόνες που μιλούσαν τη σλαβική μακεδονική γλώσσα αποτελούσαν πρόβλημα για τα εθνικά συμφέροντα. Δυστυχώς υπάρχουν κύκλοι Ποντίων που συνειδητά, σκόπιμα ή ασυνείδητα «μασουλούν» ως τις μέρες μας τη μαστίχα της «εθνικής τους καθαρότητας» έναντι των υπολοίπων Ελλήνων και δεν αντιλαμβάνονται, παρά την ευφυΐα που συνήθως τους διακρίνει, ότι η φυλετική καθαρότητα δεν αφορά το ανθρώπινο είδος, αλλά τα παράγωγα «ιπποφορβείων» και «κυνοτροφείων»!
Στα πλαίσια αυτού του συλλογικού συμπλέγματος ανωτερότητας (δηλαδή συλλογικής νεύρωσης), που χαρακτηρίζει δυστυχώς πολλούς Ποντίους. Προκειμένου να τονισθεί, τουλάχιστον έτσι έχει εκληφθεί, η υποτιθέμενη διακεκριμένη «καθαρή ελληνικότητα» των Ποντίων έναντι  των  υπολοίπων Ελλήνων εφευρέθηκαν πολλοί μύθοι, μεταξύ των οποίων προβλήθηκε ιδιαίτερα η δήθεν γενοκτονία τους. Λέω δήθεν, γιατί άλλο οι διωγμοί που υπέστησαν και άλλο η γενοκτονία, που ευτυχώς δεν συνέβη σε βάρος του ποντιακού ελληνισμού. Προσωπικά, από την πλευρά της μητέρας, κατάγομαι από την Πάντερμα. Τιμώ βιωματικά τους Μικρασιάτες πρόσφυγες και γνωρίζω πως το ποτήρι του ξεριζωμού τους υπήρξε πολύ πολύ πικρό. Αλλά διόλου δεν συμφωνώ όταν ακούω Ποντίους να καυχώνται για τη δήθεν φυλετική καθαρότητά τους. Ένας τέτοιος ισχυρισμός, εκτός από κίβδηλος είναι έντονα υποτιμητικός για τους άλλους Έλληνες, που τυχαίνει να μην αρέσκονται στους ήχους του kemence, ούτε χορεύουν ‘κότσαρι’ ή αγνοούν το τραγούδι ‘της Τρίχας το γεφύριν’….
Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία του καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Γ.  Σωτηριάδη (G. Sotiriadis, An ethnological map illustrating Hellenism in the Balkan Peninsula and Asia Minor, London 1918, Edward Stanford Ltd), τα οποία είχε χρησιμοποιήσει ο Ελευθέριος Βενιζέλος στις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν τη λήξη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, η κατανομή των Ελλήνων στα τρία βιλαέτια του Πόντου εμφανίζει τα εξής στοιχεία: Στο βιλαέτι της Τραπεζούντας το  1912 κατοικούσαν 947.866 Τούρκοι, 353.533 Έλληνες και 50.000 Αρμένιοι. Οι Έλληνες Πόντιοι ανέρχονταν σε ποσοστό 25,9% του συνολικού πληθυσμού. Στο βιλαέτι της Σεβάστειας (Σίβας) επί συνολικού πληθυσμού 1.109.535 κατοίκων οι Έλληνες Πόντιοι ανέρχονταν σε 99.367 άτομα, αποτελώντας μια μειονότητα σε ποσοστό 8,9% του συνολικού πληθυσμού. Στο τρίτο βιλαέτι του Πόντου, δηλαδή στο βιλαέτι της Κασταμονής, οι Έλληνες Πόντιοι ανέρχονταν μόνο στο 2,5% του συνολικού πληθυσμού αποτελώντας ασήμαντη μειονότητα. Σύμφωνα με τους Πόντιους εθνικιστές οι Τούρκοι εξόντωσαν μέχρι το 1924 περίπου 350.000 Έλληνες Πόντιους. Αν λάβουμε υπόψη τα στοιχεία που αποδεχόταν εκείνη την εποχή η κυβέρνηση Βενιζέλου, οι Έλληνες των βιλαετίων της Τραπεζούντας και της Σεβάστειας ανέρχονταν σε 452.900 άτομα, στους οποίους πρέπει να προστεθούν και οι λίγες χιλιάδες κατοίκων Ελλήνων του βιλαετίου της Κασταμονής. Αν πράγματι είχε συμβεί γενοκτονία στον Ποντιακό Ελληνισμό στο ύψος που προσδιορίζουν οι εθνικιστικοί ποντιακοί κύκλοι, τότε στην Ελλάδα έπρεπε να φθάσουν μόνον 100.000 ψυχές Ποντίων προσφύγων. Ο Οδ. Λαμψίδης («Η ‘’ανάκλησις’’ εις τους πρόσφυγας Έλληνας του Πόντου και αι επιπτώσεις αυτής δια την έρευνα της ποντιακής διαλέκτου», Αρχείον Πόντου, τόμ. 29, Αθήνα, 1989, σελ. 3) υπολογίζει ότι από το 1.500.000 των προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης, οι Πόντιοι ανέρχονται σε 400.000, προερχόμενοι από τον Πόντο, τον Καύκασο και τη νότια Ρωσία.
Η καταστροφή του μικρασιατικού ελληνισμού δεν οφείλεται μόνο στους διωγμούς των Τούρκων, αλλά και σε συγκεκριμένες πρωτοβουλίες των ελληνικών κυβερνήσεων της εποχής. Λόγου χάρη τον  Ιούλιο του 1922 ψηφίσθηκε ο νόμος 2670/1922, με τις υπογραφές του βασιλέα Κωνσταντίνου, του Γούναρη και του Ρούφου, με τον οποίο απαγορεύτηκε στον ελληνικό πληθυσμό της Μικράς Ασίας να αποχωρήσει από την περιοχή, ενώ ήδη είχε αποφασισθεί η εκκένωση της Μικράς Ασίας από το ελληνικό στρατό. Την ίδια περίοδο η κυβέρνηση των Αθηνών με τηλεγράφημα προς τον Ύπατο Αρμοστή της Σμύρνης Αριστείδη Στεργιάδη, του ζητά να μην επιτρέψει στους Έλληνες της Ιωνίας να φύγουν για την Ελλάδα. Ο  Γρηγόρης Δαφνής (Η Ελλάς μεταξύ των δύο πολέμων, β’ έκδ., τόμ. Α’, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα,1974, σελ. 16) έχει διασώσει το εξής περιστατικό: «Λίγο πριν την αναχώρηση από τη Σμύρνη των ελληνικών υπηρεσιών και ενώ το μέτωπο είχε σπάσει, ο νεαρός πολιτικός Γεώργιος Παπανδρέου ενημερώνεται από τον Στεργιάδη  για την επερχόμενη καταστροφή. Στην ερώτηση του Παπανδρέου ‘γιατί δεν ειδοποιείται τον κόσμο να φύγει;’, ο Στεργιάδης απαντά: ‘Καλύτερα να μείνουν εδώ να τους σφάξει ο Κεμάλ γιατί αν πάνε στην Αθήνα  θα ανατρέψουν τα πάντα’».
Επομένως, η καταστροφή των Μικρασιατικού Ελληνισμού, δεν οφείλεται σε γενοκτονία που έκαναν οι Τούρκοι, ούτε μόνο στους διωγμούς που εξαπέλυσαν κυρίως κατά τον Ποντίων Ελλήνων οι τουρκικές αρχές. Σημαντικότατη ευθύνη έχουν οι Έλληνες πολιτικοί εκείνης της περιόδου, που με ποικίλους τρόπους προκάλεσαν τη μικρασιατική καταστροφή.

Δεν υποστηρίζω την εθνική λήθη, αλλά συνηγορώ υπέρ της εθνικής σοβαρότητας. Η ιστορική μνήμη τόσο για τους Έλληνες, όσο και για τους Τούρκους θα πρέπει να είναι ενεργής. Όχι για να αναμοχλεύονται τα πάθη και οι προκαταλήψεις, αλλά για να αποφύγουμε όμοια ή παρόμοια εγκληματικά λάθη σε βάρος των σύγχρονων Ελλήνων και Τούρκων αντίστοιχα, κατά τις μεταξύ μας σχέσεις. Η εθνική μνήμη δεν συντηρείται με νομοθετήματα του κράτους! Και αν επιθυμούμε να δημιουργηθούν αυθεντικά φιλικές σχέσεις μεταξύ των κρατών της Ελλάδος και της Τουρκίας, κάτι που η πλειοψηφία και των δύο λαών είναι βέβαιο πως ποθεί, τότε έχουμε υποχρέωση, όπως παρόμοια υποχρέωση έχουν και από την άλλη πλευρά του Έβρου και του Αιγαίου, να αποφεύγουμε να συντηρούμε αφελείς και ανυπόστατους μύθους, που ικανοποιούν μόνον εκείνους που φοβούνται την αλήθεια της ιστορίας και προτιμούν το ψέμμα της προπαγάνδας!


Σημείωση: Τούτο το άρθρο γράφτηκε για το τουρκοελληνόφωνο  περιοδικό "Azınlıkça", που εκδίδεται στην Κομοτηνή.


Thursday, July 21, 2011

Ο κ. ΕΡΤΟΓΑΝ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ….

          Το Κυπριακό Πρόβλημα, δυστυχώς επίκαιρο αφού δεν έχει λυθεί ακόμα, αποτελεί για τη διεθνή πολιτική ιστορία ένα τραγικό αδιέξοδο που έχει κατασκευάσει στην Κύπρο ο ελληνικός και ο τουρκικός εθνικισμός! Οι ευθύνες προσώπων και από τις δύο κυρίαρχες κοινότητες του νησιού για τις πληγές και τα παθήματα των Κυπρίων δεν πρόκειται να σκεπασθούν από τη λήθη. Όσοι ηγέτες και από τις δύο πλευρές, μετά την ίδρυση του ανεξάρτητου ενιαίου κυπριακού κράτους το 1959 τορπίλισαν είτε με την εμμονή τους στην «ένωση», είτε με το πείσμα τους στη «διχοτόμηση» την Κυπριακή Δημοκρατία και την κυπριακή ταυτότητα όλων των  πολιτών του νησιού θα είναι για πάντα υπόλογοι στην ιστορία της Κύπρου. Όπως, στις συνειδήσεις των Κυπρίων, άνθρωποι που αγωνίστηκαν για την συμφιλίωση των δύο επί μέρους Κοινοτήτων, για την αποκατάσταση της ενότητας του νησιού μετά το 1974 θα πρέπει να τιμώνται πάντοτε. Κινήσεις όπως η ονομαζόμενη «Γιασεμή» στην κατεχόμενη βόρεια Κύπρο αξίζει να βρουν μιμητές. Προσωπικότητες, όπως ο αγωνιστής δημοσιογράφος Ιμπραχίμ Αζίζ αξίζουν κάθε τιμής και σεβασμού. Ο Αζίζ, 73 χρόνων σήμερα δηλώνει αυτό που βιώνει: «Είμαι πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας που ενώνει τον τόπο αυτό. Τον εαυτό μου δεν τον μοίρασα στα δυο, ενώνω την Κύπρο και τον πληθυσμό της στην ίδια την ταυτότητά μου, την ίδια τη ζωή μου, και δεν μπορώ να δεχθώ τη διχοτόμηση και να είμαι όργανο του διαχωρισμού».
Το Κυπριακό ως πρόβλημα αποτελεί ένα μολυσμένο αγκάθι στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, τουλάχιστον από το Νοέμβριο του 1963, όταν ο πρόεδρος Μακάριος προκάλεσε συνταγματικό πραξικόπημα σε βάρος της τουρκοκυπριακής κοινότητας του νησιού. Από κει και πέρα οι προκλήσεις και οι πράξεις  βίας δυναμίτισαν στο έπακρο τις σχέσεις των δύο Κοινοτήτων του νησιού. Το αποκορύφωμα στην όξυνση των διακοινοτικών σχέσεων υπήρξε η δημιουργία το 1964 των ένδεκα περίφημων τουρκοκυπριακών θυλάκων, όπου υπό καθεστώς τρομοκρατίας εκ μέρους  των Ελληνοκυπρίων, οι Τουρκοκύπριοι υποχρεώθηκαν να ζουν εγκλωβισμένοι και περιορισμένοι σ’ αυτές τις περιοχές, αν ήθελαν η διαβίωσή τους να ήταν ασφαλής….
          Ο ταξίαρχος Ιωαννίδης, που κυβερνούσε έκνομα την Ελλάδα ως δικτάτορας, έκανε εξαγωγή της ελληνικής δικτατορίας στην Κύπρο. Εκδιώχθηκε ο πρόεδρος Μακάριος και ανέλαβε στη θέση του ο τραγικός Νίκος Σαμψών, καταλύοντας τους δημοκρατικούς θεσμούς πλήρως. Ο Σαμψών θα μπορούσε να είναι υπόδικος στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας σε βάρος των Τουρκοκυπρίων ιδίως τον Δεκέμβριο 1963 στην Ομορφίτα ή Κιουτσούκ Καϊμακλή, προάστιο της Λευκωσίας με μεικτό πληθυσμό. Μετά το πραξικόπημα Σαμψών-Ιωαννίδη η Τουρκία, ως εγγυήτρια δύναμη της Κυπριακής Δημοκρατίας, έκανε στρατιωτική επέμβαση, όπως είχε συμβατικό δικαίωμα (βλ. άρθρο IV No 5475 Συνθήκης Εγγυήσεως, Λευκωσία 16 Αυγούστου 1960) για να αποκαταστήσει τη συνταγματική νομιμότητα στο νησί και να περιφρουρήσει τα δικαιώματα της Τουρκοκυπριακής Κοινότητας. Όπως αποδείχθηκε όμως από τα πράγματα, η δυναμική παρέμβαση της Τουρκίας υπέρ της νομιμότητας στην Κυπριακή Δημοκρατία αποδείχθηκε πρόσχημα. Η παρέμβαση έγινε εισβολή για να καταλήξει στην τουρκική κατοχή της βόρειας Κύπρου από το θέρος του 1974 ως τις μέρες μας, δηλαδή επί τριάντα εφτά (37) χρόνια. Η σύγχρονη Τουρκία απέκτησε την αποικία της, που λέγεται ‘Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου’(Kuzey Kıbrıs Türk Cumhuriyeti). Όπως είναι γνωστό πρόκειται για ένα «κράτος» υποτίθεται ανεξάρτητο, που μόνον η Τουρκία αναγνωρίζει την ύπαρξή του, ενώ η Διεθνής Κοινότητα το αγνοεί πλήρως.
          Με το πέρασμα του χρόνου οι Τουρκοκύπριοι που κατοικούν στην υπό τουρκική κατοχή βόρεια Κύπρο, συνειδητοποίησαν απόλυτα δυσάρεστα πως είναι υποχείρια του τουρκικού στρατού εισβολής και των Τούρκων εποίκων που εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο από την ενδοχώρα της Τουρκίας με την ελπίδα μιας καλύτερης μοίρας, αλλά προκάλεσαν όπως φαίνεται ρωγμές και αλλοιώσεις στον κοινωνικό ιστό της τουρκοκυπριακής κοινότητας.
          Το πρόβλημα της Κύπρου, έτσι όπως διαμορφώθηκε μετά την εισβολή του τουρκικού στρατού το 1974 και τη συνεχιζόμενη παρουσία του από τότε μέχρι τώρα, δημιουργεί περισσότερο τραγικές συνθήκες για τους Τουρκοκύπριους που ζουν στο βόρειο τμήμα του νησιού, ουσιαστικά εγκλωβισμένοι και απομονωμένοι, παρά σε όσους κατοικούν στα εδάφη της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπου η τεράστια πλειοψηφία των κατοίκων είναι Ελληνοκύπριοι. Τα αδιέξοδα για τους Τουρκοκύπριους αυξάνουν και διογκώνονται με τον καιρό. Η διεθνής απομόνωση και η διπλωματική «περιφρόνηση» του μορφώματος της ‘Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου’ προκαλεί σοβαρά προβλήματα στους κατοίκους του. Τα διαβατήρια που εκδίδει η διοίκηση της βόρειας Κύπρου, εκτός από την Τουρκία, δεν έχουν αξία πουθενά αλλού.
          Τον Ιούλιο του 2011 ο πρωθυπουργός της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερτογάν έκανε μια ‘θριαμβική’ επίσκεψη στη βόρεια Κύπρο, με πολυπληθέστατη συνοδεία, πολιτικών και ενόπλων ακολούθων. Η πρόσφατη τρίτη εκλογική νίκη του κ. Ερτογάν στην Τουρκία, με ένα ποσοστό που κανένας δεν μπορεί να παραβλέψει, δικαιολογημένα του πρόσφερε την ευκαιρία ενός θριάμβου στην αποικία της «Μεγάλης Τουρκίας».
          Με όσα είπε ο πρωθυπουργός της Τουρκίας στην Κύπρο μάλλον απογοήτευσε όλους εκείνους που πίστεψαν ότι ως πολιτικός ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερτογάν διέθετε μια άλλη ποιότητα. Από την άλλη μεριά επιβεβαιώθηκαν όσοι από τους πολιτικούς αντιπάλους του και από τους δημοσιογράφους της χώρας του τον κατηγορούσαν για αυταρχικότητα, που κάνει κακό στην ευαίσθητη Δημοκρατία στην Τουρκία. Ως Μουσουλμάνος, επειδή έτσι αυτοπροσδιορίζεται ο πρωθυπουργός της Τουρκίας, νομίζουμε πως χάριν ενός αμφίβολης αξίας λαϊκισμού, για να εκμαυλίσει τους ακραίους εθνικιστικούς κύκλους  της χώρας του κυρίως πρόδωσε τις αρχές που μπορεί το Ισλάμ να εμπνέει σ’ έναν πολιτικό. Ένας Μουσουλμάνος πολιτικός οφείλει να αγαπά την πατρίδα του και να υπηρετεί το λαό του, αλλά συγχρόνως έχει υποχρέωση να μη λησμονεί το οικουμενικό όραμα της ενότητας της ανθρωπότητας, παράγωγο της θεμελιώδους πίστης του Ισλάμ, που λέγεται «tawhid» (στην τουρκική ‘tevhid’) δημιουργώντας νοητά τείχη διχασμού και αδιεξόδων στις σχέσεις μεταξύ των λαών.
          Ο κ. Ερτογάν στην Κύπρο με όσα είπε καταφρόνησε τις προσπάθειες των Τουρκοκυπρίων και των Ελληνοκυπρίων να βρεθεί λύση στο πρόβλημα του νησιού τους, της κοινής τους πατρίδας. Ο κ. Ερτογάν, όπως τόσα χρόνια προκάτοχοί του δεν αναγνώριζαν την ύπαρξη του κουρδικού λαού στην Τουρκία, διακήρυξε πολιτικά αδιάντροπα πως δεν αναγνωρίζει την ύπαρξη ενός κράτους που λέγεται Κυπριακή Δημοκρατία, έχει διεθνή υπόσταση, είναι μέλος του Ο.Η.Ε., της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Συμβουλίου της Ευρώπης. Ο κ. Ερτογάν, προφανώς για να ικανοποιήσει τους πλέον πολιτικά και κοινωνικά υποανάπτυκτους από τους υπηκόους της Τουρκίας, διακήρυξε χωρίς περιστροφές πως δεν τον ενδιαφέρει και πολύ η ενταξιακή πορεία και προοπτική της χώρας του μέσα στην Ενωμένη Ευρώπη, αφού τολμά να θέτει απαράδεκτους όρους προς την Ευρώπη. Ο κ. Ερτογάν μας απογοήτευσε! Ακόμα και αν τα λόγια του στην Κύπρο ήταν «πυροτεχνήματα» για να χτίσει ένα πολιτικό πορτρέτο που ικανοποιεί τους Τούρκους εθνικιστές, μας απογοήτευσε για το έλλειμμα του πολιτικού ήθους, μας απογοήτευσε γιατί έδειξε, ότι μπροστά στις ταπεινές πολιτικές σκοπιμότητες οι αιώνιες και οικουμενικού κύρους αξίες του Ισλάμ μπορεί να υποχωρούν σε δεύτερη μοίρα! Δυστυχώς! 
          Η επίσκεψη του κ. Ερτογάν στην βόρεια Κύπρο προκάλεσε αντιδράσεις μεταξύ των Τουρκοκυπρίων. Όχι εκείνων που ζουν στα ελεύθερα εδάφη της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά  εκείνων που ζουν σε καθεστώς αποικιακής εξάρτησης από την «Μητέρα Πατρίδα», όπως θέλουν να αποκαλούν οι Τούρκοι εθνικιστές τη χώρα τους.
          Διαδηλωτές κρατούσαν πανό που έγραφαν:   «Τα σκυλιά του Ερντογάν δεν μας τρομάζουν», «Αϊσέ γύρνα στο σπίτι σου», «Στο διάβολο φασίστα». Ένα πανό που έγραφε «Δίνεις ένα, παίρνεις πέντε! Και χωρίς να ντρέπεσαι μας λες τρόφιμους» θεωρήθηκε προσβλητικό για τον Τούρκο πρωθυπουργό και δημιουργήθηκαν επεισόδια με συλλήψεις όταν αστυνομικές δυνάμεις επιχείρησαν να το κατεβάσουν.
            Στον κόμβο του χωριού Χαμίτ Μάνδρες, στην κατεχόμενη Λευκωσία, όπου εκπρόσωποι και μέλη διαφόρων πολιτικών κομμάτων και οργανώσεων της βόρειας Κύπρου είχαν πραγματοποιήσει εκδήλωση διαμαρτυρίας με αφορμή την επίσκεψη του Τούρκου Πρωθυπουργού δημιουργήθηκαν επεισόδια. Τα κόμματα που οργάνωσαν την εκδήλωση ήταν το Κόμμα Ενωμένη Κύπρος (ΚΕΚ), το Κυπριακό Σοσιαλιστικό Κόμμα (ΚΣΚ) και το Κόμμα Νέα Κύπρος (ΚΝΚ). Συμμετείχαν τα πολιτιστικά κέντρα ‘Μπαράκα’ και ‘E.K.I.M.’, οι εφημερίδες Barikat και Gelecek, καθώς και οι τρεις συντεχνίες των εργαζομένων στο Πανεπιστήμιο Ανατολικής Μεσογείου, των γιατρών και των εργαζομένων στο δημόσιο Cag-Sen. Επεισόδια σημειώθηκαν στο κτίριο της ‘KTOS’, της συντεχνίας των δασκάλων, όπου όμως αποφεύχθηκαν οι συλλήψεις. Οι διαδηλωτές φώναζαν ‘Να πεθάνει ο φασισμός’, ενώ αναρτήθηκε στο κτίριο πανό που έγραφε ‘Αρνούμαστε την πολιορκία του ιμπεριαλιστή. Δεν θέλουμε ούτε τους υπαλλήλους, ούτε τα λεφτά, ούτε το πακέτο του’.
          Τέτοιες κινητοποιήσεις από την πλευρά Τουρκοκυπρίων, που αμφισβητούν έντονα και απόλυτα το ρόλο της Τουρκίας στην Κύπρο και στη ζωή τους δεν είχαν ξαναγίνει, τουλάχιστον στη βόρεια Κύπρο. Παρόλα αυτά ο κ. Ερτογάν αδιαφορώντας για τη θέληση του τουρκοκυπριακού λαού με όσα είπε, αλλά και με την παρουσία του πλήθους της συνοδείας του, φαίνεται πως θέλησε να κάνει αισθητή την ισχύ του τουρκικού κράτους στην Κύπρο, όχι με την πειθώ, αλλά με την επίδειξη της βάρβαρης ισχύος της εξουσίας ενός αυταρχικού κράτους, όπως αποδείχθηκε δυστυχώς ότι είναι και ο ηγέτης του.
          Η Μειονότητα των Μουσουλμάνων της Θράκης στο παρελθόν πλήρωσε άδικα και σκληρά τα αδιέξοδα της πολιτικής Ελλάδος και Τουρκίας για την Κύπρο. Το ίδιο έγινε και με τους Ρωμιούς της Κωνσταντινούπολης. Ο μεγάλος διωγμός των Ελλήνων της Πόλης μετά τα Σεπτεμβριανά του 1955 είχε ως αιτία το Κυπριακό.
          Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερτογάν απογοήτευσε όλους και όλες που πίστεψαν ότι μπορεί να αναδειχθεί ο δεύτερος Ατατούρκ για την πατρίδα του και για το λαό του. Μάλλον όμως του λείπει η τόλμη και η ειλικρίνεια. Μακάρι με πράξεις και λόγους στο άμεσο μέλλον να μας πείσει ότι μπορεί να οραματίζεται τολμηρά, χάριν της ειρήνης στην Κύπρο και στον κόσμο, και ότι όσα εκστόμισε στην Κύπρο ουσιαστικά δεν τον εξέφραζαν….






Σημείωση: Τούτο το άρθρο γράφτηκε κατ' αρχήν για το τουρκοελληνόφωνο μηνιαίο περιοδικό 'Azınlıkça', που εκδίδεται στην Κομοτηνή.