Ο παππούς απ’ την πλευρά του πατέρα μου λεγόταν Γιώργης, είχε γεννηθεί στο χωριό Όσλιανη του Βερμίου, που σήμερα ονομάζεται Αγία Φωτεινή, ως Οθωμανός υπήκοος και ήταν Σλαβομακεδόνας. Η μάνα του πατέρα μου, η γιαγιά Λισαβούδα, ήταν επίσης Μακεδόνισσα σλαβικής καταγωγής. Είχε γεννηθεί στο χωριό Ντόλνο Γραματίκοβο του Βερμίου, που αργότερα ονομάσθηκε Κάτω Γραμματικό. Οι γονείς του πατέρα μου κατέβηκαν από τα χωριά τους στην οθωμανική Νάουσα, που εκείνη την εποχή ήταν ένα αστικό κέντρο. Κυριαρχούσε στην πόλη η ελληνική παιδεία, κάτι συνηθισμένο εκείνα τα χρόνια μεταξύ των Ορθοδόξων Χριστιανών της Αυτοκρατορίας που ζούσαν σε πόλεις ή πολίσματα με αστικό χαρακτήρα από κοινωνική και οικονομική άποψη, ανεξαρτήτως εθνοφυλετικής καταγωγής. Οι πρόγονοί μου εξελληνίστηκαν από πλευράς πολιτισμικής και τούτο είχε ως επακόλουθο να αποκτήσουν ελληνική εθνοτική συνείδηση, κάτι που την οθωμανική περίοδο της Μακεδονίας ήταν συνηθισμένο φαινόμενο. Αργότερα έφυγαν ως μετανάστες στην οθωμανική Αίγυπτο, όπου γεννήθηκε ο πατέρας μου και όλα σχεδόν τα αδέλφια του. Μολονότι δεν είχαν λησμονήσει την μητρική γλώσσα τους ο παππούς και η γιαγιά, χρησιμοποιούσαν σποραδικά τα μακεδονικά μεταξύ τους, όταν ήθελαν να κρύψουν κάτι από τα παιδιά τους. Ο παππούς μου ήταν έμπορος στην Αίγυπτο και ενσωματώθηκε όπως ήταν αναμενόμενο στην εκεί ελληνική παροικία. Μάλιστα, ο παππούς δεν ανεχόταν να φορά φέσι, που ήταν υποχρεωτικό για όλους τους Οθωμανούς υπηκόους, όποτε επισκεπτόταν τη Νάουσα και να για ν’ απαλλαγεί από αυτή την υποχρέωση πολιτογραφήθηκε Έλληνας και γράφτηκε στα δημοτολόγια του Πειραιά. Η οικογένεια του παππού ήταν γνωστή στη Νάουσα με το προσωνύμιο ‘Μητσιντούντου’, που στην Αίγυπτο έγινε ‘Doudou’ ή ‘Δούδου’, χαρακτηριστικής σλαβομακεδονικής προέλευσης.
Ο παππούς από την πλευρά της μάνας μου γεννήθηκε και έζησε ως τα χρόνια της ανταλλαγής των πληθυσμών Ελλάδας και Τουρκίας στην Πάντερμα ή Πάνορμο της βορειοδυτικής Μικρασίας, μιας πόλης με πρόσωπο στη θάλασσα του Μαρμαρά και πολύ κοντά στην Πόλη. Το όνομά του Γιώργης. Ήταν γαιοκτήμονας και δούλευαν στα χωράφια του Τούρκοι και Αρμένηδες κυρίως. Η καταγωγή του ήταν από την επαρχία Κισσάμου της Κρήτης. Ο προπάππος μου ήταν παπάς, ενώ ο παππούς θεωρούνταν μορφωμένος άνθρωπος μιας και γνώριζε την Ψαλτική. Στην Μικρά Ασία η οικογένεια του παππού λεγόταν ‘Παπάζογλου’, που όταν ήρθαν πρόσφυγες στη Θεσσαλονίκη έγινε επώνυμο ‘Παπαδόπουλος’. Η γιαγιά μου από την πλευρά της μάνας μου, που λεγόταν Αγγελίνα, καταγόταν από τη Βουλγαρία και παντρεύτηκε τον παππού με προξενειό εξ αποστάσεως, γιατί ήταν μορφωμένος, όπως ανέφερα πιο πάνω όντας ψάλτης και γιατί βέβαια η περιουσία του μάλλον δεν μπορούσε να θεωρηθεί ευκαταφρόνητη. Στα βαθειά της γεράματα η γιαγιά, χήρα ήδη από χρόνια, τις πιο πολλές φορές μονολογούσε στα βουλγάρικα και όχι στα ελληνικά, κάτι που ίσως να σήμαινε πως δεν ήταν Ελληνίδα αλλά Βουλγάρα και ανέφερε συχνά ένα αντρικό όνομα, που πάντως δεν ήταν του παππού μου. Επίσης, η γιαγιά είχε δύο επιφανείς αδελφούς που ζούσαν στη Βουλγαρία. Ο ένας ήταν διπλωμάτης του βουλγαρικού κράτους και ο άλλος αξιωματικός του βουλγαρικού στρατού. Η επικοινωνία της γιαγιάς με τα αδέλφια της αυτά διακόπηκε ακαριαία και απροειδοποίητα όταν επικράτησαν στη χώρα οι κομμουνιστές μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου!
Ο πατέρας της μάνας μου και όλα τα αδέλφια της που είχαν μεγαλώσει στην Πάντερμα, που σήμερα είναι γνωστή ως Μπάντιρμα, ήταν γνήσιοι Ανατολίτες. Τα ελληνικά τους διανθίζονταν με τουρκικές λέξεις και ο καθημερινός λόγος τους ήταν ένα υπέροχο αμάλγαμα που έσμιγαν οι δυο λαλιές. Η κουζίνα, ιδίως των μεγαλύτερων σε ηλικία θειάδων μου, ήταν ένα ποίημα νοστιμιάς και ατόφια ανατολίτικη. Ποτέ δεν άκουσα από το σόι της μάνας μου κακιά κουβέντα για Τούρκο! Δεν είμαι βέβαιος, αν είχε δοθεί δικαίωμα επιλογής στην οικογένεια της μάνας μου, κατά πόσο θα διάλεγαν να έρθουν στην Ελλάδα, έστω και με καλύτερες προϋποθέσεις και να εγκαταλείψουν την Τουρκία, που απ’ όσο θυμάμαι, την κουβαλούσαν βαθειά στην ψυχή τους…. Έχω τη βεβαιότητα πως οι συγγενείς μου απ’ την πλευρά της μητέρας θα αναστέναζαν με πόνο, νοσταλγία και κρυφή οργή αν άκουγαν αυτούς τους στίχους που έγραψε στα καραμανλίδικα, τουρκικά που γράφονταν με ελληνικούς χαρακτήρες, ο παπά-Νεόφυτος ένας Ρωμιός από την Καππαδοκία: «Αδζέπ πουνού πιρ φερτεμί σορουλάρ;/ Δουνζιά κουρουλαλή κορουλμεμισδίρ/ Τουρκιαδάν καλδπρτηλάρ πιζλερί/ Καν αλγαψιόρ χεπιμιζίν κιοζλερί» (Ρώτησαν άραγε κανέναν;/ Από δημιουργίας κόσμου κανείς δεν το ξανάδε/ Μας πήρανε από την Τουρκία/ Τα μάτια μας αίμα χύνουν).
Πριν λίγο εκδόθηκε από το Δ΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας η απόφαση 350/2011, που έκρινε αντισυνταγματικές διατάξεις του νόμου 3838/2010 με τις οποίες τροποποιήθηκε ο ισχύων Κώδικας Ελληνικής Ιθαγένειας (2004), υιοθετώντας πλέον και νέους τρόπους απόκτησης της ελληνικής ιθαγένειας, αποδεσμεύοντας οριστικά το ελληνικό δίκαιο ιθαγένειας από την αρχή του jus sanguinis (δίκαιο του αίματος) που ίσχυε παλιότερα και ακόμα έκρινε αντισυνταγματικές τις ρυθμίσεις του ίδιου νόμου που προβλέπουν τη συμμετοχή αλλοδαπών από τρίτες χώρες, που νόμιμα διαμένουν στη χώρα, στις εκλογές των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου βαθμού. Το ίδιο το Τμήμα παρέπεμψε την υπόθεση στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αλλά η συγκεκριμένη απόφαση κατέπληξε δυσάρεστα και προκάλεσε το αίσθημα περί δικαίου, θέλω να πιστεύω της πλειοψηφίας των πολιτών της χώρας, αλλά οπωσδήποτε και των αλλοδαπών που έχουν επιλέξει ως δεύτερη πατρίδα τους την Ελλάδα…. (Μια καταλυτική κριτική της παραπάνω απόφασης του ΣτΕ έχει συντάξει στο blog E-Lawyer [elawyer.blogspot.com] ο Δικηγόρος Βασίλης Σωτηρόπουλος με τίτλο ‘Μια απροκάλυπτα ρατσιστική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας’).
Η δικαστική κρίση από τα πράγματα είναι υποκειμενική, αφού αποτελεί εκδήλωση μιας ανθρώπινης πνευματικής διεργασίας. Τούτο σημαίνει ότι η δικαστική κρίση επηρεάζεται από την ατέλεια της γνώσης του ανθρώπου και από την αδυναμία απόλυτου ελέγχου της προσωπικής νοοτροπίας, όσον αφορά την επίτευξη του δέοντος.
Η χρήση όμως εκ μέρους του δικαστή των προσωπικών γνώσεών του, ενώ ασκεί τη δικαιοδοτική εξουσία του, είναι τότε μόνον επιτρεπτή, όταν πρόκειται για ολοφάνερα (πασίδηλα) γεγονότα ή διδάγματα της κοινής πείρας, που αποτελούν κτήματα της κοινής γνώμης. Η αδυναμία του δικαστή να προβεί σε εξειδίκευση αόριστων νομικών εννοιών με υποκειμενικά κριτήρια αποτελεί έναν περιορισμό που απορρέει από την αρχή του άρθρου 1 παράγρ. 3 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία όλες οι εξουσίες, επομένως και η δικαστική, πηγάζουν από τον Λαό.
Απόρροια της παραπάνω δημοκρατικής αρχής είναι η κατά τη γνώμη μου ορθή θέση που διατυπώθηκε από ξένους κυρίως θεωρητικούς του δικαίου (Kurt Eichenberger, Blomeyer, Stein, Jonas, Schumann, Leipold, Muller, Graft) σύμφωνα με την οποία ο δικαστής δικάζει ως αντιπρόσωπος του λαού!
Το ότι ο δικαστής λειτουργεί ως αντιπρόσωπος του λαού και ότι η δικαστική εξουσία πηγάζει από το λαό δεν αποτελούν σχήματα λόγου ή απλές πανηγυρικές διακηρύξεις χωρίς περιεχόμενο, αλλά θεμελιώνονται σε ποικίλες διατάξεις τόσο του Συντάγματος, όσο και άλλων σημαντικών νομοθετημάτων.
Για τον αμέσως προηγούμενο λόγο, όπως εύστοχα έχει επισημάνει ο καθηγητής Κώστας Μπέης, δεν υπάρχει διάταξη νόμου που να υποχρεώνει την αποδοχή των αιτιολογιών μιας δικαστικής απόφασης!
Η παραπάνω απόφαση του Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, επικαλούμενη συνταγματικά άρθρα, αναδεικνύεται σε ένα «νομικό» Προκρούστη. Διότι οι έξι από τους εφτά δικαστές που συνέβαλαν στην έκδοση της απόφασης 350/2011, χρησιμοποίησαν το συνταγματικό κείμενο και τις διατάξεις του που έχουν επικαλεσθεί, όχι ως αντιπρόσωποι του λαού, αλλά για να εκφράσουν απόλυτα υποκειμενικές απόψεις τους. Μάλιστα έφθασαν στο σημείο, για να ενισχύσουν τις προσωπικές τους ιδεοληψίες φυλετικού και εθνικιστικού προσανατολισμού, να επικαλεσθούν το δίκαιο του αίματος (jus sanguinis) που δεν χαρακτηρίζει πλέον το ελληνικό δίκαιο ιθαγένειας. Η παραπάνω απόφαση, όπως διατυπώθηκε από τους πλειοψηφίσαντες δικαστές μάλλον δημιουργεί την εντύπωση ενός εθνικιστικού και ξενοφοβικού πολιτικού μανιφέστου, παρά ένα κείμενο διατύπωσης δικανικής κρίσης. Δυστυχώς!
Το πρόβλημα με τους δικαστές που υπήρξαν οι αρχιτέκτονες της παραπάνω απόφασης είναι ότι απέδειξαν πως είναι δέσμιοι μιας παρωχημένης εθνικιστικής ιδεολογίας, η οποία στηριζόταν πάντοτε σε ανυπόστατο ιστορικά φαντασιακό υπόβαθρο, η οποία εξέθρεψε επικίνδυνες ιδεοληψίες στους Νεοέλληνες. Θα αναφέρουμε την άποψη «περί αναδέλφου έθνους» που είχε διατυπώσει ένας άλλος δικαστής που τιμήθηκε με το ανώτατο αξίωμα του προέδρου της δημοκρατίας. Θα αναφέρουμε την συνωμοσιολογία, σύμφωνα με την οποία ποικίλες υποχθόνιες δυνάμεις σχεδιάζουν και επιδιώκουν την εξαφάνιση του Ελληνισμού από προσώπου γης. Θα αναφέρουμε τον αμετροεπή και οιηματικό εθνικισμό που διακατέχει πολλούς Νεοέλληνες, σύμφωνα με τον οποίο οι εθνοτικές μειονότητες στην Ελλάδα είναι υπό απαγόρευση και ότι γενικότερα οι μειονότητες αποτελούν εκ προοιμίου «πέμπτη φάλαγγα» που επιβουλεύονται την ύπαρξη του έθνους και την ασφάλεια της πατρίδας. Θα αναφέρουμε τον έντονο ρατσισμό που επικρατεί στην Ελλαδική Ορθόδοξη Εκκλησία, που δίνει την εντύπωση πως οι άλλοι ορθόδοξοι λαοί απλώς μπορούν να υπάρχουν χάριν της ελληνικής μεγαλοψυχίας.
Ξαναγυρνώ στα δικά μου που εξιστόρησα στην αρχή. Κατά την άποψη των δικαστών μάλλον είμαι εκτός ελληνικού έθνους! Σύμφωνα με τους κανόνες που στηρίζονται στο δίκαιο του αίματος οι ομοϊδεάτες των δικαστών, όπως οι οπαδοί της ‘Χρυσής Αυγής’ ή του κοινοβουλευτικού ΛΑ.Ο.Σ. ή οι «ελληνόψυχοι» του ‘Στόχου’ θα μπορούσαν να με χαρακτηρίσουν περιπαικτικά ή υβριστικά σαν «μπάσταρδο». Από την άλλη μεριά, μολονότι λατρεύω τους ανθούς του ελληνικού πολιτισμού και κυρίως την ελληνίδα γλώσσα, δηλώνω απερίφραστα πως δεν επιθυμώ να έχω καμιά σχέση με τους εθνικιστές, τους εθνικόφρονες, τους ελληνόψυχους ή τους οπαδούς της «Ελλάδος των Ελλήνων Χριστιανών» ….
Αναγνωρίζω πως η Ελλάδα ανέκαθεν, εκτός από τους «καθαρούς» Έλληνες διέθετε και διαθέτει ένα πλούτο Ελλήνων που δεν είναι τόσο «καθαροί». Μιλώ για τους Τούρκους Έλληνες πολίτες της Θράκης ή των Δωδεκαννήσων, τους Ρομά που τους συναντούμε σε κάθε γωνιά της χώρας, για τους Μακεδόνες σλαβικής καταγωγής…. Δεν θεωρώ πως όσοι από τους Πόντιους βαυκαλίζονται πως είναι οι πιο καθαροί, -μήπως και μοναδικοί(;)- Έλληνες με εκφράζουν και ούτε έχω διάθεση να έχω σχέσεις μαζί τους, πέραν της καθημερινής ανθρώπινης επικοινωνίας…. Μετέχω την ελληνικής παιδείας, που η ουσία της είναι η οικουμενικότητα και ο κοσμοπολιτισμός, ως απάντηση στη χυδαιότητα της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης. Για όλους αυτούς τους λόγους έχω προβληματιστεί από την απόφαση 350/2011 του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, ελπίζοντας πως στην Αθήνα υπάρχουν Δικαστές!