Powered By Blogger

Wednesday, October 28, 2015

Χλόη ή αλλιώς Hebilköy



Λησμονημένοι αγωνιστές του έπους του ’40

Γιώργος Δούδος


Το '40, που κηρύχτηκε ο πόλεμος, ο Μεμέτ και ο Αλής ήταν εικοσάρηδες, ενώ ο Αϊντίν ένα χρόνο μεγαλύτερος. Υπηρετούσαν τη θητεία τους σαν κληρωτοί, στην ίδια μονάδα. Ήταν ημιονηγοί και η μονάδα τους βρέθηκε από τις πρώτες στο μέτωπο. Μπήκαν στην Αλβανία, οδηγώντας τα μουλάρια τους φορτωμένα εφόδια. Μούσκεψαν στη βροχή, πάγωσαν απ' το χιόνι κι έμειναν νηστικοί. Έξω από ένα χωριό της Κορυτσάς, πολέμησαν σώμα με σώμα με τους Ιταλούς. Εκεί, ο Αλής τραυματίστηκε σοβαρά στο πόδι και γρήγορα βρέθηκε στα μετόπισθεν. Ο Μεμέτ και ο Αϊντίν κράτησαν ως το τέλος. Στο γυρισμό, ο Αϊντίν έπαθε κρυοπαγήματα. Στο νοσοκομείο που πήγε, κινδύνεψε να του κόψουν τα δάχτυλα του δεξιού ποδιού, μα δόξα στον Αλλάχ δεν έμεινε ανάπηρος. Όταν αλλάζουν οι εποχές, ο πόνος στα δάχτυλα, που βαστάει ασταμάτητος από τότε, του θυμίζει εκείνα τα χρόνια.
          Οι τρεις τους ξανάσμιξαν στο χωριό, στα τέλη του '42 περίπου. Ο καθένας ξεκίνησε χώρια το γυρισμό του. Πρώτος γύρισε ο Μεμέτ. Ακολούθησαν ο Αϊντίν και ο Αλή. Ο πρώτος έμεινε για πολύ, σε νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης. Γύρισε δεύτερος στο χωριό. Ο Αλή νοσηλεύτηκε στις Σέρρες. Έφτασε στο Χεμπίλκιοϊ τελευταίος, κουτσαίνοντας.

Πλησίαζε Οκτώβρης του '43. Όσο κόντευε η 28η του μήνα, οργή και θλίψη μαζεύονταν κουβάρι στις καρδιές των τριών φίλων. Ο καθένας κρατούσε το σαράκι του κρυφό από τους άλλους. Ένα βράδυ, πίνοντας ρακή στο μισοσκόταδο του καφενέ, ο Αλής ξέσπασε σε κλάματα σαν μικρό παιδί. Αυτό ήταν. Ο καθένας τους έβγαλε την πίκρα του, χύνοντάς την στην άδεια γυάλινη δαχτυλήθρα της ρακής. Τους πονούσε, που οι Βούλγαροι βρίσκονταν στον τόπο. Έφερναν στο νου, ιστορίες από τους παλιούς. Από πάντα οι Βούλγαροι κυνηγούσαν τους Πομάκους, λες κι ήταν αγρίμια, που ήθελαν να τα φέρουν βόλτα. Από στόμα σε στόμα, από γενιά σε γενιά, διατηρούσαν στη μνήμη τους άσβηστα, όσα τράβηξαν επί ατέλειωτα χρόνια απ’ αυτούς. Τί διωγμούς, τί φυλακές, τί κυνηγητό. Πολλές κοπέλες και γυναίκες, με παιδιά στην αγκαλιά, ντροπιάστηκαν και στο κατόπι τις έσφαξαν, σαν τ’ άγρια κατσίκια. Τους πίεζαν με κάθε βάσανο να γίνουν Βούλγαροι, αφήνοντας κατά μέρος τη περηφάνεια τους. Τα πράματα ησύχασαν, όταν ήρθαν οι Οσμανλήδες στη Θράκη. Τότε συμμαζεύτηκαν οι Βούλγαροι και σταμάτησαν να τους πειράζουν. Το 1913, που η Θράκη δόθηκε στους Βουλγάρους, τα βάσανα ξανάρχισαν, οι πιέσεις αφάνταστες. Εκείνη τη χρονιά χαλάσανε το Εσκή Τζαμί στη Γκιουμουλτζήνα και το φτιάξανε εκκλησιά, γκρεμίζοντας το μιναρέ καταγής. Το κακό σταμάτησε μετά το ’20, που ήρθε το ελληνικό στον τόπο και τα πράγματα ησύχασαν.

Όσο οι τρεις φίλοι γύριζαν πάνω κάτω αυτές τις ιστορίες στο νου τους, γίνονταν θηρία στο κλουβί. Το Χεμπίλκιοϊ τους φαίνονταν τόσο στενάχωρο, που πνίγονταν, με το που ξεκινούσε καινούργια μέρα. Έκλωθαν στη μνήμη τους τις μέρες του πολέμου, όταν οι νηστικοί Έλληνες είχαν καταφέρει να νικήσουν τους Ιταλούς και να τους πάρουν φαλάγγι μέσα στην Αλβανία. Δεν το χωρούσε ο νους και το φιλότιμό τους, ότι τελικά νικήθηκαν από τους Γερμανούς. Αιτία για τη ντροπή ήταν η μπαμπεσιά των Βουλγάρων, που άφησαν τους Γερμανούς να μπουν πισώπορτα στην Ελλάδα, περνώντας σαν αφεντικά μέσα απ’ τη Βουλγαρία.

          Ένα μεσημέρι στο καφενείο, χωρίς πολλές κουβέντες το αποφάσισαν. Τα λεφτά δόθηκαν στον Μεμέτ. Θα κατέβαινε στον κάμπο την άλλη μέρα, παρέα με κάτι γνωστούς ξυλοκόπους. Θα έβρισκε τρόπο να είναι πίσω εγκαίρως.
          Μετά από πέντε μέρες, είχε βραδιάσει κιόλας, φάνηκε ο Μεμέτ. Η κούραση είχε σκάψει για τα καλά το πρόσωπο του. Τα ρούχα του μούσκεμα. Ευτυχώς, είχε γερά άρβυλα και κράτησαν τα πόδια του στεγνά. Τον πιο πολύ δρόμο του γυρισμού, τον έκανε με τα πόδια. Αναγκάστηκε να πάει ως την Γκιουμουλτζίνα. Την κρατούσε καλά τυλιγμένη μ’ ένα ύφασμα κι από πάνω μ’ ένα κομμάτι μουσαμά, που είχε οικονομήσει.

Ήταν 27 του Οκτώβρη. Στο στέκι τους βρήκε τους άλλους δυο. Μόλις τον είδαν να διαβαίνει την εξώθυρα, σηκώθηκαν σαν αυτόματα και ταυτόχρονα, οι τρεις τους έγιναν ένα, όπως αγκαλιάστηκαν σφικτά αναμεταξύ τους. Ο καφετζής, ο Σουλεϊμάν ήταν φίλος και έμπιστος. Ήτανε μόνοι τους στον καφενέ. Όλοι τους στέκονταν όρθιοι. Κάτω απ' την γκαζόλαμπα, ο Μεμέτ ξετύλιξε προσεκτικά το δέμα του, πάνω σ' ένα τραπέζι. Μια ελληνική σημαία. Την τύλιξαν στα γρήγορα κι έμειναν αμίλητοι. Χωρίς ν’ αλλάξουν μεταξύ τους λέξη, ο Σουλεϊμάν έφερε για όλους τους από μια δαχτυλήθρα ρακή. Τις απόθεσε στο τραπέζι. Ο ένας κοίταζε τα μάτια του αλλουνού. Ο καφετζής, σαν οικοδεσπότης πήρε πρώτος την δικιά του στο δεξί χέρι. Την σήκωσε, αμέσως τον μιμήθηκαν οι άλλοι. Τσούγκρισαν τα μικρά ποτηράκια και με μια γουλιά ήπιαν την ρακή. Ο Μεμέτ, ψιθύρισε επίσημα, "Αλλαχού άκμπαρ". Άλλη κουβέντα δεν ακούστηκε. Οι τρεις φίλοι έφυγαν. Ο καθένας πήγε για το σπίτι του. Ο Μεμέτ κρατούσε παραμάσχαλα την σημαία.

Την άλλη μέρα, 28 Οκτωβρίου. Πολύ πριν φέξει ο ορίζοντας, στη μεριά  της ανατολής, συναντήθηκαν έξω απ' το χωριό, στο μονοπάτι που οδηγούσε  προς τον τεκκέ Ουτς Γκαζηλέρ, ψηλά στην κορυφογραμμή. Μετά από μιαν ώρα και κάτι δρόμο περίπου, πατώντας χιόνι, που έπνιγε τα βήματά τους, έφτασαν στα χαλάσματα του τεκκέ. Πριν την κατοχή, εκεί βρισκόταν η μεθόριος Ελλάδας και Βουλγαρίας. Όσο ανέβαιναν, τα μάτια τους ήταν ορθάνοιχτα, το ίδιο και τα αφτιά, έτοιμα να πιάσουν κάθε ύποπτο ήχο. Ξαπόστασαν για λίγο. Ο Αϊντίν που κρατούσε ένα μικρό τσεκούρι, έψαξε ολόγυρα για να κόψει ένα ψηλόλιγνο ξύλο, όπου θα κρεμούσαν τη σημαία. Δεν άργησε να βρει το κατάλληλο. Γρήγορα το έκοψε και το καθάρισε. Ανάμεσα στα χαλάσματα του τεκκέ βρήκαν το κατάλληλο μέρος. Στέριωσαν το ξύλο κι έδεσαν στην κορφή του τη σημαία. Αφέθηκε ν' ανεμίζει στο πρωινό αεράκι, δειλά δειλά στην αρχή. Οι τρεις, στάθηκαν προσοχή μπροστά της και με μια φωνή, ψιθυριστά, άρχισαν να ψέλνουν το εθνικό ύμνο "Σε γνωρίζω από την κόψη...". Τα δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια και των τριών, μα προσπάθησαν να το κρύψουν ο ένας απ' τον άλλο. Πήραν το δρόμο του γυρισμού από άλλο μονοπάτι. Ένιωθαν ανάλαφρα. Η ψυχή τους πετούσε από χαρά και καμάρι.



Απόσπασμα από ομώνυμο διήγημα
που περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Ιστορίες της Μεθορίου»
Έκδοση Πανοπτικόν 2008


Tuesday, October 20, 2015

ΤΟ ΠΕΝΘΟΣ ΤΗΣ ΚΕΡΜΠΕΛΑ...



Τούτο το σημείωμα,
το αφιερώνω στον φίλο Σαμί Καραμπουγιούκογλου, Δημοσιογράφο από την Ξάνθη, που εκτιμώ ειλικρινά...

ΓΙΩΡΓΟΣ Α. ΔΟΥΔΟΣ
g_doudos@yahoo.com

          Στην πρώιμη ιστορία του Ισλάμ, τραγικά γεγονότα έχουν αποτυπώσει όλο το δράμα της ανθρώπινης περιπέτειας. Ο Ιμάμης Αλή, τέταρτος κατά σειρά από τους δίκαιους Χαλίφες, που διαδέχθηκαν τον προφήτη Μωάμεθ στην ηγεσία της Ούμμα (Κοινότητα των Μουσουλμάνων), δολοφονείται από φανατικούς «πιστούς», από έναν Χαριζίτη[1], σέκτα που δεν συμφωνούσε με την μετριοπάθεια που έδειχνε ο Αλή, καθώς προσπαθούσε να αποτρέψει τον διχασμό στο νεαρό Ισλάμ, κάτι που δεν αποφεύχθηκε τελικά. Ο Μωαβίας και ο γιος του Γιαζίντ, μετέτρεψαν το Χαλιφάτο σε μια κληρονομική ηγεμονία, θρυμματίζοντας την παράδοση ως προς τον τρόπο καθοδήγησης της Κοινότητας των Πιστών και ανάδειξης της ηγεσίας σ’ αυτήν, που είχε αφεθεί ως παρακαταθήκη από τον ίδιο τον Προφήτη. Γι’ αυτό και αμφισβητούσαν  τη θέση του Αλή ως Χαλίφη.  Η δυναστεία των Ομμεϋαδών, με έδρα τη Δαμασκό, που ίδρυσε ο Μωαβίας, μιμήθηκε όλες τις μοναρχίες της εποχής εκείνης (Βυζάντιο, Περσία). Μετέτρεψαν το Ισλάμ σε όχημα εδραίωσης της κοσμικής εξουσίας της δυναστείας και εξάπλωσης της εδαφικής κυριαρχίας της αυτοκρατορίας της, αλλά και υποδούλωσης λαών....
Μετά τη δολοφονία του Ιμάμη Αλή, διάδοχός του στην ηγεσία της Ισλαμικής Κοινότητας κλήθηκε ο γιος του Χασάν, εγγονός του Προφήτη. Η ηγεσία του αμφισβητήθηκε από τον Μωαβία, όπως είχε κάνει πρωτύτερα με τον πατέρα του Ιμάμη Αλή. Ο Χασάν, μολονότι είχε παραιτηθεί υπέρ του Μωαβία από το Χαλιφάτο για να αποφευχθεί διχασμός στην Κοινότητα των Πιστών και είχε αποσυρθεί στη Μεντίνα, πέθανε δηλητηριασμένος, με ηθικό αυτουργό της δολοφονίας του τον Μωαβία. Μετά τον θάνατο του Χασάν στη διαδοχή της ηγεσίας των Πιστών ήρθε η σειρά του νεότερου γιου του Αλή, του Χουσεΐν, που κι αυτού η θέση αμφισβητήθηκε από τον Μωαβία και τον Γιαζίντ. Στην περίπτωση του Ιμάμη Χουσεΐν η αμφισβήτηση έγινε σφοδρή σύγκρουση, ανάμεσα στους ένοπλους του Γιαζίντ και στις κατά πολύ μικρότερες σε ισχύ όπλων  δυνάμεις του  Χουσεΐν.
 Στην περιοχή της πόλης Καρμπάλα (Κερμπελά), που βρίσκεται στο σημερινό Ιράκ, ολοκληρώθηκε με δραματική κατάληξη η πολύνεκρη και ιδιαίτερα βάρβαρη σύγκουση των δυνάμεων του Γιαζίντ κατά του Ιμάμη Χουσεΐν και των Μουσουλμάνων που ήταν πιστοί του ακόλουθοι. Η σύγκρουση έφτασε στην τραγική κορύφωσή της την 10η μέρα του μήνα Μουχαρέμ του έτους 61 από Εγίρας (10 Οκτωβρίου 680 μ.Χ.). Ο Χουσεΐν στο πεδίο της μάχης είχε κοντά του όλη την οικογένειά του, ακόμα και νήπια. Η οικογένεια του Ιμάμη ξεκληρίστηκε, χωρίς να υπάρξει επιείκεια και έλεος ούτε για μωρά. Η μνήμη έχει συγκρατήσει πως διασώθηκε μονάχα ένας απόγονος του Χουσεΐν, που ήταν βρέφος και διέφυγε της προσοχής των φονιάδων. Ο ίδιος ο Ιμάμης Χουσεΐν σκοτώθηκε ενόσω αμυνόταν και το σώμα του κατατρυπήθηκε από βέλη. Στη συνέχεια το κεφάλι του αποκόπηκε από το κορμί και ως λάφυρο μεταφέρθηκε στη Δαμασκό!
Το μαρτύριο του Ιμάμη Χουσεΐν και η κορύφωση του δράματος στην Κερμπελά, συντηρείται στη μνήμη πολλών Μουσουλμάνων. Η περίοδος των πρώτων δέκα ημερών του μήνα Μουχαρέμ, που διατρέχουμε ήδη[2], είναι περίοδος πένθους (matem), με κατάληξη την ημέρα της Ασούρα[3], τότε που έληξε δραματικά η σύγκρουση μεταξύ των δυνάμεων του Γιαζίντ και του Ιμάμη, όπως ειπώθηκε πιο πάνω.
Στον κόσμο του Ισλάμ, δεν είναι μόνον οι Σιΐτες που πενθούν αυτόν τον καιρό και κρατούν βιωματικά ολοζώντανη τη μνήμη του Ιμάμη  Χουσεΐν. Ίσως, από τότε που στο Ιράν ο Σιϊτισμός έγινε δόγμα εξουσίας, και μάλιστα αυταρχικής, εκεί τουλάχιστον έχασε από τη δυναμική που έκλεινε μέσα του το κίνημα εντός του Ισλάμ, που πρόβαλλε το πρωτείο του Πνεύματος έναντι του πρωτείου της ισχύος και του εγωισμού.
Η Κερμπελά και ο Ιμάμης Χουσεΐν τιμώνται από τους Μπεκτασήδες της Δυτικής Θράκης και όλου του κόσμου, από τους Αλεβίτες της Τουρκίας και τους Αλαουΐ της ματωμένης Συρίας, από τις περισσότερες κοινότητες των Δερβίσηδων Ριφαή και γενικότερα από πολλούς Σούφι σε όλο τον Κόσμο.
Ανέφερα πιο πάνω, ότι στη σύγκρουση που εμφανίστηκε με την αμφισβήτηση του Ιμάμη Αλή από τον Μωαβία και κατέληξε στην Κερμπελά και στον τραγικό θάνατο του εγγονού του Προφήτη Μωάμεθ Ιμάμη Χουσεΐν, φανερώθηκε η σύγκρουση μεταξύ του Πρωτείου του Πνεύματος και του πρωτείου της ισχύος των όπλων και της κοσμικής εξουσίας, που αντιπροσώπευαν οι Ομμεϋάδες της Δαμασκού.
Η Κερμπελά είναι ένα σύμβολο, που έχει υπερβεί τα σύνορα του Ισλάμ και έχει προκαλέσει την προσοχή πολλών ανθρώπων με ανοιχτό νου και θερμή καρδιά, ανεξαρτήτως θρησκείας και πολιτισμού. Η Κερμπελά σηματοδοτεί την αντίσταση κατά της εξουσίας που αμφισβητεί την ανθρώπινη ελευθερία, που επιδιώκει την υποδούλωση των ανθρώπων σε υπήκοους ενός δικτάτορα δίχως αξία, που ορθώνει την ύβρη της απόλυτης βαρβαρότητας απέναντι στην ανθρωπιά και στο δίκαιο!
Από το πνεύμα και το ήθος της Κερμπελά πήγασαν η εξέγερση υπέρ του δικαίου, του Σεΐχη Μπεντρεττίν Σιμάβναλη και των συντρόφων του τον 15ο αιώνα, αλλά τουλάχιστον στην Ανατολή, και πολλών άλλων επαναστατών, που αγωνίστηκαν για την ανθρωπιά και την ελευθερία, έστω και αν βρίσκονταν κατά τα φαινόμενα πέρα από τα όρια της θρησκείας, όπως ο Μιχρί Μπελλί, ο δικός μας Καπετάν Κεμάλ. Εξαιτίας του φόβου που γεννά η Κερμπελά, προκλήθηκαν όλοι οι διωγμοί στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και στη σύγχρονη Τουρκία, κατά των Αλεβιτών και των Μπεκτασήδων, αλλά και όλων εκείνων που η κρατική εξουσία με την υποστήριξη  του σουννιτικού Ισλάμ έκριναν ως αιρετικούς ή επαναστάτες.
Το πένθος της Κερμπελά φωτίζει ένα οικουμενικής αξίας γεγονός, γιατί δεν είναι τίποτε λιγότερο, παρά η επίμονη υπενθύμιση της καθολικής αξίας αρχής του Ισλάμ, ότι η υπακοή στον Αλλάχ και η εναρμόνιση με το θέλημα του Θεού, αμφισβητεί το κύρος κάθε ανθρώπινης εξουσίας!

6 Μουχαρέμ 1437 από Εγίρας/ 20 Οκτωβρίου 2015





[1] Οι Χαριζίτες ήταν μια αίρεση του πρώιμου Ισλάμ που δίδασκε ακραία δόγματα και ουσιαστικά είναι αυτοί, απ’ τους οποίους προήλθε το δόγμα του Τακφίρ, που κυριαρχεί στην ιδεολογία του σημερινού λεγόμενου «Ισλαμικού Κράτους». Η διδασκαλία Τακφίρ θεωρεί πως όποιος δεν συμφωνεί με τα δόγματα και τις πρακτικές της υποτιθέμενης ορθόδοξης ισλαμικής σέκτας, ακόμα και αν είναι Μουσουλμάνος, εξομοιώνεται με τους άπιστους και του αρμόζει ο θάνατος.

[2] Η 1η Μουχαρέμ, η έναρξη του νέου μουσουλμανικού έτους 1437 από Εγίρας, άρχισε πριν έξη μέρες, στις 14 Οκτωβρίου 2015.
[3] Asoora, στην αραβική γλώσσα σημαίνει δέκατη.

Monday, October 19, 2015

Ἀκριβή Ἀγάπη....




Γυρεύοντάς Σε
τριγυρνῶ μονοπάτια καί καλντερίμια
 συχνά κρυμμένα, πού ὁδηγοῦν σέ άδιέξοδα...
καί χάνομαι ἀκριβή μου Ἀγάπη.
Σταυροκοπιέμαι
καί προχωρῶ
ἀναζητώντας νερό νά ξεδιψάσω
ψωμί νά χορτάσω
κρασί νά στηλώσω τό κορμί.
Ἀκριβή μου Ἀγάπη
κρυμμένη πίσω ἀπό ἀνήλιαγα ἐρείπια
σέ δακρυσμένα πρόσωπα
ντυμένη τήν ἀκούσια φτώχεια πού βασανίζει.
Ἀκριβή μου Ἀγάπη
εἶμαι γυμνός
μήτε κουρέλι δέν ἒχω, νά σκεπάσω τ’ ἀχαμνά μου,
μά κάπου, στό ἱλαρό φῶς τοῦ Ἑσπερινοῦ
σά νά εἶδα τό χαμόγελό Σου
Καί τολμῶ.... Ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν

Γιῶργος Δοῦδος

19 Ὀκτωβρίου 2015