Έχουν περάσει πολλά χρόνια, όταν στην πόλη Σελτζούκ, που βρίσκεται στον τόπο της αρχαίας Εφέσου, συνάντησα ένα σεβάσμιο γέροντα, που η μορφή του εντυπώθηκε στη μνήμη μου για τα καλά. ΄Ηταν κατακαλόκαιρο θυμάμαι κι ο ήλιος έκαιγε. Το πρόσωπό του γαλήνιο, μα διόλου απόμακρο. Η ηρεμία του Ιμπραήμ Ντεντέ, όπως λεγόταν ο αγαπημένος μου γέροντας, μεταδιδόταν θαρρώ σε όλους, όσους έρχονταν σ’ επαφή μαζί του. Το παχύ γκρίζο μουστάκι τόνιζε τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, προσθέτοντας στην όλη εμφάνισή του μια τρυφερή επιβλητικότητα.
Ένας καλός φίλος, με είχε προτρέψει πιεστικά να συναντήσω οπωσδήποτε τον Ιμπραήμ Ντεντέ, αφού ούτως ή άλλως θα βρισκόμουν στη Σελτζούκ· αν και μου είπε, πως θ’ άξιζε μια επίσκεψη στην πόλη, μόνο και μόνο για να γνωρίσω αυτόν τον εξαιρετικό άνθρωπο….
Η φωνή του Ιμπραήμ Ντεντέ ήταν βαθειά. Οι λέξεις αναδύονταν χωρίς βιασύνη και η καθεμιά, είχε τη δική της, μοναδική θέση στο λόγο του. Μολονότι συζητούσε χαριτωμένα, με επανειλημμένες διασκεδαστικές παρομοιώσεις και εμβόλιμες επεξηγηματικές σύντομες ιστορίες, ούτε μια συλλαβή δεν ξέφευγε από τα χείλη του τυχαία ή περιττά. Από την πρώτη κιόλας στιγμή που συναντηθήκαμε, αισθάνθηκα έντονη την επιθυμία να τον αντικρύζω σιωπηλός, μη έχοντας τη διάθεση να αρθρώσω λέξη μπροστά του και βιώνοντας μια μοναδικής ποιότητας πληρότητα ως τα βάθη του είναι μου. Ένιωθα να περιρρέει την ύπαρξή μου μια ενέργεια δύναμης και χάρης ενόσω βρισκόμουν εμπρός στον Ιμπραήμ Ντεντέ. Όποτε μιλούσε, φανταζόμουν τον εαυτό μου μεταμορφωμένο σε σφουγγάρι, που ρουφούσε αχόρταγα μία μία τις λέξεις του, φυλάγοντάς τις ζηλότυπα, στο βάθος της καρδιάς. Επρόκειτο για μια πρωτόγνωρη κατάσταση, που όσο τη σκέφτομαι, από τότε μέχρι σήμερα, εκπλήττομαι….
Αργά κάποιο απόγευμα, κι ενώ ο ήλιος έγερνε στην πίσω μεριά του ορίζοντα, επισκέφθηκα το γέροντα Ιμπραήμ στο σπίτι του. Ένα ισόγειο, μάλλον φτωχικό, τριγυρισμένο από μικρό κήπο κατάφυτο με λουλούδια και ζαρζαβατικά. Το σπίτι βρίσκεται στην άκρη της πόλης, δυο βήματα από το τζαμί του Ισά Μπέη. Στα δεξιά του ο λόφος, που στην κορυφή του δεσπόζει το κάστρο. Λίγο μακρύτερα, στ’ αριστερά του δρόμου που οδηγεί προς το κέντρο της πόλης, συναντά ο επισκέπτης τα λείψανα από το ναό της Αρτέμιδας, πολιούχου θεάς της Εφέσου.
Με υποδέχτηκε στην αυλόπορτα του σπιτιού ο ίδιος ο Ιμπραήμ Ντεντέ, αγκαλιάζοντάς με σφιχτά. Εκείνη η αγκαλιά ήταν μοναδική. Ήταν η δύναμη της αγάπης του πατέρα, που προσμένει αδιαμαρτύρητα το γυρισμό του άσωτου γιου και επί τέλους μπορεί να τον τυλίξει στα δυο του χέρια ….
Στο δωμάτιο που καθίσαμε, ήταν άλλα τρία άτομα, εντελώς άγνωστα σ’ εμένα. Δυο νέες γυναίκες κι ένας άντρας μέσης ηλικίας. Ο Ιμπραήμ Ντεντέ συστήνοντάς με πρόσθετε, με ιδιαίτερη γλυκύτητα, ότι ήμουνα μουσαφίρης, από την άλλη μεριά του Αιγαίου….
Μια χαριτωμένη νεαρή κοπέλλα, εγγονή του γέροντα, μας σερβίρισε ένα ιδιαίτερα ευωδιαστό τσάι και απομακρύνθηκε διακριτικά.
Ενόσω απολαμβάναμε το τσάι από ξινόμηλο, οι φιλοξενούμενοι του Ιμπραήμ Ντεντέ, που μέχρι πριν λίγο ήμασταν άγνωστοι μεταξύ μας, γίναμε μια συντροφιά.
Ο Ιμπραήμ Ντεντέ, πίνοντας χωρίς βιασύνη το αφέψημά του, άρχισε να μας μιλά: «Από ένα γέροντα, που μας άφησε χρόνους πριν πολλά πολλά χρόνια, έχω ακούσει μια ιστορία στοργής, που θα ήθελα να σας τη διηγηθώ. Ο γέροντας που μου την εμπιστεύτηκε, την είχε ακούσει από κάποιον σοφό και άγιο άνθρωπο του Θεού, που κι εκείνος πρωτύτερα, την είχε ακούσει από τα χείλη χαρισματούχου δασκάλου και ούτω καθεξής.
Ο Σουλτάνος Σελίμ ο πρώτος, που εξαιτίας της αυστηρότητάς του, έλαβε το επίθετο «Γιαβούζ», δηλαδή τρομερός, άφησε στην ιστορία άθικτα σημάδια των χρόνων της βασιλείας του. Ήταν ο πρώτος σουλτάνος των Οσμανλήδων, που πρόσθεσε στους τίτλους του κι εκείνον του Χαλίφη, αναλαμβάνοντας την ηγεσία όλων των Μουσουλμάνων της οικουμένης, χωρίς διάκριση φυλής ή γλώσσας.
Ο Σουλτάν Σελίμ Χαν υπήρξε ένας σπουδαίος βασιλέας, που για πολλά από τα κατορθώματά του θα μπορούσε κάποιος να τον παινεύει ώρες αμέτρητες. Παρόλα αυτά όμως, κατά βάθος στη ζωή του παρέμεινε ένας απλός άνθρωπος. Μπροστά στους νεωτερισμούς, που σε κάθε εποχή εισβάλουν απροσκάλεστοι ταράζοντας την ήρεμη ροή της ιστορίας, συνήθως έπαιρνε στάση αρνητική ή το λιγότερο, είχε ένα σωρό επιφυλάξεις, όμοια με τους πιο πολλούς από τους ανώνυμους υπηκόους του.
Ο Σουλτάνος Σελίμ, ήταν πολύ πιστός Μουσουλμάνος και έδειχνε μεγάλο ζήλο για τη διάδοση της πίστης του Ισλάμ. Μιαν ημέρα, κάλεσε τον Σεϊχουλισλάμη[i] και όλους τους αξιωματούχους της κυβέρνησής του και δίχως περιστροφές τους ανακοίνωσε μιαν απόφαση, που έκανε τους πάντες να κοκαλώσουν. Από δω και μπρος, όλα τα όργανα του κράτους του, όφειλαν να κάνουν το παν, για τη διάδοση της πίστης μεταξύ των απίστων της Αυτοκρατορίας, με κύρια προτεραιότητα, όλοι οι Χριστιανοί υπήκοοι να γίνουν Μουσουλμάνοι, με τη θέλησή τους ή με το στανιό!
Ο Σεϊχουλισλάμης, διστακτικά στην αρχή, με περισσότερο θάρρος στη συνέχεια, πήρε το λόγο. Αφού επαίνεσε τον Χαλίφη των πιστών για τη σοφία και την αρετή του, όπως απαιτούσε κατά το συνήθειο των καιρών το πρωτόκολλο των ακροάσεων της Μεγαλειότητάς του, ζήτησε προθεσμία ολίγων ημερών, προκειμένου να μελετήσει το ύφος, στο οποίο θα διατύπωνε το σχετικό διάταγμα. Ο Σελίμ συγκατένευσε στο αίτημα του Σοφολογιότατου, βρίσκοντάς το φρόνιμο. Το φιρμάνι που έμελλε να κυκλοφορήσει απ’ άκρου σ’ άκρο της Αυτοκρατορίας, έπρεπε να είναι προσεχτικά γραμμένο, ώστε κανένας, πιστός ή άπιστος, να μη μπορεί ν’ αμφισβητήσει τη βούληση του Παντισάχ.
Ο Σεϊχουλισλάμης Κεμαλουντίν Τσελεμπή εξ αρχής ήταν αντίθετος με όσα άκουσε από το στόμα του αφέντη του, αλλά ήθελε χρόνο, για να βρει έναν έξυπνο τρόπο να μεταπείσει τον Σουλτάν Σελίμ. Ο σοφός αξιωματούχος είχε ξοδέψει περισσότερα από είκοσι της ζωής του, μελετώντας τον Ιερό Νόμο του Ισλάμ και εμβαθύνοντας σ’ ένα σωρό ζητήματα, πλάι σε περίφημους Ουλεμάδες[ii] της εποχής.
Ήταν γνωστό, ότι ο ίδιος ο Προφήτης Μουχάμεντ, ενόσω ακόμα ζούσε, είχε αναγνωρίσει και είχε διακηρύξει εγγράφως τα δικαιώματα των Χριστιανών, που ζουν ως υπήκοοι σ’ ένα κράτος Μουσουλμάνων. Ο Κεμαλουντίν Τσελεμπή Χότζα[iii], όσο σκεφτόταν το πρόβλημα που είχε να αντιμετωπίσει, αναρωτιόταν, ποιοι άραγε, υποχθόνιοι κόλακες είχαν φυτέψει στο μυαλό του σουλτάνου την ιδέα μιας απόφασης, σαν κι’ αυτήν που είχε ανακοινώσει πριν λίγο. Καθώς σκεφτόταν, μονολόγησε: «Μόνο τυφλοί και σκοτισμένοι μπορεί να αγνοούν τη Χάρτα των Προνομίων, που είχε παραδώσει ο ίδιος ο Προφήτης, είθε η ειρήνη του Αλλάχ να τον σκεπάζει, στους καλόγερους της Μονής του όρους Σινά και αφορά όλους τους Χριστιανούς[iv]…».
Πέρασαν δυο μέρες άγχους για τον Σεϊχουλισλάμη. Το μυαλό του, λες και είχε στερέψει. Καμιά κατάλληλη ιδέα δεν του ερχόταν. Πώς θα μπορούσε να πείσει τον Σελίμ, ότι η απόφασή του, όχι μόνο ήταν λανθασμένη για τα συμφέροντα του κράτους, αλλά κυρίως, ήταν αντίθετη με το Ιερό Κοράνιο και με τη Σούννα[v] του Απεσταλμένου του Αλλάχ.
Το βράδυ της δεύτερης μέρας δεν μπορούσε πια να κλείσει μάτι. Τα μηνίγγια του χτυπούσαν ακατάπαυστα. Η προθεσμία έληγε. Όφειλε το άλλο πρωινό, να εμφανισθεί στο Μεγαλειότατο κομίζοντας την αναγκαία λύση. Απομονώθηκε στο μεστζίτι[vi] που υπήρχε στον κήπο του σπιτιού του και μετά το βραδινό ναμάζ, πέρασε ώρες στα γόνατα. Παρακαλούσε τον Κύριό του να του δώσει φώτιση και μαζί μ’ αυτόν, να καθοδηγήσει σωστά και το σουλτάνο.
Ήταν απόλυτη ανάγκη ν’ αποφευχθούν οι κλυδωνισμοί στην Αυτοκρατορία. Με κάθε θυσία έπρεπε να προστατευθούν οι Χριστιανοί υπήκοοι της Μεγαλειότητάς του. Αν ο σουλτάνος έβαζε σ’ εφαρμογή το σχέδιό του, παρά τις δικές του αντίθετες συμβουλές και παρακλήσεις, γνώριζε καλά, πως η θέση του, ακόμα και η ίδια του η ζωή έμπαιναν σε μεγάλο κίνδυνο …. Η σκέψη του θανάτου ή της εξορίας εδώ και αρκετά χρόνια, έπαψαν να φοβίζουν το σοφό Σεϊχουλισλάμη.
Αποκαμωμένος ο γέροντας Κεμαλουντίν Τσελεμπή δεν άντεξε τον πολύ κόπο και ενόσω προσευχόταν παραδόθηκε αδύναμος στον ύπνο.
Ξύπνησε προτού ακόμα χαράξει η καινούργια μέρα. Ήταν καταϊδρωμένος, θαρρείς και πάλευε όλη τη νύχτα με άγνωστα θηρία. Παρόλα αυτά, η ψυχή του γαλήνευε και την ένιωθε ανάλαφρη από κάθε ίχνος φόβου. Αισθάνθηκε πως κάποιος τον είχε ξυπνήσει. Ανοίγοντας μάλιστα τα μάτια του είχε την αίσθηση πως κάποια παρουσία τον συντρόφευε. Αμέσως ήρθε στο νου του η μορφή της γυναίκας που είχε δει, ολοζώντανη. Δεν ήταν σε θέση να ξεχωρίσει, αν ήταν όνειρο αυτό που είχε δει ή επίσκεψη που δέχθηκε ενόσω ήταν ξύπνιος. Μια γυναίκα, που δεν μπορούσε ν’ αντικρύσει το πρόσωπό της, μιας κι ήταν πηγή υπέρλαμπρου φωτός, απρόσιτο όλως διόλου στην ανθρώπινη όραση. Απλά ντυμένη, μολονότι ήταν ολοφάνερο απ’ όλο το παρουσιαστικό της, πως ανήκε σε αρχοντική γενιά. Τον φώναξε με τ’ όνομά του. «Κεμαλουντίν Χότζαμ, ξύπνα!» Η φωνή της, αν και ήταν γλυκιά, ακούστηκε επιτακτική. Δεν άφηνε περιθώρια για αντιρρήσεις ή έστω αναβολή. «Ποια είσαι Κυρά μου;» ρώτησε ο Σεϊχουλισλάμης, ταραγμένος από τη γοητεία της απρόσμενης επίσκεψης. «Δεν με κατάλαβες, εσύ που έχεις σπουδάσει τόσα και τόσα χρόνια την ιερή επιστήμη; Μήπως ο νους σου παγιδεύτηκε από τη σαγήνη των βιβλίων, που έχεις μελετήσει και είναι πια ανάπηρος, ανίκανος να ανεβεί τη σκάλα που οδηγεί στον κόσμο του Αληθινού;» Τα λόγια της άγνωστης Σουλτάνας ακούστηκαν ωσάν κατηγορία και αμφισβήτηση της σοφίας, που του αναγνώριζε όλος το κόσμος, ακόμα και ο Χαλίφης των πιστών. Δεν ένιωσε θιγμένος. Απεναντίας άκουγε υπάκουα, όπως τότε, που ήτανε στην παιδική ηλικία και παρακολουθούσε προσεκτικά τους πρώτους δασκάλους του. Θυμήθηκε ξαφνικά, τα λόγια που του είχε πει μια χειμωνιάτικη νύχτα ένας περιπλανώμενος δερβίσης: «Χότζαμ, ήρθε ο καιρός ν’ αρχίσεις ανύστακτη μελέτη του Ιερού Βιβλίου που φυλάς εντός σου. Αυτό είναι το Κοράνι, που διαβάζουν νύχτα μέρα οι φίλοι του Αλλάχ και οι πραγματικοί σύντροφοι του Προφήτη, μακάρι η ειρήνη του Αλλάχ να τον σκεπάζει…».
Ο Σεϊχουλισλάμης έγινε ένα με το πάτωμα, ζητώντας με λυγμούς το έλεος του Αλλάχ. Τα μάτια του έγιναν πηγές και τα δάκρυα τρέχανε δίχως έλεγχο. Η καρδιά του πλημμύρισε από πρωτόγνωρη θέρμη. Την ένιωθε εύθραυστη, θαρρείς και θα γινόταν κομμάτια, εμπρός στα πόδια της ακόμα άγνωστης Κυράς. «Σήκω και στάσου στα πόδια σου Χότζαμ». Του φώναξε η Γυναίκα. «Είμαι η Μάριαμ, η μητέρα του Ιησού. Είμαι η Μάνα όλων των ανθρώπων, ακόμα και των απίστων…. Μ’ ευχαριστεί πολύ, που ακούω να με αποκαλούν στη γλώσσα σου «Μέριεμ Άνα[vii]». Η αγκαλιά μου είναι ανοιχτή και απέραντη. Πρόγονός μου είναι ο άγιος Προφήτης Αβραάμ, κοινός πατέρας όλων μας στην πίστη του Αλλάχ. Μη φοβάσαι! Πήγαινε στο Σουλτάνο Σελίμ. Θα τον βρεις αλλαγμένο και σε δύσκολη θέση…. Δεν πρόκειται να βιάσει κανέναν από τους γιους και τις θυγατέρες μου, γιατί δεν αρμόζει η βία στην πίστη του Θεού. Όλοι οι άνθρωποι, μόλις γεννιούνται, έρχονται στον κόσμο του Αλλάχ, που είναι ένας και μοναδικός. Όλοι, όσοι κάνουν ανυπόκριτα το θέλημα του Θεού, είναι Μουσουλμάνοι, είτε συνάζονται τις Κυριακές στην εκκλησία, είτε τις Παρασκευές στο τζαμί…. Έχω φτιάξει το κορμί μου γεφύρι, για να σμίξουν μεταξύ τους Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι. Έκανα την καρδιά μου θρύψαλα και τη σκόρπισα σε όλους τους τόπους, όπου ζούνε Μουσουλμάνοι και Χριστιανοί. Έχω πονέσει αβάσταχτα από το μίσος και την άγνοια, που τους έχουν απομακρύνει μεταξύ τους. Να ξέρεις καλά, πως οι άνθρωποι του Θεού, αναγνωρίζουν με βαθύ σεβασμό την Αλήθεια, όποιο ένδυμα κι αν φορεί …».
Ο Σεϊχουλισλάμης ετοιμάστηκε γρήγορα και βιαστικά κόπιασε να φτάσει στο παλάτι. Μόλις που άρχιζε να χαράζει. Υπήρχε παντού αναστάτωση. Κόσμος πήγαινε κι ερχόταν. Από τα ιδιαίτερα διαμερίσματα του Παντισάχ ακούγονταν αναστεναγμοί και κλάματα. Συνάντησε γιατρούς μαζεμένους και αρκετούς ιμάμηδες, από τους πλέον ξακουστούς.
Όταν βρέθηκε έξω από το υπνοδωμάτιο του Μεγαλειότατου, ένας υπηρέτης, από τους πιο έμπιστους, τον πλησίασε και του είπε: «Χότζαμ, ο Πολυχρονεμένος είναι βαριά άρρωστος και μόλις πριν δυο λεπτά έδωσε εντολή να σε φωνάξουν. Πώς και κόπιασες απρόσκλητος;»
Ο Σεϊχουλισλάμης πέρασε το κεφαλόσκαλο του βασιλικού οντά και πλησίασε τον φοβερό Σελίμ. Κουρνιασμένος στο κρεβάτι, είχε τη στάση του εμβρύου στη μήτρα της μάνας. Στην όψη του είχε αποτυπωθεί μέγας φόβος.
Τριγύρω του στέκονταν δυο γιατροί, φανερά απελπισμένοι εξαιτίας της δυσπραγίας τους και τρεις υπηρέτες. Ο Κεμαλουντίν Τσελεμπή έφτασε κοντά στο σουλτάνο, σε απόσταση αναπνοής και πρόσεξε, ότι το βλέμμα του ήταν απλανές, όμοιο με των αόμματων ανθρώπων. Ένας από τους γιατρούς έσκυψε στο αυτί του βασιλιά και του ανακοίνωσε την άφιξη του Σεϊχουλισλάμη.
«Αμάν Χότζαμ, επί τέλους ήρθες!» Η φωνή του Σουλτάν Σελίμ του Γιαβούζ, ήταν η φωνή ενός αδύναμου και ταλαιπωρημένου ανθρώπου, που μετά δυσκολίας ακουγόταν. «Τυφλώθηκα Χότζαμ. Μου φανερώθηκε μια Κυρά. Στον ύπνο μου ήταν, δεν ξέρω, στον ξύπνιο μου, δε γνωρίζω. Το πρόσωπό της ήταν ολόφωτο. Δεν μπορούσα ν’ αντικρύσω τα χαρακτηριστικά της. Μου είπε πως ήταν η χαζρέτι[viii] Μέριεμ Άνα, η μητέρα του Ρουχουλλάχ[ix] Ισά. Ήταν οργισμένη μαζί μου και με την απόφαση που πήρα, να υποχρεώσω τους Χριστιανούς να γίνουν Μουσουλμάνοι με το ζόρι. Ζήτησε να μετανοήσω, γιατί, όπως μου είπε, το νήμα της ζωής μου έφτασε στο τέλος. Μου είπε τέλος, πώς ο αληθινός Χαλίφης, έχει χρέος να προστατεύει τους Χριστιανούς, το ίδιο όπως και τους Μουσουλμάνους, μα και όλους τους ανθρώπους χωρίς την παραμικρή διάκριση…». Λυγμοί τράνταξαν το κορμί του άλλοτε κραταιού Σουλτάν Σελίμ Χαν του Γιαβούζ, Χαλίφη των πιστών…. Η μέρα που έλαβε χώρα τούτο το συμβάν ήταν 5 του μήνα Σιαουάλ 926 έτους από Εγίρας, δηλαδή 17 Σεπτεμβρίου του έτους 1520, από γεννήσεως Ιησού Χριστού. Μετά από τέσσερις μέρες, ο Σουλτάν Σελίμ ο πρώτος, παρέδωσε το πνεύμα του …».
Ο γέροντας Ιμπραήμ Ντεντέ ρούφηξε την τελευταία γουλιά απ’ το τσάι του λέγοντάς μας. «Αυτή είναι η ιστορία που ήθελα να σας διηγηθώ, μιας και βρισκόμαστε στον τόπο, από όπου κατά την παράδοση, αναχώρησε για τον κόσμο του Αληθινού η αγία Μαριάμ, η μητέρα του Ιησού». Σηκώθηκε όρθιος και μας οδήγησε στον κήπο. Έτεινε το χέρι του προς μια κατεύθυνση, στην αντίπερα μεριά από εκείνη που βρισκόμασταν και είπε: «Εκεί, που φαίνεται αχνό, ένα μοναχικό φως σα λυχνάρι που τρεμοπαίζει, είναι το σπίτι όπου κοιμήθηκε η αγία Μαριάμ». Μετά από σύντομη παύση, συνέχισε: «Πολλές παρεξηγήσεις έχουν μολύνει τις σχέσεις Χριστιανών και Μουσουλμάνων. Είμαστε λειψοί στην αγάπη προς το Θεό και προς εκείνους που αγαπά ο Ίδιος, για τούτο έχουμε φτάσει σε τέτοια κατάσταση. Πόσοι άραγε Χριστιανοί γνωρίζουν τη βαθειά ευλάβεια των Μουσουλμάνων για την Παναγία, όπως την προσφωνείτε στην Ελλάδα;» κι ευθύς γύρισε στη μεριά μου χαρίζοντάς μου ένα τρυφερό χαμόγελο. «Ο γιος της Μαριάμ, ο ευλογημένος Ιησούς και ο Μουχάμεντ είναι ένα. Απεσταλμένοι και οι δύο του Ενός και Μοναδικού Θεού. Πόσο λίγοι όμως το γνωρίζουν αυτό ή είναι έτοιμοι να το δεχθούν…. Το Ιερό Κοράνιο αναφέρει για την Παναγία: «Ω Μαρία, ο Αλλάχ σε διάλεξε και σε εξάγνισε κι εσύ είσαι η εκλεκτή από όλες τις γυναίκες του κόσμου[x]…». Στο Ευαγγέλιο γίνεται η εξής αναφορά στη Μέριεμ Άνα: «Χαίρε εσύ, προικισμένη με τη χάρη του Θεού· ο Κύριος είναι μαζί σου. Ευλογημένη απ’ το Θεό είσαι εσύ, περισσότερο απ’ όλες τις γυναίκες[xi]». Αν μπορείτε, βρείτε κάποια διαφορά ουσίας στις δυο αναφορές. Πράγματι, η μητέρα του Ιησού είναι υπερευλογημένη ανάμεσα στις γυναίκες όλων των λαών και η μόνη, που μπορεί να σμίξει Χριστιανούς και Μουσουλμάνους. Η χαζρέτι Μαριάμ μπορεί να τους αξιώσει να ανακαλύψουν μεταξύ τους την ενότητα της αγάπης, που είναι πανίσχυρη και να τους καθοδηγήσει στη βίωση της ενότητας του Θεού. Η Παναγία, μπορεί να τους κάνει να νιώσουν ένα, να απαιτήσει, όπως κάθε αληθινή μάνα που νοιάζεται για τα παιδιά της, να κάνουν πέρα τις προκαταλήψεις, που σκοτισμένοι παπάδες και χατίπηδες[xii] έχουν σπείρει, δίχως διόλου φόβο Θεού, στις ψυχές των ανθρώπων…».
Όταν έφτασε η ώρα να φύγουμε, ο Ιμπραήμ Ντεντέ μας ξεπροβόδισε λέγοντας: «Μη λησμονείτε σας παρακαλώ στις προσευχές σας την Παναγία, τη Μέριεμ Άνα, όπως την καλούμε εδώ στην Ανατολία».
[i] Ανώτατος Μουσουλμάνος θρησκευτικός ηγέτης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και συγχρόνως ανώτατος κρατικός αξιωματούχος.
[ii] Διακεκριμένοι Μουσουλμάνοι θεολόγοι και ερμηνευτές του Ιερού Νόμου.
[iii] Τίτλος τιμής που σημαίνει δάσκαλος, καθηγητής.
[iv] Το 628 μ.Χ. ο Προφήτης Μουχάμεντ εξέδωσε μια Χάρτα Προνομίων των Χριστιανών, που υπέγραψε ο Ίδιος και στενοί συνεργάτες του και την οποία παρέδωσε στη Μονή της Αγίας Αικατερίνης του Όρους Σινά.
[v] Η Παράδοση με περιστατικά του βίου και με διδασκαλίες του Προφήτη Μουχάμεντ.
[vi] Μικρού μεγέθους μουσουλμανικός τόπος προσευχής χωρίς μιναρέ.
[vii] Μητέρα Μαριάμ, στην τουρκική γλώσσα.
[viii] Αγία.
[ix] Επίθετο του Ιησού Χριστού στο Ιερό Κοράνιο, που σημαίνει το Πνεύμα του Αλλάχ.
[x] Ιερό Κοράνιο 3:42.
[xi] Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο 1:28.