Powered By Blogger

Monday, July 21, 2014

ΟΙ 110 ΣΟΦΟΙ ΚΑΙ ΤΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΤΟΥΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΙΟΝΟΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗ ΘΡΑΚΗ



ΓΙΩΡΓΟΣ Α. ΔΟΥΔΟΣ
g_doudos@yahoo.com
Στις 18 Ιουλίου 2014 η εφημερίδα της Κομοτηνής ‘Χρόνος’ δημοσίευσε στην ψηφιακή έκδοσή της[i], όπως υποθέτω και στην έντυπη, μακροσκελές «υπόμνημα πανεπιστημιακών και άλλων εκπαιδευτικών για την αφύπνιση της ελληνικής πολιτείας, ώστε να πάρει άμεσα εκπαιδευτικά μέτρα που θα ενισχύσουν την ελληνομάθεια των μουσουλμανοπαίδων στη Θράκη». Το υπόμνημα τούτο είχε προβληθεί από διάφορα ψηφιακά μέσα ενημέρωσης ήδη από τον Ιούνιο.
            Πληροφορήθηκα για το παραπάνω υπόμνημα και τους εκατόν δέκα (110) «σοφούς», που το συνέταξαν (;) ή αν δεν συνέβη τούτο τουλάχιστον φέρονται να το έχουν υπογράψει, και τη δημοσίευσή του στον ‘Χρόνο’ από την εκπαιδευτικό κυρία Μαρία Δήμου, που υπηρετεί σε μειονοτικό δημοτικό σχολείο της Κομοτηνής (Μάστανλη). Μετά την ανάγνωσή του, υπέκυψα στον πειρασμό να εκφράσω τις απόψεις μου για την πρωτοβουλία, που έχει τα γνωρίσματα ενός νέου μανιφέστου σωτηρίας των Μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης, με επίκεντρο τα παιδιά της Μειονότητας.
            Δεν θέλω να σχολιάσω, τουλάχιστον ορισμένους από τους υπογραφείς του υπομνήματος, μολονότι έχω κάποια άποψη για τις ιδέες τους, που κατά καιρούς έχουν δημοσιοποιήσει ή για δραστηριότητές τους κατά το παρελθόν, που είχαν προκαλέσει ερωτηματικά ως προς την ανιδιοτέλεια των προθέσεών τους, όταν και τότε είχαν φροντίσει να εκδηλώσουν το ενδιαφέρον τους για τη Θράκη. Στο κάτω κάτω, σε μια δημοκρατία, έστω υπό κηδεμονία, όπως κατάντησε η Ελλάδα της κρίσης, την ελευθερία της έκφρασης οφείλουμε να την σεβόμαστε με «θρησκευτική» ευλάβεια. Αλλά ορισμένοι υπογραφείς, που δηλώνουν λόγου χάρη κάτοικοι Κύπρου ή Πάτρας, ακόμα και Αθήνας, ή προβάλλουν ιδιότητες αποστράτων ανώτατων αξιωματικών, είτε του στρατού ή του ναυτικού, διερωτώμαι πώς μπορεί να εκφράσουν υπεύθυνες θέσεις για ένα πολυσήμαντο θέμα, όπως είναι η εκπαίδευση μερίδας παιδιών της Ελλάδος! Πόσοι από τους υπογραφείς, που δεν είναι κάτοικοι της Θράκης, όπως οι περισσότεροι, έχουν άραγε επισκεφθεί την περιοχή, όχι ως διερχόμενοι επισκέπτες, αλλά ως επισκέπτες με την απορία να μάθουν από αυτή τη μοναδική περιφέρεια της βόρειας Ελλάδας, όπου ως ένα σημείο τα πράγματα συντηρούν σημάδια πληθυσμιακού και πολιτισμικού πλούτου, πριν τις βίαιες εθνοκαθάρσεις που είχαν συμβεί στον βορειοελλαδικό χώρο, μετά το τέλος των βαλκανικών πολέμων και αργότερα.
            Μολονότι μακροσκελές το υπόμνημα που εκθέτει απόψεις για την παρεχόμενη πρωτοβάθμια εκπαίδευση προς τα παιδιά της Μουσουλμανικής Μειονότητας, εντούτοις σιωπά πέρα ως πέρα ως προς το πρόγραμμα «Εκπαίδευση των Παιδιών της Μουσουλμανικής Μειονότητας στη Θράκη», που λειτουργεί και εξελίσσεται σε διάφορες φάσεις, με αφετηρία το 1997, έστω και ως αρνητική κριτική. Πολλά από τα ζητήματα που θίγουν οι «σοφοί» του υπομνήματος, ήδη υλοποιούνται και κατά κοινή ομολογία μάλλον με επιτυχία, από το ‘Πρόγραμμα Φραγκουδάκη’, όπως καθιερώθηκε να αναφέρεται το παραπάνω έργο, από την επιστημονική υπεύθυνή του Ομότιμη Καθηγήτρια Άννα Φραγκουδάκη.
            Η μη αναφορά στο  ‘Πρόγραμμα Φραγκουδάκη’ δύο πράγματα φαίνεται πως δείχνει. Το ένα, ότι οι υπογραφείς στο σύνολό τους (;), απαξιώνουν το έργο «Εκπαίδευση των Παιδιών της Μουσουλμανικής Μειονότητας στη Θράκη» και ίσως την κυρία Άννα Φραγκουδάκη και την Καθηγήτρια κυρία Θάλεια Δραγώνα, που είναι Ειδική Επιστημονική Σύμβουλος του προγράμματος. Το δεύτερο, θεωρώ απίθανο ότι οι συντάκτες του υπομνήματος βρήκαν τον τρόπο να συνέλθουν επί τω αυτώ, προκειμένου να συντάξουν τούτο το κείμενο, και επομένως ότι οι θέσεις που διατυπώνονται αντιπροσωπεύουν τις απόψεις καθενός και καθεμιάς από τους εκατόν δέκα ανθρώπους, που είναι εγκατεσπαρμένοι σε διαφορετικά μήκη και πλάτη, όχι μόνο της ελληνικής επικράτειας αλλά και εκτός αυτής. Πάντως, σε κάθε περίπτωση, η αγνόηση του ‘Προγράμματος Φραγκουδάκη’ από τους εθνικά ευαίσθητους υπογραφείς, που κόπτονται για την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης στα παιδιά της Μουσουλμανικής Μειονότητας από το κράτος, είτε οφείλεται σε απαξίωση του Προγράμματος, είτε οφείλεται σε ελλιπή ενημέρωσή τους ως προς το θέμα, τους καθιστά εκτεθειμένους ως προς την σοβαρότητα της πρωτοβουλίας τους….
            Στο υπόμνημα, μου έχει προκαλέσει εντύπωση, ότι οι υπογραφείς εμφανίζονται πλήρως ενήμεροι ως προς την φυλετική σύνθεση της Μουσουλμανικής Μειονότητας της Θράκης. Συγκεκριμένα αναφέρουν ότι, «στους μουσουλμάνους που ζουν στη Θράκη συμπεριλαμβάνονται οι Πομάκοι, οι Αθίγγανοι, οι Τούρκοι, οι Κιρκάσιοι, οι τουρκόφωνοι Σουδανοί (στην Π.Ε. Ξάνθης), τουρκόφωνοι Ρομά, ορεινοί Τσιτάκηδες, Κιρτζαλήδες και άλλοι, οι οποίοι συνυπάρχουν στη Θράκη ήδη από τους πρώτους αιώνες της οθωμανικής κατάκτησης». Βέβαια αν θα ήθελαν οι «σοφοί» ανησυχούντες να θεωρηθεί το κείμενό τους τεκμηριωμένο, όφειλαν να παραθέσουν κάποια γενικώς αποδεκτή επιστημονική βιβλιογραφική αναφορά σχετικά με την φυλετική σύνθεση των Μουσουλμάνων της Θράκης, διότι έτσι όπως παρατίθεται η παραπάνω αναφορά διεγείρει ερωτηματικά ως προς την ακρίβειά της. Λόγου χάρη ενώ οι Αθίγγανοι και οι Ρομά, (κατά κανόνα δίγλωσσοι -τουρκόφωνοι και ρομανί- ή τρίγλωσσοι, μιας και πολλοί γνωρίζουν και την ελληνική) ανήκουν στην ίδια φυλετική ομάδα πληθυσμού της Θράκης, η παράθεση των Αθίγγανων και των τουρκόφωνων Ρομά, σαν διαφορετικών ομάδων είναι περιττός πλεονασμός, που οφείλεται είτε σε άγνοια, είτε σε σκοπιμότητα. Στην περιοχή της Ξάνθης πράγματι, υπάρχουν κάτοικοι σε τρία χωριά της περιοχής αφρικανικής καταγωγής, χωρίς να είναι βέβαιο ότι προέρχονται από το Σουδάν ή την Άνω Αίγυπτο ή άλλη περιοχή της Αφρικής, επομένως ο χαρακτηρισμός σαν τουρκόφωνων Σουδανών νομίζω πως είναι ατυχής. Οι Κιρκάσιοι δεν υπάρχουν πλέον στην Θράκη, άλλωστε λίγοι είχαν εγκατασταθεί στη Θράκη, ενώ ο κύριος όγκος τους είχε μετακινηθεί στην περιοχή Θεσσαλονίκη, όπου είχε ιδρυθεί και Μουφτεία των Κιρκασίων. Γενικά, στον αναγνώστη του υπομνήματος απομένει η εντύπωση, ότι η Μουσουλμανική Μειονότητα της Θράκης συντίθεται από ένα μωσαϊκό φυλετικών ομάδων, κάτι που ακυρώνει την επίσημη κρατική θέση της Ελλάδος, για την τριμερή σύνθεσή της (τουρκογενείς, Πομάκοι και Αθίγγανοι ή Ρομά). Επίσης η πολυφυλετική αναφορά στη μειονότητα των Μουσουλμάνων της Θράκης, έστω και αν δεν είναι ακριβής, επιδιώκει να αναιρέσει τη, εθνικιστική προπαγάνδα της Τουρκίας που θέλει τη Μουσουλμανική Μειονότητα στο σύνολό της αποκλειστικά τουρκική. Βέβαια κάτι τέτοιο υποστηρίζεται και από Έλληνες, όπως συνέβη με τον πανεπιστημιακό Δημήτρη Χριστόπουλο, που ως υποψήφιος ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ είχε δηλώσει εκείνο το αμίμητο, χυδαίο και ευτελές κατά τη γνώμη μου, ότι: «Η μειονότητα είναι ένα ενιαίο συμπαγές τουρκικό πράμα»!  
            Το υπόμνημα κάνει αναφορά στο νομοθετικό διάταγμα 3065/1954 «περί τρόπου λειτουργίας Τουρκικών Σχολείων Στοιχειώδους Εκπαιδεύσεως Δυτικής Θράκης κ.λπ.», που ρυθμίζει θέματα μειονοτικής εκπαίδευσης μέχρι σήμερα και συμπληρώνω, ότι είχε εκδοθεί από την κυβέρνηση Αλέξανδρου Παπάγου, στην οποία μέλος ήταν και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Επίσης γίνεται αναφορά και στο Μορφωτικό Πρωτόκολλο Ελλάδος και Τουρκίας της 20ης Δεκεμβρίου του 1968, με το οποίο η τουρκική γλώσσα αναγνωρίζεται από την Ελλάδα, ως η μόνη γλώσσα της Μουσουλμανικής Μειονότητας της Θράκης. Συμπληρώνω πάλι, ότι το παραπάνω πρωτόκολλο υπογράφηκε από την λεγόμενη «εθνική κυβέρνηση» της Ελλάδος, την περισσότερο γνωστή ως χούντα των συνταγματαρχών….
Κρίνω χρήσιμο να προσθέσω πως η κυβέρνηση Παπάγου, που εξέφραζε την πολιτική των νικητών μετά τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο, εκτός από το νομοθετικό διάταγμα 3065/1954, υπήρξε γενικότερα ο αρχιτέκτονας του βίαιου και ολοκληρωτικού εκτουρκισμού των Μουσουλμάνων της Θράκης, με εκτελεστικό όργανο τον Γενικό Διοικητή Θράκης με το χαριτωμένο επώνυμο Φεσσόπουλος. Παροιμιώδεις είναι οι διαταγές του Γεωργίου Φεσσόπουλου, αρχές του 1954, προς τους Δήμους και τις Κοινότητες του νομού Ροδόπης, στις οποίες έλεγε τα εξής: «Κατόπιν διαταγής του κ. Προέδρου της Κυβερνήσεως, παρακαλούμεν όπως εφ’ εξής εις πάσαν περίπτωσιν γίνεται χρήσις όρου «Τούρκος-τουρκικός» αντί του τοιούτου «Μουσουλμάνος-μουσουλμανικός». Επί τούτοις δέον να μεριμνήσετε διά την αντικατάστασιν των εν τη περιφερεία υμών διαφόρων επιγραφών, όπως «Μουσουλμανική Κοινότης, Μουσουλμανικόν Σχολείον κλπ» διά τοιαύτης «Τουρκικόν».
Γιατί τα έγραψα όλα αυτά πρωτύτερα; Γιατί σ’ αυτόν τον τόπο, όπου ευδοκιμεί το είδος των «γνήσιων και καθαρών» Ελλήνων και Ελληνίδων, μαζί με «μιάσματα» «ανθελλήνων» χωρίς pedigree φυλετικής καθαρότητας, μας έχουν κουράσει απερίγραπτα. Το υπόμνημα των 110 «σοφών», που εμφανίζονται να ανησυχούν και θέλουν να μας πείσουν ότι νοιάζονται για την εκπαίδευση των παιδιών της Μειονότητας στη Θράκη, είναι ένα κείμενο δίχως σοβαρότητα, δείγμα βερμπαλιστικής πολυλογίας που μόνο αδαείς και ανενημέρωτους μπορεί να εντυπωσιάσει. Με τις αποσιωπήσεις τους οι 110 «σοφοί», μάλλον προσπαθούν να κρύψουν πράγματα, να απαξιώσουν προσπάθειες και έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν έναν κάποιο θόρυβο, σαν αυτόν που θα ακουγόταν από το σπάσιμο  μιας ογκώδους πομφόλυγας!
Η Μουσουλμανική Μειονότητα της Θράκης έχει ταλαιπωρηθεί αφάνταστα από τις κατά καιρούς πολιτικές του ελληνικού κράτους. Οι διακυμάνσεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις κατά απαράδεκτο τρόπο, συνήθως υπαγόρευαν ανακλαστικά, την μεροληπτική αντιμετώπιση από το κράτος σε βάρος της Μειονότητας. Επίσης ανάλογα με τις σκοπιμότητες που εξυπηρετούσαν ελληνικές κυβερνήσεις, πρόβαλλαν και τις δικές τους αντιεπιστημονικές ή ψευδοεπιστημονικές απόψεις ως προς την εθνοφυλετική σύνθεση της Κοινότητας των Μουσουλμάνων της Θράκης, τις οποίες με την ισχύ της εξουσίας ήθελαν να επιβάλλουν και στους μειονοτικούς Έλληνες πολίτες. Χαρακτηριστικό αυτής της πολιτικής, που συνεχίζεται και στις μέρες μας, είναι η σκόπιμη αποφυγή του όρου ‘Τούρκος’ και ‘τουρκικός’, από το 1990 και μετά, και η αντικατάστασή του με τον όρο ‘τουρκογενής’, για τον προσδιορισμό πληθυσμιακής ομάδας της Μειονότητας, εκ μέρους κονδυλοφόρων που εξυπηρετούν τις κρατικές ελληνικές θέσεις ως προς το θέμα. Και βέβαια, μετά το 1954, όταν υποχρεωτικά οι Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης όφειλαν να δεχτούν ότι είναι ‘Τούρκοι’ με εθνικιστικό περιεχόμενο του όρου, από την περίοδο της χούντας και μετά, ο δημόσιος αυτοπροσδιορισμός μειονοτικών πολιτών ως Τούρκων, ιδίως σε συλλογικό επίπεδο, είναι πράγμα απαγορευμένο.  Οι ανησυχούντες «σοφοί» του υπομνήματος, σιωπούν ως προς αυτές τις καταστάσεις, ενώ με τις αναφορές τους στην Ελληνική Μειονότητα της Κωνσταντινούπολης και αναφορικές συγκρίσεις στη Μουσουλμανική Μειονότητα, φαίνεται να επιχειρούν την ανακλαστική αντιμετώπιση των πραγμάτων με κριτήριο την κατάσταση των Ρωμιών της Πόλης από την τουρκική διοίκηση. 
Ελπίζω το υπόμνημα της ανησυχίας των 110 να μην προκαλέσει αναταράξεις, στους αρμόδιους για τα μειονοτικά ζητήματα φορείς του κράτους. Οι άνθρωποι που υπέγραψαν το υπόμνημα, έχω τη γνώμη ότι έβαλαν την υπογραφή τους σ’  ένα κείμενο, που δεν ξέρω αν όλοι τους προηγουμένως το είχαν διαβάσει με προσοχή, αλλά πάντως το προσυπέγραψαν με την αίσθηση, πως επιτελούν σπουδαίο εθνικό έργο!   




[i] http://www.xronos.gr/detail.php?ID=93747

Friday, July 18, 2014

ΤΜΗΜΑ ΙΣΛΑΜΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΣΤΗΝ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΟΥ Α.Π.Θ.. ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΩΝ…




            Η ανακοίνωση για την ίδρυση τμήματος Ισλαμικών Σπουδών στη Θεολογική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ανέδειξε τις φοβικές εμμονές που διακατέχουν Ορθόδοξους Χριστιανούς, χωρίς να εξαιρούνται Ιεράρχες της Ελλαδικής Εκκλησίας, κατά του Ισλάμ.
            Αφορμή για την ανάδειξη των εμμονών που ανέφερα πιο πάνω, υπήρξε απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής της 7ης Μαρτίου 2014, στην οποία με μεγάλη πλειοψηφία τα μέλη του Δ.Ε.Π. ψήφισαν θετικά υπέρ της ίδρυσης Τμήματος Ισλαμικών Σπουδών στους κόλπους του Τμήματος Θεολογίας. Νομίζω πως αξίζει να σημειωθεί ότι είκοσι τρία (23) μέλη του Δ.Ε.Π. ψήφισαν υπέρ της ίδρυσης του Τμήματος, έξι (6) μέλη καταψήφισαν, υπήρξε ένα (1) λευκό, ενώ είχαν διαπιστωθεί οκτώ απουσίες μελών του Δ.Ε.Π..
            Οι αντιδράσεις πύκνωσαν, με πιο κραυγαλέα κατά τη γνώμη μου, εκείνη του Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ανθίμου, ο οποίος κατά την τακτική μηνιαία σύναξη των Εφημερίων της Μητρόπολής του της 28ης Ιανουαρίου 2014 δι’ «εξουσιοδοτηθείσης Επιτροπής» εκ μέρους των 115 Εφημερίων, προκάλεσε την έκδοση ψηφίσματος καταγγελίας, κατά του ενδεχόμενου ίδρυσης Τμήματος Ισλαμικών Σπουδών. Είναι χαρακτηριστική μια περίοδος του ψηφίσματος που αναφέρει: «ΑΠΟΡΡΙΠΤΟΥΝ ἄμεσα, ἀπόλυτα καὶ κατηγορηματικὰ τὴν ἰδέα καὶ τὴν προσπάθεια ποὺ καταβάλλεται γιὰ νὰ ἱδρυθῇ τμῆμα ἢ κατεύθυνση ἰσλαμικῶν σπουδῶν στὸ Τμῆμα Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Φρίττουν ὅσοι Θεσσαλονικεῖς ἄκουσαν μιὰ τέτοια πρόθεση». Μάλιστα ο Θεσσαλονίκης Άνθιμος, αργότερα, σε κήρυγμά του στις 12 Μαΐου 2014 είπε τα εξής καταπληκτικά μέσα σε ιερό ναό, που αναιρούν όλως διόλου το ήθος που πρέπει να διακρίνει Επίσκοπο της Εκκλησίας του Χριστού: «Κύριε Πρωθυπουργέ, κύριε υπουργέ Παιδείας, κύριε πρύτανη, κύριοι καθηγητές, κύριοι αρμόδιοι, δεν θέλομε Ισλάμ μες στο Πανεπιστήμιο, διότι εκεί... θα χυθεί αίμα, δεν το βλέπετε τι γίνεται σε όλον τον κόσμο»; (Η υπογράμμιση δική μου).
            Με τη σειρά του, το Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. στη Συνέλευση του Τμήματος της 26ης Μαρτίου 2014 συζήτησε το θέμα της ιδρύσεως Εισαγωγικής Κατεύθυνσης Μουσουλμανικών Σπουδών στο Τμήμα Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. και τάχθηκε κατά της προοπτικής ιδρύσεώς του. Θεωρεί ότι «με την απόφαση ίδρυσης Εισαγωγικής Κατεύθυνσης Μουσουλμανικών Σπουδών (στο Τμήμα Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής)  αλλοιώνεται ο μέχρι τώρα χαρακτήρας της Σχολής και η ακαδημαϊκή της αντιστοίχηση με τα διεθνώς κρατούντα». Προτείνει να αντιμετωπισθεί η ανάγκη τριτοβάθμιας επιστημονικής κατάρτισης στις Ισλαμικές Σπουδές με «ένα πρόγραμμα σπουδών με την ευθύνη των καθ᾽ ύλη αρμοδίων Παιδαγωγικών Τμημάτων». Το Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας του Α.Π.Θ. από την ίδρυσή του, είχε ως χαρακτηριστικό γνώρισμα έναν άγονο θεολογικό συντηρητισμό, συχνά ακραίο. Από την άλλη πλευρά, καθηγητές  του Τμήματος αυτού είχαν τοποθετηθεί δημόσια υπέρ ακραίων πολιτικών θέσεων εθνικιστικού προσανατολισμού, που μάλλον ήταν εντελώς ξένες προς το κατά Χριστόν ήθος ενός Ορθόδοξου θεολόγου και εκπαιδευτικού! Επομένως δεν αποτέλεσε έκπληξη η αντίθεση του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας  με την προοπτική ίδρυσης Τμήματος Ισλαμικών Σπουδών. Εκείνο που αξίζει να σημειωθεί είναι, ότι τα μέλη του Δ.Ε.Π. του Τμήματος ως επιστήμονες, μάλλον ηθελημένα, υποβαθμίζουν την αξία και το εύρος των Ισλαμικών Σπουδών, αφού θεωρούν πως κάποια μαθήματα (πρόγραμμα σπουδών) με αναφορά στο Ισλάμ, θα μπορούσαν να ενταχθούν στο εν γένει πρόγραμμα σπουδών Παιδαγωγικών Σχολών ή Τμημάτων. Τα μέλη του Δ.Ε.Π. με μάλλον αντιεπιστημονική αμετροέπεια ή μισαλλόδοξη άγνοια, θεωρούν την Μουσουλμανική Θεολογία υποδεέστερη και ευτελή, σε σύγκριση με την Χριστιανική, ενώ κρίνουν αρκετό, κάποιοι μειονοτικοί Μουσουλμάνοι που σπουδάζουν σε Παιδαγωγικά Τμήματα των Πανεπιστημίων να μαθαίνουν το «κατιτίς» και για το Ισλάμ στη διάρκεια των σπουδών τους, ώστε να είναι σε θέση να διδάξουν σε παιδιά του Δημοτικού τα θρησκευτικά τους! Όπως όμως πολύ ορθά, σε επιστολή τους που είχαν απευθύνει οι τρεις Μουφτήδες της Θράκης, στους καθηγητές και στις καθηγήτριες του Ποιμαντικού, τους είχαν επιστήσει την προσοχή, ότι το ζητούμενο δεν είναι η κατάρτιση Δασκάλων ικανών να διδάξουν θρησκευτικά της μουσουλμανικής θρησκείας, αλλά η μόρφωση επιστημόνων στις Ισλαμικές Σπουδές (Θεολογία, Θεσμοί Ηθικής και Νόμων, Πολιτισμός, Ερμηνευτικές Σχολές του Ιερού Νόμου, Κοράνιο και απαγγελία του, Αραβική γλώσσα κ.ά.).
Φοιτητές του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. (μας είναι άγνωστος ο αριθμός τους), αντέδρασαν με μήνυμα διαμαρτυρίας, εκφράζοντας την αντίθεσή τους στο ενδεχόμενο ίδρυσης Τμήματος Ισλαμικών Σπουδών στη Σχολή τους. Οι νεαροί φοιτητές, όπως φαίνεται από το κείμενό τους, συνδυάζουν στον καταγγελτικό λόγο τους μια επιθετική απολογητική κατά του Ισλάμ, εντελώς παρωχημένη και μισαλλόδοξη για την εποχή μας, με εθνικιστική επίθεση κατά της Τουρκίας. Φαίνεται, οι φερέλπιδες φοιτητές της Θεολογίας που συνέταξαν την παραπάνω διαμαρτυρία και εξέφρασαν με αρκετές «εκκωφαντικές» διατυπώσεις την αντίθεσή τους στην ίδρυση Τμήματος Ισλαμικών Σπουδών, μάλλον αγνοούν την «Θεολογία των Θρησκειών», που αποτελεί μια θετική προσέγγιση του ετερόθρησκου Άλλου και μεταξύ των πρωτοπόρων στην ανάπτυξη του σχετικού επιστημονικού και ποιμαντικού προβληματισμού υπήρξε και συνεχίζει να είναι ο ομότιμος τώρα καθηγητής τους Πέτρος Βασιλειάδης.
Στις 18 Φεβρουαρίου 2014, σε αμφιθέατρο της Θεολογικής Σχολής οργανώθηκε συγκέντρωση κατά της ίδρυσης του Τμήματος Ισλαμικών Σπουδών. Εκτός από τη συμμετοχή τριών από τους έξι καθηγητές του Τμήματος Θεολογίας που καταψήφισαν την πρόταση ίδρυσης του Τμήματος, συμμετείχαν ο Κώστας Ζουράρις, κλασικός εκφραστής της εθνικιστικής «Αριστεράς», ένας υποψήφιος διδάκτορας Θεολογίας και ο πρώην πρόεδρος του Αρείου Πάγου Βασίλειος Νικόπουλος, που στα ίχνη του προκατόχου του Βασιλείου Κόκκινου, είτε με τη συγγραφή βιβλίων, είτε με συνεντεύξεις που έχει παραχωρήσει στο κανάλι 4Ε της Θεσσαλονίκης (ανήκει στην Αδελφότητα Αφιερωμένων Γυναικών «Λυδία η Φιλιππησία»), παρεμβαίνει στην πολιτική ζωή του τόπου υποστηρίζοντας αντιδραστικές και εθνικιστικές θέσεις. Μάλιστα χαρακτηρίσθηκε από πανεπιστημιακό θεολόγο σαν «εκφραστής της νομικής θεολογίας στη χώρα μας» (sic!).  Ο Βασίλειος Νικόπουλος με άηθες ύφος και περισσή προπέτεια, προφανώς θεωρώντας πως βρίσκεται στο απυρόβλητο της κριτικής και της αμφισβήτησης, ως προς τις απόψεις του, δήλωσε τα εξής: «Η ψήφος των 23 καθηγητών είναι αντεθνική, αντιχριστιανική, αντισυνταγματική, αντιθεολογική και αντικαθηγητική» (!!!). Επίσης ο Βασίλειος Νικόπουλος πρόσθεσε, ότι «το Ελληνικό Σύνταγμα δεν επιτρέπει την ίδρυση Τμήματος Μουσουλμανικών Σπουδών» (!!!)
Από όλους τους παραπάνω, που αντιτάχθηκαν κατά του ενδεχομένου να διδάσκονται Ισλαμικές Σπουδές στη Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ., δεν θα μπορούσε να λείπει το Συντονιστικό Όργανο Συνεργαζομένων Ορθόδοξων Χριστιανικών Σωματείων Θεσσαλονίκης, που σε επιστολή του προς τον Πρωθυπουργό της χώρας αναφέρθηκε στον κίνδυνο μεταφοράς του «τζιχάντ» στη Βόρεια Ελλάδα, όπως και σε άλλα φαιδρά. Η παραπάνω συλλογικότητα, με την επίκληση της χριστιανικής πίστης και της εκκλησιαστικής παράδοσης εκφράζει στη Θεσσαλονίκη την πνευματική ακαμψία των ευσεβιστών των παρεκκλησιαστικών Αδελφοτήτων, που άκμαζαν και κυριαρχούσαν κατά το παρελθόν, αρνούμενη με τις κατά καιρούς θέσεις που διατυπώνει το δικαίωμα του Αγίου Πνεύματος να πνέει όπου θέλει.
Δεν θα σχολιάσω τις αρνητικές απόψεις για το θέμα της ίδρυσης τμήματος Ισλαμικών Σπουδών του ομότιμου καθηγητή του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας του Α.Π.Θ., ιερέα Θεόδωρου Ζήση, που γενικά υπεραμύνεται ενός άγονου και άκρως συντηρητικού θεολογικού λόγου, ούτε τις απόψεις του δημοσιογραφούντα Δημητρίου Νατσιού, δασκάλου και θεολόγου, παρουσιαστή του θρησκευτικού τηλεοπτικού καναλιού 4Ε, με γνωστές θέσεις και απόψεις θρησκευτικού συντηρητισμού και ακραίου εθνικισμού, ούτε του δημοσιογράφου Νίκου Χειλαδάκη, που αυτοπροβάλλεται σαν τουρκολόγος και εδώ και μερικά χρόνια προβάλλει τον «μπαμπούλα» του Ισλάμ και της Τουρκίας. Επίσης δεν πρόκειται να σχολιάσω τις αρνητικές αντιδράσεις κατά της ίδρυσης Τμήματος Ισλαμικών Σπουδών Μητροπολιτών, όπως του Πειραιώς Σεραφείμ ή του Νέας Σμύρνης Συμεών.

Έχω την πεποίθηση ότι έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα οι θέσεις που διατύπωσαν με κοινή Δήλωσή τους οι τέσσερεις Μητροπολίτες των ακριτικών Μητροπόλεων της Θράκης για το ζήτημα της ίδρυσης τμήματος Ισλαμικών Σπουδών στη Θεσσαλονίκη. Μεταξύ των άλλων οι Σεβασμιότατοι Μητροπολίτες  Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και Σουφλίου Δαμασκηνός, Ξάνθης και Περιθωρίου Παντελεήμων, Αλεξανδρουπόλεως και Τραϊανουπόλεως Άνθιμος και Μαρωνείας και Κομοτηνής Παντελεήμων επισημαίνουν και τα εξής: «Η πρόσφατη πρωτοβουλία του Τμήματος Θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης για την λειτουργία στην ελληνική ακαδημαϊκή κοινότητα ‘Κατευθύνσεως Μουσουλμανικών Σπουδών’ είναι σημαντική και βρίσκει ανταπόκριση στην αρχική μας θέση, η οποία … προσβλέπει επικοινωνία και εποικοδομητική συμβίωση μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων στη Θράκη. Η μακρόχρονη συμβίωση μεταξύ των αυτοχθόνων χριστιανών και μουσουλμάνων εδώ έχει δημιουργήσει ιδιαίτερες συνθήκες και ανθρώπινες επικοινωνίες, δείγματα αλληλοσυμπάθειας και ανθρωπίνων σχέσεων που προάγουν την έννοια του ‘προσώπου’. … Ελπίζουμε ότι η επιστημονική κατάρτιση επί θρησκευτικών ζητημάτων και πολιτισμού των μουσουλμάνων διδασκάλων και θεολόγων, εντός του κοινού θησαυρού, της πνευματικής και ιστορικής κληρονομιάς του τόπου μας, θα έχει ευμενείς επιπτώσεις για όλους   και θα προωθήσει την καλλιέργεια και το πνεύμα του αμοιβαίου σεβασμού μεταξύ των θρησκευτικών κοινοτήτων μας. Ως ποιμένες της Εκκλησίας… βλέπουμε στο πρόσωπο κάθε ανθρώπου χαραγμένη την εικόνα του Θεού».

Οι αντιδράσεις κατά της ίδρυσης Τμήματος Ισλαμικών Σπουδών μέσα στο Τμήμα Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, δυστυχώς, δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι προήλθαν από ανθρώπους και κύκλους που επιμένουν πεισματικά να υπερασπίζονται την «Ελλάδα των Ελλήνων Χριστιανών», που πιστεύουν στον «Ελληνοχριστιανικό Πολιτισμό», την επίσημη ιδεολογία του ελληνικού κράτους μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου, κατοχυρωμένη και συνταγματικά, ενώ επρόκειτο για το σμίξιμο ενός μιξοβάρβαρου Ελληνισμού, με έναν αιρετικό Χριστιανισμό, αλλοιωμένο τραγικά από τον εθνοφυλετισμό! Οι εγκέφαλοι αυτών των ιδεολογικών παραμορφώσεων κατά κύριο λόγο του Ορθόδοξου Χριστιανισμού στην Ελλάδα, ήταν οι άγαμοι θεολόγοι, μέλη της «Ζωής», στους οποίους προστέθηκαν αργότερα και εκείνοι του «Σωτήρος», αλλά και των διάφορων παραφυάδων τους. Ο ρόλος του καθηγητή του Εμπορικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Αλέξανδρου Τσιριντάνη υπήρξε σημαντικός στο ιδεολογικό εφεύρημα του «Ελληνοχριστιανικού Πολιτισμού». Ο Τσιριντάνης μάλιστα, στα πλαίσια της δραστηριότητας της «Ζωής», είχε ιδρύσει και το «Ελληνικόν Φως» για να  προπαγανδίσει το εξαμβλωματικό του ιδεολόγημα, που ταλαιπώρησε πολυεπίπεδα τους σύγχρονους Έλληνες και αλλοίωσε το ορθόδοξο ήθος της Εκκλησίας στην Ελλάδα.

Άραγε οι πανεπιστημιακοί και μη θεολόγοι ή οι θεολογούντες νομικοί, δάσκαλοι και δημοσιογράφοι που αντιτάσσονται με σφοδρότητα στην ίδρυση τμήματος Ισλαμικών Σπουδών στο Τμήμα Θεολογίας του Α.Π.Θ., γνωρίζουν ότι η Θεολογία ως διδαχή της Εκκλησίας συνεχώς οικοδομεί και επαυξάνει την ευρυχωρία της πίστεως; Αποδέχονται ή όχι την καταλυτική δύναμη του Αγίου Πνεύματος που πνέει όπου θέλει, αποκαλύπτοντας αδιάλειπτα την Αλήθεια στην πληρότητά της; Πως εντός της Εκκλησίας του Χριστού δεν είναι ανεκτά τα στεγανά, αφού η Αλήθεια είναι πάντοτε παραπάνω από αυτό που μπορεί να εκφρασθεί με λέξεις (Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης); Ότι ακόμα και στις Οικουμενικές Συνόδους της Εκκλησίας, οι αλήθειες της πίστεως διατυπώνονται ως όροι, που σημαίνει ότι απλώς ορίζουν ή θέτουν όρια προστασίας στην εμπειρική αναζήτηση της ευχαριστιακής κοινότητας, που είναι η ορατή φανέρωση της Εκκλησίας (Χρήστος Γιανναράς);
Η στάση του Χριστιανισμού απέναντι στο Ισλάμ έχει αλλάξει. Τούτο αφορά και την Ορθόδοξη Εκκλησία. Κατά το παρελθόν «οι Ορθόδοξοι θεολόγοι αδυνατούσαν να αναγνωρίσουν την προφητική αποστολή του Μωάμεθ και να δώσουν μια κάποια θέση στη μουσουλμανική θρησκεία, μέσα στα πλαίσια της οικονομίας του Θεού για τη σωτηρία των ανθρώπων» (Αστέριος Αργυρίου, Κοράνιο και Ιστορία, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος 1992). «Οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί κατά το παρελθόν είχαν περιφρονήσει κάθε πνευματικό δημιούργημα, τόσο των Αράβων Μουσουλμάνων, όσον και των Περσών και των Τούρκων. Έτσι έδειξαν την περιφρόνησή τους, με την αμετροέπεια που τους ενέπνεε η πεποίθηση, μιας δήθεν ανωτερότητας της δικής τους θρησκείας και του δικού τους πολιτισμού, απέναντι στον πλούτο του ισλαμικού μυστικισμού, αλλά και απέναντι στην ισλαμική φιλοσοφία. Σήμερα, γίνεται δεκτό από Ορθόδοξους θεολόγους, πως «η χριστιανική θεολογία δε μπορεί να μην αναγνωρίσει τη μουσουλμανική θρησκεία σα μια ‘προφητική οδό’, διά μέσου της οποίας ο Θεός αποκαλύπτεται στους ανθρώπους· όχι μόνο στους Μουσουλμάνους αλλά σ’ όλους τους ανθρώπους» (Αστέριος Αργυρίου, στο ίδιο παραπάνω). Ο Θεός έχει τη δύναμη να αποκαλύψει οδούς σωτηρίας, που μέχρι χθες ή προχθές ήταν υπαρκτές, αλλά κρυμμένες εξαιτίας αδυναμίας των ανθρώπων. Η αγάπη Του για τον άνθρωπο ανοίγει δρόμους θεογνωσίας που ο νους μας δειλιάζει να εξιχνιάσει και να κατανοήσει. Πώς μπορεί ένας Χριστιανός σήμερα να υποστηρίξει, ότι η εμφάνιση του Ισλάμ στον κόσμο και η δράση του, είναι έργο του διαβόλου και όχι του Θεού, ότι είναι παρέμβαση του Αντίχριστου στην ιστορία και όχι εκδήλωση της ακατάληπτης βούλησης του Χριστού;

Συνηγορώντας υπέρ της ίδρυσης Τμήματος Ισλαμικών Σπουδών στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, αφού ο Θεός των Χριστιανών και ο Αλλάχ των Μουσουλμάνων είναι ο Ένας και Μοναδικός Θεός του σύμπαντος Κόσμου, παραθέτω δύο αράδες από τον πολύτιμο λόγο ενός Ορθοδόξου Επισκόπου, του αραβικής καταγωγής Σεβασμιότατου Μητροπολίτη Βύβλου και Βότρυος  Όρους Λιβάνου Γεωργίου Khodr: Η κληρονομιά του Πατέρα των πιστών, του Αβραάμ, φτάνει ως τον προφήτη Μωάμεθ, ως μία μυστική οδός που φανερώνει την πρόνοια του Θεού! Ο ίδιος Επίσκοπος, σε μια διάλεξή του είχε πει ότι, μέσα στις σελίδες του Κορανίου συναντά διάσπαρτα τα ίχνη του Ιησού Χριστού ….

Ποιοι είναι αυτοί, που τολμούν να επικαλούνται το όνομα του Θεού και να εμφανίζονται αυτόκλητοι σαν «προστάτες» της Εκκλησίας του Χριστού, δίχως διάκριση και επίγνωση, ότι με τις πράξεις τους θέτουν εμπόδια στο έργο του Αγίου Πνεύματος; Γιατί, ό,τι συμβάλλει στην αύξηση της ευρυχωρίας της κατά Θεόν πίστεως των ανθρώπων και στην καλλιέργεια όλο και περισσότερης αγάπης, είναι εκδήλωση του έργου του Πνεύματος του Θεού….


©ΓΙΩΡΓΟΣ Α. ΔΟΥΔΟΣ
18/07/2014