ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Σήμερα 2 Αυγούστου, 20 Ιουλίου με το ιουλιανό (παλιό) ημερολόγιο, είναι η μέρα του Προφήτη Ηλία. Το 1903 αυτήν την ημέρα, ξεκίνησε στην οθωμανική Μακεδονία μια Επανάσταση κατά της Οθωμανικής Απολυταρχίας, που έμεινε γνωστή ως η Επανάσταση του Ίλιντεν!
Η “επίσημη” ιστορική βιβλιογραφία στην Ελλάδα αντιμετωπίζει την Επανάσταση του Ίλιντεν πέρα ως πέρα υποτιμητικά, απαξιώνοντας την σημασία της. Από την άλλη μεριά η Βουλγαρία, θέλησε να παρουσιάσει το Ίλιντεν σαν βουλγαρική πρωτοβουλία, κάτι που δεν είναι αλήθεια.
Η Επανάσταση του Ίλιντεν εκδηλώθηκε κατ’ αρχάς σε χωριά του Βιλαετιού του Μοναστηρίου (Μπίτολα), που κατοικούνταν από σλαβόφωνους Μακεδόνες, και από Βλάχους σε μικρότερο αριθμό. Συμμετείχαν σχεδόν στο σύνολό τους Μακεδόνες, Εξαρχικοί και Πατριαρχικοί στις περιοχές κυρίως της Δυτικής Μακεδονίας, που εκδηλώθηκε.
Το Ίλιντεν οργανώθηκε από την Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΕΟ στα ελληνικά), γνωστή στους Μακεδόνες ως Внатрешна Македонска Револуционерна Организација (Βνάτρεσνα Μακέντονσκα Ρεβολουτσιόνερνα Οργκανιζάτσια ή ΒΜΡΟ), ενώ στην Ευρώπη είναι γνωστή ως Internal Macedonian Revolutionary Organisation (IMRO).
Το μικρό τότε ελληνικό κράτος, σύμφωνα με τα στοιχεία που υπάρχουν, είχε λάβει αρνητική στάση απέναντι στην Επανάσταση του Ίλιντεν.
Σε έκθεσή του, που είχε απευθύνει ο Σταμάτιος Κιουζές-Πεζάς, Πρόξενος της Ελλάδος στο Μοναστήρι (Μπίτολα), το 1902, έγραφε μεταξύ άλλων και τα εξής: Ότι υπήρχε μεγάλη αναταραχή μεταξύ των Μακεδόνων, κυρίως αγροτών, εξαιτίας των άθλιων συνθηκών ζωής που ήταν καθηλωμένοι. Αυτό διαφαινόταν ότι θα προκαλούσε εξέγερση κατά της Οθωμανικής Εξουσίας, με στόχο μια αυτόνομη ή ανεξάρτητη Μακεδονία. Το κίνημα της δυσαρέσκειας, είχαν την πρόθεση να ακολουθήσουν πατριαρχικοί και εξαρχικοί πληθυσμοί. Ο Κιουζές-Πεζάς αναφέρει, πως ο ίδιος και το ελληνικό κράτος, επιδιώκει συνεργασία με τις οθωμανικές αρχές και προσφέρει μάλιστα σ’ αυτές, όλες τις πληροφορίες που έχει μαζέψει όσον αφορά τις κινήσεις των αυτονομιστών, γιατί επιδιώκει την συντριβή ενός κινήματος υπέρ της Ελευθερίας στην Μακεδονία.
Τις παραμονές της Επανάστασης του Ίλιντεν, ο νέος πρόξενος της Ελλάδος στο Μοναστήρι, Κωνσταντίνος Κυπραίος αναφέρει πως υπάρχει συνεργασία του με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, σε επίπεδο πληροφοριών για την επερχόμενη επανάσταση και πως ξοδεύονται χρήματα για προπαγάνδα, προκειμένου να μην λάβουν μέρος στην Επανάσταση Πατριαρχικοί Μακεδόνες. Ο Μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης αντιμετωπίζει με χυδαίες υβριστικές εκφράσεις τους επαναστάτες, ενώ φαίνεται, πως ο συνεργάτης του και συνεργάτης των Οθωμανών, Βαγγέλης Στρεμπενιώτης με τους άντρες του, είχε συμμετοχή σε μία εκστρατεία κατά των επαναστατών στις 4 Αυγούστου του 1903.
Ο δεύτερος λόγος είναι το πολιτικό φορτίο που συνδέεται με το μακεδονικό επαναστατικό κίνημα του 1903. Για τον ελληνικό συντηρητισμό, τα βασικά χαρακτηριστικά του οποίου (από τον καθαρευουσιανισμό μέχρι την αντίθεση στη χειραφέτηση των υποτελών τάξεων) δομήθηκαν ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα με βάση και δικαιολογία το Μακεδονικό, οι εξεγερμένοι του Ιλιντεν αποτέλεσαν την πρώτη μορφή «αναρχοκομμουνιστή» εσωτερικού εχθρού, πολιτικού και κοινωνικού.
Αποτέλεσμα της Επανάστασης του Ίλιντεν ήταν η ίδρυση της Δημοκρατίας του Κρουσόβου, που δυστυχώς καταλύθηκε στις 12 Αυγούστου (με το παλιό ημερολόγιο).
Οι οθωμανικές αρχές έδειξαν αφάνταστη σκληρότητα προκειμένου να αντιμετωπίσουν την Επανάσταση του Ίλιντεν. Χωριά πυρπολήθηκαν, δολοφονήθηκαν άμαχοι και γυναικόπαιδα, ενώ σαν συμφορά, επιβλήθηκε το πλιάτσικο στις περιοχές των επαναστατιημένων χωριών. Τότε, όλη η Ευρώπη βρέθηκε στο πλευρό των Μακεδόνων επαναστατών, εκτός της Ελλάδος που τους αποκήρυξε και τους συκοφάντησε.
Η Επανάσταση του Ίλιντεν συνδέεται όσον αφορά τους Μακεδόνες, με τον εθνικό αυτοπροσδιορισμό τους (σύμφωνα με τις σύγχρονες αντιλήψεις περί έθνους). Αποτελεί επί πλέον μια κορυφαία πράξη του αντιοθωμανικού λαϊκού επαναστατικού κινήματος του χριστιανικού πληθυσμού της Μακεδονίας!
Ως προς την μαζικότητα της Επανάστασης του Ίλιντεν, που για λόγους σκπιμότητας αμφισβητείται από την ελληνική πλευρά, αποκαλυπτική είναι γνωστή επιστολή του Ιωνα Δραγούμη, Γραμματέα τότε στο ελληνικό Προξενείο του Μοναστηρίου, προς τον πατέρα του (25/7/1903):
«Αγαπητέ μπαμπά, έχομεν Σλαυικήν επανάστασιν εν Μακεδονία. Τούτο αρκεί διά να εννοήση ο πονών και γιγνώσκων. Απαντες οι σλαυόφωνοι πληθυσμοί ηκολούθησαν το κομιτάτον, ορθόδοξοι και σχισματικοί, και οι πλείστοι εκουσίως. Καταλαμβάνονται υπό των επαναστατών αι κωμοπόλεις και τα χωρία τα κατοικούμενα υπό βλαχοφώνων και αλβανοφώνων Κρούσοβον, Πισοδέριον, Νεβέσκα κτλ. Μανθάνω ταύτην την στιγμήν ότι κατελήφθη η Κλεισούρα. Δεν είμαι βέβαιος αν συμφέρη πλέον ν’ αντιδρώμεν εις το κίνημα. Οι Τούρκοι ανικανώτατοι, δεν βοηθούν ημάς»1.
Ενδεικτικό της καθολικής εξέγερσης Μακεδόνων κατά την Επανάσταση του Ίλιντεν είναι το μέγεθος της τραγωδίας, ως αποτέλεσμα της αιματηρής κατάλυσης της Επανάστασης από τις οθωμανικές δυνάμεις με την βοήθεια του ελληνικού κράτους!
Αμερικανοί ιεραπόστολοι, που δρούσαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και στην Μακεδονία, με υπεύθυνο τον Δρα John House, ίδρυσαν το 1904 την γνωστή σήμερα Αμερικανική Γεωργική Σχολή Θεσσαλονίκης, με σκοπό να προσφέρει περίθαλψη και μόρφωση στα ορφανά παιδιά, που οι γονείς τους είχαν σκοπτωθεί κατά την Επανάσταση του Ίλιντεν. Η γλώσσα διδασκαλίας την αρχική περίοδο λειτουργίας της σχολής, ήταν η βουλγαρική. Το αγροτικό και βιομηχανικό σχολείο του Δρα House είχε εισαγάγει το πρώτο τρακτέρ στα Βαλκάνια. Στο πρόγραμμα του σχολείου, εκτός από τα καθαρά γλωσσικά και τεχνολογικά μαθήματα περιλαμβάνονταν και υπηρεσίες διάδοσης της ευαγγελικής ομολογίας2.
Μια μικρή σημείωση ως προς την σύνθεση του πληθυσμού της Μακεδονίας, από γλωσσικής άποψης. Μέχρι τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912 και τις ανταλλαγές πληθυσμών του 1919-1923 που επακολούθησαν, συμπαγείς ελληνόφωνοι πληθυσμοί κατοικούσαν μόνο στις νοτιοδυτικές μακεδονικές περιοχές μέχρι τον Αλιάκμονα και σε μια στενή λωρίδα παραλίας από τη Θεσσαλονίκη ως την Καβάλα. Στους ελληνόφωνους πληθυσμούς πρέπει να προσθέσουμε και ορισμένες αστικές κοινότητες στην Καστοριά, στη Νάουσα, στο Ντεμίρ Χισάρ (Σιδηρόκαστρο), στη Δράμα και στο Μελένικο. Οι παραπάνω αστικού χαρακτήρα πόλεις ή κωμοπόλεις ήταν στην κυριολεξία περικυκλωμένοι από μια ύπαιθρο σλαβόφωνη ή και μουσουλμανική.Στο βορειότερο μέρος της σημερινής ελληνικής Μακεδονίας, ο χριστιανικός πληθυσμός ήταν κατά κυρίως σλαβόφωνος, με μικρές κοινότητες βλαχόφωνες ή αλβανόφωνες. Χαρακτηριστικό είναι ότι όλα τα χωριά που περιβάλλουν την Θεσσαλονίκη ήταν σλαβόφωνα. Δείγματα αυτής της αλήθειας, είναι η μικρή εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στον οικισμό Διαβατά (Ντουντουλάρ επί οθωμανικής περιόδου), σήμερα δημοτική ενότητα του Δήμου Δέλτα, με κτιτορική επιγραφή πάνω από την κύρια είσοδο του ναού στην σλαβωνική γλώσσα και χρόνο ανέγερσης τα τέλη του 19ου αιώνα. Επίσης στο κοντινό χωριό Βαθύλακκος (Καντίκιοϊ επί οθωμανικής περιόδου), σήμερα δημοτική κοινότητα του Δήμου Χαλκηδόνας, υπάρχει μια μικρή εκκλησία, γνωστή ως βουλγάρικη, που προσφέρεται για ρομαντικούς γάμους, στις παρυφές του σύγχρονου οικισμού.
Προς τιμή της Επανάστασης του Ίλιντεν του 1903 ονομάστηκε μια κορυφή σε ύψος 620 μέτρων στο Breznik Heights στην Greenwich Island, στην Ανταρκτική ως Ilinden Peak.
Μια αναγκαία διευκρίνηση όσον αφορά την μακεδονική γλώσσα σλαβικής ταυτότητας. Στα αρχαία κλασικά χρόνια δεν υπήρχε μακεδονική ελληνική διάλεκτος, ενώ από τους ελληνόφωνους κατοίκους του αρχαίου μακεδονικού βασιλείου, σύμφωνα με τα γνωστά δεδομένα ήταν η δωρική διάλεκτος.
Η μακεδονική γλώσσα αναπτύχθηκε μεταξύ των δυτικών διαλέκτων της οικογένειας των ανατολικών νότιων σλαβικών γλωσσών. Προέρχεται άμεσα από την αρχαία σλαβωνική γλώσσα των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου, με πρότυπο την σλαβική γλώσσα που οι ίδιοι γνώριζαν πολύ καλά, αυτήν που ομιλούνταν στην Θεσσαλονίκη και στην περιοχή της κατά τους μέσους χρόνους. Ίσως η μακεδονική γλώσσα διατηρεί τα περισσότερα στοιχεία που την καθιστούν συγγενή με την αρχαία σκαβική γλώσσα της Θεσσαλονίκης. Η μακεδονική γλώσσα, κατά ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας της ονομαζόταν “βουλγαρική” και μόνο κατά 19ο αιώνα άρχισαν να αναγνωρίζονται οι δυτικές νοτιοσλαβικές διάλεκτοι ως “μακεδονική γλώσσα ή διάλεκτοι της μακεδονικής”. Η μακεδονική γλώσσα (standard Macedonian) μορφοποιήθηκε ως γλώσσα, με συντακτικό και γραμματική το 1945 και από τότε έχει αναπτυχθεί σύγχρονη μακεδονική λογοτεχνία. Αυτό δεν σημαίνει ότι ως το 1945 η μακεδονική γλώσσα ήταν ανύπαρκτη3. Η μακεδονική γλώσσα εμφανίζει ομοιότητες με όλες τις νοτιοσλαβικές γλώσσες και διαλέκτους και ιδίως, τόσο με την βουλγαρική, όσο και με την σερβοκροατική. Πάντως είναι γενικά αποδεκτό, ότι μια γλώσσα μορφοποιείται και αποτελεί πλέον αυτό που οι γλωσσολόγοι, πολιτικοί επιστήμονες κ.λπ. αποκαλούν standard language, από την στιγμή που υιοθετείται από μια κρατική οντότητα, αποτελεί όργανο της κρατικής διοίκησης και αντικείμενο μετάδοσης στον πληθυσμό ενός κράτους μέσω της εκπαίδευσης.
Δημήτρης Λιθοξόου, Η Επανάσταση του Ίλιντεν, http://www.lithoksou.net/p/2-i-epanastasi-toy-ilinten.
2.-
Ružica Cacanovska, The Emergence and Development of Protestantism in Macedonia. Religion, State and Society Vol. 29, No 2, 2001.
3.-
Το Ινστιτούτο Σλαβικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Παρισιού, εξέδωσε το 1958 ένα Λεξικό της Μακεδονικής Γλώσσας σε χειρόγραφο. Την έκδοση είχαν επιμεληθεί ο Καθηγητής του Πανεπιστημίου Ρώμης Ciro Gianneli με την συνεργασία του André Vaillant, Καθηγητή του Κολεγίου της Γαλλίας και τησ Σχολής Ανωτάτων Σπουδών. Πρόκειται για χειρόγραφο, που έχει καταγράψει την προφορικά σε χρήση γνήσια μακεδονική γλώσσα, στο χωριό Μπογκάτσκο (σήμερα Βογατσικό) της Καστοριάς.