ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟΥ, Ο ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
ΚΑΙ Η ‘ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΞΑΝΘΗΣ’[i]
Στα μέσα Μαρτίου έγινε γνωστό από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, έντυπα και ηλεκτρονικά, ότι το αίτημα της «Τουρκικής Ένωσης Ξάνθης» να αποκτήσει εκ νέου νομική προσωπικότητα ως σωματείο, απορρίφθηκε οριστικά με απόφαση του Αρείου Πάγου. Αγνοώ τον αριθμό της σχετικής απόφασης αφού δεν δημοσιεύθηκε ακόμα στους προσιτούς, τουλάχιστον σ’ εμένα, ιστοτόπους νομολογιακής πληροφόρησης. Παρόλα αυτά ορισμένα χαρακτηριστικά της απόφασης έχουν γίνει γνωστά και αξίζει να σχολιαστούν.
Ορισμένοι ιστοτόποι παροχής ειδήσεων ανακοίνωσαν στους επισκέπτες τους το παραπάνω συμβάν με διθυραμβικό ύφος, απαξιώνοντας και πολιτικό κόμματα που άσκησαν αρνητική κριτική στην απόφαση του Αρείου Πάγου. Αναφέρω χαρακτηριστικά την ακόλουθη δημοσίευση: «Ο Άρειος Πάγος απέρριψε με απόφασή του οριστικά το αίτημα της «Τουρκικής Ένωσης Ξάνθης» για αναγνώριση ως νόμιμο σωματείο, προς απογοήτευση των εγκάθετων της Άγκυρας στη Θράκη και του ΣΥΡΙΖΑ». Επειδή θεωρώ τέτοιες ‘κραυγές’, ιδίως σε καιρούς ακραίας κρίσης του τόπου, όχι απλώς υπερβολικές αλλά και ανόητες από πλευράς ουσίας, δεν θα επεκταθώ να αναφερθώ σε άλλα όμοια δημοσιεύματα.
Η απόφαση του Αρείου Πάγου όσον αφορά το ζήτημα της «Τουρκικής Ένωσης Ξάνθης» αποκτά ενδιαφέρον για έναν άλλο λόγο, που αφορά τη στάση του ελληνικού κράτους απέναντι στα ανθρώπινα δικαιώματα και στην ικανοποιητική ή όχι προστασίας τους στον τόπο μας. Και το μείζον θέμα είναι όχι τόσο αν θα επανιδρυθεί ένα σωματείο Ελλήνων πολιτών που αυτοπροσδιορίζονται εθνοτικά Τούρκοι, αλλά το αν η Ελλάδα είναι ένα φερέγγυο κράτος μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης στον τομέα της προστασίας των εθνικών μειονοτήτων που κατοικούν στη χώρα!
Όλοι γνωρίζουμε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (στο εξής ΕΔΑΔ), που στα πλαίσια του Συμβουλίου της Ευρώπης λειτουργεί ως ‘συνταγματικό όργανο της ευρωπαϊκής δημόσιας τάξης των δικαιωμάτων του ανθρώπου’. Πριν από καιρό οι Έλληνες ένιωσαν ικανοποίηση όταν η Τουρκία μετά από καταδίκη της από το ΕΔΑΔ και συμμόρφωσή της με την απόφασή του απέδωσε στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως το Ορφανοτροφείο της Χάλκης. Ακόμα πιο πριν, Έλληνες και Ελληνοκύπριοι ένιωσαν «θριαμβικά συναισθήματα», όταν η Τουρκία μετά από καταδίκη της από το ΕΔΑΔ στην υπόθεση Τιτίνας Λοϊζίδου, κατέβαλε στην κυρία Λοϊζίδου αποζημίωση «μαμούθ», όπως την χαρακτήρισαν ορισμένοι δημοσιογράφοι.
Φαίνεται όμως πως στην Ελλάδα το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αντιμετωπίζεται όχι ως ένας σημαντικός θεσμός προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε όλη την Ευρώπη, αλλά και ως ‘εργαλείο’ περιφρούρησης της ασφάλειας δικαίου στον ευαίσθητο τομέα των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Δυστυχώς! Η στάση του ελληνικού κράτους, ανεξάρτητη και διακεκριμένη συνταγματική λειτουργία του οποίου αποτελούν τα δικαστήρια, αντιμετωπίζει τις αποφάσεις του ΕΔΑΔ συχνά με επιφυλάξεις, που προκαλούν ερωτηματικά και υπάρχουν περιπτώσεις Μονομελή Πρωτοδικεία να διατυπώνουν σε αποφάσεις τους την άρνησή τους να αποδεχθούν οριστικές αποφάσεις του δικαστηρίου του Στρασβούργου (λ.χ. αποφάσεις 405/2008 Μονομελές Πρωτοδικείο Αλεξανδρούπολης, 243/2003 Μονομελές Πρωτοδικείο Φλώρινας).
Κατ’ αρχάς το άρθρο 46 παράγραφος 1 της Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που είναι πιο γνωστή ως Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και αποτελεί εσωτερικό δίκαιο της Ελλάδος (Νομ. Διάταγμα 53/1974) προβλέπει ότι οι αποφάσεις του ΕΔΑΔ έχουν υποχρεωτική ισχύ και είναι εκτελεστές άμεσα, δεσμεύοντας τους διαδίκους. Δηλαδή όταν εκδοθεί μια απόφαση από το δικαστήριο του Στρασβούργου που καταδικάζει ένα κράτος, το κράτος είναι υποχρεωμένο να εκτελέσει την απόφαση που το αφορά. Μάλιστα επειδή το ΕΔΑΔ έχει αναμφισβήτητο κύρος και οι αποφάσεις που εκδίδει είναι αποδεκτό ότι χαρακτηρίζονται για την ιδιαίτερη αυθεντία τους, κατά κανόνα οι εθνικές αρχές των κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης λαμβάνουν υπόψη τους τις αποφάσεις του Στρασβούργου, ακόμα και όταν δεν τα αφορά άμεσα. Άλλωστε το ίδιο το Δικαστήριο έχει επαναλάβει επανειλημμένα ότι οι αποφάσεις του δεν αποσκοπούν μόνο στην επίλυση των υποθέσεων που οδηγούνται ενώπιόν του, αλλά σκοπεύουν γενικότερα στην γόνιμη διευκρίνιση, διαφύλαξη και ανάπτυξη των προβλέψεων και ρυθμίσεων της Σύμβασης (ΕΣΔΑ), ώστε να συμβάλλουν στον αποτελεσματικό σεβασμό, εκ μέρους των κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης, των υποχρεώσεων που έχουν αναλάβει.
Είναι αλήθεια ότι το ΕΔΑΔ δεν είναι ένα αναθεωρητικό ή ακυρωτικό δικαστήριο, δηλαδή οι αποφάσεις του δεν οδηγούν αναγκαστικά στην ακύρωση των αποφάσεων των εθνικών δικαστηρίων, μολονότι έχει κριθεί ότι έχουν παραβεί διατάξεις της ΕΣΔΑ. Το ΕΔΑΔ σύμφωνα με πάγια νομολογία του αναγνωρίζει στα εθνικά δικαστήρια την δικαιοδοαία ερμηνεία του εθνικού δικαίου, αλλά συνιστά να υπάρξει στις εθνικές νομοθεσίες ρητή πρόβλεψη επανάληψης της δικαστικής διαδικασίας, μετά από την έκδοση μιας καταδικαστικής απόφασης του ΕΔΑΔ, ώστε να εκλείψουν οι ερμηνευτικές αμφισβητήσεις ως προς τις ρυθμίσεις της ΕΣΔΑ.
Η αναγνώριση της νομικής προσωπικότητας και κατ’ ακολουθία η ίδρυση ενός σωματείου είναι υπόθεση που αφορά τα πολιτικά δικαστήρια στην Ελλάδα, που κρίνουν κατά την εκούσια δικαιοδοσία. Ενώ στην ποινική δικονομία -(κώδικας που ορίζει τον τρόπο διεξαγωγής των ποινικών δικών)- προβλέπεται ρητά η δυνατότητα επανάληψης της διαδικασίας μιας ποινικής δίκης (άρθρα 525 και επόμενα Κώδικα Ποινικής Δικονομίας),όμοια διάταξη δεν υπάρχει στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (το σύνολο των διατάξεων που ορίζουν τον τρόπο διεξαγωγής των πολιτικών δικών). Η απουσία της παραπάνω πρόβλεψης στην Πολιτική Δικονομία αποτελεί ολοφάνερη αδράνεια του Έλληνα νομοθέτη, αν ληφθεί υπόψη η έκδοση σύστασης εκ μέρους της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης και σχετικό ψήφισμα της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης προς τα κράτη μέλη, να εισαχθεί ρύθμιση στις εθνικές νομοθεσίες που να προβλέπει την επανάληψη της διαδικασίας στα πολιτικά δικαστήρια στις περιπτώσεις έκδοσης καταδικαστικής απόφασης από το δικαστήριο του Στρασβούργου.
Η απόφαση του Αρείου Πάγου, που θεωρεί πως τα εθνικά δικαστήρια του κράτους δεν δεσμεύονται από τις οριστικές αποφάσεις του ΕΔΑΔ, κατά τη γνώμη μου είναι εσφαλμένη, διότι δεν σεβάσθηκε την αρχή του κράτους δικαίου, όπως αυτή προσδιορίζεται από τα άρθρα 25 παράγρ. 1 εδάφιο α΄, 87 παράγρ. 2 και 28 παράγρ. 1 του Συντάγματος σε συνδυασμό προς το άρθρο 11 παράγρ. 1 της ΕΣΔΑ αλλά και προς τη συνταγματική υποχρέωση των δικαστηρίων του κράτους να εγγυώνται και να εξασφαλίζουν την αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου (άρθρο 25 παράγρ. 1 εδάφιο β΄ Συντάγματος).
Η συζήτηση που έχει προκαλέσει η αρεοπαγιτική απόφαση σχετικά με την «Τουρκικής Ένωσης Ξάνθης» συνδέεται άμεσα με ένα άλλο θέμα. Την παλινωδία που έχει δείξει η Ελλάδα απέναντι στη Σύμβαση-Πλαίσιο για την προστασία των εθνικών μειονοτήτων του Συμβουλίου της Ευρώπης. Στις 22/09/1997 η Ελλάδα είχε υπογράψει την παραπάνω σύμβαση, αλλά στη συνέχεια, επιδεικνύοντας ιδιαίτερη επιμέλεια αποφεύγει να την κυρώσει με νόμο στη Βουλή, παρά τις συνεχείς υποσχέσεις των εκάστοτε κυβερνητικών υπευθύνων προς τους διεθνείς οργανισμούς. Η Σύμβαση-Πλαίσιο αναγνωρίζει το δικαίωμα στους μειονοτικούς πολίτες ενός κράτους μέλους του Συμβουλίου της Ευρώπης να αυτοπροσδιορίζονται συλλογικά ως προς την εθνική ή εθνοτική ταυτότητά τους και κατά συνέπεια τους παρέχει την ευχέρεια μεταξύ των άλλων να ιδρύουν σωματεία με σκοπό την διασφάλιση της εθνικής τους ιδιαιτερότητας κ.λπ..
Θα παραθέσω στη συνέχεια απόσπασμα από ένα άκρως απόρρητο έγγραφο του Υπουργείου Εξωτερικών (ΑΠΦ 1151.100/ΑΣ 548, Α2 ΔΔΣ/Τμήμα Μειονοτικών Θεμάτων, 11/8/98). Υπογράφεται κ. Κ. Γεροκωστόπουλο, πληρεξούσιο υπουργό Α' και το θέμα που αφορά είναι τα «Πρακτικά προβλήματα κατά την ενδεχομένη εφαρμογή στη Θράκη της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των εθνικών μειονοτήτων».
«Από πλευράς μας κρίνουμε σκοπιμότερο να απαριθμήσουμε τα σημεία εκείνα της Σύμβασης που θα επιβάλουν, εάν αυτή εφαρμοσθεί, αλλαγή της μέχρι τώρα ακολουθούμενης επίσημης ή και άτυπης μειονοτικής πολιτικής.
»Οι εκτιμήσεις που παρατίθενται εδράζονται στην άποψη ότι η τουρκική πλευρά θα επιχειρήσει, μέσω του προξενείου Κομοτηνής και των Μουσουλμάνων που επηρεάζονται από αυτό, κακόπιστη ερμηνεία της Σύμβασης με βασικό σκοπό όχι τη βελτίωση της ζωής των Μουσουλμάνων, αλλά την άντληση πολιτικών οφελών. Οι εκτιμήσεις αυτές βασίσθηκαν στην κατά λέξη διατύπωση των άρθρων της Σύμβασης, χωρίς δηλαδή να ληφθούν υπόψη ούτε ενδεχόμενες δυνατότητες των κρατών να μην εφαρμόσουν πλήρως ορισμένες από τις προβλέψεις της, ούτε η νοοτροπία από την οποία διέπεται το Συμβούλιο της Ευρώπης για την εφαρμογή της, παράγοντες που εκφεύγουν των γνώσεων της Α2 Διευθύνσεως».
Στη συνέχεια αναφέρονται οι αναμενόμενες συνέπειες που μπορεί να επιφέρει η εφαρμογή της σύμβασης και εκτίθενται από τους συντάκτες του εγγράφου σχόλια και παρατηρήσεις τους ως προς συγκεκριμένα άρθρα:
«’Αρθρο 7.
Τα Μέρη θα μεριμνήσουν ώστε να διασφαλίσουν σε κάθε πρόσωπο που ανήκει σε εθνική μειονότητα, τα δικαιώματα της ειρηνικής συνάθροισης και του συνεταιρισμού, την ελευθερία έκφρασης και την ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας.
Άρθρο 8.
Τα Μέρη δεσμεύονται να αναγνωρίσουν σε κάθε πρόσωπο που ανήκει σε εθνική μειονότητα το δικαίωμα να εκδηλώνει τη θρησκεία ή τις πεποιθήσεις του, καθώς επίσης και το δικαίωμα να ιδρύει θρησκευτικούς φορείς, οργανώσεις και ενώσεις.
Σχόλιο ΥΠΕΞ: «Οι Μουσουλμάνοι της Θράκης συναντούν δυσχέρειες στη σύσταση σωματείων, ιδίως όταν στον τίτλο τους αναφέρονται οι λέξεις "Τούρκος", "τουρκική". Οι δυσχέρειες αυτές, οι οποίες δεν εδράζονται πάντοτε σε νομικά επιχειρήματα, θα καταστεί ευκολότερο να αίρονται με την επίκληση των προβλεπομένων από τη Σύμβαση-Πλαίσιο. Σημειώνεται ότι η πλειοψηφία των υπό αίρεση συλλόγων δεν διάκειται φιλικά προς τις απόψεις μας».
Οι προηγούμενες απόψεις του Υπουργείου Εξωτερικών δυστυχώς όπως φαίνεται επηρεάζουν και τις αποφάσεις των δικαστηρίων, με λαμπρή εξαίρεση την απόφαση του Αρείου Πάγου (Δ΄ Τμήμα) αριθ. 1530/2000, που ακολουθώντας τη νομολογία του ΕΔΑΔ είχε κρίνει παράνομη τη διάλυση του σωματείου «Τουρκική Ένωση Ξάνθης».
Η άρνηση του κράτους να νομοθετήσει πρόβλεψη επανάληψης της διαδικασίας στα πολιτικά δικαστήρια όταν εκδίδεται σε βάρος της Ελλάδος καταδικαστική απόφαση από το ΕΔΑΔ και η εμμονή των εθνικών δικαστηρίων να διατυπώνουν επιφυλάξεις, που ουσιαστικά ακυρώνουν την ισχύ των αποφάσεων του ΕΔΑΔ, ακόμα και όταν αφορούν άμεσα τη χώρα, παρατείνει απαράδεκτα την παραβίαση του άρθρου 11 παράγρ. 1 της ΕΣΔΑ (κατοχύρωση του δικαιώματος της ελευθερίας του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι) και επιφυλάσσει μια πιθανή καταδίκη του ελληνικού κράτους, όπως έχει συμβεί αρκετές φορές ως τώρα….
[i] Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθεί η θαυμάσια προσέγγιση του θέματος «της δέσμευσης του εθνικού δικαστή από το νομολογιακό προηγούμενο και δεδικασμένο των αποφάσεων του ΕΔΔΑ» του Τριατάφυλλου Ζολώτα, Δικηγόρου, με αφορμή την έκδοση της απόφασης αριθ. 405/2008 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρουπόλεως.