Οι πληροφορίες του σημειώματος
έχουν συλλεγεί από τον Γιώργο Α. Δούδο
Επειδή έχω την πεποίθηση ότι είναι ανάγκη οι Έλληνες και οι Ελληνίδες να ενηλικιωθούν και επί τέλους, μετά από τόσα χρόνια που πέρασαν από την εθνογένεση του νεοελληνικού έθνους, να θεωρούν πλέον εθνικόν, ό,τι είναι αληθές, όπως είχε πει ο ποιητής Διονύσιος Σολωμός, έχω γράψει το σημείωμα που ακολουθεί. Δεν είναι επιστημονική εργασία, αλλά συλλογή πληροφοριών, που έκρινα ότι είναι ορθές, χωρίς να επικαλούμαι το αλάνθαστο....
Πριν λίγο καιρό ο πρωθυπουργός της χώρας μας κ. Α. Σαμαράς παρέθεσε συνέντευξη τύπου στο εξωτερικό και με αμετροέπεια κατά την ταπεινή γνώμη μου, δήλωσε ότι μακεδονική γλώσσα δεν υπάρχει, κάτι βέβαια που έρχεται σε αντίθεση με όσα φρονεί η διεθνής ακαδημαϊκή κοινότητα, με εξαίρεση Έλληνες και Βούλγαρους επιστήμονες, που αποφάσισαν να υπηρετούν την προπαγάνδα και όχι την επιστημονική αλήθεια.
Η περιοχή της Μακεδονίας της
Ελληνικής Δημοκρατίας και του κράτους της (πρώην γιουγκοσλαβικής)
Δημοκρατίας της Μακεδονίας βρίσκονται όπως είναι γνωστό στην Βαλκανική
Χερσόνησο. Οι Σλάβοι για πρώτη φορά φθάνουν και
εγκαθίστανται στα Βαλκάνια τον έκτο και
έβδομο αιώνα μ.Χ.. Κατά τον ένατο αιώνα, οι Έλληνες Μοναχοί, άγιοι
Κύριλλος και Μεθόδιος ανέπτυξαν το πρώτο σύστημα γραφής για τη σλαβική
γλώσσα. Εκείνη την περίοδο οι σλαβικές διάλεκτοι ήταν τόσο κοντά η μια
στην άλλη, ώστε να είναι πρακτικά εύκολο να αναπτυχθεί μια γραπτή γλώσσα,
λαμβανομένης υπόψη της διαλέκτου μιας ενιαίας περιοχής. Υπάρχει διαφορά ως
προς την ακριβή περιοχή στην οποία αναπτύχθηκε η γραπτή έκφραση της σλαβικής
γλώσσας, αλλά είναι πιθανό ότι αναπτύχθηκε στην περιοχή γύρω από την
Θεσσαλονίκη. Η Φιλολογική (γραπτή διατύπωση ) της Σχολής της Οχρίδας, ιδρύθηκε
στην Οχρίδα το 886 από τον άγιο Κλήμεντα Αχρίδος, κατόπιν παραγγελίας του ηγεμόνα
της Βουλγαρίας Βόριδα Ι . Τον δέκατο τέταρτο αιώνα, οι Οθωμανοί
Τούρκοι εισέβαλαν και κατέλαβαν το μεγαλύτερο μέρος των Βαλκανίων, ενσωματώνοντας
την Μακεδονία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Παρά το γεγονός ότι η γραπτή σλαβική
γλώσσα, που σήμερα ονομάζεται παλαιά εκκλησιαστική σλαβονική γλώσσα ,
κατά την οθωμανική περίοδο παραμένει στάσιμη ως αποτέλεσμα της τουρκικής
κυριαρχίας, οι σλαβικές διάλεκτοι που ομιλούνται αναπτύσσονται όλο και περισσότερο.
Η πρώτη λεξικογραφική μαρτυρία
–απόδειξη ύπαρξης των μακεδονικών σλαβικών διαλέκτων, που περιγράφονται ως
βουλγαρικές, μπορεί να αναζητηθεί σε ένα λεξικό του 16ου αιώνα,
γραμμένο με το ελληνικό αλφάβητο. Ο χαρακτηρισμός των διαφόρων μακεδονικών
διαλέκτων ως διαλέκτων της βουλγαρικής γλώσσας, μπορεί να βρεθεί
επίσης από νωρίς σε κείμενα γραμμένα για τη Μακεδονία σε τοπικές ιδιωματικές
γλωσσικές εκφράσεις, όπως το λεξικό των τεσσάρων γλωσσών του Δανιήλ Μοσχοπολίτη,
τα έργα του του Κύριλ Πεϊτσίνοβιτς και του Γιοακίμ Καρτσόβσκι ι, και
μερικά λαϊκά ευαγγέλια που έχουν γραφεί με το ελληνικό αλφάβητο. Γραπτά
κείμενα που είτε επηρεάζονται, είτε είναι εξ ολοκλήρου γραμμένα στο τοπικό
σλαβικό ιδίωμα εμφανίζονται στη Μακεδονία κατά τον 18ο και στις αρχές του 19ου
αιώνα, ενώ οι συγγραφείς τους αναφέρονται στην γλώσσα που γράφουν ως βουλγαρική.
Το 1845 ο Ρώσος λόγιος
Βίκτορ Γκριγκορόβιτς ταξίδεψε στα Βαλκάνια για να μελετήσει τις νότιες σλαβικές
διαλέκτους της Μακεδονίας. Στο έργο του για πρώτη φορά γίνεται αναφορά σε
ένα ζεύγος δύο ξεχωριστών μεταξύ τους ομάδων διαλέκτων της βουλγαρικής γλώσσας:
Στην ανατολική διάλεκτο (που σήμερα έχει εξελιχθεί στην επίσημη βουλγαρική
γλώσσα) και στη δυτική (που η χρήση της ήταν αισθητή στη σημερινή δυτική
βουλγαρική περιοχή του Πιρίν και έχει εξελιχθεί στην επίσημη γλώσσα της Δημοκρατίας
της Μακεδονίας).Σύμφωνα με τα ευρήματα του Γκριγκορόβιτς, ένα μέρος από τις
δυτικές διαλέκτους της βουλγαρικής γλώσσας, που χρησιμοποιούνταν στην ενιαία
τότε Μακεδονία της οθωμανικής περιόδου, χαρακτηρίζονται από τα ίχνη της παλιάς
σλαβικής γλώσσας των ρινικών φωνηέντων. Κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης
των επί μέρους εθνικών συνειδήσεων των διαφόρων λαών στα Βαλκάνια
δημιουργήθηκαν τα πρότυπα για τις διάφορες σλαβικές γλώσσες, της σλοβενικής,
των σερβοκροατικών ,της βουλγαρικής. Στην καμπή της οθωμανικής εξουσίας
στη Μακεδονία αρχίζουν να ανοίγουν σχολεία, σε περιοχές που θεωρείται ότι
διαθέτουν σημαντικό βουλγαρικό πληθυσμό, όπου διδάσκεται η επίσημη βουλγαρική
γλώσσα της Σόφιας.
Ο βουλγαρικής
καταγωγής Ρώσος γλωσσολόγος Πέταρ Ντραγκάνοβ (1857 - 1928), μετά από επίσκεψή
του στην Μακεδονία, εκφράζει με επιχειρήματα την αντίθεσή του στην εκδοχή της βουλγαρικής
καταγωγής των σλαβικών διαλέκτων της Μακεδονίας. Ο Ντραγκάνοβ υποστήριξε ότι η
Μακεδονία είναι μια ξεχωριστή εθνογραφική μονάδα των Βαλκανίων και ότι οι
μακεδονικές σλαβικές διάλεκτοι ανήκουν σε μια ξεχωριστή
γλώσσα. Παρόμοιες ιδέες υποστηρίχθηκαν στα έργα του Κρστε Μίσιρκοβ.
Ο Μίσιρκοβ είχε γεννηθεί σε ένα χωριό κοντά στην Πέλλα της ελληνικής
Μακεδονίας. Αν και λογοτεχνία είχε γραφτεί στις σλαβικές διαλέκτους της
Μακεδονίας και πρωτύτερα, αναμφισβήτητα το πιο σημαντικό βιβλίο που εκδόθηκε σε
σχέση με την μακεδονική γλώσσα ήταν αυτό του Μίσιρκοβ με τίτλο «Μακεδονικές
Υποθέσεις» , που δημοσιεύθηκε το 1903. Στο βιβλίο αυτό, ο συγγραφέας υποστήριξε
τη δημιουργία ενός προτύπου λογοτεχνικής μακεδονικής γλώσσας με βάση τις διαλέκτους της κεντρικής Μακεδονίας και τη
χρήση μιας φωνολογικής ορθογραφίας (Η φωνολογική ορθογραφία είναι μια ορθογραφία (σύστημα γραφής μιας γλώσσας), στην οποία τα γραφήματα (γραπτά σύμβολα)
αντιστοιχούν στα φωνήματα (σημαντικούς
προφορικούς ήχους της γλώσσας).
Μετά τις πρώτους δύο
Βαλκανικούς πολέμους, η περιοχή της Μακεδονίας διαιρέθηκε ανάμεσα στην Ελλάδα,
τη Βουλγαρία και τη Σερβία (αργότερα Βασίλειο Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων, που ακόμη αργότερα ονομάσθηκε
Γιουγκοσλαβία). Η Σερβία κατέλαβε την περιοχή που σήμερα εκτίνεται η
επικράτεια της (πρώην γιουγκοσλαβικής) Δημοκρατίας
της Μακεδονίας και θα την ενσωματώσει στο Βασίλειό της ως «Νότια
Σερβία». Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η γιουγκοσλαβική Μακεδονία
έγινε γνωστή ως Βαρντάρ Μπανόβινα (επαρχία του Βαρδάρη) και γλώσσα της δημόσιας
ζωής, της εκπαίδευση και της εκκλησίας ήταν τα σερβοκροατικά. Στα άλλα δύο
μέρη της Μακεδονίας, οι αντίστοιχες εθνικές γλώσσες, ελληνική και βουλγαρική,
έγιναν οι επίσημες. Στη βουλγαρική Μακεδονία (Πιρίν), οι τοπικές διάλεκτοι
συνέχισαν να περιγράφονται ως διάλεκτοι της βουλγαρικής.
Κατά τη διάρκεια του
Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το μεγαλύτερο μέρος της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας
κατελήφθη από το βουλγαρικό στρατό, που είχε συμμαχήσει με τον Άξονα. Η
επίσημη βουλγαρική γλώσσα εισήχθη εκ νέου στα σχολεία και στην ζωή της
εκκλησίας. Οι Βούλγαροι είχαν αρχικά γίνει ευπρόσδεκτοι ως απελευθερωτές
από τη σερβική κυριαρχία μέχρι που έγιναν κατανοητές στον λαό οι ομοιότητες μεταξύ
της επιβολής της βουλγαρικής γλώσσας και των αντιλαϊκών σερβικών πολιτικών
αφομοίωσης. Ακόμα και οι Μακεδόνες Κομμουνιστές είχαν τότε φιλοβουλγαρικό
προσανατολισμό, αν και αργότερα οι Βούλγαροι αντιμετωπίστηκαν ως κατακτητές από
το Κομμουνιστικό Κίνημα. Ωστόσο, υπήρχαν φιλοβουλγαρικές ομάδες, που
υποστήριζαν μια ανεξάρτητη Μακεδονία ως δεύτερο βουλγαρικό κράτος, ενώ
άλλοι, οι οποίοι υποστήριζαν την ένωση με τη Βουλγαρία.
Τελικά το σύνολο σχεδόν των περιοχών της
Βαρντάρ Μπανόβινα ενσωματώθηκε στην Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία
της Γιουγκοσλαβίας ως Ομόσπονδη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας με
αναγνώριση της μακεδονικής γλώσσας ως επίσημης, τόσο εντός της Ομοσπονδίας, όσο
και εντός της Ομόσπονδης Δημοκρατίας. Η μακεδονική γλώσσα
ανακηρύχθηκε επίσημη γλώσσα της
Δημοκρατίας της Μακεδονίας κατά την πρώτη σύνοδο της Συνέλευσης για την Εθνική
Απελευθέρωση της Μακεδονίας, που πραγματοποιήθηκε στις 2 Αυγούστου 1944. Η πρώτη
επίσημη γραμματική της μακεδονικής γλώσσας συντάχθηκε από τον Κρούμε Κεπέσκι. Ένας
από τους σημαντικότερους συντελεστές στην τυποποίηση της μακεδονικής
λογοτεχνικής γλώσσας υπήρξε ο Μπάζε
Κόνεσκι. Το πρώτο έγγραφο γραμμένο στην επίσημη μακεδονική γλώσσα ήταν το κύριο
θέμα της εφημερίδας Нова Македонија (Νέα Μακεδονία) που
πρωτοκυκλοφόρησε στις 29 Οκτωβρίου του 1944 και είναι η αρχαιότερη καθημερινή
εφημερίδα της (πρώην γιουγκοσλαβικής) Δημοκρατίας της Μακεδονίας.
Αρκετά πριν από την επίσημη μορφοποίηση της μακεδονικής
γλώσσας πολλοί Μακεδόνες διανοούμενοι σλαβικής ταυτότητας είχαν υποστηρίξει ότι η γλώσσα τους "δεν ήταν
ούτε μια διάλεκτος της σερβικής ούτε της βουλγαρικής, αλλά μια γλώσσα από μόνη
της». Πριν από την τυποποίηση της
μακεδονικής γλώσσας, μια σειρά από γλωσσολόγους, μεταξύ τους ο Antoine
Meillet σε
μελέτη του το 1928, ο Andre Vaillant σε μελέτη του το 1938, o
Mieczyslaw Malecki σε μελέτη του 1938 και ο Samuel Bernstein
σε συγγραφή του το 1938, θεωρούν
επίσης ότι οι σλαβικές μακεδονικές διάλεκτοι, συγκροτούν μια ανεξάρτητη γλώσσα
διαφορετική από τόσο από την βουλγαρική, όσο και από την σερβική.
Το 1875 ο Γκεόργκι Πουλέβσκι είχε εκδώσει Λεξικό των τριών
γλωσσών, που απέδιδε σε τρεις παράλληλες στήλες με κυριλλική γραφή λέξεις στην
μακεδονική, στην αλβανική και στην τουρκική γλώσσα.
Το 1925 η ελληνική κυβέρνηση εξέδωσε αλφαβητάριο της
μακεδονικής γλώσσας, το γνωστό «ΑBECEDAR» με πρότυπο τη διάλεκτο του άξονα Φλώρινας-Λέριν
και Μπίτολα-Μοναστήρι για να διδάσκεται
η μακεδονική γλώσσα σε ελληνικά σχολεία περιοχών με σλαβόφωνους μαθητές. Τελικά
το αλφαβητάριο αυτό για πολιτικούς λόγους δεν χρησιμοποιήθηκε.
Μέχρι
την μορφοποίηση της μακεδονικής γλώσσας (1944) αυτή αναφερόταν συνήθως είτε ως
διάλεκτος της βουλγαρικής, είτε της σερβικής. Σήμερα όμως η διεθνής ακαδημαϊκή
κοινότητα (με εξαίρεση τη Βουλγαρία), ότι η μακεδονική είναι μια αυτόνομη
γλώσσα μέσα στην οικογένεια των νοτιοσλαβικών γλωσσών εξ αρχής. (Ως αυτόνομη
γλώσσα χαρακτηρίζεται μια
γλώσσα με την τυπική έννοια της λέξης, με δικές της
κανόνες γραμματικής και συντακτικού. Επίσης η αυτόνομη γλώσσα διαθέτει βιβλία
γραμματικής, λεξικά και λογοτεχνική παραγωγή. Η γλωσσική αυτονομία σε μεγάλο
βαθμό έχει σχέση με κοινωνικοπολιτικές δομές και δεν είναι αποτέλεσμα φυσικής εξέλιξης
μεταξύ μιας ποικιλίας διαλέκτων μιας γλώσσας ως ανθρωπολογικού οργάνου
επικοινωνίας).
Μολονότι στη Βουλγαρία
η επικρατούσα θέση είναι ότι η μακεδονικής γλώσσα αποτελεί μορφοποιημένη
βουλγαρική διάλεκτο, εντούτοις το 1999η κυβέρνηση της Σόφιας έδωσε κατά κάποιον
τρόπο μια λύση στο πρόβλημα τούτο και όταν γίνεται επίσημη αναφορά στη μακεδονική
γλώσσα χρησιμοποιείται η διατύπωση: « η επίσημη γλώσσα της χώρας
(Δημοκρατία της Μακεδονίας), σύμφωνα με το Σύνταγμά της».
Στην Ελλάδα, η επίσημη κρατική θέση κυμαίνεται
μεταξύ της πλήρους αρνήσεως αναγνώρισης ύπαρξης μακεδονικής γλώσσας σλαβικής
ταυτότητας μέχρι την περιορισμένη ανεπίσημη χρήση του όρου σλαβομακεδονική
γλώσσα, όρος που επινοήθηκε και από ορισμένα μέλη της σλαβόφωνης κοινότητας της
Βόρειας Ελλάδας.
Σύμφωνα με εκθέσεις του Ελληνικού Παρατηρητηρίου των Συμφωνιών του Ελσίνκι, "...ο όρος σλαβομακεδονικά είχε εισαχθεί και είχε γίνει δεκτός από την ίδια την κοινότητα, που είχε μια πολύ πιο διαδεδομένη μη ελληνική μακεδονική εθνική συνείδηση. Δυστυχώς, σύμφωνα με μέλη της σλαβόφωνης κοινότητας, ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε αργότερα από ελληνικές αρχές υποτιμητικά, σηματοδοτώντας διακρίσεις. Για τούτο εμφανίστηκε απροθυμία, αν όχι εχθρότητα των σύγχρονων Μακεδόνων στην Ελλάδα (δηλαδή Ελλήνων πολιτών με μακεδονική εθνική ταυτότητα) να τον αποδεχθεί".
Τα έθνη, με την πολιτική έννοια του όρου,
άρχισαν να διαμορφώνονται μετά την εμφάνιση στο ιδεολογικό στερέωμα της Ευρώπης
της ‘αρχής των εθνοτήτων’, που έγινε εργαλείο και πηγή έμπνευσης της Γαλλικής
Επανάστασης. Στα Βαλκάνια η εξάπλωση της ιδέας του έθνους έγινε με σχετική
καθυστέρηση σε σύγκριση με άλλες περιοχές της Δύσης. Η ιδέα του έθνους υπήρξε επίκεντρο και εργαλείο
πολιτικής προόδου κατά τον 19ο αιώνα
για την αστική τάξη, που κατάφερε να ανατρέψει το φεουδαλικό σύστημα και
να διαλύσει τις μεγάλες πολυεθνικές αυτοκρατορίες που μοιράζονταν τον ευρωπαϊκό
χώρο. Στην θέση των αυτοκρατοριών εμφανίστηκαν τα εθνικά κράτη, σύμφωνα με την
αρχή ‘ένα έθνος, ένα κράτος’. Ο εκ των υστέρων απολογισμός είναι τραγικά
αιματηρός, διότι η διαμόρφωση του νέου ευρωπαϊκού χάρτη, διαδικασία που δεν
έχει περατωθεί οριστικά, σημαδεύεται από καταστροφικούς πολέμους, πολλοί από
τους οποίους έχουν τον χαρακτήρα του εμφυλίου σπαραγμού. Κατά κανόνα η εμφάνιση
ενός νέου έθνους στο πολιτικό προσκήνιο, που διεκδικεί ένα ανεξάρτητο κράτος
στην γεωγραφική περιοχή που θεωρεί και επικαλείται ως εθνική εστία του,
αφήνει ίχνη αιμάτων και σπαράγματα καταστροφικών πολιτικών πρακτικών.