Η Επιστήμη κατ’ αρχήν οφείλει να βασίζεται στον ορθό λόγο,
στην έρευνα και στην πεποίθηση, ότι δεν μπορεί να είναι κάτοχος αλήθειας, αλλά
στα πλαίσια της επιστημονικής έρευνας έχει χρέος να διακατέχεται από την
απορία. Ο λόγος είναι απλός. Επιστήμη προσηλωμένη σε δόγματα δεν είναι
επιστήμη. Επιστήμη που υπερασπίζεται με απόλυτο τρόπο τις αλήθειες της, δεν
είναι επιστήμη. Επιστήμη που βάζει όρια και φραγμούς στην έρευνά της, που
αρνείται την απορία, αναιρεί τον εαυτό της, αναιρεί τον ορθό λόγο.
Η Ιατρική, είτε ως κλασική δυτική ιατρική, είτε ως
ομοιοπαθητική, είτε ως παραδοσιακή κινεζική ιατρική, είτε ως αγιουρβέδα, είτε
ως unani ή yunani medicine, εφόσον
δεν εκλαμβάνεται ως πανάκεια, εφόσον δεν είναι παρακολούθημα δογμάτων,
αλλά είναι συνεχώς εκτεθειμένη στην απορία και στην έρευνα που απαιτεί απόδειξη
ως προς τα αποτελέσματά της, είναι μια επιστήμη υγείας. Η Ψυχιατρική, όπως και
η Ψυχολογία αναγνωρίζονται ως επιστήμες που υπηρετούν την ψυχική υγεία του
ανθρώπου.
Όσα ανέφερα ως προϋποθέσεις για την αυθεντικότητα της
Επιστήμης ως επιστήμης, πρέπει να χαρακτηρίζουν τον κάθε Επιστήμονα και
επομένως και τον Ψυχίατρο ή τον Ψυχολόγο. Δηλαδή, μολονότι το φιλοσοφικό, το
ιδεολογικό, το θρησκευτικό υπόβαθρο ενός Ψυχίατρου είναι δεδομένο ότι υφίσταται
θεμιτά, εντούτοις, οι πεποιθήσεις του Ψυχιάτρου δεν πρέπει με κανένα τρόπο να
περιορίζουν την ελεύθερη έρευνά του, την έρευνά του υπό όρους που τίθενται από
τις ιδεολογικές καταβολές του ή την θρησκευτική πίστη του. Πιστεύω, πως η
θρησκευτικότητα ούτε ανταγωνίζεται, ούτε αντιμάχεται την πνευματική και την
επιστημονική έρευνα, αρκεί να υπάρχει τόλμη και προσωπική εντιμότητα και
ελεύθερο φρόνημα του επιστήμονα ή του ερευνητή ή του αναζητητή.
Αφορμή για όσα διατυπώνω υπήρξε το εξής περιστατικό. Πριν
λίγες μέρες, μία καλή μου φίλη με εισαγγελική παραγγελία, οδηγήθηκε από
αστυνομικούς στο Κρατικό Ψυχιατρικό Νοσοκομείο για ψυχιατρική εξέταση, μετά
από, κατά τη γνώμη μου κακόβουλη και ψευδή καταγγελία του γιου της, ότι νοσεί
ψυχικά.
Η φίλη μου είναι βαθειά θρησκευόμενη ως Ορθόδοξη Χριστιανή,
πράγμα που το εκδηλώνει άφοβα και με κάθε ευκαιρία, χωρίς να είναι άτομο που
επιδιώκει να προσηλυτίσει προς τα πιστεύω της με φορτικότητα ή υποβολή
άλλους.
Έγινε η εισαγωγή σε δημόσιο ψυχιατρικό νοσηλευτήριο,
ακολούθησαν οι αναγκαίες ψυχιατρικές και ψυχολογικές συνεδρίες, όπως και οι
λοιπές εργαστηριακές εξετάσεις. Οι ψυχίατροι γνωμάτευσαν πως η φίλη εμφανίζει θρησκευτικό παραλήρημα χωρίς να συνδέεται
με σχιζοφρένεια, αλλά αποτελεί ψυχωσική περίπτωση.
Είναι δεκτό, πως σε πάρα πολλές περιπτώσεις, εμφανίζεται μια
συνέχεια μεταξύ ψυχικής υγείας και ψυχικής ασθένειας, γεγονός που κάνει δύσκολη
τη διάγνωση της δεύτερης. Από την άλλη μεριά, σύμφωνα με στοιχεία του
Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, ποσοστό που υπερβαίνει το ένα τρίτο των ανθρώπων
στις περισσότερες χώρες, αναφέρουν προβλήματα σε κάποιο στάδιο της ζωής τους,
που ταιριάζουν στα κριτήρια διάγνωσης μιας ή περισσότερων από τις πιο συχνά
εμφανιζόμενες ψυχικές διαταραχές.
Υπάρχουν κύκλοι που αμφισβητούν την Ψυχιατρική ως επιστήμη,
ενώ άλλοι κάνουν λόγο για ψυχιατρική βαρβαρότητα. Ο λόγος είναι απλός. Η
εξουσία έχει χρησιμοποιήσει την Ψυχιατρική ως εργαλείο καταστολής και όχι
θεραπείας, ως όργανο περιθωριοποίησης ανθρώπων που κρίνονται σαν δυσάρεστοι.
Στα σοβιετικά γκουλάγκ πολλοί και πολλές από τους τροφίμους τους ήταν θύματα
της σοβιετικής Ψυχιατρικής, χωρίς να θεωρείται ο Δυτικός Κόσμος καλύτερος.
Συχνά τα ιδιωτικά ψυχιατρικά νοσηλευτήρια χαρακτηρίζονται ως αποθετήρια ανθρώπων,
που κρίθηκαν συνήθως από συγγενείς ανεπιθύμητοι, για ιδιοτελείς λόγους, πάντως
όχι για λόγους που έχουν σχέση με την ψυχική υγεία!
Η προβλεπόμενη από το νόμο σύλληψη ενός ανθρώπου από την
αστυνομία, κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας και η εισαγωγή του σε ψυχιατρικό
κατάστημα, προκειμένου να κριθεί ψυχικά ασθενής και να υποβληθεί στη συνέχεια
σε ακούσια νοσηλεία, είναι μια περίπτωση που δείχνει καθαρά την εμπλοκή της
εξουσίας (εν προκειμένω της δικαστικής και αστυνομικής), στον περιορισμό της
ελευθερίας ενός ανθρώπου, με πρόσχημα το «αγαθό» της ψυχικής υγείας. Σημαντικό
κριτήριο για να υποβληθεί κάποιος ή κάποια σε ακούσια ψυχιατρική νοσηλεία είναι
η συνδρομή του στοιχείου της επικινδυνότητας στην εν γένει συμπεριφορά του,
είτε έναντι του εαυτού του, είτε έναντι τρίτων. Αλλά όπως λέχθηκε πιο πάνω, τα
όρια μεταξύ ψυχικής υγείας και ψυχικής ασθένειας συχνά δεν διακρίνονται με ευκολία.
Συχνά, κατά τους επιστήμονες ψυχικής υγείας, μια ψυχωσική
διαταραχή μπορεί να εκδηλώνεται ή να συνοδεύεται από θρησκευτικό παραλήρημα ή
από ψευδαισθήσεις θρησκευτικού περιεχομένου. Δεν θα διαφωνούσα με την παραπάνω
άποψη.
Δανείζομαι ορισμένες απόψεις του Νικήτα Καυκιού, Κλινικού
Ψυχολόγου, που αναφέρονται στο θέμα που με απασχολεί. Αφετηρία είναι η ευνόητη αποδοχή,
ότι μεταξύ πιστών ανθρώπων με την θρησκευτική έννοια του όρου, συναντούμε άτομα
με ψυχικές διαταραχές ή ψυχικές ασθένειες, που συχνά η ψυχική διαταραχή τους
επηρεάζει τον τρόπο πρόσληψης ή έκφρασης της θρησκευτικότητάς τους. Δεν
αποκλείεται αυτή καθαυτή η θρησκευτικότητά τους να αποτελεί στοιχείο έκφρασης
της νοσηρής κατάστασής τους.
Ένας
ιδεοψυχαναγκαστικός τύπος πιστού έχει παρατηρηθεί ότι εμφανίζει ιδίως και τα
εξής γνωρίσματα: 1. -Έχει ανάγκη από μια αλήθεια απλή, απτή, κατανοητή και συγκεκριμένη την οποία
να μπορεί να κατέχει και να ελέγχει.2.- Βλέπει καχύποπτα τις απόψεις που δεν
συμφωνούν απόλυτα με την ορθόδοξες εκκλησιαστικές θέσεις. Προσάπτει με ευκολία
το στίγμα της πλάνης σε ότι διαφοροποιείται από τη διδασκαλία της Εκκλησίας.3.-
Υποστηρίζει ριζοσπαστικές και ακραίες απόψεις με απόλυτο τρόπο και φανατική
διάθεση.4.- Δεν είναι διατεθειμένος να προσεγγίσει την ουσία της διαφορετικής
άποψης κατανοώντας το ευρύτερο νοηματικό και κοσμοθεωρητικό πλαίσιο στο οποίο
εντάσσεται. Αισθάνεται την ανάγκη να κρίνει, να στιγματίσει και να απορρίψει
αντί να προσλάβει, να αποδεχτεί και να κατανοήσει.5.- Θεωρεί ότι η μελέτη της
φιλοσοφίας, της λογοτεχνία, της τέχνης, και φυσικά των άλλων θρησκειών
αποπροσανατολίζουν και οδηγούν στην πλάνη.6.- Απορρίπτει τις θέσεις της
ψυχολογίας, της κοινωνιολογίας, της παιδαγωγικής, όταν εκ πρώτης όψεως
συγκρούονται με τις παραδοσιακές "ορθόδοξες" αντιλήψεις.7.- Δεν
αντέχει το μυστήριο και την αβεβαιότητα. Χρειάζεται έτοιμες, γρήγορες και
αβασάνιστες λύσεις που να θεμελιώνονται στο γράμμα του νόμου ή στην κοινή
λογική.8.- Ανάγει όλα τα ζητήματα στη σφαίρα της ορθόδοξης θεολογίας. Είναι
πεπεισμένος ότι η ορθόδοξη πνευματικότητα είναι ο μόνος τρόπος για να λυθούν
όλα τα ψυχολογικά, κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά προβλήματα.9.- Παραμένει
προσκολλημένος στην Εκκλησιαστική παράδοση και αρνείται να ξετυλίξει το νήμα
της.
Πέραν όσων εκτέθηκαν πιο πάνω, έχει
παρατηρηθεί ότι μια ιδεοψυχαναγκαστική προσωπικότητα εμφανίζει μεταξύ άλλων και
τα εξής: Υπερβολική ευσυνειδησία. Ενασχόληση
με την τάξη, τους κανονισμούς και τις λεπτομέρειες. Άκαμπτη συμπεριφορά,
τυπικότητα. Ιδιαίτερη έμφαση στη λεπτομέρεια.
Στον
χώρο της Εκκλησίας, συχνά συναντούμε μια τάση, που απορρέει από πρότυπα Αγίων
Ασκητών της Ερήμου, που ερμηνεύουν τα νευρωσικά συμπτώματα σαν πάθη, που
εξαρτώνται από την προαίρεση του ανθρώπου και υποβάλλονται εκ μέρους του
διαβόλου. Ιερείς που ασκούν το διακόνημα του Πνευματικού πατέρα (εξομολόγου και
καθοδηγού πιστών), στους οποίους προσφεύγουν για καθοδήγηση ποικίλοι τύποι ανθρώπων
δεν είναι ασύνηθες να υποστηρίζουν την παραπάνω άποψη και να εκλαμβάνουν
συμπεριφορές που είναι δεδομένο ότι ανήκουν πρώτιστα στην φυσική, τη βιολογική
και την ψυχολογική διάσταση, σαν καταστάσεις που οφείλονται σε ό,τι αποκαλείται
«δαιμονισμός». Δηλαδή υποπίπτουν στο σοβαρό σφάλμα της αναγωγής, μιας πράγματι
νοσηρής από ιατρικής άποψης ανθρώπινης συμπεριφοράς, στην θολή σφαίρα αυτού που
μάλλον αυθαίρετα βαπτίζεται σαν «πνευματικό».
Επιχειρούν να ερμηνεύσουν νοσηρές καταστάσεις, που η σύγχρονη Ψυχιατρική
ή Ψυχολογία μπορεί με ικανοποιητικό και αποτελεσματικό τρόπο να αντιμετωπίσει
θεραπευτικά, γιατί τις έχει διερευνήσει προηγουμένως με επάρκεια, με
υποδείγματα της λεγόμενης πατερικής θεολογίας ή και της νηπτικής παράδοσης της
Εκκλησίας.
Όσο
όμως είναι νοσηρή η τάση «πνευματικών πατέρων» ή «γερόντων» του εκκλησιαστικού
χώρου να ανάγουν νευρωσικές ή ψυχωσικές καταστάσεις στη δικαιοδοσία του
διαβόλου και να τις αντιμετωπίζουν, με σαφή αγνόηση και απαξία ακόμα της
Επιστήμης, εφαρμόζοντας πρακτικές εξορκισμών, το ίδιο παρακινδυνευμένη είναι η
τάση Ψυχιάτρων και Ψυχολόγων, παρασυρμένων συχνά από υποκειμενικές
κοσμοαντιλήψεις τους, να συγχέουν ένα θρησκευόμενο πιστό, που έχει εκστατικές
βιωματικές εμπειρίες με ό,τι περιγράφεται ως θρησκευτικό παραλήρημα. Διότι
πράγματι, αν τα όρια μεταξύ ψυχικής υγείας και νόσου είναι εξαιρετικά
δυσδιάκριτα, συχνά η διάκριση της εκστατικής θρησκευτικής βιωματικής εμπειρίας
από το θρησκευτικό παραλήρημα ως νοσηρό ψυχωσικό φαινόμενο είναι σχεδόν αδύνατη.
Όταν μάλιστα κατά κανόνα, αυτό που
Επιστήμονες της Ψυχικής Υγείας τυποποιούν ως θρησκευτικό παραλήρημα δεν ενέχει το στοιχείο
της επικινδυνότητας είτε για τον ίδιο τον «πάσχοντα», είτε για τους τρίτους.
Με τα
κριτήρια Ψυχιάτρων που είναι εγκλωβισμένοι στα ασφυκτικά όρια του ψυχρού
ορθολογισμού τους, ενώ στερούνται συνάμα μιας αίσθησης του κόσμου με τα φτερά
της ποίησης και του ελεύθερου στοχασμού, όλοι σχεδόν οι άγιοι άνθρωποι του Θεού
όχι μόνο του Χριστιανισμού, αλλά και του Ισλάμ και του Ινδουϊσμού και άλλων
οικουμενικών πνευματικών ρευμάτων του πανανθρώπινου πολιτισμού, αναμφίβολα θα
χαρακτηρίζονταν σαν πάσχοντες από θρησκευτικό παραλήρημα, ενώ τα εκστατικά τους
οράματα θα χαρακτηρίζονταν σαν ψευδαισθήσεις με θρησκευτικό περιεχόμενο.
Θα
περιορισθώ να αναφέρω τέτοιες μορφές αγίων. Πρώτα πρώτα η χορεία των Αγίων της
Εκκλησίας που είναι γνωστοί ως διά Χριστόν σαλοί, μάλλον θα είχαν την ατυχία να
εγκλεισθούν εφόρου ζωής σε κάποιο άσυλο ψυχικά ανιάτων. Ακόμα και αν επρόκειτο
για την αγία Μαρία Σκομπτσόβα, μια Μοναχή ρωσικής καταγωγής που έζησε στο
Παρίσι και κλείστηκε από τους Ναζί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης γιατί έσωζε
Εβραίους, όπου εξοντώθηκε. Ήταν μια ποιήτρια, που στη Ρωσία υπήρξε στέλεχος του
κόμματος των Μενσεβίκων και δήμαρχος της πόλης που ζούσε. Επέλεξε τον θάνατο
εκούσια, παίρνοντας τη θέση μιας μητέρας που είχε επιλεγεί να σταλεί προς
εξόντωση! Τί θα μπορούσε να ειπωθεί για τον άγιο Φραγκίσκο της Ασσίζης και τον
άγιο Πάντρε Πίο, της εποχής μας, που είχαν την αιματηρή αίσθηση των στιγμάτων
του Χριστού στο σώμα τους. Ίσως αν εξαιρέσουμε αγίους της Ορθόδοξης Εκκλησίας,
όπως οι Τρεις Ιεράρχες, οι άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος, ο άγιος Κύριλλος
Αλεξανδρείας, ο άγιος Φώτιος ο Μέγας, που ήταν περισσότερο διανοούμενοι,
θεολόγοι και συγγραφείς, όλοι οι άλλοι οι Άγιοι κάλλιστα θα μπορούσαν να
χαρακτηριστούν από Ψυχιάτρους ως ψυχικά ασθενείς με συμπτώματα θρησκευτικού
παραληρήματος. Την ίδια μοίρα αναμφίβολα θα είχαν ένας Μουχιντίν ιμπν Άραμπι,
που έλεγε πως τον καθοδηγούσε αόρατος πνευματικός Δάσκαλος, ενώ τα γραπτά του
κοσμούν βιβλιοθήκες σημαντικών πανεπιστημίων του κόσμου, δίπλα στην Ιλιάδα και
την Οδύσσεια, συντροφιά με τα κείμενα του Πλάτωνος και του Αριστοτέλη. Το ίδιο
θα συνέβαινε με τον Μεβλανά Τζελαλεντίν Ρουμί, που ενώ ήταν κορυφαίος
Μουσουλμάνος θεολόγος του Ικονίου και
ποιητής, που η ποίησή του ως κλασική, προκαλεί θάμβος σε όσους την
απολαμβάνουν ως μελετητές, είχε αγνοήσει την διακεκριμένη κοινωνική θέση του
Διδασκάλου της θεολογίας για να μαθητεύσει πλάι σε έναν «αμαθή» και ίσως
«άξεστο» περιπλανώμενο Δερβίση, τον Σεμσεντίν από την Ταυρίδα. Και ενώ στην
Εκκλησία υπάρχουν οι διά Χριστόν σαλοί, στους δρόμους του Ισλάμ,
διασταυρώνονται με τους Μετζνούν, τους τρελλούς του Αλλάχ. Είναι παράφρονες, με
τα κριτήρια του «καθώς πρέπει» κόσμου
και των Ψυχιάτρων, διότι πυρπολούνται από ένθεο έρωτα και κάνουν πράγματα, που
μόνον ένας ερωτευμένος σε κατάσταση παροξυσμού μπορεί να κατανοήσει. Αλλά τα
ίδια ισχύουν για τον σύγχρονο Ινδό μύστη, τον Σρι Ραμακρίσνα, που μαρτυρούσε
ότι δέχθηκε μέσα στην ύπαρξή του ζωντανό τον Ιησού Χριστό και έκτοτε ένιωθε ότι
είχε επέλθει ένα είδος μυστικής υποστατικής σύγχυσης μεταξύ του ίδιου και του
Ιησού. Αλλά ακόμα και ο Μαχάτμα Γκάντι, ίσως να αποτελούσε δείγμα νοσηρής
συμπεριφοράς λόγω θρησκευτικού παραληρήματος κατά τους Ψυχιάτρους και τους
Ψυχολόγους που δεν διαθέτουν λεπτότητα πνευματική, ούτε μπορεί να δακρύσουν από
έναν στίχο του Ελύτη ή του Σεφέρη, ένα τραγούδι του Λόρκα ή ένα κομμάτι
στοχασμών του Χαλίλ Γκιμπράν…. Είμαι βέβαιος ότι χιλιάδες στίχοι χαϊκού θα
κατατάσσονταν από δογματικούς και αγκυλωμένους στους περιορισμούς τους
Ψυχιάτρους σε μια νοσηρή παραληρητική ποίηση θρησκευτικής προέλευσης, ενώ τα
κοάν του Βουδισμού Ζεν θα είχαν ίσως την τύχη σκουπιδιών λόγω έκδηλης
παραληρητικής νοσηρότητας…. Μάλλον η ίδια αντιμετώπιση μπορεί να ισχύει για
ποιήματα σουρεαλιστικά, αν και για λόγους κοσμικού καθωσπρεπισμού θα ήταν
κεκρυμμένη η όποια απαξία για ψυχιατρικούς λόγους.
Ας αποστασιοποιηθούμε
για λίγο από το θρησκευτικό παραλήρημα. Διότι βιώματα που υπερβαίνουν την
πεπατημένη ή ό,τι θεωρείται ως κοινωνικά αποδεκτό, συναντούμε και σε ανθρώπους
που δεν διατυμπανίζουν τις θρησκευτικές πεποιθήσεις τους και ίσως έναντι του
θρησκευτικού φαινομένου κρατούν μια ουδέτερη στάση. Θα ήθελα να αναφερθώ στο
διεθνές κίνημα, που είναι γνωστό ως Hearing Voices Network, γνωστό
και στην Ελλάδα ως Δίκτυο Ανθρώπων που
Ακούνε Φωνές.
Το Δίκτυο έχει
δημιουργηθεί από ανθρώπους και για ανθρώπους, που ακούν φωνές ή
έχουν παρόμοιες ασυνήθιστες εμπειρίες. Επίσης συμμετέχουν φίλοι, συγγενείς,
εργαζόμενοι που θέλουν να εκφράζουν στην πράξη τις έντονες αντιρρήσεις τους ως
προς τον τρόπο που λειτουργεί το σύστημα Ψυχικής Υγείας. Το Δίκτυο προσεγγίζει
με διαφορετικό τρόπο από την κατεστημένη ή παραδοσιακή Ψυχιατρική τους
«ανθρώπους που ακούνε Φωνές». Δεν αντιμετωπίζει τις εμπειρίες αυτών των
ανθρώπων ως ‘ψευδαισθήσεις’, ούτε ως συμπτώματα ενός ελαττωματικού εγκεφάλου, αλλά ως βιώματα με
νόημα που συνδέονται στενά με την προσωπική ιστορία κάθε ατόμου.
Η λύση που προτείνει πιο συχνά η
Ψυχιατρική είναι καταστολή του «ασθενή», με όλα τα αρνητικά επακόλουθα, όπως
είναι ο στιγματισμός, η κοινωνική απομόνωση και η εν γένει αποδυνάμωση, ιδίως
με την χρήση καταστροφικών ψυχοφαρμάκων. Το κίνημα Hearing Voices Network είναι
αντίθετο σε μοντέλα χειραγώγησης και προσπαθεί να προσφέρει επιλογές χειραφέτησης
και αξιοποίησης των πολύτιμων εμπειριών των ανθρώπων.
Όλα όσα έχω γράψει
προηγουμένως οφείλονται στην αγωνία που με διακατέχει από τον μεγάλο κίνδυνο
που προκύπτει, από την εξάρτηση της Ψυχιατρικής από την διελκυστίνδα μεταξύ
Επιστήμης και Θεραπαινίδας Καταστολής, όταν καταπιάνεται με ανθρώπους, που ούτε
επικίνδυνοι είναι, ούτε μπορεί με αντικειμενικότητα να διαγνωσθεί ότι πάσχουν
από ψυχικό νόσημα ή διαταραχή με την ετικέτα του θρησκευτικού παραληρήματος.
Είναι κατάντια και
φοβερό ολίσθημα η κατάπτωση της Ψυχιατρικής από το βάθρο μιας ιατρικής
ειδικότητας στο επίπεδο ενός οργάνου καταστολής. Η Ιατρική, όπως και κάθε
Επιστήμη, κατά την ταπεινή μου γνώμη δεν αποτελεί για κανένα λόγο αυτοσκοπό.
Υπάρχει για να υπηρετεί τον άνθρωπο και την υγεία του.
Ο νόμος 2071/1992
«Εκσυγχρονισμός και Οργάνωση Συστήματος Υγείας» επιχειρεί να θέσει δικλείδες
ασφαλείας για την αποτροπή της κατάχρησης των μέσων περιφρούρησης της ψυχικής
υγείας των ανθρώπων, ιδίως όταν εφαρμόζονται περιπτώσεις ακούσιας νοσηλείας. Τα
προβλήματα που προκύπτουν από την εφαρμογή του παραπάνω νόμου έχουν προκαλέσει
την αυτεπάγγελτη έρευνα της Ανεξάρτητης Αρχής του Συνηγόρου του Πολίτη, για
περιπτώσεις ακούσιας νοσηλείας ψυχικά ασθενών και έχει συνταχθεί σχετική έκθεση
(Μάιος 2007).
Το σημείωμά μου τούτο
κλείνει με μια υπόμνηση προς πάντες και κυρίως προς τους Επιστήμονες της
Ψυχικής Υγείας, Ψυχίατρους και Ψυχολόγους: Η αξιοπρέπεια και η ελευθερία του
ανθρώπινου προσώπου έχει προέχουσα αξία στο σύστημα πολιτισμού μας, και στα
πλαίσια του κράτους δικαίου, που οφείλει να είναι η Ελλάδα, ως κράτος μέλος του
Συμβουλίου της Ευρώπης, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Οργανισμού των Ηνωμένων
Εθνών. Η διασφάλιση της ψυχικής υγείας των ανθρώπων δεν μπορεί να αποτελέσει
άλλοθι, όταν αβασάνιστα περιορίζεται η ελευθερία και η αυτοδιάθεση ενός
ανθρώπου, γιατί κατά την άποψη κάποιων Ψυχιάτρων, εμφανίζουν συμπεριφορές που
παρεκκλίνουν από ό,τι θεωρείται απ’ αυτούς κανονικό ή κοινωνικά αποδεκτό σαν
υγιής συμπεριφορά.
©ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΟΥΔΟΣ
10/06/2016