Εύβουλος Πανορμεύς
Ίσως,
οι τελευταίες εξελίξεις στις σχέσεις
Οικουμενικού Πατριαρχείου και Πατριαρχείου
Μόσχας, αποκαλύπτουν το όνειδος του
σχίσματος που εδώ και δεκαετίες τρώει
σαν σαράκι τα σπλάγχνα της Οικουμενικής
Ορθόδοξης Εκκλησίας. Στην ρίζα του
ονείδους του σχίσματος, βρίσκεται ο
εθνοφυλετισμός και ο πολιτικός
ανταγωνισμός, ως απόρροια του εθνικισμού.
Είχε προηγηθεί η ρήξη μεταξύ Πατριαρχείου
Αντιοχείας και Πατριαρχείου Ιεροσολύμων,
με αφορμή την αντικανονική εγκατάσταση
εκ μέρους της Σιωνίτιδος Εκκλησίας στο
Κατάρ, Αρχιεπισκόπου με τον αστείο τίτλο
“Κατάρων” (!).
Το
1872 ορθά η Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως
είχε καταδικάσει τον εθνοφυλετισμό ως
αίρεση, με αφορμή την ίδρυση της
Βουλγαρικής Εξαρχίας. Από τότε όμως, οι
κατά τόπους Εκκλησίες, που μετασχηματίστηκαν
και εδραιώθηκαν πλέον ως εθνικές (!)
εκκλησίες, έγιναν όργανα επί μέρους
πολιτικών ανταγωνισμού μεταξύ ορθοδόξων
λαών ή ανταγωνισμού αύξησης της επιρροής
τους.
Το
σχίσμα εντός της Ορθόδοξης Εκκλησίας
είναι το μέγα αμάρτημα που λυπεί αφάνταστα
το Πνεύμα του Θεού, αποτελεί προδοσία
του Ευαγγελίου και άρνηση του Χριστού!
Η μετάνοια, φαίνεται να είναι μακριά....
Στην
Εκκλησία της Ελλάδος, με αφορμή την
όξυνση μιας πολιτικής αντιπαράθεσης
απέναντι στην αναγνώριση της πρώην
γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της
Μακεδονίας με το όνομα ‘Δημοκρατία της
Βόρειας Μακεδονίας’, με ταυτόχρονη
αναγνώριση εκ μέρους της Ελλάδος
μακεδονικής γλώσσας και μακεδονικής
εθνικής ταυτότητας, Ορθόδοξοι Ιεράρχες,
χωρίς αιδώ και ήθος κατά Χριστόν,
βρίσκονται στην εμπροσθοφυλακή του
διχασμού του λαού και πυρπόλησης της
επιθετικότητας κατά των κατοίκων της
γειτονικής χώρας, στην οποία μεγάλο
ποσοστό είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι.
Τελευταίο δείγμα αμετροεπούς εθνικιστικής
συμπεριφοράς είναι η εγκύκλιος του
Μητροπολίτη Φλωρίνης, Πρεσπών και
Εορδαίας Θεοκλήτου Πασσαλή, με την
ευκαιρία έναρξης του νέου σχολικού
έτους.
Το
Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι αλήθεια,
ότι ιδίως από την εποχή του Πατριάρχη
Αθηναγόρα έχει καταστεί πράγματι
οικουμενικό, τουλάχιστον εξτός Ελλάδος.
Γιατί σε μητροπόλεις του, που βρίσκονται
εντός της ελληνικής επικράτειας και
ιδίως στην βόρεια Ελλάδα, δεν φαίνεται
να ασκεί, έστω την ελάχιστη επιρροή προς
την κατεύθυνση μαρτυρίας Χριστού χωρίς
την τοξικότητα του εθνικισμού. Επίσης,
μπορεί η Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως
το 1872 να καταδίκασε τον εθνοφυλετισμό
ως αίρεση, αλλά το Οικουμενικό Πατριαρχείο
κατά την διάρκεια του λεγόμενου
μακεδονικού αγώνα υπήρξε όργανο της
πολιτικής του ελληνικού κράτους στην
τότε οθωμανική Μακεδονία. Ίσως ο
Οικουμενικός Θρόνος εισπράττει, κατά
παραχώρηση, από την θυγατέρα του, το
Πατριαρχείο Μόσχας εκείνο που έχει
γράψει ο Απόστολος Παύλος προς τους
Γαλάτες, “μὴ
πλανᾶσθε, Θεὸς οὐ μυκτηρίζεται· ὃ
γὰρ ἐὰν σπείρῃ ἄνθρωπος, τοῦτο καὶ
θερίσει” (6:7).