ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΓΙΟΜ ΚΙΠΟΥΡ
Κόντευε το Γιομ Κιπούρ. Ο Γιτσχάκ, αυτή τη χρονιά ήθελε να βρει τρόπο να μάθει, πώς θα μπορούσε να σφραγιστεί το όνομά του στο Βιβλίο της Ζωής. Από το Ρος Ασανά και μετά, το μόνο που έκανε ήταν προσευχή και μελέτη. Στη δουλειά δεν πήγαινε, ούτε έβγαινε έξω. Ώρες ατέλειωτες τη νύχτα, με συντροφιά ένα κεράκι, αγρυπνούσε έχοντας το νου και την καρδιά, με βαθειά προσήλωση στραμένα, κάθε φορά και σε ένα από τα ιερά Ονόματα του Αντονάι. Έτρωγε τόσο λίγο, που δεν χρειάστηκε να βγει έξω για ν’ αγοράσει φαγώσιμα.
Μια μέρα, πριν το Γιομ Κιπούρ, χρειάστηκε να επισκεφτεί το φαρμακείο. Τον είχε πιάσει ένας πονοκέφαλος, που δεν έλεγε να τον αφήσει. Στο δρόμο, συνάντησε έναν άγνωστο Ραβίνο, που πρέπει να ήταν περαστικός από τα μέρη τους. Τον χαιρέτησε με σεβασμό και ο Ραβίνος ανταποκρίθηκε με θερμότητα. Σταμάτησε για λίγο μπροστά στον Γιτσχάκ και του ψυθίρισε στην κυριολεξία στο αυτί: Πήγαινε στην πόλη, στη γειτονιά του ποταμιού, παραδίπλα από τη γέφυρα, να βρεις τον Χιλέλ, τον τσαγκάρη. Όπου κι αν ρωτήσεις τον ξέρουν. Μονάχα φρόντισε να είσαι εκεί αμέσως μετά τη δύση του ήλιου, τότε που ο Χαχάμi Χιλέλ βρίσκεται σπίτι του.... Μετά απ’ αυτά τα λίγα λόγια, ο Ραβίνος συνέχισε το δρόμο του και χάθηκε.
Ο Γιτσχάκ, δεν άφησε να περάσει άσκοπα ο χρόνος. Λησμόνησε τον πονοκέφαλο και βρήκε αμέσως τρόπο να βρεθεί στην πόλη. Ο ήλιος δεν είχε κρυφτεί ακόμα, οπότε τριγυρνούσε πέρα δώθε. Πέρασε έκω από την αρχαία Συναγωγή και κοντοστάθηκε, για να ψιθυρίσει το “Σεμά”ii και κάποιες ακόμα προσευχές που έβγαιναν από το βάθος της καρδιάς του. Όταν πλησίαζε η δύση, για να ετοιμαστεί το φανέρωμα της καινούργιας μέρας του Αντονάι, ξεκουράστηκε σ’ ένα καφενείο και ήπιε μια κρύα γκαζόζα, που τόσο αγαπούσε. Σε λίγο ο ήλιος είχε κρυφτεί πίσω από τα βουνά και ο Γιτσχάκ ξεκίνησε για το σπίτι του Χαχάμ Χιλέλ, αφού είχε βεβαιωθεί ρωτώντας για το πού βρίσκεται. Μετά από λίγο χτυπούσε διστακτικά την πόρτα του σπιτιού του Γέροντα, που ήταν γνωστός σε όλους, ότι ακολουθούσε την Οδό των Χαχαμίμ, ενώ από περισσότερους από έναν είχε ακούσει πως πίστευαν ότι ένας Τσαντίκiii. Άνοιξε την πόρτα η θυγατέρα του Χιλέλ. Του πρόσφερε μ’ ένα πλατύ χαμόγελα το καλωσόρισμά της και τον οδήγησε στο καλό καθιστικό. Αμέσως ειδοποίησε τον πατέρα της για την επίσκεψη που είχε. Ώσπου να φανεί ο γέροντας, η ευγενική κόρη είχε φέρει κεράσματα στον Γιτσχάκ.
Δεν χρειάστηκε να περιμένει για πολύ ο Γιτσχάκ. Ο Χιλέλ ο χαχάμ φάνηκε μ’ ένα θερμό χαμόγελο. Ψηλός και ευθυτενής, με περιποιημένα γένια και μαλλιά που είχαν αρχίσει να ντύνονται το χρώμα του ασημιού. Ο Γιτσχάκ σηκώθηκε κι έσκυψε να φιλήσει το χέρι του Οικοδεσπότη, μα εκείνος το απομάκρυνε με τρόπο κι αρκέσθηκε ν’ ανταλλάξει με το νέο μια θερμή χειραψία.
Καλώς όρισες, του είπε ο Χιλέλ. Άργησες να φανείς. Σε περίμενα από καιρό. Ποιος καλός δρόμος σ’ έφερε στο σπιτικό μου; Ο νέος, κομπιάζοντας λιγάκι, ψέλλισε πως ήθελε να μάθει αν υπάρχει παράδεισος και κόλαση, γιατί οι μελέτες του σε διάφορα βιβλία δεν του είχαν δώσει απάντηση, που να ικανοποιεί την ψυχή του. Του εξομολογήθηκε ακόμα, πως από το Ρος Ασανά και μετά τον είχε πιάσει αγωνία μεγάλη, θέλοντας να αξιωθεί από το Έλεος του Ευλογημένου, να σφραγίσει το όνομά του στην τελευταία έστω σελίδα του Βιβλίου της Ζωής....
Ο Χαχάμ Χιλέλ, έμεινε σιωπηλός. Το βλέμμα του είχε απλωθεί στο γαλάζιο του ουρανού, που φαινόταν, έστω για λίγο ακόμα, απ’ το μεγάλο παράθυρο του καθιστικού. Ήπιε δυο τρεις γουλιές απ’ το κρύο νερό που του είχε φέρει εν τω μεταξύ η θυγατέρα του και μίλησε ήρεμα και στοχαστικά:
“Ο Σοφός άνθρωπος κατοικεί εδώ και τώρα στον ακριβό παράδεισο του Αγαπημένου του. Δεν προσδοκά κάποιον παράδεισο μετά το θάνατό του ….”. Σα να μονολογούσε είπε: “Αν είμαι στον παράδεισο από τώρα, γιατί να νοιάζομαι για τον παράδεισο που υπόσχονται οι θρήσκοι αύριο; Για τον Σοφό, όποιος δεν έχει βρει την Αλήθεια σε τούτο τον κόσμο, δεν πρόκειται να την φτάσει στον επόμενο. Όπως είναι γραμμένο και στο Κοράνι, ‘όποιος είναι τυφλός σ’ αυτήν τη ζωή, θα είναι τυφλός και στην άλλη ζωή, κι ακόμα πιο παραστρατημένος απ’ τον ίσιο δρόμο’(17:72)…”. Σώπασε για λίγο και συνέχισε στοχαστικά: “Όποιος δεν αντίκρυσε το Πρόσωπο του Πολυαγαπημένου σήμερα, δεν πρόκειται να το δει ούτε αύριο…. Γι’ αυτό και ο Σοφός ζει τον παράδεισο σε τούτο τον κόσμο”.
Ο Χαχάμ Χιλέλ δεν πρόσθεσε ούτε μια λέξη παραπάνω στα όσα είπε. Ο Γιτσχάκ σηκώθηκε σιωπηλός. Προς στιγμή, του είχε κάνει εντύπωση, που ο γέροντας δεν ανέφερε κάτι από την Τανάχ ή από το Ταλμούντ, αλλά από το Κοράνι. Μα η καρδιά του έδιωξε κάθε ξένη σκέψη από το νου, μιας και ένιωθε γεμάτος χαρά. Tο πρόσωπό του ήταν ένα φωτεινό χαμόγελο. Αυτή τη φορά έσκυψε, φίλησε με θέρμη το χέρι του Χαχάμ Χιλέλ κι εκείνος με τη σειρά του φίλησε στο μέτωπο τον Γιτσχάκ, πριν τον ξεπροβοδίσει….
Γιώργος Δούδος
©ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΟΥΔΟΣ
ΓΙΟΜ ΚΙΠΟΥΡ 5781
(28/09/20)
iΧαχάμ (πληθ. Χαχαμίμ) στα εβραϊκά σοφός, γνώστης της Βίβλου και της Παράδοσης.
iiΣεμά: Σεμά Γισραέλ (Άκου Ισραήλ), η κατ’ εξοχήν εβραϊκή προσευχή. Πηγάζει από το βιβλίο του Δευτερονομίου (6:4) της Τορά (Πεντάτευχος. Είναι η πανηγυρική διακήρυξη της πίστης στον Έναν Θεό. Στο κατά Μάρκο Ευαγγέλιο, αναφέρεται πως ο Ιησούς θεωρεί το Σεμά ως την πρώτη και σπουδαιότερη εντολή (Μάρκ. 12:29).
iiiΤσαντίκ, στα εβραϊκά δίκαιος. Tzadik ή zadik, ṣaddîq ή sadiq. Πληθ. Tzadikim. Πρόκειται για έναν τίτλο στον Ιουδαϊσμό που δίνεται σε ανθρώπους που θεωρούνται δίκαιοι, όπως οι βιβλικές προσωπικότητες και αργότερα οι πνευματικοί δάσκαλοι. Από τα τέλη του 17ου αιώνα, στο κίνημα των Χασιντίμ στους κόλπους του Ιουδαϊσμού, καθιερώνεται ο θεσμός του μυστικού Τζαντίκ, ως ενός θεϊκού καναλιού που διοχετεύει τη Θεία ροή ευλογίας στον κόσμο.
Το έργο ζωγραφικής είναι του Marc Chagall με θέμα το Γιομ Κιπούρ.