Ο μήνας Μάιος παραδοσιακά πλέον είναι αφιερωμένος στην αναμόχλευση της συλλογικής μνήμης των Δυτικοθρακιωτών στο γεγονός του παρελθόντος της ενσωμάτωσης της Δυτικής Θράκης στην επικράτεια του ελληνικού κράτους.
Κατ’ αρχάς είναι απόλυτα θετικό, εκτός από τα μεμονωμένα πρόσωπα και οι κοινότητες των ανθρώπων να συντηρούν μνήμες ιστορικές. Στον τόπο μας βέβαια ο εορτασμός των εθνικών επετείων συνήθως αποτελεί αφορμή κομπασμών και εθνικιστικών διθυράμβων εκ μέρους εκείνων που θεωρούν τους εαυτούς τους αμύντορες της καθαρότητας του ελληνικού έθνους (sic!). Ακόμα και τραγικά περιστατικά του παρελθόντος, που η ανάκλησή τους στο παρόν, δεν θα έπρεπε να αποτελεί ευκαιρία εορτασμού, αλλά συλλογικής οδύνης και καθαρτήριας περισυλλογής, «εορτάζονται» από «φαιδρούς πανηγυριστές». Λόγου χάρη η καταστροφή της Νάουσας, που δίκαια αποκαλείται ‘Ολοκαύτωμα’, εξαιτίας της βίαιης και ολοκληρωτικής καταστολής της εξέγερσης των κατοίκων της από τις οθωμανικές δυνάμεις το 1822, με μαζικές σφαγές και εξανδραποδισμό κυρίως γυναικών, αναφέρεται σαν «εορτασμός του Ολοκαυτώματος»!
Οι Έλληνες μπορεί να νιώθουμε υπερήφανοι για τον Διονύσιο Σολωμό, κυρίως γιατί υπήρξε ο ποιητής του εθνικού ύμνου της χώρας, αλλά είναι υπερβολικά πολλοί εκείνοι που αγνοούν τη φράση του ποιητή, ότι «το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικόν ό,τι είναι αληθές»! Ακόμα και όσοι γνωρίζουν αυτή την παρακαταθήκη του Σολωμού προς τους Έλληνες και τις Ελληνίδες, σε μεγάλο, απογοητευτικό ποσοστό, αρνούνται να την υιοθετήσουν ως βίωμα και βαυκαλίζονται ακόμα και στην εποχή μας από τις φαντασιώσεις και τα μυθεύματα που επί χρόνια οι μηχανισμοί προπαγάνδας του κράτους μας σέρβιραν σαν ιστορικές αλήθειες περί Ελλάδος και ελληνικού έθνους! Γενικά, η ιστορία στον τόπο μας, έχει υποστεί πολύμορφους βιασμούς και στρεβλώσεις, προκειμένου, μάλλον σκόπιμα, οι Έλληνες να μην αποκτήσουν συλλογική αυτογνωσία. Το γεγονός ότι γειτονικοί μας λαοί επί χρόνια δεν διδάσκονταν, -μερικοί ακόμα συνεχίζουν να ταΐζονται με χαλασμένο γάλα-, ιστορία αλλά μυθολογία, προκειμένου να οικοδομηθεί η εθνική ενότητά τους και η συλλογική περηφάνεια τους σε κίβδηλα φαντασιακά θεμέλια δεν μπορεί να αποτελεί άλλοθι!
Την ενσωμάτωση της Δυτικής Θράκης στην επικράτεια του ελληνικού κράτους επί χρόνια οι «παράγοντες» αυτού του τόπου την αποκαλούν ‘Ελευθέρια’. Αν θέλαμε να είμαστε περισσότερο συνεπείς με την αλήθεια της ιστορικής μνήμης οφείλαμε να επιλέξουμε τη λέξη ‘Ένωση’. Δεν εμφανίστηκε ξαφνικά κάποια καλή νεράιδα που κούνησε το μαγικό ραβδάκι της, ούτε έτσι είχε αποφασίσει ο «θεός της Ελλάδος» για να αποτελέσει η Δυτική Θράκη κομμάτι της Ελλάδος. Υπήρξε ένας συγκερασμός πρωτοβουλιών και πολιτικών επιλογών ανθρώπων που ζούσαν στη Θράκη και των τοπικών συνθηκών που επικρατούσαν στην περιοχή, που δημιούργησαν τις προϋποθέσεις της ένωσης, η οποία πραγματώθηκε επίσημα, σύμφωνα με τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου με την περίφημη Συνθήκη της Λωζάνης (1923)!
Κατά τους επίσημους εορτασμούς της επετείου της θρακικής ενσωμάτωσης στην ελληνική επικράτεια εμφανίζεται μια ανισσόροπη προβολή των συνθηκών και των προσώπων που συνέβαλαν στην επίτευξη τούτου του γεγονότος. Αυτή η πρακτική, κατά την γνώμη μου αποτελεί προσβολή της ιστορικής μνήμης των Δυτικοθρακιωτών και απαράδεκτη απόκρυψη της αλήθειας. Όσο πιο σύντομα θα ήθελα να επισημάνω ορισμένες σημαντικές αλήθειες που πηγάζουν από την Ιστορία έτσι όπως γράφτηκε, δίχως προκρούστειες επεμβάσεις και κακοποιήσεις.
Η Θράκη υπήρξε στόχος επέκτασης της βουλγαρικής κυριαρχίας, στα πλαίσια της πανσλαβικής επιθετικής τακτικής της Ρωσίας στα Βαλκάνια που χειραγωγούσε τον βουλγαρικό εθνικισμό, ακόμη και στα χρόνια της οθωμανικής εξουσίας. Οι Μουσουλμάνοι της Θράκης και ιδίως οι Πομάκοι της Ροδόπης, ουδέποτε συμβιβάστηκαν με την ιδέα της βουλγαρικής επικυριαρχίας στον τόπο τους.
Η έκρηξη της επιθετικότητας της Ρωσίας στα Βαλκάνια προκάλεσε τον ρωσοτουρκικό πόλεμο 1877-1878, που μετά το τέλος του είχε μεταξύ των άλλων ως αποτέλεσμα το σχεδιασμό της μεγάλης Βουλγαρίας της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου. Η προβλεπόμενη υπαγωγή του βορειοδυτικού τμήματος της Ροδόπης και της περιοχής της βόρειας Θράκης στην κυριαρχία της βουλγαρικής Ηγεμονίας, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις κυρίως μεταξύ των Οθωμανών Πομάκων. Στα μέσα Μαρτίου του 1878 οι Μουσουλμάνοι της Ροδόπης αμφισβήτησαν έμπρακτα την βουλγαρορωσική κατοχή του τόπου τους. Τότε εκδόθηκε η διακήρυξη του «Προσωρινού Τουρκικού Κράτους της Ροδόπης» (τουρκικά «Rodop Türk Devlet-i»). Ακόμη και μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Βερολίνου συνεχίστηκαν οι ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ βουλγαρικών σωμάτων και ένοπλων Πομάκων. Μάλιστα το θέρος του 1879 οι προεστοί των επαναστατημένων χωριών, που έφτασαν τα είκοσι ένα, αποφάσισαν να οργανώσουν ανεξάρτητη δημοκρατία, εντελώς αυτόνομη από κάθε άλλη εξουσία. Η δημοκρατία των επαναστατημένων Πομάκων της Ροδόπης και των «ανυπότακτων χωριών» έμεινε γνωστή ως ‘Δημοκρατία της Ταμράς’, από την ορεινή πολίχνη Ταμράς που ήταν το κέντρο της, (στη βουλγαρική γλώσσα ‘Ταμράσκα ρεπουμπλίκα’) και επιβίωσε ως το 1886. Το ίδιο έτος ο βουλγαρικός στρατός κατέκτησε την περιοχή της βραχύβιας δημοκρατίας και η Οθωμανική Αυτοκρατορία αναγνώρισε την απορρόφηση της Ανατολικής Ρωμυλίας από το βουλγαρικό κράτος.
Οι βαλκανικοί πόλεμοι (1912-1913) σηματοδότησαν και νέες απώλειες για το οθωμανικό κράτος. Όλη η Θράκη κατά τον πρώτο βαλκανικό πόλεμο κατακτήθηκε από τη Βουλγαρία. Στη διάρκεια του δεύτερου βαλκανικού πολέμου οι ελληνικές δυνάμεις ανέλαβαν τον έλεγχο της Δυτικής Θράκης, αλλά στη Διάσκεψη ειρήνης του Βουκουρεστίου (10 Αυγούστου 1913) ο Ε. Βενιζέλος υποχώρησε στις πιέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων και δέχθηκε η περιοχή από τον Νέστο και όλη η Δυτική Θράκη να περιέλθει στη Βουλγαρία.
Ταυτόχρονα σχεδόν με την αποχώρηση των ελληνικών δυνάμεων από τη Δυτική Θράκη, ανταρτικές δυνάμεις υπό την ηγεσία του Ενβέρ Μπέη επιτίθενται κατά των Βουλγάρων και μετά από εχθροπραξίες σχεδόν δύο μηνών οι Μουσουλμάνοι καταφέρνουν να ελέγξουν όλη την περιοχή. Όταν καταλήφθηκε από τους αντάρτες η Κομοτηνή (31 Αυγούστου 1913) ιδρύθηκε η «Προσωρινή Κυβέρνηση της Δυτικής Θράκης» (τουρκικά ‘Garbî Trakya Hükûmeti Muvakkatesi’), με πρόεδρο τον Σαλίχ Χότζα και συμμετοχή ενός Έλληνα, ενός Αρμένιου και ενός Ισραηλίτη. Οι ηγέτες της προσωρινής κυβέρνησης αναζήτησαν βοήθεια από την Ελλάδα και από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Επίσης οι Έλληνες και οι Μουσουλμάνοι ηγέτες της Δυτικής Θράκης υποστήριξαν την υπόθεσή τους στους αντιπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων στην Κωνσταντινούπολη. Όταν οι Δυτικοθρακιώτες διαπίστωσαν πως η οθωμανική κυβέρνηση χρησιμοποιούσε την «Προσωρινή Κυβέρνηση» για να πιέσει τη Βουλγαρία στις διαπραγματεύσεις πριν από την υπογραφή της οθωμανικής-βουλγαρικής συνθήκης της Κωνσταντινούπολης της 29 Σεπτεμβρίου 1913, που τελικά αναγνώρισε την κυριαρχία της Βουλγαρίας στη Δυτική Θράκη και ζήτησε από τους αντάρτες να σταματήσουν τον αγώνα τους. Οι ηγέτες της αυτόνομης κίνησης Σουλεϊμάν Ασκερί και Κουστσούμπασι Εσρέφ αρνήθηκαν να δεχθούν τις οθωμανικές υποδείξεις και μετονόμασαν την ‘προσωρινή κυβέρνηση’ σε «Ανεξάρτητη Κυβέρνηση της Δυτικής Θράκης» (τουρκικά ‘Grabî Trakya Hükûmet-i Müstakîlesi’). Η περίοδος εξουσίας της ανεξάρτητης κυβέρνησης της Δυτικής Θράκης, χωρίς καμιά βοήθεια, είχε διάρκεια μόλις λίγων μηνών, από το τέλος Μαρτίου ως τις 25 Οκτωβρίου του 1913, οπότε η Δυτική Θράκη περιήλθε στην βουλγαρική κυριαρχία.
Στο τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου η Βουλγαρία ανήκει στην πλευρά των νικημένων. Η Ελλάδα ανήκει μεταξύ των νικητών συμμάχων και μολονότι στις αρχές Οκτωβρίου 1918 καταλαμβάνει την Ανατολική Μακεδονία δεν προωθείται προς τη Δυτική Θράκη που ανήκει στην ευθύνη βρετανικών και γαλλικών δυνάμεων. Μετά την υπογραφή της συμφωνίας ανακωχής του Μούδρου τέλη Οκτωβρίου 1918 επίκειται πλέον η κατάτμηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μεταξύ των συμμάχων της Entente, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η Ελλάδα. Στη διάσκεψη της Συνθήκης Ειρήνης του Παρισιού (1919-1920) ο Ελευθέριος Βενιζέλος προβάλλει τις εδαφικές διεκδικήσεις της Ελλάδος. Η κατάσταση στη Δυτική Θράκη είναι ρευστή. Στη διάσκεψη των Παρισίων οι αντιπρόσωποι της Ελλάδος, της Βουλγαρίας και της Τουρκίας προσπαθούν με κάθε τρόπο να προωθήσουν τις θέσεις τους. Το Νοέμβριο 1918 ο στρατιωτικός ακόλουθος της Ελλάδος στη Σόφια Κωνσταντίνος Μαζαράκης έρχεται σε επαφή με οκτώ Μουσουλμάνους από τη Δυτική Θράκη που ήταν μέλη της βουλγαρικής βουλής και τους πείθει να στείλουν αιτήσεις στο Παρίσι προς την ηγεσία των Συμμάχων, ζητώντας να τεθεί η Δυτική Θράκη υπό συμμαχική διοίκηση, στην οποία θα συμμετείχαν και ελληνικές δυνάμεις, η οποία θα παρείχε ικανοποιητική προστασία στους Μουσουλμάνους και Έλληνες κατοίκους, κάτι που δεν πρόσφερε η βουλγαρική διοίκηση. Οι αιτήσεις δόθηκαν στον Μαζαράκη που τις προώθησε στο Παρίσι αρχές του 1919. Η Επιτροπή Δυτικής Θράκης της Κωνσταντινούπολης, που προσέβλεπε στην προστασία των τουρκικών συμφερόντων στην περιοχή, έρχεται ταυτόχρονα σε επαφή με τους ίδιους Μουσουλμάνους βουλευτές που στις 18 Δεκεμβρίου 1918 τους δίδει ένα υπόμνημα για να επιδώσουν στους αντιπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων στη Σόφια. Σε τούτο υποστηριζόταν ότι ποσοστό 90% των κατοίκων της Δυτικής Θράκης είναι Τούρκοι και Μουσουλμάνοι, ενώ μόνο 7% είναι Έλληνες και 3% Βούλγαροι.. Τελικά από τα μέσα Οκτωβρίου 1919 παύει η βουλγαρική κυριαρχία στη Δυτική Θράκη και εγκαθίσταται ένα ιδιόμορφο καθεστώς αυτονομίας, γνωστό ως ‘Thrace Interallié’ (Διασυμμαχική Θράκη) με διοικητή τον Γάλλο στρατηγό Charpy, που διαρκεί ως τις 22 Μαΐου 1920. Στα τέλη του 1919 και αρχές του 1920 δημιουργείται ένα συμβουλευτικό όργανο που ονομάζεται ‘Conseil Superieur de la Thrace Interallié ’ (Ανώτερο Συμβούλιο της Διασυμμαχικής Θράκης) στο οποίο συμμετέχουν πέντε Έλληνες, πέντε Τούρκοι, δύο Βούλγαροι, ένας Ισραηλίτης, ένας Αρμένιος και ένας Λεβαντίνος.
Στις 4 Απριλίου του 1920 το Ανώτερο Συμβούλιο συνεδριάζει για πρώτη φορά και εκλέγεται ως πρόεδρός του ο Έλληνας Εμμανουήλ Δουλάς, από το Καραγάτς, με τις ψήφους των Χαφίζ Σαλίχ και Οσμάν Αγά και του Αρμένιου Κεβορκιάν. Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας αυτής αξιολογήθηκε ως ένα είδος δημοψηφίσματος του λαού της Δυτικής Θράκης, που καταδείκνυε τη βούλησή του να μην επανέλθει η περιοχή στην βουλγαρική επικράτεια, αλλά ούτε και να αποτελέσει εκ νέου τμήμα του οθωμανικού κράτους. Η Επιτροπή Δυτικής Θράκης της Κωνσταντινούπολης θεώρησε του δύο Μουσουλμάνους που ψήφισαν για πρόεδρο τον Δουλά προδότες. Από ελληνικής πλευράς τονίζεται η αποφασιστική συμβολή του Χαρίσιου Βαμβακά, που είχε σταλεί από τον Βενιζέλο στη Θράκη ως βοηθός του Charpy, κάτι που δεν θα πρέπει να αγνοηθεί. Παρόλα αυτά η στάση των Οθωμανών Χαφίζ Σαλίχ και Οσμάν Αγά είχε ιδιαίτερη βαρύτητα για τις εξελίξεις σχετικά με το μέλλον της Δυτικής Θράκης, κάτι που είτε αποσιωπάται κατά τους επίσημους εορτασμούς των ‘Ελευθερίων’ της περιοχής είτε έχει λησμονηθεί δυστυχώς εξαιτίας της απαράδεκτης σιωπής.
Η διαφοροποίηση της στάσης μεταξύ των πέντε Μουσουλμάνων μελών του Ανώτερου Συμβουλίου της Δυτικής Θράκης θα ήταν λάθος να ερμηνευθεί είτε ως επιτυχία του Βαμβακά, που κατάφερε δήθεν να παρασύρει τους Χαφίζ Σαλίχ και Οσμάν Αγά υπέρ των ελληνικών θέσεων, είτε ότι οι δύο παραπάνω Θρακιώτες ήταν προδότες όπως κατηγορήθηκαν από την Κωνσταντινούπολη. Η θέση τους δείχνει πως σε καμιά περίπτωση δεν επιθυμούσαν μια νέα βουλγαρική παρουσία στον τόπο τους και από την άλλη, ότι όντας ρεαλιστές και βλέποντας πως η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν ήταν δυνατό να αναγεννηθεί, προτίμησαν εκείνη τη λύση που έκριναν ότι θα ήταν καλύτερη για το μέλλον της πατρίδας τους της Δυτικής Θράκης και για τους ομοθρήσκους συμπολίτες τους.
Εντέλει, μετά τα γεγονότα που αναφέρθηκαν πιο πάνω, στις 23 Μαΐου 1920 ο έλεγχος της Δυτικής Θράκης παραχωρείται de facto από τους Συμμάχους στις ελληνικές δυνάμεις.
Παρόλα αυτά η πολιτική κατάσταση αυτή την περίοδο είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη. Όλων των ειδών οι χειρισμοί και όλων των μορφών οι ανίερες συμμαχίες εμφανίζονται στο προσκήνιο με στόχο το οριστικό καθεστώς της Δυτικής Θράκης μιας και η παραχώρηση της περιοχής στις ελληνικές δυνάμεις δεν είχε τέτοιο χαρακτήρα. Άμεση αντίδραση στον ελληνικό έλεγχο της Δυτικής Θράκης ήταν μια απόπειρα μεταξύ Τούρκων και Βουλγάρων να δημιουργήσουν μια δυτικοθρακιώτικη κυβέρνηση και γι’ αυτό το σκοπό με πρωτοβουλία του Πεφτερελή Τεβφίκ Μπέη συγκαλείται συνέλευση στις 25 Μαΐου του 1920 στο χωριό Χεμετλή (σημερινή Οργάνη). Προσήλθαν αντιπρόσωποι σχεδόν από κάθε γωνιά της Δυτικής Θράκης μαζί με ένοπλους Βούλγαρους και Τούρκους, που αριθμούσαν μερικές εκατοντάδες ανδρών. Αποφάσισαν την ίδρυση μιας Προσωρινής Κυβέρνησης της Δυτικής Θράκης με επτά Τούρκους «υπουργούς» και τρεις Βούλγαρους. Ορισμένοι είχαν αποκτήσει προηγουμένως πείρα από τη συμμετοχή τους στο Ανώτερο Συμβούλιο του στρατηγού Charpy. Το «κράτος της Οργάνης» δεν κατάφερε να παίξει ρόλο στις εξελίξεις, ούτε βέβαια να επηρεάσει το μέλλον της Δυτικής Θράκης και διαλύθηκε άδοξα όταν η Κωνσταντινούπολη ανακάλεσε τον Πεφτερελή Τεβφίκ Μπέη. Δεν κατάφεραν οι φιλόδοξοι της Οργάνης να υποστηριχθούν από τον Τζαφέρ Ταγιάρ Μπέη, που είχε οργανώσει την τουρκική αντίσταση στην Ανατολική Θράκη εναντίον της ελληνικής κυριαρχίας.
Ένοπλες ομάδες Βουλγάρων και Τούρκων που συνεργάζονταν μεταξύ τους προσπαθούσαν να υπονομεύσουν τις ελληνικές αρχές στη Δυτική Θράκη, χωρίς αποτέλεσμα.
Η συμβολή των Μουσουλμάνων κατοίκων της Δυτικής Θράκης υπήρξε αποφασιστική στην κατάληξη της ένωσής της με την Ελλάδα αν λάβουμε υπόψη τα ακόλουθα στατιστικά στοιχεία ως προς τη σύνθεση του πληθυσμού της περιοχής: Το 1912 εκτιμάται πως επί συνόλου 224.000 κατοίκων της Δυτικής Θράκης, 120.000 ήταν Μουσουλμάνοι, 60.000 Έλληνες, 40.000 Βούλγαροι και 4.000 άλλων ταυτοτήτων (Ισραηλίτες, Αρμένιοι κ.ά.). Το 1920 σύμφωνα με στοιχεία της ‘Διασυμμαχικής Θράκης’ επί συνόλου πληθυσμού 204.690, οι Μουσουλμάνοι ανέρχονταν σε 74.730, οι Πομάκοι σε 11.848, οι Έλληνες σε 56.114, οι Βούλγαροι σε 54.092 και άλλων ταυτοτήτων σε 7.906. Την ίδια χρονιά σύμφωνα με στοιχεία της ελληνικής διοίκησης επί συνόλου 201.404 κατοίκων της Δυτικής Θράκης, οι Μουσουλμάνοι είναι 93.273, οι Έλληνες 76.416, οι Βούλγαροι 25.677 και οι υπόλοιποι 6.038.[i]
,.
[i] Βιβλιογραφία:
1) Vemund Aarbakke; The Muslim Minority of Greek Thrace , Vol. I. University of Bergen 2000.
2) Σαρκίς Τ. Δαγκαζιάν, Τα 90 χρόνια της ενσωμάτωσης της Θράκης στην Ελλάδα και η συμβολή των Αρμενίων. ΑΡΜΕΝΙΚΑ, τεύχος Μάρτιος-Απρίλιος 2010.
3) Π. Παπαδημητρίου, Οι Πομάκοι της Ροδόπης, Εκδ. Αφοί Κυριακίδη 2003.
4) Κ. Παπαθανάση-Μουσιοπούλου· Πτυχές από την ιστορία των Πομάκων της Θράκης, Θρακική Επετηρίδα, 1991.
5) B. Lory; The Turks of Bulgaria : The History, Culture and Political Fate of a Minority, p. 195. ‘Ahmed Aga Tumrashlijata: The Last Derebey of the Rhodopes’ K. H. Karpat (εκδ.) 1990.
6) E. Kofos; Greece and the Eastern Crisis 1875-1878, σ. 192,. Institute for Balkan Studies (εκδ.) 1975.
No comments:
Post a Comment