Δέν τούς μποροῦσες
ὃσους καί ὃσες
ἀρέσκονταν νά φωνάζουν τ’ ὂνομά σου·
σοῦ ἦταν ξένοι.
Μιάν ἂλλη φορά, εἶχες προκαλέσει κατάπληξη
στούς πολύ κοντινούς σου,
ὃταν ὀνόμασες δικούς σου
κάποιους ἐντελῶς ἂγνωστους, ξένους ὁλωσδιόλου
πού εἶχαν ἁπλῶς ἀκούσει γιά σένα
καί ἐπικαλούνταν τό ὂνομά σου γιά τό καλό….
Ἐξ ἀρχῆς, ἀφότου ἀποφάσισες νά ζυμώσεις τά ἀνθρώπινα
ὃποιο κι ἂν ἦταν τό τίμημα γιά τήν ἀποκοτιά σου
βημάτιζες πάντα μέ τούς φτωχούς, τούς τιποτένιους
μοιραζόσουν τό ψωμί καί τό κρασί μέ κείνους πού
κινδύνευαν από λιμό
τό χάδι καί τό χαμόγελο τό ἒδινες
σέ ὃσους θεωρούνταν παρακατιανοί, ἀκόμα καί
καθάρματα
καί σέ ὃσες εἶχαν γευτεῖ τήν πίκρα τῆς ἁμαρτίας
καί τῆς ἀπόρριψης, ἀπ’τούς καλοβαλμένους εὐσεβεῖς.
Ψελλίζω τό ὂνομά σου ἀπό μακρυά
κρυμμένος,
σέρνω τά πόδια μου πάνω στά χνάρια τῶν βημάτων του
εἶναι φορές πού τά μπερδεύω καί τότε χάνομαι
τριγυρνώντας ἀφημένος
ὃπως τό καρυδότσουφλο στό ὀργισμένο ρέμα ποταμοῦ.
Μά ὃ,τι κι ἂν γίνεται ὡς τώρα
σέ σκιερές γωνιές, ἀθέατες γιά τούς πολλούς
σέ νιώθω, εἶσαι κοντά μου….
χαμογελῶ καί συνεχίζω νά πορεύομαι
4/3/14
No comments:
Post a Comment