Λησμονημένοι αγωνιστές του έπους του ’40
Γιώργος Δούδος
Το '40, που κηρύχτηκε ο πόλεμος,
ο Μεμέτ και ο Αλής ήταν εικοσάρηδες, ενώ ο Αϊντίν ένα χρόνο μεγαλύτερος.
Υπηρετούσαν τη θητεία τους σαν κληρωτοί, στην ίδια μονάδα. Ήταν ημιονηγοί και η
μονάδα τους βρέθηκε από τις πρώτες στο μέτωπο. Μπήκαν στην Αλβανία, οδηγώντας
τα μουλάρια τους φορτωμένα εφόδια. Μούσκεψαν στη βροχή, πάγωσαν απ' το χιόνι κι
έμειναν νηστικοί. Έξω από ένα χωριό της Κορυτσάς, πολέμησαν σώμα με σώμα με
τους Ιταλούς. Εκεί, ο Αλής τραυματίστηκε σοβαρά στο πόδι και γρήγορα βρέθηκε
στα μετόπισθεν. Ο Μεμέτ και ο Αϊντίν κράτησαν ως το τέλος. Στο γυρισμό, ο
Αϊντίν έπαθε κρυοπαγήματα. Στο νοσοκομείο που πήγε, κινδύνεψε να του κόψουν τα
δάχτυλα του δεξιού ποδιού, μα δόξα στον Αλλάχ δεν έμεινε ανάπηρος. Όταν
αλλάζουν οι εποχές, ο πόνος στα δάχτυλα, που βαστάει ασταμάτητος από τότε, του
θυμίζει εκείνα τα χρόνια.
Οι τρεις
τους ξανάσμιξαν στο χωριό, στα τέλη του '42 περίπου. Ο καθένας ξεκίνησε χώρια
το γυρισμό του. Πρώτος γύρισε ο Μεμέτ. Ακολούθησαν ο Αϊντίν και ο Αλή. Ο πρώτος
έμεινε για πολύ, σε νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης. Γύρισε δεύτερος στο χωριό. Ο
Αλή νοσηλεύτηκε στις Σέρρες. Έφτασε στο Χεμπίλκιοϊ τελευταίος, κουτσαίνοντας.
Πλησίαζε Οκτώβρης του '43. Όσο κόντευε η 28η του μήνα,
οργή και θλίψη μαζεύονταν κουβάρι στις καρδιές των τριών φίλων. Ο καθένας κρατούσε
το σαράκι του κρυφό από τους άλλους. Ένα βράδυ, πίνοντας ρακή στο μισοσκόταδο
του καφενέ, ο Αλής ξέσπασε σε κλάματα σαν μικρό παιδί. Αυτό ήταν. Ο καθένας
τους έβγαλε την πίκρα του, χύνοντάς την στην άδεια γυάλινη δαχτυλήθρα της
ρακής. Τους πονούσε, που οι Βούλγαροι βρίσκονταν στον τόπο. Έφερναν στο νου,
ιστορίες από τους παλιούς. Από πάντα οι Βούλγαροι κυνηγούσαν τους Πομάκους, λες
κι ήταν αγρίμια, που ήθελαν να τα φέρουν βόλτα. Από στόμα σε στόμα, από γενιά
σε γενιά, διατηρούσαν στη μνήμη τους άσβηστα, όσα τράβηξαν επί ατέλειωτα χρόνια
απ’ αυτούς. Τί διωγμούς, τί φυλακές, τί κυνηγητό. Πολλές κοπέλες και γυναίκες,
με παιδιά στην αγκαλιά, ντροπιάστηκαν και στο κατόπι τις έσφαξαν, σαν τ’ άγρια
κατσίκια. Τους πίεζαν με κάθε βάσανο να γίνουν Βούλγαροι, αφήνοντας κατά μέρος
τη περηφάνεια τους. Τα πράματα ησύχασαν, όταν ήρθαν οι Οσμανλήδες στη Θράκη.
Τότε συμμαζεύτηκαν οι Βούλγαροι και σταμάτησαν να τους πειράζουν. Το 1913, που
η Θράκη δόθηκε στους Βουλγάρους, τα βάσανα ξανάρχισαν, οι πιέσεις αφάνταστες. Εκείνη
τη χρονιά χαλάσανε το Εσκή Τζαμί στη Γκιουμουλτζήνα και το φτιάξανε εκκλησιά,
γκρεμίζοντας το μιναρέ καταγής. Το κακό σταμάτησε μετά το ’20, που ήρθε το
ελληνικό στον τόπο και τα πράγματα ησύχασαν.
Όσο οι τρεις φίλοι γύριζαν πάνω
κάτω αυτές τις ιστορίες στο νου τους, γίνονταν θηρία στο κλουβί. Το Χεμπίλκιοϊ
τους φαίνονταν τόσο στενάχωρο, που πνίγονταν, με το που ξεκινούσε καινούργια
μέρα. Έκλωθαν στη μνήμη τους τις μέρες του πολέμου, όταν οι νηστικοί Έλληνες
είχαν καταφέρει να νικήσουν τους Ιταλούς και να τους πάρουν φαλάγγι μέσα στην
Αλβανία. Δεν το χωρούσε ο νους και το φιλότιμό τους, ότι τελικά νικήθηκαν από
τους Γερμανούς. Αιτία για τη ντροπή ήταν η μπαμπεσιά των Βουλγάρων, που άφησαν
τους Γερμανούς να μπουν πισώπορτα στην Ελλάδα, περνώντας σαν αφεντικά μέσα απ’
τη Βουλγαρία.
Ένα
μεσημέρι στο καφενείο, χωρίς πολλές κουβέντες το αποφάσισαν. Τα λεφτά δόθηκαν
στον Μεμέτ. Θα κατέβαινε στον κάμπο την άλλη μέρα, παρέα με κάτι γνωστούς
ξυλοκόπους. Θα έβρισκε τρόπο να είναι πίσω εγκαίρως.
Μετά από
πέντε μέρες, είχε βραδιάσει κιόλας, φάνηκε ο Μεμέτ. Η κούραση είχε σκάψει για
τα καλά το πρόσωπο του. Τα ρούχα του μούσκεμα. Ευτυχώς, είχε γερά άρβυλα και κράτησαν
τα πόδια του στεγνά. Τον πιο πολύ δρόμο του γυρισμού, τον έκανε με τα πόδια.
Αναγκάστηκε να πάει ως την Γκιουμουλτζίνα. Την κρατούσε καλά τυλιγμένη μ’ ένα
ύφασμα κι από πάνω μ’ ένα κομμάτι μουσαμά, που είχε οικονομήσει.
Ήταν 27 του Οκτώβρη. Στο στέκι
τους βρήκε τους άλλους δυο. Μόλις τον είδαν να διαβαίνει την εξώθυρα, σηκώθηκαν
σαν αυτόματα και ταυτόχρονα, οι τρεις τους έγιναν ένα, όπως αγκαλιάστηκαν
σφικτά αναμεταξύ τους. Ο καφετζής, ο Σουλεϊμάν ήταν φίλος και έμπιστος. Ήτανε
μόνοι τους στον καφενέ. Όλοι τους στέκονταν όρθιοι. Κάτω απ' την γκαζόλαμπα, ο
Μεμέτ ξετύλιξε προσεκτικά το δέμα του, πάνω σ' ένα τραπέζι. Μια ελληνική
σημαία. Την τύλιξαν στα γρήγορα κι έμειναν αμίλητοι. Χωρίς ν’ αλλάξουν μεταξύ
τους λέξη, ο Σουλεϊμάν έφερε για όλους τους από μια δαχτυλήθρα ρακή. Τις
απόθεσε στο τραπέζι. Ο ένας κοίταζε τα μάτια του αλλουνού. Ο καφετζής, σαν
οικοδεσπότης πήρε πρώτος την δικιά του στο δεξί χέρι. Την σήκωσε, αμέσως τον
μιμήθηκαν οι άλλοι. Τσούγκρισαν τα μικρά ποτηράκια και με μια γουλιά ήπιαν την
ρακή. Ο Μεμέτ, ψιθύρισε επίσημα, "Αλλαχού άκμπαρ". Άλλη κουβέντα δεν
ακούστηκε. Οι τρεις φίλοι έφυγαν. Ο καθένας πήγε για το σπίτι του. Ο Μεμέτ
κρατούσε παραμάσχαλα την σημαία.
Την άλλη μέρα, 28 Οκτωβρίου. Πολύ
πριν φέξει ο ορίζοντας, στη μεριά της ανατολής,
συναντήθηκαν έξω απ' το χωριό, στο μονοπάτι που οδηγούσε προς τον τεκκέ Ουτς Γκαζηλέρ, ψηλά στην
κορυφογραμμή. Μετά από μιαν ώρα και κάτι δρόμο περίπου, πατώντας χιόνι, που
έπνιγε τα βήματά τους, έφτασαν στα χαλάσματα του τεκκέ. Πριν την κατοχή, εκεί
βρισκόταν η μεθόριος Ελλάδας και Βουλγαρίας. Όσο ανέβαιναν, τα μάτια τους ήταν
ορθάνοιχτα, το ίδιο και τα αφτιά, έτοιμα να πιάσουν κάθε ύποπτο ήχο. Ξαπόστασαν
για λίγο. Ο Αϊντίν που κρατούσε ένα μικρό τσεκούρι, έψαξε ολόγυρα για να κόψει
ένα ψηλόλιγνο ξύλο, όπου θα κρεμούσαν τη σημαία. Δεν άργησε να βρει το
κατάλληλο. Γρήγορα το έκοψε και το καθάρισε. Ανάμεσα στα χαλάσματα του τεκκέ
βρήκαν το κατάλληλο μέρος. Στέριωσαν το ξύλο κι έδεσαν στην κορφή του τη
σημαία. Αφέθηκε ν' ανεμίζει στο πρωινό αεράκι, δειλά δειλά στην αρχή. Οι τρεις,
στάθηκαν προσοχή μπροστά της και με μια φωνή, ψιθυριστά, άρχισαν να ψέλνουν το
εθνικό ύμνο "Σε γνωρίζω από την κόψη...". Τα δάκρυα ανέβηκαν στα
μάτια και των τριών, μα προσπάθησαν να το κρύψουν ο ένας απ' τον άλλο. Πήραν το
δρόμο του γυρισμού από άλλο μονοπάτι. Ένιωθαν ανάλαφρα. Η ψυχή τους πετούσε από
χαρά και καμάρι.
Απόσπασμα από ομώνυμο διήγημα
που περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Ιστορίες της
Μεθορίου»
Έκδοση “Πανοπτικόν” 2008