ΜΙΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ
ΕΒΡΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Γιώργος Δούδος
Ο Καλέβ Μιζιτράνο
και η γυναίκα του η Ρόζα, ήταν μια από
τις έξι όλο κι όλο εβραϊκές οικογένειες
που υπήρχαν στις αρχές του εικοστού
αιώνα στην πόλη Ερντέκ, στην χερσόνησο
της αρχαιοελληνικής Κυζίκου, στη θάλασσα
του Μαρμαρά. Ο Καλέβ και η Ρόζα ήταν
Ρωμανιώτες και μιλούσαν ελληνικά.
Μολονότι Εβραίοι, είχαν περισσότερες
σχέσεις με τους Ρωμιούς, παρά με τους
άλλους, έστω μετρημένους Εβραίους της
πόλης, που ήταν Σεφαραδίτες και μιλούσαν
λαντίνο, ενώ τα ελληνικά τους ήταν τόσο
φτωχά, που δύσκολα τα καταλάβαινες.
Ο Καλέβ και η Ρόζα
είχαν έρθει ψάχνοντας για καλύτερη τύχη
στην Ερντέκ από την Πόλη και δεν είχαν
κανένα συγγενή εδώ. Ο Καλέβ ήταν
μικρέμπορος, αγόραζε και πουλούσε ό,τι
μπορούσε και τα έφερνε βόλτα με δυσκολία.
Ο πατέρας του στην Πόλη, ο Ελιγιά με τ’
όνομα, ήταν ξακουστός χαμάλης στο λιμάνι,
όχι μονάχα για την σωματική του δύναμη,
που τον ξεχώριζε από τους άλλους
χαμάληδες, μα και για τον καλό του
χαρακτήρα και για το φιλότιμό του. Ο
Ελιγιά Μιζιτράνο, σύμφωνα με κάποιους
γραμματισμένους, ήταν από γενιά Ρωμανιωτών
που είχαν φτάσει στην Πόλη από το Μυστρά,
πριν τόσο πολλά χρόνια, όσο και η
δημιουργία του κόσμου. Στην αρχή, η
φαμίλια των Μιζιτράνο είχε εγκατασταθεί
στην Εντιρνέ, όπου έσμιξε με Καραΐτες
Ρωμανιώτες και συνέχισαν να κρατούν τα
καραΐτικα έθιμα, δίχως φανατισμό όμως.
Έτσι, οι Μιζιτράνο είχαν σχέσεις και με
ραββανίτικες οικογένειες, αλλά πάντοτε
ρωμανιώτικες.
Η Ρόζα ήταν κόρη
του Γιακούμπ Αρσλάν, που η φαμίλια του
είχε φτάσει στην Πόλη από την Καστοριά,
πριν τρεις γενιές. Ήταν από τους καλούς
εμπόρους με μαγαζί στο Μισίρ Τσαρσί.
Όταν έμαθε πως η θυγατέρα του είχε
αγαπήσει τον γιο ενός Καραΐτη χαμάλη,
δεν του ακούστηκε διόλου καλά και έκανε
ό,τι περνούσε απ’ το χέρι του για να
αλλάξει τα μυαλά της Ρόζας του. Τελικά,
υποχώρησε και δέχτηκε με βαρειά καρδιά
τον γάμο, με έναν όρο όμως, να γίνει στη
συναγωγή με Ραββίνο. Ο Καλέβ υποχώρησε
κι αυτός κι έπεισε τον πατέρα και τη
μάνα του, την Σαροπούλα, πως δεν ήταν δα
κάτι φοβερό να γίνει ο γάμος με Ραββίνο.
Άλλωστε, μετά από περίσκεψη κατέληξε,
όλοι Εβραίοι είμαστε….
Ο Γιακούμπ θέλησε
τον γαμπρό του στο μαγαζί με τα μπαχαρικά,
μα ήταν απότομος και κάθε τόσο εύρισκε
ψεγάδια στον Καλέβ και του τα έλεγε με
άσχημο τρόπο. Αυτή η συμπεριφορά του
Γιακούμπ ήταν και η αιτία, που ανάγκασε
τον Καλέβ και την Ρόζα να φύγουν και να
έρθουν στην Ερντέκ, μόνοι και αβοήθητοι,
αλλά ελεύθεροι να ζουν την αγάπη τους.
Η οικογένειά τους ήταν η έκτη εβραίικη
φαμίλια στην πόλη. Οι άλλοι Εβραίοι,
όλοι Σεφαραδίτες, καλοδέχτηκαν το
ζευγάρι και τους πρόσφεραν ό,τι μπορούσαν
για να ευκολύνουν την εγκατάστασή τους.
Βοήθησαν να βρουν ένα σπίτι. Ήταν μικρό
μα πολύ βολικό, κοντά στην αγορά, όπου
ο Καλέβ άνοιξε μαγαζί. Οι έμποροι του
κάνανε πιστώσεις για τα εμπορεύματα
που του πουλούσαν και τον συμβούλεψαν
για το πώς θα μπορούσε να κάνει καλύτερα
τη δουλειά του. Ένας γέροντας, ο Αριέλ,
τον συμβούλεψε να αρχίσει να πηγαίνει
και στα χωριά που ήταν κοντά και κυρίως
στην Πάντερμα, μια πόλη με λιμάνι, που
δεν ήταν και πολύ μακριά. Του είπε
μάλιστα, πως αφού η λαλιά του ήταν τα
ρωμέικα, θα μπορούσε να πιάσει πελάτες
ανάμεσα στους Ρωμιούς.
Στην Πάντερμα ο
Καλέβ γνώρισε έναν Ρωμιό που ήταν
καλοστεκούμενος, με μποστάνια και
αμπέλια. Είχε στη δούλεψή του Τούρκους
και Αρμένηδες. Ήταν πρόσχαρος άνθρωπος,
με μεγάλα μουστάκια, που κάθε τόσο τα
ίσιωνε, λες και τα χάιδευε. Τον λέγανε
Γιώργη Παπάζογλου, γιατί ο γονιός του
ήταν παπάς. Όταν γνώρισε τον Καλέβ τον
συμπάθησε ο κυρ Γιώργης και μάλιστα τον
φίλευε και στο σπίτι του, όποτε ερχόταν
στην Πάντερμα. Εκεί γνώρισε τη γυναίκα
του την κυρά Αγγελίνα, που ήταν από την
Βουλγαρία, και μερικά από τα παιδιά του.
Ο Γιώργης και η Αγγελίνα είχαν τέσσερις
γιους και τρεις θυγατέρες. Μάλιστα ο
μεγάλος γιος τους υπηρετούσε στον
οθωμανικό στρατό. Ο Καλέβ αγόραζε από
τον κυρ Γιώργη λευκό κρασί και μυρωδάτο
ξύδι και του πουλούσε τσουβάλια από
καναβατσότριχα. Δεν ήταν τόσο οι παράδες
που άλλαζαν μεταξύ τους οι δυο άντρες,
αλλά η εμπιστοσύνη και η συμπάθεια που
τους έκανε να σμίξουν, παρά την διαφορά
ηλικίας που υπήρχε ανάμεσά τους. Συχνά,
ο κυρ Γιώργης, που ήταν και ψάλτης και
ήξερε από μνήμης όλο το Ψαλτήρι, στις
συζητήσεις που έκανε με τον Καλέβ, δεν
μιλούσαν τόσο για δουλειές, μα για θέματα
πνευματικά. Και ο Καλέβ θαύμαζε τον
ηλικιωμένο φίλο του, που κάθε τόσο
ανέφερε ψαλμούς, ή αποσπάσματα από τους
Προφήτες για να δώσει κύρος στα όσα
έλεγε. Ο Καλέβ, μπορεί να μην είχε
σπουδάσει σε γεσιβά, μα από μικρός
ψαχνόταν και διάβαζε ό,τι έπεφτε στα
χέρια του. Είχε μάθει εβραϊκά για να
μπορεί να καταλαβαίνει τις προσευχές
και να διαβάζει την Τανάχ και είχε μάθει
αρκετά λαντίνο, ώστε να συνεννοείται
με τους Σεφαραδίτες, που ήταν ασύγκριτα
περισσότεροι από τους Ρωμανιώτες. Πολλά
πράγματα που δέχονταν οι Καραΐτες τα
θεωρούσε σωστά, μα δεν ήταν δογματικός
και δεν αρνιόταν την σοφία που υπήρχε
στο Ταλμούδ και στα άλλα ιερά γράμματα
των Ραββανιτών Εβραίων. Είχε την ευκαιρία
να γνωρίσει έναν σοφό άνθρωπο από την
καραΐτικη κοινότητα της Πόλης, τον
Χαχάμ Νταβίντ Αφεντόπουλο, όπως ήταν
το αυθεντικό παρόνομά του, που το άλλαξε
στην πορεία και το έκανε Γκιμπόρ, όπως
ήταν πλέον γνωστός. Ο Χαμάμ Νταβίντ
θεωρούνταν λιγάκι σαν αιρετικός για
τους Καραΐτες, αν και κανένας τους δεν
τολμούσε, ούτε καν να σκεφτεί, πως θα
μπορούσε να διωχθεί ο Χαχάμης από την
συναγωγή. Οι γνώσεις του ήταν τόσο
σημαντικές και η σοφία του πολύτιμη. Η
σκέψη του Χαχάμ δεν είχε ίχνος φανατισμού
και προπαντός, του ήταν άγνωστη κάθε
έννοια δογματικής εμμονής. Ο Χαχάμ
Νταβίντ είχε μελετήσει έργα του Μορντεχάι
Κομτίνο και των μαθητών του Καλέβ
Αφεντόπουλο, που μάλλον ήταν πρόγονός
του και του Ελιάχου Μπασαϊτζί, που είχαν
μπολιάσει την καραΐτικη παράδοση με
την σοφία του Ταλμούδ, αλλά και με την
εβραϊκή φιλοσοφία που ήταν βαθειά
επηρεασμένη από τον Αριστοτέλη. Έτσι
ο Καλέβ, ήταν ένας Εβραίος που δεν
αναπαυόταν στις έριδες που δημιουργούσαν
οι δογματικοί, είτε ήταν Ραββανίτες,
είτε Καραΐτες και κινούνταν με ειλικρινή
άνεση ανάμεσα στις κοινότητες και των
δύο παραδόσεων, χωρίς να επικαλείται
την καραΐτικη καταγωγή του.
Το 1919 η Ρόζα έμεινε
έγκυος. Το ζευγάρι πετούσε στα σύννεφα
με την προσδοκία του πρώτου παιδιού. Η
εγκυμοσύνη δεν ήταν εύκολη. Γιατρός για
τις έγκυες γυναίκες δεν υπήρχε στην
Ερντέκ, παρά μονάχα μερικές μαμμές και
η πιο φημισμένη ήταν η Φατμέ χανούμ.
Αυτή παρακολουθούσε την Ρόζα, την
επισκεπτόταν κάθε τόσο και τις έδινε
διάφορα ματζούνια όποτε χρειαζόταν.
Ήταν αρχές Μαρτίου του 1920 όταν ένα
δειλινό έπιασαν οι πόνοι της γέννας την
Ρόζα. Ο Καλέβ έτρεξε να φωνάξει την κυρά
Φατμέ, που διόλου δεν άργησε να βρεθεί
πλάι στην Ρόζα που βογκούσε. Η Φατμέ
έβρασε μπόλικο νερό και ζήτησε καθαρά
σεντόνια, για το ενδεχόμενο αιμορραγίας.
Η Ρόζα, όπως είχε πει παλιότερα στον
Κάλεβ, ήταν στενή και ο τοκετός μάλλον
δεν θα ήταν εύκολος. Στο σπίτι ήρθαν η
κυρά Σαρίκα και η νιόπαντρη Λούνα, για
να βοηθήσουν και να συμπαρασταθούν. Ο
Καλέβ περίμενε όλος αγωνία έξω απ’ το
δωμάτιο που η καλή του ήδη είχε αρχίσει
να βογκάει όλο και πιο πολύ από τους
πόνους. Τελικά, μετά από ώρες, άκουσε ο
Καλέβ τα κλάματα του μωρού. Η Λούνα βγήκε
απ’ το δωμάτιο να του πει τα συχαρίκια
για την κόρη του κι εκείνος δάκρυσε από
συγκίνηση. Αμέσως ρώτησε πώς ήταν η
Ρόζα, μα η Λούνα δεν αποκρίθηκε. Μετά
από λίγο βγήκε η κυρά Φατμέ και του είπε,
πως η Ρόζα είχε χάσει μπόλικο αίμα. Να
μη στενοχωριόταν, δεν θα έφευγε από
κοντά της και θα της έφερνε διάφορα που
έπαιρναν οι λεχώνες σε τέτοιες περιπτώσεις.
Η κατάσταση της
Ρόζας δεν πήγαινε καθόλου καλά. Η
αιμορραγία δεν έλεγε να σταματήσει και
μετά δυο μέρες από τον τοκετό ανέβασε
υψηλό πυρετό. Η μαμμή δεν τα έχασε αλλά
στενοχωρήθηκε πολύ. Ήταν σίγουρη πως ο
πυρετός οφειλόταν σε μόλυνση. Πήγε και
βρήκε τον μοναδικό γιατρό που υπήρχε
τότε στην Ερντέκ. Ήταν βλέπεις και ο
πόλεμος ανάμεσα σε Τούρκους και Έλληνες
στην Μικρασία. Η κατάσταση ήταν δύσκολη
και κανένας δεν ήξερε ποια κατάληξη θα
είχε αυτός ο πόλεμος. Ο γιατρός ήταν
ένας ηλικιωμένος Αρμένης, που κανένας
δεν ξέρει πώς βρέθηκε στα μέρη τους.
Ίσως να κατέφυγε στην Ερντέκ για να
αποφύγει τους διωγμούς των Νεότουρκων.
Ο γιατρός Κεβόρκ δεν καθυστέρησε να
φτάσει στο σπίτι και εξέτασε με μεγάλη
προσοχή την Ρόζα. Στο τέλος σκυθρώπασε.
Μίλησε με την μαμμή. Χρειάζεται αίμα,
αλλιώς δεν μπορεί να επιβιώσει. Και δω
δεν έχουμε νοσοκομείο. Το ιατρείο που
υπήρχε δεν λειτουργεί πια, αφού όλοι οι
γιατροί και οι νοσοκόμες έχουν
επιστρατευθεί, οι μεν Τούρκοι με την
πλευρά των Οθωμανών και οι Ρωμιοί, με
τους Έλληνες. Δάκρυσε φεύγοντας, όταν
ψέλλισε πως δεν μπορούσε να προσφέρει
κάτι για να σώσει τη νέα γυναίκα…. Το
μωρό προσφέρθηκαν και το φρόντιζαν απ’
τη μια μεριά η μαμμή, που στάθηκε ένας
Άγγελος στο δράμα που περνούσαν ο Καλέβ
και η Ρόζα, κι από την άλλη η Λούνα, που
έδειξε αφάνταστη αγάπη. Η αιμορραγία
δεν σταματούσε και ο πυρετός δεν έπεφτε.
Ο Καλέβ σκούπιζε συνεχώς το μέτωπο της
αγαπημένης του με κομπρέσες δροσερό
νερό, μα αποτέλεσμα δεν υπήρχε. Την έκτη
μέρα μετά τον τοκετό, η Ρόζα παρέδωσε
το πνεύμα της…. Μήτε Ραββίνος υπήρχε,
ούτε Χαχάμης. Το καντίς πάνω απ’ τον
τάφο της καλής του το είπε ο Καλέβ,
κλαίγοντας με λυγμούς και αναφιλητά.
Δεν ήταν μονάχα οι Εβραίοι που τον
παρηγορούσαν, μα και Ρωμιοί και Τούρκοι,
γιατί ήταν άνθρωπος, που άμα τον γνώριζες,
δε γινόταν να μην τον αγαπήσεις. Κάλεσε
μια μέρα την κυρά Σαρίκα, την Λούνα, την
Ρουτ, που καθόταν ακριβώς απέναντι και
την κυρία Μίριαμ, την σπιτονοικοκυρά
του. Έδωσε το όνομα στην κόρη του, Βούλα
Χαβά. Ψιθυρίζοντας είπε: Θέλαμε με τη
Ρόζα να κάνουμε πολλά παιδιά, έτσι η
πρώτη θυγατέρα μας ονομάστηκε, ως η
μεγαλύτερη αδελφή, Βούλα κι ακόμα της
έδωσα το όνομα Χαβά, γιατί στο πρόσωπό
της φανερώθηκε η ζωή που χάθηκε από την
μητέρα της.
Ο Καλέβ είχε
χαντακωθεί σε μεγάλη θλίψη. Στο μαγαζί
δεν πήγαινε. Μονάχα έτρεχε από δω κι από
κει πουλώντας ό,τι εμπορεύματα είχε,
όσο όσο. Καμιά παρηγόρια δεν μπορούσε
να τον κάνει να δει με ελπίδα τα πράγματα.
Το πρόσωπό του ήταν συνεχώς βαθειά
θλιμμένο και κάθε μέρα πήγαινε στο μνήμα
της Ρόζας. Νάναι καλά η Λούνα που φρόντιζε
με πολλή στοργή τη Βουλίτσα Χαβά, γιατί
αλλιώς δεν ξέρει τί θα μπορούσε να
συμβεί.
Αφού ξεπούλησε
ό,τι είχε και δεν είχε από εμπορεύματα,
διαμήνυσε την σπιτονοικοκυρά του πως
θα έφευγε από την Ερντέκ και επομένως
θα άφηνε το σπίτι. Όσοι μάθανε την απόφαση
του Καλέβ δεν μπορούσαν να κρύψουν την
λύπη τους, αλλά έδειχναν απόλυτη
κατανόηση.
Μια μέρα ετοίμασε
σ’ ένα φροντισμένο μπόγο όλη την προίκα
του μωρού, συνεννοήθηκε με τον Μεμέτ,
τον αγωγιάτη, να πάνε με το κάρο του ως
την Πάντερμα. Κατόπιν επισκέφθηκε τη
Λούνα, να την ευχαριστήσει και να της
πει ότι φεύγει μαζί με τη Βουλίτσα, να
πάει σε κάποιους συγγενείς του. Είχε
ετοιμάσει σ’ ένα καθαρό μαντήλι παράδες
να δώσει στη Λούνα, έτσι για να την
ευχαριστήσει πρώτα και κύρια, αλλά και
για τα έξοδα που είχε κάνει για το μωρό
και την παραμάνα που το βύζαινε. Η Λούνα
έβαλε τα κλάματα με λυγμούς και αρνήθηκε
με πείσμα τα λεφτά.
Ο ήλιος πήρε την
κάτω βόλτα προς τη δύση, όταν ξεκίνησαν
με το κάρο του Μεμέτ, ο Καλέβ με το μωρό
του για την Πάντερμα. Ήθελε να φτάσει
νύχτα εκεί. Ευτυχώς δεν έβρεχε, ούτε
φυσούσε, αν και ο Καλέβ κρατούσε την
κορούλα του σφιχτά στην αγκαλιά του. Τα
μάτια του ήταν συνεχώς υγρά και πολλές
φορές δάκρυα έτρεχαν στο πρόσωπο.
Φτάσανε στην
Πάντερμα και πήγανε στο σπίτι του κυρ
Γιώργη του Παπάζογλου. Έδωσε τους παράδες
που έπρεπε στον Μεμέτ για τον κόπο του
και του ευχήθηκε «γιαβάς γιαβάς». Μονάχα
όταν βεβαιώθηκε πως ο Μεμέτ είχε
ξεμακρύνει για τα καλά ο Καλέβ χτύπησε,
όσο πιο ελαφρά μπορούσε το βαρύ χτυπητήρη
στην εξώπορτα του σπιτιού και περίμενε.
Ήταν περασμένη ώρα και σίγουρα οι
άνθρωποι θα κοιμόντουσαν. Σε λίγο
ακούστηκε η φωνή της Σατίκ, της Αρμενοπούλας
παραδουλεύτρας, που έμενε στο σπιτικό
νύχτα μέρα, να ρωτά στα τούρκικα «ποιος
είναι». Ο Καλέβ της απάντησε και ακούστηκε
ο θόρυβος απ’ το ξεκλείδωμα της πόρτας
και απ’ το σύρσιμο της ξύλινης μπάρας
που την ασφάλιζε. Πέρασε μέσα ο Καλέβ,
κρατώντας το μωρό στην αγκαλιά, που
ευτυχώς κοιμόταν, κι έφερε τους δυο
μπόγους που είχε μαζί του, ένας με την
προίκα της Βουλίτσας και ο άλλος με τα
δικά του πράματα. Η Σατίκ ανέβηκε γρήγορα
τη σκάλα, μα την πρόλαβε ο κυρ Γιώργης
που κατέβαινε ήδη. Είδε τον Καλέβ και
ανησύχησε. Χωρίς περιστροφές ο νέος
άντρας εξήγησε τον λόγο της βραδινής
του επίσκεψης. Κυρ Γιώργη, ο τόπος δε με
χωράει τώρα που έχασα τη Ρόζα. Δεν έχω
σόι εδώ, ούτε και θέλω να γυρίσω στην
Πόλη. Αποφάσισα να φύγω για την Παλαιστίνη,
μήπως εκεί ξεχαστώ και φτιάξω τη ζωή
μου, όσο μπορεί να είναι ζωή για μένα.
Το μωρό μου έτσι που ήρθαν τα πράγματα
δεν είμαι σε θέση να το φροντίσω. Μονάχα
εσένα και την οικογένειά σου εμπιστεύομαι
για την θυγατέρα μου. Γι’ αυτό και ήρθα
τέτοια ώρα. Να σου φιλήσω τα χέρια και
τα πόδια, πάρε την κόρη μου να την κάνεις
κόρη σου και ο Θεός να σου το ανταποδώσει
κυρ Γιώργη μου. Ο ηλικιωμένος Ρωμιός
δάκρυσε από συγκίνηση. Μετά από λίγο
ψέλλισε. Καλέβ, η γυναίκα μου είναι πάνω
από πενήντα χρονώ, έχει κάνει οχτώ γέννες
κι έχουμε εν ζωή εφτά παιδιά όπως ξέρεις.
Ο πρώτος μου γιος πριν λίγο γύρισε απ’
το στρατό, δόξα τω Θεώ, κι έχει περάσει
τα είκοσι. Τα μεγάλα μου παιδιά και
στενές φιλενάδες της κυρά Αγγελίνας,
ξέρουν καλά, πως εδώ και δυο χρόνια
περίπου δεν έχει έμμηνα. Πες μου, πώς θα
πούμε ότι το μωρό σου είναι δικό μας
παιδί; Περίμενε όμως, να δω τι θα πει και
η κυρά. Έβαλαν τον Καλέβ με το μωρό στον
κάτω οντά και η Σατίκ είχε φέρει ζεστό
τσάι και βουτήματα, είχε ανάψει και τη
σόμπα. Το μωρό, λες και καταλάβαινε,
εκτός από δυο τρεις φορές που κουνήθηκε
λιγάκι, δεν έβγαλε τσιμουδιά και κοιμόταν
ήρεμο. Είναι αλήθεια, πως όταν η Λούνα
έμαθε πως θα φύγουν ταξίδι, έδωσε στην
Βουλίτσα λίγο μάκο να πιπιλίσει από ένα
καθαρό τούλινο τσεμπέρι, ώστε να είναι
ήσυχο το μωρό.
Η κυρά Αγγελίνα
κατέβηκε τις σκάλες. Ήταν μια γυναίκα
που μόλις την έβλεπες δεν μπορούσε ο
καθείς παρά να την σεβαστεί. Είχε την
φήμη πως ήταν ζόρικη και οι κακές γλώσσες
λέγανε πως έκανε αυτή κουμάντο στο
σπιτικό του Παπάζογλου. Για τον κυρ
Γιώργη δεν υπήρχε άνθρωπος να πει κακιά
κουβέντα. Ήταν καλόβολος και πονόψυχος.
Τους ανθρώπους που δούλευαν γι’ αυτόν
τους είχε σαν παιδιά του. Αλλά, για σοβαρά
πράματα έπρεπε να πάρει την απόφαση η
κυρά του, δε γινόταν αλλιώς. Και το να
πάρουν ένα μωρό στο σπίτι, στην οικογένεια,
ήταν ζήτημα της κυρά Αγγελίνας.
Η Αγγελίνα πλησίασε
τη Βουλίνα και της φίλησε το χεράκι με
πολλή τρυφεράδα. Γύρισε στη Σατίκ και
της είπε να στρώσει στον καλόν οντά να
πλαγιάσει απόψε ο Καλέβ. Στο τέλος πήρε
το μωρό στην αγκαλιά της και ανέβηκε
ευθύς τις σκάλες. Αυτό ήταν, η κυρά
Αγγελίνα είχε πάρει την απόφαση, στα
τρία κορίτσια που είχε, προστέθηκε ακόμα
ένα. Θυμήθηκε το πρώτο της κορίτσι, που
το έχασε βυζανιάρικο. Με το νου της
σκέφτηκε πως ξαναγύρισε στο σπίτι η
Βουλίνα της, η πρωτοθυγατέρα που είχε
χάσει παράωρα. Είχαν προλάβει και είχαν
βαφτίσει το μωρό Παρασκευή, πριν πεθάνει.
Το πρωί ο κυρ
Γιώργης δεν έφυγε για τα μποστάνια.
Έμεινε σπίτι και ετοιμάστηκε το καλό
τραπέζι για το πρωινό. Ήθελαν να τιμήσουν
τον φιλοξενούμενό τους και να υποδεχτούν
την καινούργια τους θυγατέρα. Η Σατίκ
είχε ετοιμάσει τα πάντα στην εντέλεια
και σε λίγο κάθισαν στο τραπέζι, ο
μουσαφίρης, η κυρά Αγγελίνα και ο κυρ
Γιώργης. Ο Καλέβ δεν μπορούσε να κρατήσει
τα δάκρυα από την συγκίνηση που έσφιγγε
την καρδιά του. Η κυρά Αγγελίνα, του
κράτησε το χέρι σφιχτά και του είπε: Γιε
μου, εμείς σ’ ευχαριστούμε που μας
ξανάφερες στο σπίτι την πρώτη μας κόρη,
που είχαμε χάσει πριν τόσα χρόνια. Μη
στενοχωριέσαι για τίποτα. Ήδη έστειλα
να βρουν την καλύτερη παραμάνα για να
βυζαίνει το μωρό και κάλεσα την Ανάστω,
μια ηλικιωμένη κυρά, που ήταν πλάι μου
στο μεγάλωμα των άλλων παιδιών μου.
Ο Κάλεβ δεν ήξερε
τί να πει. Κομπιάζοντας με βουρκωμένα
μάτια, ευχαρίστησε την κυρά Αγγελίνα
και τον κυρ Γιώργη για το καλό που κάνουν
στο παιδί του και στον ίδιο. Τους
διαβεβαίωσε, πως είναι οι μόνοι άνθρωποι
που εμπιστευόταν, γι’ αυτό και απευθύνθηκε
σ’ αυτούς. Η κατάσταση είναι δύσκολη
και επικίνδυνη με τη σύγκρουση ανάμεσα
σε Τούρκους και Έλληνες. Μαθεύτηκε, πως
στην Ανατολική Θράκη, Έλληνες στρατιώτες
καταδίωκαν, έστω σποραδικά τους Εβραίους,
δημιουργώντας κλίμα ανασφάλειας και
φόβου. Ίσως να νομίζουν πως έτσι θα τους
αναγκάσουν να φύγουν από την περιοχή.
Με το θάνατο της
αγαπημένης του Ρόζας, είναι σα να χάθηκε
η γη κάτω από τα πόδια του. Νιώθει πως η
ζωή δεν έχει πια νόημα κι ούτε έχει την
παραμικρή διάθεση να γυρίσει στην Πόλη.
Πριν φύγει από την Ερντέκ, έγραψε ένα
γράμμα στους γονείς του κι ένα στα
πεθερικά, λέγοντάς τους τα μαύρα μαντάτα.
Δεν τους είπε τίποτα για την απόφασή
του να εμπιστευτεί την κόρη του σε κάποια
οικογένεια. Αλλά στην Παλαιστίνη που
αποφάσισε να πάει, δεν ξέρει τί θα βρει
και άλλωστε το μωρό είναι μόλις ημερών.
Με τις άγνωστες κακουχίες που είναι
βέβαιο ότι θα αντιμετωπίσει στο ταξίδι,
είναι αδύνατη κάθε μετακίνηση για την
κόρη του.
Μετά από λίγο τους
είπε, ότι ονόμασε το μωρό Βούλα Χαβά,
που σημαίνει, το μεν Βούλα, μεγαλύτερη
αδελφή, ενώ το Χαβά σημαίνει Εύα, την
μακρινή προπρογιαγιά όλων μας. Αφού
τελείωσε ο Καλέβ ό,τι είχε να πει, έβγαλε
το κεμέρι του και μέτρησε αρκετά χρυσά
για ν’ αφήσει στον κυρ Γιώργη. Η κυρά
Αγγελίνα τον κοίταξε μάλλον με άγριο
βλέμμα και αρκέστηκε να του πει, ότι
δόξα τω Θεώ, δεν χρειάζονται τα χρυσά
του όσο εκείνος, που έχει ταξίδι μακρινό
και σε άγνωστο τόπο. Ξανάβαλε λοιπόν ο
Καλέβ τα χρυσά στο κεμέρι και το ασφάλισε
γύρω απ’ τη μέση του. Τους ευχαρίστησε
και πάλι και τους είπε πως θα πάει στο
λιμάνι με την ελπίδα να βρει κανένα
καΐκι, που να τον μεταφέρει όσο πιο
κοντά γίνεται στον προορισμό του. Τους
παρακάλεσε, πριν φύγει να δει για
τελευταία φορά τη Βουλίτσα του. Τον
οδήγησαν στην κάμαρη του μωρού. Είχε
ξυπνήσει ήδη το μωρό και η παραμάνα το
βύζαινε. Ρουφούσε αχόρταγα το γάλα απ’
τα βυζιά της….
Ο Καλέβ πήρε στα
χέρια τον μπόγο του, φίλησε πρώτα το
χέρι της κυρά Αγγελίνας και κατόπιν του
κυρ Γιώργη κι έφυγε…. Δεν ξεμάκρυνε
πολύ και γύρισε το κεφάλι να δει τους
ευεργέτες του, λέγοντάς τους: Όταν
τακτοποιηθώ, πρώτα ο Θεός, θα σας γράψω
αμέσως….
Όταν ανακοίνωσαν
ο κυρ Γιώργης και η Αγγελίνα στα παιδιά
τους, πως απέκτησαν μια καινούργια
αδελφή, το δέχθηκαν με χαρά, ιδίως οι
μικρότερες θυγατέρες, η Τανιώ και η
Θοδοσία. Ο Παναγιώτης, που ήταν ο πρώτος
γιος και η Κατίνα, η μεγαλύτερη θυγατέρα,
μαζί και ο Χρίστος, το μόνο που ψέλλισαν
ήταν, τί θα πει ο κόσμος, που η μάνα δεν
έχει έμμηνα εδώ και πολύν καιρό και τώρα
γέννησε μωρό…. Ο Άγγελος, που ήταν
τέταρτος στη σειρά μετά τον Χρίστο και
ήταν ο πιο σοφός, δεν έκανε κανένα σχόλιο
και μάλλον με ένα χαμόγελό του, έδειξε
την χαρά του για την καινούργια αδελφούλα.
Η Αγγελίνα, δεν άφησε περιθώρια για μια
τέτοια συζήτηση και τους είπε, με ύφος,
αποφασιστικό: Όπως το σταμάτημα των
έμμηνων στη γυναίκα είναι δουλειά του
Θεού, έτσι και το να γεννήσει μια ώριμη
γυναίκα σαν κι εμένα, είναι επίσης
δουλειά του Μεγαλοδύναμου. Λεπτομέρειες
για το πώς αποκτήθηκε η καινούργια
αδελφούλα, ούτε δόθηκαν από τους γονείς,
ούτε ζητήθηκαν, τουλάχιστον απ’ τα
μεγάλα παιδιά τη στιγμή που έγινε η
πρώτη τους γνωριμία με το μωρό. Η Αγγελίνα,
τους ανακοίνωσε επίσης, πως το όνομά
της είναι Βούλα, απ’ το Παρασκευή. Ο
μόνος που κατέβασε λιγάκι μούτρα, ήταν
ο Κώστας, που ως τότε σαν μικρότερος απ’
όλους και όλες, ήταν κομμάτι κακομαθημένος
και σκανδαλιάρης. Φοβήθηκε ότι θα χάσει
τα προνόμιά του….
Οι μήνες περνούσαν
και το μωρό δυνάμωνε. Η παραμάνα το τάιζε
και η κυρά Ανάστω βοηθούσε την Αγγελίνα
στο μεγάλωμά του. Η Αγγελίνα γενικά δεν
ήταν διαχυτική γυναίκα, σα να κρατούσε
τα αισθήματά της κρυμμένα. Με την Βουλίτσα
όμως, λες και κάτι άλλαξε στους τρόπους
της. Ένα βράδυ που κοίμιζε το μωρό, την
άκουσαν να σιγοτραγουδά ένα νανούρισμα
στα βουλγάρικα, στη γλώσσα που μιλούσε
η καρδιά της. Είχαν περάσει πολλά χρόνια
και τα παιδιά είχαν ξεχάσει τη μάνα τους
να τα κανακεύει. Ο Παναγιώτης και ο
Χρίστος στη σειρά ήταν πια άνδρες.
Ακολουθούσε ο Άγγελος. Στην άλλη μεριά
τα κορίτσια. Πρώτη η Κατίνα και μετά η
Τανιώ, που ήταν χρυσοχέρα στο μαγείρεμα.
Στο τέλος ερχόταν η Θοδοσία, άτακτη και
ατίθαση και μετά ο Κώστας, σκανδαλιάρης
και πονηρός. Ο Παναγιώτης δεν έπαιρνε
και πολύ τα γράμματα. Ήταν ο βοηθός του
πατέρα στα μποστάνια και στ’ αμπέλια.
Ο Χρίστος και ο Άγγελος ήταν μελετηροί
και αγαπούσαν τα γράμματα με το παραπάνω.
Η Κατίνα ήταν άξια πρωτοθυγατέρα και
τα χέρια της έπιαναν τα πάντα σχεδόν,
ενώ όπως λέχθηκε πιο πάνω η Τανιώ ήταν
σπουδαία μαγείρισσα. Τα δυο μικρότερα,
η Θοδοσία και ο Κώστας πήγαιναν στο
δημοτικό, μα περισσότερο αρέσκονταν
στα παιχνίδια.
Όταν το μωρό έγινε
οκτώ μηνών, ο Γιώργης και η Αγγελίνα
αποφάσισαν να το ονοματίσουν επίσημα.
Συγχρόνως και οι δυο, είχαν αποφασίσει
να σεβαστούν τη θρησκεία της γενιάς
του, που ήταν εβραίικη και να του δώσουν
το όνομα δίχως να το βαφτίσουν, παρά
μόνο στα χαρτιά. Ήταν κάτι παράτολμο
αυτό που είχαν σκεφτεί, αλλά πίστευαν
πως ο παπα- Αναστάσης, που ήταν καλόβουλος
μα και σοφός άνθρωπος θα έδειχνε την
δέουσα κατανόηση.
Μια Κυριακή, μετά
την απόλυση, ο κυρ Γιώργης κατέβηκε απ’
το ψαλτήρι και μπήκε στο ιερό, όπου ο
παπάς έκανε κατάλυση. Άμα τελείωσε ο
παπα-Αναστάσης και είχαν φύγει όλοι απ’
το ιερό, ο Γιώργης του μίλησε ψιθυριστά
για το ζήτημα της βάπτισης του μωρού
τους. Ο παπάς έδειξε απόλυτη κατανόηση
στο όλο θέμα. Αλλά τους είπε πως το
βάπτισμα θα ήταν μια ευλογία για το μωρό
και δεν θα ήταν τίμιο να γινόταν βάπτιση
ψεύτικη, μονάχα στα χαρτιά. Ένα βράδυ
που είχε ξεμείνει ο Καλέβ στην Πάντερμα
και έμεινε στο σπίτι του Γιώργη, έτυχε
να τον γνωρίσει ο παπάς και τον είχε
συμπαθήσει πολύ. Όρισαν μια μέρα και η
βάπτιση θα γινόταν στο σπίτι, όπως
συνηθιζόταν άλλωστε σε άλλους καιρούς.
Νουνός θα ήταν ο μεγάλος γιος, ο Παναγιώτης,
που εξ αρχής έδειχνε φροντίδα για την
αδελφούλα του, που την περνούσε περισσότερο
από είκοσι δυο χρόνια. Στα βαφτίσια θα
ήταν μονάχα η οικογένεια, η παραμάνα
και η κυρά Ανάστω. Έτσι κι έγινε, όπως
τα είχαν σχεδιάσει. Το μωρό απέκτησε
επίσημα το όνομα Παρασκευή και γράφτηκε
στα χαρτιά της ρωμέϊκης ενορίας. Στην
οικογένεια το φώναζαν Βούλα ή Βουλίνα
ή Βουλίτσα. Η Αγγελίνα, όπως και ο κυρ
Γιώργης ήξεραν, πως πίσω από το Βούλα
κρυβόταν ένα μυστικό: Η Εβραιοπούλα
Βούλα Χαβά….
Στις 17 Σεπτεμβρίου
του 1922 οι περισσότερες από τις οικογένειες
των Ρωμιών της Πάντερμα, με σφιγμένες
καρδιές, με δάκρυα στα μάτια, κρατώντας
σε μπόγους ό,τι μπορούσαν από το βιος
τους εγκατέλειπαν με φόβο τα σπίτια
τους και περνούσαν απέναντι στη Ραιδεστό.
Ακολουθούσαν τις δυνάμεις του Τρίτου
Σώματος του ελληνικού στρατού, που
εγκατέλειπε την Μικρά Ασία από την
Πάντερμα για την Ανατολική Θράκη κι από
κει για την Ελλάδα…. Η Μικρασιαστική
Εκστρατεία του ελληνικού στρατού είχε
καταλήξει ήδη στην Μικρασιαστική
Καταστροφή. Δεν ήταν η ήττα των Ελλήνων
στρατιωτών από τους Τούρκους, δεν ήταν
το άδοξο και τραγικό τέλος της ελληνικής
εντολής της Σμύρνης και της περιοχής
της, που άρχισε τον Δεκέμβρη του 1919. Ήταν
ο βίαιος ξεριζωμός τόσων Ελλήνων, που
είχαν απλώσει βαθει ρίζες σε πόλεις και
χωριά της Μικράς Ασίας και τώρα γεύονταν
το ποτήρι της προσφυγιάς, κυνηγημένοι
ουσιαστικά από τον τρόμο, για να σώσουν
τη ζωή τους, κυρίως από τη μανία των
ατάκτων που ακολουθούσαν τους στρατιώτες
του Γαζή Μουσταφά Κεμάλ.
Η οικογένεια
Παπάζογλου ήταν ανάμεσα στους Έλληνες
της Πάντερμα που αποφάσισαν να ακολουθήσουν
τους Έλληνες στρατιώτες στη Ραιδεστό
κι από κει στην Ελλάδα. Ήταν περισσότερο
ο φόβος αντιποίνων από τους Τσέτες, που
είχε ακουστεί πως ρίχνονταν σαν ύαινες
στους Ρωμιούς που συναντούσαν.
Η μικρή Βουλίνα
είχε γίνει δυο χρονώ. Στεκόταν στα
ποδαράκια της και προσπαθούσε να
εξερευνήσει τον κόσμο με ασταθή βηματάκια,
ενώ ψέλλιζε και τις πρώτες λέξεις της.
Στο δρόμο της φυγής την είχε αναλάβει
ο μεγάλος αδελφός, ο Παναγιώτης, που
συνήθως την κουβαλούσε στους ώμους του.
Μετά από ταλαιπωρία
αφάνταστη, εκτεθειμένοι στα γυρίσματα
του καιρού, έφτασαν οι Παπάζογλου στην
Θεσσαλονίκη. Ο πρώτος καιρός ήταν μια
δοκιμασία νεύρων και αντοχής, ώσπου
ήρθε ο καιρός της ανάπαυλας από τις
δοκιμασίες….
Ο Καλέβ Μιζιτράνο
έφτασε στο λιμάνι του Άκο με ένα μικρό
εμπορικό, και κατάφερε να πιάσει δουλειά
σαν γραμματικός. Ο καπετάνιος ήταν
Έλληνας από την Πόλη και βρήκε το πλοίο,
όταν ο Καλέβ έφτασε με ένα σωρό ζόρια
στον Πειραιά. Είχε περάσει σχεδόν ένας
χρόνος από τη μέρα που άφησε πίσω του
την Ερντέκ και εμπιστεύτηκε την κόρη
του στην κυρά Αγγελίνα και στον κυρ
Γιώργη. Φτάνοντας στην Παλαιστίνη το
1921 έψαξε να βρει τί θα κάνει για να ζήσει.
Τα λεφτά στο κεμέρι του όλο και λιγόστευαν.
Τότε έμαθε πως Εβραίοι που είχαν έρθει
από την Ευρώπη, είχαν φτιάξει ένα κιμπούτς
στα νότια της θάλασσας της Γαλιλαίας,
το Ντεγκάνια Μπετ. Εκεί κατέληξε ο Καλέβ
Μιζιτράνο, όπου έγινε δεκτός με πολλή
χαρά. Ο άλλοτε Κωνσταντινουπολίτης
έμπορος, έβαλε πολύ πείσμα και μεταμορφώθηκε
σ’ έναν σκληροτράχηλο αγρότη. Η σκληρή
δουλειά στο κιμπούτς και το μοίρασμα
μαζί με τους άλλους κιμπούτζνικους,
άνδρες και γυναίκες, του κοινού Οράματος,
μιας πατρίδας με ελευθερία και δικαιοσύνη,
τον έκαναν να αφήσει κατά μέρος την
θλίψη που έσφιγγε ως τότε την καρδιά
του. Η Ρόζα ήταν μια τρυφερή και θλιμμένη
συνάμα ανάμνηση, όπως και η Βουλίτσα. Η
συνείδησή του ήταν ήσυχη σχετικά με την
απόφασή του για την κόρη του. Ήταν αδύνατο
να την πάρει μαζί του, όπως αποδείχτηκε
από τα πράγματα.
Ο Καλέβ προσπαθούσε
να είναι ενήμερος για όσα συνέβαιναν
στην Μικράν Ασία. Περισσότερο τον ένοιαζε
η τύχη της κόρης του, παρά οι πολιτικές
εξελίξεις. Τα νέα από την περιοχή και
από τη σύγκρουση Ελλήνων και Τούρκων
με δυσκολία έφταναν ως την Ντεγκάνια
Μπετ. Μονάχα, τις ελάχιστες φορές που
είχε την ευκαιρία ο Καλέβ να βρεθεί στο
λιμάνι της Άκο, έψαχνε να βρει ναυτικούς
που μπορεί να γνώριζαν πράγματα, οπότε
ρουφούσε αχόρταγα, όσα του λέγανε.
Η καταστροφή της
Σμύρνης και η φυγή των Ελλήνων από την
Μικρά Ασία ήταν μαντάτο που έφτασε ως
το κιμπούτς. Έφτασαν και αρκετοί Εβραίοι,
από την ματωμένη από τον πόλεμο Τουρκία,
στην Παλαιστίνη. Η Μικρά Ασία, άδεια από
τους Ρωμιούς της, δεν ήταν ίδια πια. Η
Σμύρνη έχασε τους Έλληνες, έχασε τους
Αρμεναίους, έχασε το πρόσωπό της κι
έγινε μια πόλη καθαρά τούρκικη. Περαστικός
απ’ το κιμπούτς ένας Εβραίος από την
Προύσα, έφερε πολλά νέα στον Καλέβ. Για
να φτάσει στην Παλαιστίνη πήρε καράβι
από την Πάντερμα, όταν οι Ρωμιοί, μαζί
με τους Έλληνες στρατιώτες την είχαν
εγκαταλείψει. Οι Ρωμιοί από την Μικρασία,
με όποιο τρόπο έβρισκαν, κατευθύνονταν
στην Ελλάδα.
Στην Θεσσαλονίκη,
μετά από μια περίοδο απελπιστικών
ταλαιπωριών, η Πρόνοια έδωσε στους
Παπάζογλου ένα σπίτι στην Κάτω Τούμπα,
όπου μπόρεσαν να βολευτούν. Γειτόνευαν
με τον συνοικισμό 151, όπου συνωστίζονταν
Εβραίοι, που έχασαν σπίτια και βιος μετά
την μεγάλη πυρκαγιά του 1917. Στο μεταξύ,
το Παπάζογλου έγινε Παπαδόπουλος.
Κανένας δεν ξέρει αν η απόφαση αλλαγής
του παρονόματος, είχε ως αιτία να
αντιμετωπίσουν με ενστικτώδη αντίδραση
τις βρισιές των ντόπιων στους Μικρασιάτες,
που τους φώναζαν μειωτικά ‘τουρκόσπορους’
και τους βλέπανε σαν ξένους, που ήρθαν
να τους ξεβολέψουν, στον ίδιο τους τον
τόπο και να πάρουν τις περιουσίες που
άφησαν οι Τούρκοι φεύγοντας.
Η Βούλα με το χρόνο
γινόταν μια πολύ όμορφη και προπάντων
χαριτωμένη κοπέλα. Συνήθως είχε κομμένα
κοντά τα μαλλιά της και μια γαλλική
φράντζα έπεφτε στο μέτωπο, δίνοντας
ιδιαίτερη χάρη στο πρόσωπό της κι έναν
αέρα ξεχωριστό. Η Βούλα, ήταν η χαρά της
οικογένειας και τραγουδούσε εξαιρετικά,
συνήθως όποτε βοηθούσε στις δουλειές
του σπιτιού.
Ο Καλέβ με γνωστούς,
με φίλους, μέσα από κλιμάκια του Ερυθρού
Σταυρού προσπαθούσε να μάθει για την
οικογένεια Παπάζογλου. Δεν ήξερε ότι
στην Ελλάδα δεν υπήρχαν πια οι Παπάζογλου
που γνώριζε από την Πάντερμα. Όσο περνούσε
ο καιρός και δεν μάθαινε κάτι για την
τύχη της κόρης του, που την φανταζόταν
μια χαριτωμένη κοπέλα, με την ομορφιά
της Ρόζας στο πρόσωπό της, η πίκρα βάλτωνε
στην καρδιά του….
1940! Το μεγάλο
αιματοκύλισμα του κόσμου είχε αρχίσει.
Οι δυνάμεις του Άξονα, με αρχηγό τον
Χίτλερ, στο κατόπι του τον Μουσολίνι
και τον Ιάπωνα Αυτοκράτορα, είχαν
σχεδιάσει να υποτάξουν την οικουμένη.
Κάποιες γελοίες, αλλά επικίνδυνες
φιγούρες, σε άλλες χώρες της Ευρώπης,
όπως στη Βουλγαρία, στη Ρουμανία, στην
Ουγγαρία, στη Σλοβακία, στο Ανεξάρτητο
Κράτος της Κροατίας, που προέκυψε μετά
την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας,
προσδέθηκαν στο ναζιστικό άρμα.
Η Βούλα ήταν ήδη
είκοσι χρονώ. Είχε τελειώσει το γυμνάσιο,
ενώ συνέχιζε το ωδείο, όπου σπούδαζε
μονωδία και κλασικό τραγούδι, παρά τις
ανόητες, αλλά έντονες αντιρρήσεις, του
κηδεμόνα της στην οικογένεια, όπως
αρέσκονταν να εμφανίζεται ο αδελφός
της ο Κώστας. Απ’ το 1939 είχε αρχίσει η
Βούλα να παρακολουθεί την εκπαίδευση
των Εθελοντριών Αδελφών Νοσοκόμων του
Ερυθρού Σταυρού. Ήταν ένας άνθρωπος
αγάπης και φροντίδας για τους άλλους.
Έτσι η ένταξή της στο σώμα των Εθελοντριών
του Ερυθρού Σταυρού ήταν μια φυσική
κατάληξη της τρυφερότητας που την
διέκρινε και ενός πρωτόγνωρου ήθους
προσφοράς και ανάλωσης για ανθρώπους,
που ταλανίζονταν από δυσκολίες και
προβλήματα. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος μετά
την επίθεση της Ιταλίας κατά της Ελλάδας
τον Οκτώβρη του 1940, η Βούλα ως Εθελόντρια
Αδελφή του Ερυθρού Σταυρού, κλήθηκε να
προσφέρει τις υπηρεσίες της στο Δημοτικό
Νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης, που άρχισε
να δέχεται τραυματίες από το αλβανικό
μέτωπο.
Οι Έλληνες νίκησαν
τους Ιταλούς στο αλβανικό μέτωπο. Στο
τέλος όμως, οι σύμμαχοι των Ιταλών
Φασιστών κατέλαβαν την Ελλάδα και άρχισε
η οδυνηρή περίοδος της Κατοχής. Ιδίως
οι αστοί δοκιμάστηκαν πικρά, από την
πείνα, την μεγάλη μέχρι θανάτου, πείνα.
Η Βούλα αναγκάστηκε, με ανείπωτη θλίψη,
να εγκαταλείψει το Ωδείο και μαζί να
αφήσει κατά μέρος τα όνειρά της, με την
ελπίδα, πως κάποτε θα μπορούσε να τα
συμμαζέψει και να τα ξαναπλάσει….
Τα αδέλφια της,
ένα ένα νοικοκυρεύονταν, στήνοντας τις
δικές τους οικογένειες και εγκαταλείποντας
το προσφυγικό σπίτι και τους ήδη
ηλικιωμένους γονείς. Στο σπίτι έμεναν
με τους γονείς και τη Βούλα, η μεγαλύτερη
αδελφή και ο Κώστας, που συνέχιζε με το
στανιό να αστυνομεύει τη ζωή της μικρής
αδελφής του.
Η Βούλα στο
νοσοκομείο γνώρισε ένα σχετικά νέο
άντρα, ωραίο και αριστοκρατικό, που τον
φρόντιζε ως νοσηλεύτρια, όταν έφθασε
από το μέτωπο τραυματισμένος στο πόδι.
Το όνομά του Αλκίνοος. Καταγόταν από
ξεπεσμένη οικονομικά οικογένεια της
Αιγύπτου, που είχε πάει στο μέτωπο ως
έφεδρος, όταν γύρω στο ’32, όλη η οικογένειά
του είχε εγκατασταθεί σε μια επαρχιακή
μικρή πόλη, κοντά στη Θεσσαλονίκη, μετά
την εμπορική κατάρρευση του πατέρα του.
Η ανάγκη επέβαλλε την επιστροφή τους
από την Αίγυπτο. Το 1943 η Βούλα και ο
Αλκίνοος αρραβωνιάστηκαν στην Θεσσαλονίκη.
Όλοι τους οι συγγενείς ήταν εγκατεστημένοι
σ’ αυτή την πόλη. Το 1944 παντρεύτηκαν
και εγκαταστάθηκαν στην μικρή πόλη της
Νάουσας, όπου ο Αλκίνοος εργαζόταν ως
υπάλληλος σε ένα κλωστήριο.
Αφού ιδρύθηκε το
Κράτος του Ισραήλ ξέσπασε ο πρώτος
πόλεμος των Αράβων, με σκοπό να διαλύσουν
το κράτος των Εβραίων και να τους πετάξουν
στη θάλασσα. Ο Καλέβ Μιζιτράνο ήταν 52
χρονώ. Μαζί με άλλους κιμπούτζνικους
απ’ την Ντεγάνια Άλεφ κι απ’ το κιμπούτς
που κατοικούσε, την Ντεγκάνια Μπετ, μαζί
με μικρή ομάδα καλά εκπαιδευμένων
μαχητών της Χαγκάνα, πήρε μέρος στην
απόκρουση επίθεσης στρατιωτών από τη
Συρία. Οι Σύριοι είχαν επιχειρήσει να
προωθηθούν στην κοιλάδα του Ιορδάνη,
μα δεν τα κατάφεραν. Ήταν από τις πρώτες
μάχες που έγιναν στην Κοιλάδα Κιναρότ,
τον Μάιο του 1948, για την υπεράσπιση του
δικαιώματος των Εβραίων να υπάρχουν
στο Έρετζ Ισραέλ, στην πατρογονική τους
εστία.
Μετά την Κατοχή,
η Ελλάδα μάτωσε ξανά με τον Εμφύλιο. Η
Νάουσα ήταν μια επικίνδυνη πόλη. Το
ταξίδι από Νάουσα προς Θεσσαλονίκη ήταν
μια περιπέτεια αγωνίας, και δεν ήταν
λίγες οι περιπτώσεις που εξελισσόταν
σε δράμα.
Μετά από δυο
αποβολές, επιτέλους η Βούλα έμεινε
έγκυος. Ήταν το 1948 και η εγκυμοσύνη
δύσκολη. Ο Μάμμος που την παρακολουθούσε
στη Θεσσαλονίκη, σύστησε χωρίς να αφήνει
περιθώρια για παρερμηνείες, να παραμείνει
στο κρεβάτι σε όλη τη διάρκεια της
κύησης. Έτσι η Βούλα έμεινε στη Θεσσαλονίκη,
φιλοξενούμενη της αδελφής της τής Τανιώς
και του γαμπρού της του Γιάννη. Ο γιατρός
της κάθε τόσο την επισκεπτόταν. Όταν
φάνηκαν οι πρώτες ενοχλήσεις, προάγγελοι
του τοκετού, μεταφέρθηκε στο Ρωσικό
Νοσοκομείο, όπως λεγόταν το Δημόσιο
Μαιευτήριο της πόλης. Ήταν η τελευταία
μέρα του 1948. Στις 6 του Γενάρη, το έτος
1949, λίγο πριν τις 10 το πρωί, η Βούλα
λευτερώθηκε και κράτησε στην αγκαλιά
τον γιο της. Ο Αλκίνοος ήταν πλάι της
και δεν μπόρεσε να κρατήσει τα δάκρυα,
που κύλησαν στο πρόσωπό του, αποκαλύπτοντας
την αδυναμία της λεπτότητας, που κατά
κανόνα έκρυβε πίσω από μια αυστηρή
μάσκα.
Ο Καλέβ Μιζιτράνο
δεν είχε παντρευτεί ξανά. Η καρδιά του
ήταν δοσμένη στην αγαπημένη του Ρόζα
και ο νους του, τόσα χρόνια, αφότου
εγκατέλειψε την Πάντερμα, ήταν δέσμια
της ανάμνησης της κόρης του. Όποτε
μπορούσε βρισκόταν στη Χάιφα, στο λιμάνι,
με την ελπίδα να μάθει κάποιο μαντάτο
που θα έριχνε φως ως προς την τύχη της
οικογένειας Παπάζογλου στην Ελλάδα και
της θυγατέρας του.
Θα ήταν Ιούνιος
του 1953, όταν ένας Αρμένης φίλος του
Καλέβ, που κάθε τόσο πήγαινε στην Ελλάδα
και κυρίως στη Θεσσαλονίκη, έφτασε στο
κιμπούτς να του πει νέα. Του είπε λοιπόν
πως οι Παπάζογλου από την Πάντερμα ήταν
πλέον Παπαδοπουλαίοι και έμεναν στη
Θεσσαλονίκη, στα προσφυγικά της Κάτω
Τούμπας. Η κόρη του είχε μεγαλώσει και
είχε παντρευτεί. Είχε γνωρίσει τυχαία
σε μιαν επίσκεψη στην Πρόνοια της
Θεσσαλονίκης, κάποιον υπάλληλο, που
λόγο με το λόγο ξετυλίχτηκε ένα κουβάρι,
που αποκάλυψε την οικογένεια Παπάζογλου
από την Πάντερμα. Ο υπάλληλος ήταν ο
δεύτερος γιος της οικογένειας. Το έφερε
η κουβέντα ανάμεσα στον Κιρκόρ, έτσι
λεγόταν ο Αρμένης, και στον κυρ Χρήστο
Παπαδόπουλο, που ήταν υπάλληλος της
Πρόνοιας και μίλησαν για την προσφυγιά
Ρωμιών και Αρμεναίων από την Τουρκία.
Έκανε κουβέντα και για την μικρή του
αδελφή, κόρη ενός Εβραίου, που είχε
αλισβερίσι με τον πατέρα του στην
Πάντερμα. Όταν ζόρισαν τα πράγματα στην
Τουρκία με τους πολέμους και την απόβαση
του ελληνικού στρατού, είχε ακουστεί,
πως στην Θράκη, Έλληνες στρατιώτες
φέρνονταν άσκημα στους Εβραίους. Τότε,
ο Καλέβ από την Ερντέκ, που είχε χηρέψει,
έφερε ένα βράδυ το μωρουδέλι του στο
σπίτι τους στην Πάντερμα και με παρακάλια
ζήτησε να το κρατήσουν η μάνα και ο
πατέρας του, πράγμα που έγινε. Ο ίδιος,
ένιωθε πέρα ως πέρα αδύναμος να το
μεγαλώσει. Μες στην απελπισία που τον
τυραννούσε, είχε αποφασίσει να φύγει
απ’ την Τουρκία για την Παλαιστίνη.
Όταν ο Καλέβ άκουσε
όσα του εξιστόρησε ο Κιρκόρ ο φίλος του,
με βουρκωμένα μάτια ψέλλισε «μπαρούχ
χαΣεμ». Ρώτησε τον φίλο του πότε θα πάει
στην Ελλάδα, γιατί ήθελε να γράψει ένα
γράμμα για την κόρη του, να της ξετυλίξει
την αλήθεια. Ένιωθε πως ήταν χρέος του
κάτι τέτοιο, αφού δεν ήταν εύκολο, για
ένα σωρό λόγους να πάει ο ίδιος να τη
βρει στην πόλη που ζούσε. Η υγεία του
είχε κλονιστεί πολύ σοβαρά, μάλλον από
την μακροχρόνια θλίψη που τον βάραινε
κι ένα ταξίδι στην Ελλάδα ήταν έως
αδύνατο για έναν κιμπούτζνικο. Ήδη στο
κιμπούτς έκανε βοηθητικές δουλειές.
Ζήτησε μια άδεια που του δόθηκε και
περνούσε το χρόνο στη βιβλιοθήκη,
προσπαθώντας με φοβερό πείσμα να γράψει
το γράμμα στην κόρη του. Είχαν περάσει
περισσότερα από τριάντα τρία χρόνια,
από τότε που είχε γράψει τελευταία φορά
στα ελληνικά. Οι λέξεις πλημμύριζαν το
νου, ενώ εμπρός στα μάτια του χόρευαν
τα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου,
καθώς προσπαθούσε να εκφράσει σκέψεις,
νοήματα και προπάντων συναισθήματα στο
χαρτί.
Τελικά, το γράμμα
τελείωσε. Ο Καλέβ ιστορούσε στην κόρη
του, χωρίς περιττά λόγια, όλα εκείνα τα
περιστατικά που θα της αποκάλυπταν την
εβραϊκή ταυτότητά της. Της έγραψε για
την μάνα της και για το θάνατό της, αμέσως
μετά τη γέννησή της. Της μιλούσε με πολλή
τρυφερότητα για την αγάπη του για την
ίδια και για την μεγάλη θλίψη που τόσα
χρόνια δεν λέει να καταλαγιάσει, εξαιτίας
της υποταγής του στην ανάγκη να την
εμπιστευτεί στους υπέροχους ανθρώπους,
στον κυρ Γιώργη και στην κυρά Αγγελίνα,
μια και οι συνθήκες δεν του επέτρεψαν
να κρατήσει κοντά του την χαρά της
παρουσίας της στη ζωή του. Της έγραψε
για την απύθμενη ευγνωμοσύνη που έτρεφε
στην καρδιά του για το ζεύγος Παπάζογλου,
όπως ο ίδιος θα τους θυμόταν, για το ότι
ανέλαβαν να την μεγαλώσουν όπως τα άλλα
τους παιδιά, χωρίς διακρίσεις. Της
ζητούσε συγγνώμη, γιατί μπορεί με τούτο
το γράμμα να την αναστάτωνε, μα πίστευε
πως η γνώση της αλήθειας, όσο πικρή και
αν φαντάζει πολλές φορές, εντέλει είναι
λυτρωτική…. Της αποκάλυψε πως το όνομα
που της είχε δώσει ήταν Βούλα Χαβά,
εξηγώντας της τί σήμαινε. Τόνιζε χωρίς
περιστροφές, πως σε καμιά περίπτωση
δεν είχε την πρόθεση με όσα της αποκάλυπτε
να μειώσει την αγάπη και τον σεβασμό
της για τους γονείς που την ανέθρεψαν,
ούτε να προκαλέσει ρήγμα στις σχέσεις
της με την οικογένεια, που γνώρισε. Της
εξέφραζε τη βαθειά χαρά του, καθώς έμαθε
για την οικογένεια που έστησε με τον
σύζυγό της, λέγοντάς της πως την είχε
φυλαγμένη μέρα και νύχτα στις προσευχές
του. Της εξηγούσε γιατί του ήταν αδύνατο
να την επισκεφθεί στην Ελλάδα, ώστε να
την σφίξει στην αγκαλιά του και την
παρακαλούσε να δείξει όση κατανόηση
μπορούσε.
Ο Κιρκόρ έστειλε
μήνυμα στον Καλέβ, ότι θα έφευγε για την
Ελλάδα Γενάρη ή Φεβρουάριο του 1954. Στο
φάκελλο έκλεισε μαζί με το γράμμα ο
Καλέβ ένα όμορφο τριαντάφυλλο, που είχε
στο μεταξύ αποξηράνει και τον Δεκέμβριο
παρέδωσε το γραπτό μήνυμα για την κόρη
του.
Ήταν τέλη Μαρτίου
του 1954 όταν ο Κιρκόρ συνάντησε την Βούλα
στη Θεσσαλονίκη και της παρέδωσε το
γράμμα του πατέρα της, χωρίς να της πει
πολλά λόγια.
Όταν η Βούλα άνοιξε
το γράμμα, έμεινε έκθαμβη με το αποξηραμένο
τριαντάφυλλο που είχε την αίσθηση πως
μοσχοβολά. Στη συνέχεια άρχισε να
διαβάζει το αναπάντεχο γράμμα που της
έφερε ένας άγνωστος άνθρωπος, που σχεδόν
τίποτα δεν της είπε και φρόντισε να
εξαφανιστεί αμέσως, μη δίνοντας κανένα
στοιχείο, αν θα ήθελε να τον βρει… Το
μόνο που της είπε, καθώς της έδωσε τον
φάκελλο ήταν τούτο: Κοπέλα μου έχω ένα
φάκελλο για σένα. Τον φέρνω από μακρυά
και μάλλον είναι πολύτιμος. Τίποτε άλλο.
Σχεδόν από τις
πρώτες σειρές της επιστολής, οι λέξεις
ποτίζονταν με τα δάκρυα της Βούλας. Όταν
έφτασε στο τέλος, ένιωσε πως ο νους της
βυθίστηκε στην απόλυτη σιωπή και η
καρδιά της έγινε ένας σβώλος αίματος,
νιώθοντας χαρμολύπη, με όσα είχε μάθει.
Πέρασαν μέρες και
όσα έγραφε ο πατέρας της στο γράμμα που
είχε λάβει η Βούλα, ήταν πια ένα μυστικό,
που το έκρυψε μέσα της, πέρα ως πέρα
απρόσιτο από οποιονδήποτε. Ήταν το δικό
της πολύτιμο μυστικό. Τον μόνο Εβραίο
που γνώριζε ήταν ο σύζυγος μιας παιδικής
φίλης της, της Ανθούλας, που στην Κατοχή
είχε βαφτιστεί κι έτσι κατάφερε να
σωθεί. Με την πρώτη ευκαιρία τον ρώτησε
πόσο θα στοίχιζε ένα ταξίδι στο Ισραήλ.
Τα νέα δεν ήταν ευχάριστα. Οι πιο πολλοί
ταξίδευαν από τον Πειραιά με πλοίο για
τη Χάιφα και τα έξοδα μάλλον ξεπερνούσαν
τις δυνατότητες της Βούλας, που εξαρτιόταν
μονάχα από τον μικρό μισθό του άντρα
της. Το δεύτερο που προσπάθησε, ήταν να
μάθει νέα από τον πατέρα της. Μετά από
αγωνία και υπομονή, που κράτησε πολλούς
μήνες, τον Γενάρη του 1955 έμαθε, πως ο
Καλέβ Μιζιτράνο τον Οκτώβριο του 1954
είχε πεθάνει από καρκίνο και κείτονταν
στο κοιμητήριο του κιμπούτς, όπου είχε
ζήσει αφότου είχε φτάσει στο Έρετζ
Γισραέλ.
Η Βούλα είχε ένα
γιο έξι χρονώ και μια κορούλα ενός έτους.
Ως εθελόντρια του Ερυθρού Σταυρού είχε
πολλές γνωριμίες με γιατρούς του
Νοσοκομείου της Νάουσας και όποτε υπήρχε
ανάγκη πρόσφερε τις καλές της υπηρεσίες.
Χωρίς να το
πολυσυλλογιστεί απευθύνθηκε σε ένα
γνωστό χειρουργό και του είπε πως ο γιος
της είχε φίμωση και έπρεπε να του γίνει
περιτομή. Αυτό ήταν η πρόφαση. Η αιτία,
ήταν μια εσώτατη ώθηση να κάνει περιτομή
στο γιο της ώστε να είναι Εβραίος, όπως
ήταν η ίδια! Η περιτομή έγινε και ένιωθε
η Βούλα μια δροσιά στην καρδιά…. Το
επόμενο βήμα ήταν σ’ ένα ταξίδι της
στην Θεσσαλονίκη, να ζητήσει να συναντήσει
έναν Ραββίνο, πράγμα που έγινε χωρίς
δυσκολία. Του εκμυστηρεύτηκε τα όσα
είχε μάθει με το γράμμα του βιολογικού
πατέρα της και πως το εβραϊκό της όνομα
ήταν Βούλα Χαβά. Του είπε για την περιτομή
που έκανε στο γιο της και του ζήτησε να
του δώσει ένα εβραϊκό όνομα. Δεν την
ενδιέφεραν οι επισημότητες των νόμων.
Η εβραϊκή της ταυτότητα είχε να κάνει
με την συνείδηση και την καρδιά της. Ο
Ραββίνος την άκουσε με πολλή προσοχή
και έδειξε απόλυτο σεβασμό στα όσα του
εμπιστεύτηκε. Τη ρώτησε πώς λέγανε το
γιο της κι εκείνη απάντησε: Γιώργο. Ο
Ραββίνος λοιπόν έδωσε το όνομα Γιζρεέλ
στο μικρό αγόρι και εξήγησε στην Βούλα
Χαβά, πως τούτο το όνομα έχει την ίδια
σημασία με το όνομα ‘Γεώργιος’. Της
είχε πει, ότι είναι ένα βιβλικό όνομα,
ίσως όχι τόσο διαδεδομένο, και ότι ήταν
το όνομα που έδωσε στο γιο του ο προφήτης
Ωσηέ, μετά από καθοδήγηση του ίδιου του
Θεού.
Τον Ιούνιο του
1956 η Βούλα έλαβε ένα μικρό δεματάκι, που
της έδωσε ο Ραββίνος, που του είχε
εκμυστηρευτεί το μυστικό της. Το άνοιξε
με μεγάλη λαχτάρα. Ήταν ένα σύντομο
γράμμα στα γαλλικά, από τους υπεύθυνους
του κιμπούτς Ντεγκάνια Μπετ. Την
ενημέρωναν επίσημα για τον θάνατο του
πατέρα της, ο οποίος τους είχε μιλήσει
με το που είχε εγκατασταθεί στο κιμπούτς
για την ύπαρξή της. Εκτός απ’ το γράμμα,
υπήρχε ένα χρυσό κομψό δαχτυλίδι με
ρουμπίνι και της έγραφαν, πως σύμφωνα
με επιθυμία του πατέρα της έπρεπε να
φτάσει στα χέρια της, μιας και ανήκε
στην φυσική της μητέρα Ρόζα Μιζιτράνο.
Η συγκίνηση που ένιωσε η Βούλα ήταν
ανείπωτη. Η καρδιά της, από τη μια μεριά
είχε γίνει μια πληγή από την θλίψη της
απώλειας και συγχρόνως ανάλαφρη, σαν
λευκό περιστέρι.
Θυμήθηκε, που
ανέκαθεν ένιωθε μιαν ανεξήγητη έλξη
συμπάθειας για καθετί εβραϊκό, μολονότι
δεν είχε ούτε μια φίλη Εβραία. Όταν
πήγαινε στο Ωδείο, συχνά ξεκινούσε από
το σπίτι και διέσχιζε τα φτωχικά σπίτια,
μερικά ήταν ακόμα παραπήγματα, των
Εβραίων που είχαν στοιβαχτεί στο
συνοικισμό ‘151’ ώσπου να φτάσει στην
οδό Παπαναστασίου. Έβλεπε τα παιδάκια
που παίζανε ανέμελα μες στη χαρά τους,
τους γέροντες που κάθονταν έξω από τα
σπίτια και τις γερόντισσες που
κουτσομπόλευαν μεταξύ τους ώρες
ατέλειωτες. Χωρίς εξήγηση ένιωθε πως
της ήταν όλοι άνθρωποι οικείοι. Όταν
έφτανε στο δρόμο και πριν προχωρήσει
προς το Ρωσικό Νοσοκομείο, θυμήθηκε,
πως συχνά κοντοστεκόταν μπροστά από το
‘Μπικούρ Χολίμ’ και κάρφωνε το βλέμμα
της στο Μαγκέν Νταβίντ.
Η Βούλα σχεδόν
ποτέ δεν αποχωριζόταν το δαχτυλίδι της
μάνας της. Πορευόταν στη ζωή αγκαλιασμένη
σφιχτά με το μυστικό της. Δεν τολμούσε
να το μοιραστεί με κανέναν. Μονάχα
μισόλογα είχε πει κάποια φορά, στην καλή
της φίλη την Ανθούλα, που είχε παντρευτεί
τον Σαμ στην Κατοχή. Η Ανθούλα είχε
καταλάβει περισσότερα από όσα νόμιζε
η Βούλα και σεβόταν το μυστικό της, χωρίς
να κάνει σχόλια ή ερωτήσεις.
Η Βούλα αγαπούσε
και τα δυο παιδιά της. Μα στο γιο της
έδειχνε μια ιδιαίτερη τρυφερότητα·
ίσως ο ίδιος να το ένιωθε αυτό. Από την
άλλη, αυτή η τρυφερότητα, μπορεί να
οφειλόταν και στην πολλή δύσκολη
εγκυμοσύνη που είχε στο πρώτο της παιδί….
©ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΟΥΔΟΣ
Ιούλιος 2017