ΜΙΑ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ
ΚΑΙ ΛΙΓΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ...
Σκέφτηκα
πολύ πριν δημοσιοποιήσω τις σκέψεις
που ακολουθούν. Γνωρίζω, ότι θα προβληθούν
ενστάσεις και ίσως διατυπωθούν αντιρρήσεις
ως προς τις απόψεις μου.
Κατ’
αρχάς θα ήθελα να συστηθώ: Υπήρξα επί
τριάντα οκτώ περίπου χρόνια Δικηγόρος.
Διάλεξα την Δικηγορία γιατί το ήθελα
και όχι εξ ανάγκης. Απέφευγα συνειδητά
φιλίες με δικαστές, με εξαίρεση έναν
πρώην Πρόεδρο Εφετών Αθηνών και μια
εγκάρδια γνωριμία με έναν πρώην
Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που για
ένα διάστημα είχε εγκαταλείψει το
δικαστικό σώμα και εργάσθηκε ως
Συμβολαιογράφος, αλλά ευτυχώς, επανέκαμψε
και κατά τη γνώμη μου, τίμησε τον
εισαγγελικό κλάδο.
Δεν
είχα την ευκαιρία να γνωρίσω την κυρία
Τουλουπάκη ως εισαγγελική λειτουργό.
Αρκούμαι στο κατά τη γνώμη μου, θετικό
υπηρεσιακό βιογραφικό της.
Η
Διαφθορά στην Ελλάδα αποτελεί μέγιστο
πρόβλημα του δημόσιου βίου και όνειδος
για την Δημοκρατία μας. Οπότε, η σύσταση
Εισαγγελίας κατά της Διαφθοράς στη χώρα
ήταν κάτι αναγκαίο και επιβεβλημένο. Η
εμπλοκή της φαρμακοβιομηχανίας Novartis
σε σκάνδαλα διαφθοράς για την προώθηση
οικονομικών συμφερόντων της, σε διάφορες
χώρες, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.
Ανάμεσα στις παραπάνω χώρες είναι και
η Ελλάδα. Στην περίπτωση της χώρας μας,
υπήρχαν σοβαρές υπόνοιες εμπλοκής
πολιτικών στις έκνομες δραστηριότητες
της πολυεθνικής φαρμακοβιομηχανίας.
Πολύ
ορθά, στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της
η ελληνική Εισαγγελία κατά της Διαφθοράς,
με επικεφαλής την Αντεισαγγελέα Εφετών
Ελένη Τουλουπάκη διερευνούσε την
ελληνική εκδοχή του σκανδάλου Novartis,
προς κάθε κατεύθυνση. Υπουργός της
παρούσας κυβέρνησης, ο κ. Σπυρίδων-Άδωνις
Γεωργιάδης και αντιπρόεδρος του
κυβερνώντος κόμματος, ήταν μεταξύ των
πολιτικών προσώπων, που η Εισαγγελία
Διαφθοράς ερευνούσε την πιθανή εμπλοκή
του στο σκάνδαλο.
Μία
αναγκαία διευκρίνηση: Ο Σπυρίδων-Άδωνις
Γεωργιάδης, δεν
είναι ορθό να κριθεί ένοχος,
επειδή
έχει θεωρηθεί ύποπτος συμμετοχής
στο σκάνδαλο Novartis. Η διερεύνηση που
γίνεται από οποιαδήποτε αρμόδια αρχή
για τη συμμετοχή κάποιου προσώπου σε
άδικη πράξη, δεν καθιστά το πρόσωπο
ένοχο. Μια τέτοια αντίληψη, που δυστυχώς
συχνά προβάλλεται απαράδεκτα, από μέσα
ενημέρωσης, αποτελεί παραβίαση και
προσβολή του τεκμηρίου της αθωότητας,
που συντρέχει υπέρ και του πλέον τρομερού
εγκληματία, μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη
του (βλ. άρθρο 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ, ν. 4596/2019 άρθρο
5, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας άρθρο
72Α).
Η
αντίδραση Γεωργιάδη, όσον αφορά τις
έρευνες που τον αφορούν, είναι γνωστή.
Ο υπουργός Γεωργιάδης είχε στραφεί
προσωπικά, με εμπαθή και απαράδεκτο
τρόπο κατά της Αντεισαγγελέως Εφετών
Ελένης Τουλουπάκη, κατά τη διάρκεια
νόμιμης έρευνας της Εισαγγελίας κατά
της Διαφθοράς. Αυτή η ενέργεια ενός
μέλους του υπουργικού συμβουλίου, κατά
τη γνώμη μου, θα μείνει ως μελανό στοιχείο
για την δημόσια ζωή της χώρας, στα
πεπραγμένα της παρούσας κυβέρνησης.
Η
εισαγγελική λειτουργός Ελένη Τουλουπάκη,
είχε ενεργήσει στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων
της Εισαγγελικής Αρχής στην οποία ήταν
επικεφαλής. Υπήρξαν αντιδράσεις σε
βάρος της, ως προς ενέργειές της στην
υπόθεση Novartis και είναι γνωστό ότι έχει
ασκηθεί ποινική δίωξη σε βάρος της, με
σοβαρές κατηγορίες. Όπως ανέφερα πιο
πάνω, το τεκμήριο της αθωότητας συντρέχει
και υπέρ της Ελένης Τουλουπάκη. Αν τελικά
η υπόθεση φθάσει στο ακροατήριο θα
κριθούν πολλά πράγματα, που έχουν
εξαιρετικό ενδιαφέρον. Λ. χ. Θα κριθεί
κατά πόσο βάσιμο είναι το πόρισμα του
Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ευάγγελου
Ζαχαρή, που προκάλεσε την ποινική δίωξη
σε βάρος της Τουλουπάκη, σε αντιδιαστολή
με το πόρισμα του συναδέλφου του στον
Άρειο Πάγο Λάμπρου Σοφουλάκη, που
κατέληξε σε εντελώς διαφορετικό
συμπέρασμα ως προς τους χειρισμούς της
Ελένης Τουλουπάκη. Θα κριθεί, κατά πόσον
η αντίδραση του υπουργού Γεωργιάδη ήταν
ιδιοτελής, με κίνητρα πλήρους απαξίας
και ευτέλειοας ή όχι.... Γιατί ο δρόμος
μέχρι την, κατά τη γνώμη μου απίθανη
καταδίκη της κυρίας Ελένης Τουλουπάκη
και την απογύμνωσή της από το τεκμήριο
της αθωότητας θα είναι πάρα πολύ μακρύς
και εξαιρετικά θολός για τους κατηγόρους
της...
Σε
ανάρτηση του Ομίλου “Αριστόβουλος
Μάνεσης”, που φέρει την υπογραφή του
Γιώργου Σταυρόπουλου και αναφέρεται
στη Δικαιοσύνη και τη Δικτατορία της
21.04.21967 και στις δίκες των δικαστών στο
Συμβούλιο της Επικρατείας, γίνονται
ορισμένες ενδιαφέρουσες αναφορές, που
αξίζει να θυμόμαστε όλες και όλοι, που
έχουμε δραστηριοποιηθεί με αφορμή την
υπόθεση Ελένης Τουλουπάκη (βλ.
www.constitutionalism.gr).
Σε
δημοσίευμά του ο Γιώργος Σταυρόπουλος,
επίτιμος αντιπρόεδρος του Συμβουλίου
της Επικρατείας, αναφέρει και τα εξής:
“Η πολυτάραχη νεότερη ελληνική ιστορία
δεν μπορούσε να μην έχει τις αντανακλάσεις
της, διαχρονικά, στη λειτουργία της
Δικαιοσύνης. Οι
εκάστοτε ασκούντες την κυβερνητική
εξουσία δύσκολα ανέχονται, παρά τις
διακηρύξεις τους, μια πλήρως
ανεξάρτητη δικαστική λειτουργία,
ακόμα και σε περιόδους ομαλής λειτουργίας
του δημοκρατικού πολιτεύματος” (βλ.
www.constitutionalism.gr/ Δικαιοσύνη και Δικτατορία
της 21.04.1967).
Η υπόθεση Τουλουπάκη,
κατά τη γνώμη μου, αποτελεί διωγμό
δικαστικού λειτουργού, με περιτύλιγμα
το ποινικό δίκαιο και τις προβλέψεις
του, ενώ στην πίσω μεριά του σκηνικού,
ζέχνει η βρώμα της καμαρίλας πολιτικών
γραφείων!
Η υπόθεση Τουλουπάκη,
σε περίοδο που στην Ελλάδα δεν έχουμε
κατάργηση ή αναστολή λειτουργίας του
δημοκρατικού πολιτεύματος, όπως είχε
συμβεί επί στρατιωτικής δικτατορίας
με παροιμιώδεις διώξεις κατά δικαστών,
θα πρέπει να μας προβληματίσει για τους
εξής, κατά τη γνώμη μου λόγους:
1) Ενώ το Σύνταγμα
προβλέπει την διάρθρωση της εξουσίας
του κράτους σε τρεις λειτουργίες,
ανεξάρτητες μεταξύ τους, τελικά η
δικαστική λειτουργία, στερείται πλήρους
ανεξαρτησίας!
2) Η διάταξη του
άρθρου 90 παράγραφος 5 του Συντάγματος,
προβλέπει ότι η ηγεσία των ανωτάτων
δικαστηρίων του κράτους, (πρόεδρος και
αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της
Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του
Ελεγκτικού Συνεδρίου), όπως και ο
εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ο γενικός
επίτροπος του Ελεγκτικού Συνεδρίου και
ο γενικός επίτροπος των διοικητικών
δικαστηρίων, επιλέγονται από την
κυβέρνηση. Οι προβλέψεις της παραπάνω
διάταξης του Συντάγματος, αποτελούν
σημείο που με σαφήνεια υπάρχει περιορισμός
της ανεξαρτησίας της δικαστικής
λειτουργίας.
3) Κυρίως δικαστικοί
λειτουργοί και δικηγόροι γνωρίζουν,
ότι στην πράξη, ο Υπουργός Δικαιοσύνης,
με τους διάφορους μηχανισμούς του
Υπουργείου, έχει την ευχέρεια να
παρεμβαίνει, ιεροκρυφίως, σε ποικίλα
ζητήματα που αφορούν τους δικαστικούς
λειτουργούς, ιδίως σε θέματα τοποθέτησης
και μεταθέσεων ή προαγωγής, ακόμα και
εξόδου από το δικαστικό σώμα, σε ακραίες
περιπτώσεις.
4) Έχω την πεποίθηση,
ότι η Εθνική
Σχολή Δικαστικών Λειτουργών πρέπει
να αλλάξει ριζικά. Οι υποψήφιοι δικαστικοί
λειτουργοί, πρέπει να ανήκουν στην
κατηγορία των Νομικών Επιστημόνων, που
πιστεύουν στον θεσμό της Δικαιοσύνης,
ως θεμέλιο μιας δημοκρατικής πολιτείας
και που διακατέχονται από έναν ρομαντισμό.
Ένας αξιοπρεπής και μάλλον οικονομικά
αρκετά πρόσφορος βιοπορισμός δεν μπορεί
να αποτελεί το κίνητρο για να γίνει
κάποιος ή κάποια δικαστής ή εισαγγελέας.
Η προϋπόθεση
εισόδου στο Δικαστικό Σώμα πρέπει να
αποτελεί μόνον η πραγματική άσκηση
δικηγορίας, τουλάχιστον επί οκτώ με
δέκα χρόνια!
Η δοκιμασία των
υποψήφιων δικαστικών λειτουργών, δεν
πρέπει να είναι εξετάσεις ελέγχου
γνώσεων που απομνημονεύονται ή μπορεί
να γίνει προετοιμασία σε φροντιστήρια,
όπως συμβαίνει σήμερα. Η δοκιμασία κατά
τη γνώμη μου, πρέπει να στοχεύει στην
εξακρίβωση ύπαρξης ή όχι κοινωνικής
πείρας και κοινωνικής ευαισθησίας,
ευρυμάθειας, πέραν της νομικής επιστήμης
και προπάντων διερεύνησης του προσωπικού
και επαγγελματικού ήθους των υποψηφίων!
Οι υποψήφιοι
δικαστικοί λειτουργοί, που επιτυγχάνουν
την είσοδό τους στη Σχολή Δικαστών,
τυπικά είναι δικηγόροι, δηλαδή έχουν
κάνει εγγραφή σε κάποιον Δικηγορικό
Σύλλογο, αλλά το ποσοστό εκείνων που
έχουν ασκήσει πραγματική δικηγορία δεν
είναι μεγάλο.
Η Σχολή Δικαστών
είναι μια παραγωγική σχολή του Υπουργείου
Δικαιοσύνης κι αυτό νομίζω πως δεν
πρέπει να είναι ανεκτό. Η προετοιμασία
των υποψήφιων δικαστών και εισαγγελέων, σε ένα ελεγχόμενο
περιβάλλον, όπως είναι η Σχολή Δικαστών,
έχει ως συνέπεια το φαινόμενο, νέοι στην
ηλικία αλλά και υπηρεσιακά δικαστές
και εισαγγελείς αμφοτέρων των φύλων,
να φέρονται πολύ συχνά, γενικά και
ειδικότερα από έδρας, με περισσήν
αμετροέπεια απέναντι στους Δικηγόρους!
5) Η Σχολή Δικαστικών
Λειτουργών, μπορεί να είναι ένα εξαιρετικά
χρήσιμο ινστιτούτο, συνεχούς και διά
βίου επιμόρφωσης των δικαστικών
λειτουργών, ενημέρωσής τους σε θέματα
αιχμής του κοινωνικού βίου και ως
εκδοτικός οργανισμός ειδικών ενημερωτικών
εγχειριδίων για δικαστές και εισαγγελείς.
Σε μια εποχή που η ελληνική κοινωνία
εμπλουτίζεται με μετανάστες και
πρόσφυγες, που επιλέγουν τη χώρα ως
δεύτερη πατρίδα τους, όντας φορείς
διαφορετικής κουλτούρας, οι δικαστικοί
λειτουργοί οφείλουν να είναι ενήμεροι
και προετοιμασμένοι να αντιμετωπίσουν
βιοτικές σχέσεις, με διαφορετικό
υπόβαθρο, από κάθε πλευρά.
Ζητώ συγγνώμη για
την μακρηγορία μου, αλλά ήδη έφτασα στο
διά ταύτα.
Η υπόθεση της
Αντεισαγγελέως Εφετών κυρίας Ελένης
Τουλουπάκη, με τον διωγμό που έχει
υποστεί και ουσιαστικά την αδυναμία,
που της έχει επιβληθεί, να ολοκληρώσει
την έρευνα για το σκάνδαλο Novartis στη χώρα
μας, σε όλες του τις πτυχές και ιδίως ως
προς το σκέλος της συμμετοχής ή όχι
πολιτικών προσώπων σε τούτο, έχει
ευαισθητοποιήσει μια αξιοσέβαστη μερίδα
πολιτών. Άλλους πάλι, προσηλωμένους
στην περιφρούρηση κομματικών επιλογών,
τους έχει καταστήσει, δίχως κρίση και
αιδώ, δημόσιους κατηγόρους κατά της
κυρίας Τουλουπάκη. Αυτή η ευαισθητοποίηση
όμως, δεν θα πρέπει να εγκλωβίσει τον
ενδιαφέρον μας αποκλειστικά στην
περίπτωση της
κυρίας Ελένης
Τουλουπάκη, αλλά να αποτελέσει
αιτία, για να
κοιτάξουμε τα προβλήματα της δικαστικής
λειτουργίας κατά πρόσωπο, ως
ένα πρόβλημα της πατρίδας.
Διότι. η
ανεξαρτησία της δικαστικής λειτουργίας,
αποτελεί εγγύηση λειτουργίας της
δημοκρατικής πολιτείας και πυρήνα των
θεσμών του
κράτους δικαίου. Ενώ,
από την άλλη μεριά η διαφθορά, με
πρωταγωνιστές συχνά πολιτικά πρόσωπα,
αποτελεί όνειδος και απόδειξη μια
φθαρμένης και χωλής πολιτείας.
ΓΙΩΡΓΟΣ Α. ΔΟΥΔΟΣ
ΝΟΜΙΚΟΣ
22/02/2021