Στα Βαλκάνια, όπου ζούμε οι Έλληνες, μιας και η χώρα μας βρίσκεται εδώ και όχι στον Αρκτικό Κύκλο, ούτε σε κάποιο νησιωτικό σύμπλεγμα του Νότιου Ειρηνικού, φαίνεται πως σημαντικές μάζες των πληθυσμών τους αρνούνται να δουν κατάματα την αλήθεια! Βαυκαλίζονται με φαντασιώσεις του παρελθόντος, συχνά κατασκευασμένες και εντελώς ασύμβατες προς την ιστορική αλήθεια. Αναθρεμμένοι με γελοία παραμύθια, ακατάλληλα ακόμα και για να κοιμίζουν μικρά παιδιά, γιατί η εμμονή σε τούτα τα παραμύθια έχει προκαλέσει περισσότερες από μια φορά εκατόμβες αθώων θυμάτων. Αλλιώς το αίμα των νεκρών της Σρεμπρένιτσα, δεν θα σημάδευε τραγικά τις μέρες μας, όπως δυστυχώς συμβαίνει, ούτε οι ομαδικοί τάφοι στο Κόσσοβο θα ήταν ακόμα νωποί! Μέχρι πριν λίγο παρέμενε ελεύθερος ο στρατηγός Μλάντιτς, υπόλογος για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και τον καταζητούσε το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης. Κάποιοι, τόσον καιρό που τον θεωρούσαν ήρωα τον έκρυβαν με ασφάλεια, ενώ τα δάκρυα όσων επέζησαν από τον καταστροφικό πόλεμο στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη υγραίνουν ακόμα τις παρειές….
Ας το παραδεχτούμε, πολλοί Βαλκάνιοι έχουμε τυφλώσει τις συνειδήσεις μας μπροστά στην Αλήθεια! Δεν είμαστε λίγοι εκείνοι που προτιμούμε το ψέμμα που διεγείρει τη βαρβαρότητα, συντηρεί τον φανατισμό και τις προκαταλήψεις, που δεν δικαιολογούνται πλέον. Οι πληγές από πολέμους, από εμφύλιους σπαραγμούς, από μαζικούς διωγμούς και εθνοκαθάρσεις, από βίαιες ανταλλαγές πληθυσμών, πολλούς, αντί να αυξήσουν την ανθρωπιά μας και να μας κάνουν περισσότερο σοφούς σε κατανόηση, μας κρατούν καθηλωμένους στις αγκυλώσεις που προκαλούν οι φυλετικές και θρησκευτικές διακρίσεις και ο σκοτισμός των συνειδήσεων από τον εθνικισμό!
Στον τόπο μας τα τελευταία χρόνια πολύς λόγος γίνεται για την «γενοκτονία» των Ποντίων από τους Τούρκους. Υπό την πίεση εθνικιστικού προσανατολισμού ποντιακών σωματείων κυρίως το ελληνικό κράτος εμπλούτισε τη νομοθεσία του με το νόμο 2645/1998 που έχει τίτλο «Καθιέρωση της 14ης Σεπτεμβρίου ως ημέρας εθνικής μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το Τουρκικό Κράτος».
Στο εθνικό, αλλά και στο διεθνές ποινικό δίκαιο ισχύει μία σημαντική αρχή που απαγορεύει την αναδρομική ισχύ ποινικών νομικών διατάξεων και την συνακόλουθη επιβολή ποινών για πράξεις που κατά το χρόνο εκτέλεσής τους δεν θεωρούνταν ποινικά αδικήματα. Πρόκειται για την αρχή ‘nullum crimen, nulla poena sine praevia lege’ (κανένα έγκλημα, καμιά ποινή χωρίς προηγούμενο νόμο), που ενώ καθιερώθηκε για πρώτη φορά σε γραπτό κείμενο στη Γαλλική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (1789), υιοθετήθηκε από το Αμερικανικό Σύνταγμα (1789), από τον Βαυαρικό Ποινικό Κώδικα του 1813. Αποτελεί μια νομική αρχή που βάζει φραγμό στην κρατική αυθαιρεσία, μιας και τα κράτη πάντοτε ήταν οι φορείς της ποινικής καταστολής. Σηματοδοτεί θετικά την εξέλιξη του πολιτισμού στον πλανήτη μας και ήδη αποτελεί δεσμευτικό κανόνα του Διεθνούς Ποινικού Δικαίου (άρθρα 22 και 23 του Καταστατικού της Ρώμης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου). Μετά την φρίκη που προκάλεσε στις συνειδήσεις της σύνολης ανθρωπότητας το Ολοκαύτωμα που προκάλεσαν οι Ναζί σε βάρος των Ισραηλιτών, των Ρομά κ. ά., η Διεθνής Κοινότητα μέσω του Ο.Η.Ε. κατάρτισε την από 9.12.1948 Σύμβαση για την πρόληψη και την καταστολή του εγκλήματος της γενοκτονίας, που κυρώθηκε από την χώρα μας με το νομοθετικού διατάγματος 3091/1954. Με τη σύμβαση αυτή τυποποιείται, δηλαδή περιγράφονται οι όροι τέλεσης του εγκλήματος της γενοκτονίας, με τρόπο αυστηρό και περιορισμένο.
Υπάρχει και μια άλλη βασική αρχή στο ποινικό δίκαιο. Παραβάτες των ποινικών νόμων μπορεί να είναι μόνο φυσικά πρόσωπα. Κράτη, εταιρίες, οργανισμοί και άλλων μορφών νομικά πρόσωπα, που υπάρχουν είτε σύμφωνα με την εσωτερική νομοθεσία των κρατών, είτε σύμφωνα με το Διεθνές Δημόσιο Δίκαιο δεν είναι δυνατό να είναι υπόλογα για οποιοδήποτε έγκλημα. Επίσης, οι εγκληματίες που πεθαίνουν πριν καταδικαστούν από αρμόδιο δικαστήριο εγκαταλείπονται μόνο στη θεία κρίση και η ανθρώπινη δικαιοσύνη παύει να ενδιαφέρεται για την απαξιωτική συμπεριφορά τους, ακόμα αν κατηγορούνταν για τα πιο φοβερά εγκλήματα! Η προηγούμενη αρχή υιοθετείται και από την Σύμβαση του Ο.Η.Ε. για το έγκλημα της γενοκτονίας.
Ο νόμος 2645/1998 του ελληνικού κράτους που καθιερώνει ημέρα μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το Τουρκικό Κράτος είναι ένας νόμος δίχως καμιά αξία, από νομικής απόψεως. Πρόκειται για μια «πολιτική πράξη» της Βουλής των Ελλήνων που δυστυχώς καταχρηστικά έλαβε τον μανδύα νόμου. Θα μπορούσε το εθνικό μας κοινοβούλιο, αν πλειοψηφικά είχαν αποδεχθεί τα μέλη του, πως οι Έλληνες στη Μικρά Ασία υπέστησαν διωγμούς, που υπό τις παρούσες συνθήκες εμφανίζουν τη μορφή γενοκτονικού διωγμού, να περιορισθούν σε ένα ψήφισμα. Θα ήταν αρκετό κάτι τέτοιο….
Ένας νόμος που θεωρεί εγκληματία ένα κράτος, στην προκειμένη περίπτωση το τουρκικό, είναι νόμος ανυπόστατος, για λόγους που προανέφερα. Ένας νόμος που αποδίδει τέλεση ενός εγκλήματος σε χρόνο, που δεν είχε περιγραφεί τούτο το έγκλημα, την περίοδο 1914 – 1922 που τοποθετούνται οι διωγμοί των Ελλήνων στην τότε Οθωμανική Τουρκία, δεν υπήρχε το ποινικό αδίκημα της γενοκτονίας, είτε στο ελληνικό ποινικό, είτε στο διεθνές ποινικό δίκαιο.
Το ό,τι κατά την έκρηξη του τουρκικού εθνικισμού, όταν οι Νεότουρκοι ανέλαβαν τα ηνία του οθωμανικού κράτους στα πρόθυρα της κατάρρευσής του οι χριστιανικές μειονότητες και κυρίως Αρμένιοι και Έλληνες υπέστησαν εκτεταμένους διωγμούς είναι γεγονός. Το να αναγάγουμε όμως αυτή την πολιτική συνολικά σε σκόπιμη γενοκτονία εκ μέρους των τότε αρχών του τουρκικού κράτους, η νηφάλια μελέτη των γεγονότων της ιστορίας, δεν μπορεί να συνηγορήσει υπέρ αυτής της άποψης. Άλλωστε την ίδια περίοδο συγκεκριμένες ενέργειες είτε μερίδας Ελλήνων του Πόντου, είτε Αρμενίων της περιοχής Βαν πρόσφεραν την αφορμή στις τουρκικές αρχές για να αναλάβουν τα σκληρά μέτρα των διοικητικών διωγμών, που ιδίως στην περίπτωση των Αρμενίων οδήγησαν στην εξόντωση 1.500.000 ανθρώπων!
Οι ερευνητές του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών Σταύρος Ανεστίδης, Ματούλα Κουρουπού και Ιωάννα Πετροπούλου αναφερόμενοι στα γεγονότα που συνθέτουν τη ‘Μικρασιατική καταστροφή’ δεν θεωρούν ότι μπορεί να γίνει χρήση του όρου "γενοκτονία" σε επιστημονικό επίπεδο (Εφημερίδα ‘Η Αυγή’ της 18.02.2001). Επίσης, με βάση τα ιστορικά δεδομένα διακεκριμένοι επιστήμονες, όπως ο Αλ. Ηρακλείδης (εφημερίδα ‘Τα Νέα’ της 08.03.2001) και ο καθηγητής του Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Αντώνης Μπρεδήμας ("Ήταν η μικρασιατική καταστροφή γενοκτονία;", εφημερίδα ‘Η Αυγή’ της 18.02.2001) τοποθετούνται κατά της χρήσης του όρου γενοκτονία από το νόμο 2645/1998. Οι ίδιοι οι πρόσφυγες, επί τόσες δεκαετίες, περιγράφοντας τα γεγονότα που κατέληξαν στην βίαιη απομάκρυνσή τους από τις πατρίδες τους κάνουν λόγο για καταστροφή. Ο όρος καταστροφή, όσον αφορά τα γεγονότα που αναφερόμαστε, ανταποκρίνεται με μεγαλύτερη ακρίβεια στην τραγωδία του Μικρασιατικού Ελληνισμού, περιγράφοντας από τη μια μεριά τις ευθύνες των Τούρκων δεν παραγνωρίζει τις σοβαρές ευθύνες της ελληνικής πλευράς.
Η Ελλάδα και η Τουρκία είναι γειτονικές χώρες και τούτο δεν μπορεί να αλλάξει παρά μόνον αν επέλθει μια κοσμική καταστροφή που θα φέρει τα πάνω κάτω στην επιφάνεια του πλανήτη Γη, ώστε η Τουρκία να γειτονεύει με την Κορέα και η Ελλάδα να βρίσκεται πλάι στην Αργεντινή….
Αν αναλογιστούμε ότι μετά τη μάχη του Ματζικέρτ (Αύγουστος 1071 μ.Χ.) αρχίζει στη Μικρά Ασία η συμβίωση Τούρκων και Ρωμιών, που ουσιαστικά δεν έπαυσε ποτέ από τότε και ότι το μεγάλο πλήθος των Ελλήνων της Βαλκανικής από τον 14ο αιώνα ως και τον 20ο ζούσε υπό οθωμανική διακυβέρνηση, δεν πρέπει να εκπλήττεται για την πολιτισμική ώσμωση που έχει επέλθει μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Παρά τη διαφορά γλώσσας και θρησκείας, τα κοινά σημεία που καταδεικνύουν τις αμοιβαίες επιρροές στην καθημερινότητα των δύο λαών είναι ορατά στον απαιτητικό παρατηρητή. Η λαϊκή θρησκευτικότητα Τούρκων Μουσουλμάνων και Ελλήνων Χριστιανών Ορθοδόξων έχει τόσα πολλά κοινά στοιχεία, που αν οι θεολόγοι και των δύο πλευρών έκαναν τον κόπο να τα αναζητήσουν, να τα ανακαλύψουν και να τα αναδείξουν θα πρόσφεραν πάρα πολλές θετικές υπηρεσίες τόσο στην επιστήμη της συγκριτικής Θρησκειολογίας, όσο και στην προώθηση της διαθρησκειακής κατανόησης και του διαλόγου μεταξύ Ανατολικού Χριστιανισμού και Ισλάμ!
Μετά την εφαρμογή του Συμφώνου για την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας (30.01.1923), που ενσωματώθηκε στη Συνθήκη της Λοζάνης, όπως είναι γνωστό μεγάλος αριθμός προσφύγων από τον Πόντο εγκαταστάθηκε στη Μακεδονία. Η τότε κυβέρνηση με την ενέργειά της αυτή επιχείρησε να επιτύχει αλλοίωση του πληθυσμού της Μακεδονίας, όπου το σλαβομακεδονικό ή σλαβόφωνο στοιχείο είχε ισχυρή παρουσία με τελικό στόχο της «εθνοκάθαρση» της περιοχής από τους «εθνικά ύποπτους» ντόπιους Μακεδόνες. Η κρατική προπαγάνδα άρχισε να βομβαρδίζει τους Πόντιους πρόσφυγες με το μύθευμα, πως αυτοί είναι «καθαροί Έλληνες» ενώ οι άλλοι, δηλαδή οι ντόπιοι Μακεδόνες που μιλούσαν τη σλαβική μακεδονική γλώσσα αποτελούσαν πρόβλημα για τα εθνικά συμφέροντα. Δυστυχώς υπάρχουν κύκλοι Ποντίων που συνειδητά, σκόπιμα ή ασυνείδητα «μασουλούν» ως τις μέρες μας τη μαστίχα της «εθνικής τους καθαρότητας» έναντι των υπολοίπων Ελλήνων και δεν αντιλαμβάνονται, παρά την ευφυΐα που συνήθως τους διακρίνει, ότι η φυλετική καθαρότητα δεν αφορά το ανθρώπινο είδος, αλλά τα παράγωγα «ιπποφορβείων» και «κυνοτροφείων»!
Στα πλαίσια αυτού του συλλογικού συμπλέγματος ανωτερότητας (δηλαδή συλλογικής νεύρωσης), που χαρακτηρίζει δυστυχώς πολλούς Ποντίους. Προκειμένου να τονισθεί, τουλάχιστον έτσι έχει εκληφθεί, η υποτιθέμενη διακεκριμένη «καθαρή ελληνικότητα» των Ποντίων έναντι των υπολοίπων Ελλήνων εφευρέθηκαν πολλοί μύθοι, μεταξύ των οποίων προβλήθηκε ιδιαίτερα η δήθεν γενοκτονία τους. Λέω δήθεν, γιατί άλλο οι διωγμοί που υπέστησαν και άλλο η γενοκτονία, που ευτυχώς δεν συνέβη σε βάρος του ποντιακού ελληνισμού. Προσωπικά, από την πλευρά της μητέρας, κατάγομαι από την Πάντερμα. Τιμώ βιωματικά τους Μικρασιάτες πρόσφυγες και γνωρίζω πως το ποτήρι του ξεριζωμού τους υπήρξε πολύ πολύ πικρό. Αλλά διόλου δεν συμφωνώ όταν ακούω Ποντίους να καυχώνται για τη δήθεν φυλετική καθαρότητά τους. Ένας τέτοιος ισχυρισμός, εκτός από κίβδηλος είναι έντονα υποτιμητικός για τους άλλους Έλληνες, που τυχαίνει να μην αρέσκονται στους ήχους του kemence, ούτε χορεύουν ‘κότσαρι’ ή αγνοούν το τραγούδι ‘της Τρίχας το γεφύριν’….
Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία του καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Γ. Σωτηριάδη (G. Sotiriadis, An ethnological map illustrating Hellenism in the Balkan Peninsula and Asia Minor, London 1918, Edward Stanford Ltd), τα οποία είχε χρησιμοποιήσει ο Ελευθέριος Βενιζέλος στις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν τη λήξη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, η κατανομή των Ελλήνων στα τρία βιλαέτια του Πόντου εμφανίζει τα εξής στοιχεία: Στο βιλαέτι της Τραπεζούντας το 1912 κατοικούσαν 947.866 Τούρκοι, 353.533 Έλληνες και 50.000 Αρμένιοι. Οι Έλληνες Πόντιοι ανέρχονταν σε ποσοστό 25,9% του συνολικού πληθυσμού. Στο βιλαέτι της Σεβάστειας (Σίβας) επί συνολικού πληθυσμού 1.109.535 κατοίκων οι Έλληνες Πόντιοι ανέρχονταν σε 99.367 άτομα, αποτελώντας μια μειονότητα σε ποσοστό 8,9% του συνολικού πληθυσμού. Στο τρίτο βιλαέτι του Πόντου, δηλαδή στο βιλαέτι της Κασταμονής, οι Έλληνες Πόντιοι ανέρχονταν μόνο στο 2,5% του συνολικού πληθυσμού αποτελώντας ασήμαντη μειονότητα. Σύμφωνα με τους Πόντιους εθνικιστές οι Τούρκοι εξόντωσαν μέχρι το 1924 περίπου 350.000 Έλληνες Πόντιους. Αν λάβουμε υπόψη τα στοιχεία που αποδεχόταν εκείνη την εποχή η κυβέρνηση Βενιζέλου, οι Έλληνες των βιλαετίων της Τραπεζούντας και της Σεβάστειας ανέρχονταν σε 452.900 άτομα, στους οποίους πρέπει να προστεθούν και οι λίγες χιλιάδες κατοίκων Ελλήνων του βιλαετίου της Κασταμονής. Αν πράγματι είχε συμβεί γενοκτονία στον Ποντιακό Ελληνισμό στο ύψος που προσδιορίζουν οι εθνικιστικοί ποντιακοί κύκλοι, τότε στην Ελλάδα έπρεπε να φθάσουν μόνον 100.000 ψυχές Ποντίων προσφύγων. Ο Οδ. Λαμψίδης («Η ‘’ανάκλησις’’ εις τους πρόσφυγας Έλληνας του Πόντου και αι επιπτώσεις αυτής δια την έρευνα της ποντιακής διαλέκτου», Αρχείον Πόντου, τόμ. 29, Αθήνα, 1989, σελ. 3) υπολογίζει ότι από το 1.500.000 των προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης, οι Πόντιοι ανέρχονται σε 400.000, προερχόμενοι από τον Πόντο, τον Καύκασο και τη νότια Ρωσία.
Η καταστροφή του μικρασιατικού ελληνισμού δεν οφείλεται μόνο στους διωγμούς των Τούρκων, αλλά και σε συγκεκριμένες πρωτοβουλίες των ελληνικών κυβερνήσεων της εποχής. Λόγου χάρη τον Ιούλιο του 1922 ψηφίσθηκε ο νόμος 2670/1922, με τις υπογραφές του βασιλέα Κωνσταντίνου, του Γούναρη και του Ρούφου, με τον οποίο απαγορεύτηκε στον ελληνικό πληθυσμό της Μικράς Ασίας να αποχωρήσει από την περιοχή, ενώ ήδη είχε αποφασισθεί η εκκένωση της Μικράς Ασίας από το ελληνικό στρατό. Την ίδια περίοδο η κυβέρνηση των Αθηνών με τηλεγράφημα προς τον Ύπατο Αρμοστή της Σμύρνης Αριστείδη Στεργιάδη, του ζητά να μην επιτρέψει στους Έλληνες της Ιωνίας να φύγουν για την Ελλάδα. Ο Γρηγόρης Δαφνής (Η Ελλάς μεταξύ των δύο πολέμων, β’ έκδ., τόμ. Α’, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα,1974, σελ. 16) έχει διασώσει το εξής περιστατικό: «Λίγο πριν την αναχώρηση από τη Σμύρνη των ελληνικών υπηρεσιών και ενώ το μέτωπο είχε σπάσει, ο νεαρός πολιτικός Γεώργιος Παπανδρέου ενημερώνεται από τον Στεργιάδη για την επερχόμενη καταστροφή. Στην ερώτηση του Παπανδρέου ‘γιατί δεν ειδοποιείται τον κόσμο να φύγει;’, ο Στεργιάδης απαντά: ‘Καλύτερα να μείνουν εδώ να τους σφάξει ο Κεμάλ γιατί αν πάνε στην Αθήνα θα ανατρέψουν τα πάντα’».
Επομένως, η καταστροφή των Μικρασιατικού Ελληνισμού, δεν οφείλεται σε γενοκτονία που έκαναν οι Τούρκοι, ούτε μόνο στους διωγμούς που εξαπέλυσαν κυρίως κατά τον Ποντίων Ελλήνων οι τουρκικές αρχές. Σημαντικότατη ευθύνη έχουν οι Έλληνες πολιτικοί εκείνης της περιόδου, που με ποικίλους τρόπους προκάλεσαν τη μικρασιατική καταστροφή.
Δεν υποστηρίζω την εθνική λήθη, αλλά συνηγορώ υπέρ της εθνικής σοβαρότητας. Η ιστορική μνήμη τόσο για τους Έλληνες, όσο και για τους Τούρκους θα πρέπει να είναι ενεργής. Όχι για να αναμοχλεύονται τα πάθη και οι προκαταλήψεις, αλλά για να αποφύγουμε όμοια ή παρόμοια εγκληματικά λάθη σε βάρος των σύγχρονων Ελλήνων και Τούρκων αντίστοιχα, κατά τις μεταξύ μας σχέσεις. Η εθνική μνήμη δεν συντηρείται με νομοθετήματα του κράτους! Και αν επιθυμούμε να δημιουργηθούν αυθεντικά φιλικές σχέσεις μεταξύ των κρατών της Ελλάδος και της Τουρκίας, κάτι που η πλειοψηφία και των δύο λαών είναι βέβαιο πως ποθεί, τότε έχουμε υποχρέωση, όπως παρόμοια υποχρέωση έχουν και από την άλλη πλευρά του Έβρου και του Αιγαίου, να αποφεύγουμε να συντηρούμε αφελείς και ανυπόστατους μύθους, που ικανοποιούν μόνον εκείνους που φοβούνται την αλήθεια της ιστορίας και προτιμούν το ψέμμα της προπαγάνδας!
Σημείωση: Τούτο το άρθρο γράφτηκε για το τουρκοελληνόφωνο περιοδικό "Azınlıkça", που εκδίδεται στην Κομοτηνή.
No comments:
Post a Comment