Powered By Blogger

Thursday, March 14, 2013

Ο ΜΟΥΦΤΗΣ ΩΣ ΦΟΡΕΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ




          Η οργάνωση των σύγχρονων δημοκρατικών κρατών στην Ευρώπη και στο Δυτικό Κόσμο γενικότερα οφείλει πολλά στον Γάλλο φιλόσοφο και Δαφωτιστή Μοντεσκιέ  (Montesquieu). Σημαντικότατη η συνεισφορά του Μοντεσκιέ στη διάκριση των εξουσιών ή λειτουργιών του κράτους σε μια Δημοκρατία. Η νομοθετική λειτουργία που νομοθετεί δεν δεσμεύεται από την κυβέρνηση, που είναι φορέας της εκτελεστικής λειτουργίας, με αρμοδιότητες σχεδιασμού της κρατικής πολιτικής, σύμφωνα με τις νομοθετικές πρωτοβουλίες της βουλής. Τέλος υπάρχει η δικαστική λειτουργία, ανεξάρτητη τόσο από την κυβέρνηση όσο και από τη βουλή, ώστε να είναι σε θέση να ελέγχει τους πάντες και να εποπτεύει την ορθή εφαρμογή της νομοθεσίας του κράτους. Φορείς της δικαστικής εξουσίας είναι οι δικαστικοί λειτουργοί όλων των δικαστηρίων που υπάρχουν στην Ελλάδα (διοικητικά δικαστήρια, από το Συμβούλιο της Επικρατείας, ως τα διοικητικά εφετεία και πρωτοδικεία,  τακτικά πολιτικά και ποινικά δικαστήρια, από τον Άρειο Πάγο ως το Ειρηνοδικείο και το Πταισματοδικείο του πιο απομακρυσμένου νησιού του Αιγαίου, το Ελεγκτικό Συνέδριο που ελέγχει τη χρηστή διαχείριση των δημόσιων οικονομικών). Εκτός από τα κοινά δικαστήρια του κράτους, που είναι όσα λέγονται και τακτικά δικαστήρια και τα ανέφερα πιο πάνω, υπάρχουν οι Εισαγγελικές Αρχές, η Γενική Επιτροπεία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, αλλά και τα Στρατοδικεία, Ναυτοδικεία και Αεροδικεία με τις αντίστοιχες εισαγγελίες τους. Στην Ελλάδα φορέας της δικαστικής εξουσίας της πολιτείας είναι και ο Μουσουλμάνος Μουφτής, που έχει και την ιδιότητα του Ιεροδίκη.
          Ιεροδικεία με αρμοδιότητα να επιλαμβάνονται υποθέσεων που ρυθμίζονται από τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο (Σαρία) εδρεύουν στην Κομοτηνή, στην Ξάνθη και στο Διδυμότειχο, όπου λειτουργούν οι τρεις Μουφτείες του κράτους.  
Ο Ιερός Μουσουλμανικός Νόμος, εμπλουτίζει την ελληνική έννομη τάξη κατ’ αρχάς ήδη από της Συμβάσεως της Κωνσταντινουπόλεως του 1881 μεταξύ Ελλάδος και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που κυρώθηκε με το νόμο ΠΛΖ΄/1882. Περαιτέρω, μετά τη σύναψη της Σύμβασης  Ειρήνης μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, γνωστής και ως Συνθήκης των Αθηνών του 1913, η οποία μαζί με τα συνημμένα τρία πρωτόκολλά της κυρώθηκε με το νόμο ΔΣΙΓ΄/1913, στην Ελλάδα ο Μουφτής έχει καταστεί φορέας της δικαστικής λειτουργίας της πολιτείας. Συγκεκριμένα αναγνωρίσθηκε,  ότι «οἱ Μουφτῆδες, ἐκτός τῆς ἁρμοδιότητος αὐτῶν ἐπί τῶν καθαρῶς θρησκευτικῶν ὑποθέσεων καί τῆς ἐποπτείας αὐτῶν ἐπί τῆς διοικήσεως τῶν Βακουφικῶν κτημάτων, ἀσκοῦσι τήν ἑαυτῶν δικαιοδοσίαν μεταξύ Μουσουλμάνων ἐπί γάμων, διαζυγίων, διατροφῶν (νεφακά), επιτροπειῶν, κηδεμονιῶν, χειραφεσίας ἀνηλίκων, ἰσλαμικῶν διαθηκῶν καί διαδοχῆς εἰς θέσιν Μουτεβελλή (τεβλιέτ)» και ότι «αἱ παρά τῶν Μουφτήδων ἐκδιδόμεναι ἀποφάσεις ἐκτελοῦνται ὑπό τῶν ἁρμοδίων Ἑλληνικῶν Ἀρχῶν» (διατάξεις του άρθρου 11 παράγρ. 9 και 10 αντίστοιχα της Σύμβασης). Επιπλέον, με το άρθρο 7 του Πρωτοκόλλου αριθ. 3 της Σύμβασης κατοχυρώνεται η λειτουργική ανεξαρτησία του Μουφτή όταν ασκεί  τις δικαστικές εξουσίες του. Συγκεκριμένα προβλέπεται ότι, «…οἱ Μουφτῆδες… κέκτηνται τά αὐτά δικαιώματα καί τάς αὐτάς ὑποχρεώσεις, οἳας οἱ λοιποί Ἓλληνες δημόσιοι λειτουργοί», ενώ με το άρθρο 9 του ιδίου Πρωτοκόλλου η Ελλάδα εγγυάται την προσωπική ανεξαρτησία του Μουφτή κατά την άσκηση των δικαστικών καθηκόντων του, αναγνωρίζοντάς του ισοβιότητα, όπως ισχύει για τους τακτικούς δικαστές του κράτους. Η διάταξη του Πρωτοκόλλου που ανέφερα πιο πάνω προβλέπει ότι, «οἱ Μουφτῆδες δέν δύνανται νά παυθῶσιν εἰμή συμφώνως πρός τάς διατάξεις τοῦ 88ου ἂρθρου τοῦ Συντάγματος τοῦ Ἑλληνικοῦ Βασιλείου». Η παραπομπή αναφέρεται στο άρθρο 88 του Συντάγματος της Ελλάδος 1864/1911 που προέβλεπε τα εξής: «...οἱ ἰσοβιότητος ἢ μονιμότητος ἀπολαύοντες δικαστικοί ὑπάλληλοι δέν δύνανται νά παυθῶσιν ἂνευ δικαστικῆς ἀποφάσεως εἲτε κατ’ ἀκολουθίαν ποινικῆς καταδίκης εἲτε ἓνεκα πειθαρχικῶν παραπτωμάτων ἢ νόσου ἢ ἀνεπαρκείας βεβαιουμένων καθ' ὃν τρόπον νόμος ὁρίζει, τηρουμένων τῶν διατάξεων τῶν ἂρθρων 92 και 93».
Μετά την Συνθήκη των Αθηνών ακολούθησε η έκδοση του νόμου 147/1914 «περί τῆς ἐν ταῖς προσαρτωμέναις χώραις ἐφαρμοστέας νομοθεσίας καί τῆς δικαστικῆς αὐτῶν ὀργανώσεως». Είναι γνωστό ότι μετά την λήξη των Βαλκανικών Πολέμων (1912-1913), η Ελλάδα μαζί με τα νέα εδάφη που προστέθηκαν στην επικράτειά της εμπλούτισε τον πληθυσμό της με τους Μουσουλμάνους και τους Ισραηλίτες της Ηπείρου και της Μακεδονίας. Ο παραπάνω νόμος ρύθμισε ζητήματα που αναφέρονταν στη νομοθεσία που θα εφαρμοζόταν στους πληθυσμούς των νέων εδαφών της χώρας και απονομής της δικαιοσύνης. Στο άρθρο 4 του νόμου 147/1914 προβλέπονται τα εξής: «Τά τοῦ γάμου τῶν εἰς τό μουσουλμανικόν ἢ ἰσραηλιτικόν θρήσκευμα ἀνηκόντων, ἢτοι τ’ ἀφορῶντα εἰς τήν νόμιμον σύστασιν καί διάλυσιν τοῦ γάμου καί τάς συνεστῶτος αὐτοῦ προσωπικάς σχέσεις τῶν συζύγων καί τά τῶν συγγενικῶν δεσμῶν διέπονται ὑπό τοῦ ἱεροῦ αὐτῶν νόμου καί κρίνονται κατ’ αὐτόν. Ὡς πρός τούς Μουσουλμάνους ἰσχύουσι προσέτι οἱ περί αὐτῶν εἰδικοί ὃροι τῆς μεταξύ Ἑλλάδος καί Τουρκίας τελευταίας συνθήκης». Στο τέλος του άρθρου 4 γίνεται ρητή παραπομπή στις ρυθμίσεις που αφορούσαν τους Μουσουλμάνους της Ελλάδος στη Σύμβαση Ειρήνης των Αθηνών του 1913 και στο Πρωτόκολλό της αριθ. 3. Το άρθρο 4 του νόμου 147/1914 που αναφέρεται στην ισχύ του Ιερού Μουσουλμανικού Νόμου ως προς τους Έλληνες Μουσουλμάνους δεν καταργήθηκε με την θέση σε ισχύ του Αστικού Κώδικα, αλλά οι προβλέψεις του ισχύουν ως τις μέρες μας.
Στη συνέχεια ο νόμος 2345/1920 «περί προσωρινοῦ ἀρχιμουφτῆ καί μουφτήδων τῶν ἐν τῷ Κράτει Μουσουλμάνων καί περί διαχειρίσεως τῶν περιουσιῶν τῶν Μουσουλμανικῶν Κοινοτήτων», με το άρθρο 10 παράγραφος 1, προσδιόρισε με περισσότερη ακρίβεια τη δικαστική δικαιοδοσία του Μουφτή μεταξύ των Μουσουλμάνων Ελλήνων υπηκόων στις ακόλουθες υποθέσεις: «Ἐπί γάμων, διαζυγίων, διατροφῶν, ἐπιτροπειῶν, κηδεμονιῶν, χειραφεσίας ἀνηλίκων, ἰσλαμικῶν διαθηκῶν καί τῆς ἐξ ἀδιαθέτου διαδοχῆς ἐφ’ ὃσον αἱ σχέσεις αὐταί διέπονται ἀπό τόν Ἱερόν Μουσουλμανικόν Νόμον». Η δικαστική δικαιοδοσία του Μουφτή διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την θέση σε ισχύ του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας[i] με το άρθρο 8 του Εισαγωγικού Νόμου του.
Όπως είναι γνωστό σήμερα ισχύει η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου της 24.12.1990 «περί Μουσουλμάνων θρησκευτικών λειτουργών» που κυρώθηκε με το νόμο 1920/1991. Η διάταξη του άρθρου 5 παράγρ. 2 της παραπάνω Πράξης προβλέπει τα εξής: «Ο Μουφτής ασκεί δικαιοδοσία μεταξύ μουσουλμάνων Ελλήνων πολιτών της περιφέρειάς του επί γάμων, διαζυγίων, διατροφών, επιτροπειών, κηδεμονιών, χειραφεσίας ανηλίκων, ισλαμικών διαθηκών και της εξ αδιαθέτου διαδοχής, εφ' όσον οι σχέσεις αυτές διέπονται από τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο».
Οι διατάξεις των νόμων που αναφέραμε πιο πάνω, δεν αφήνουν αμφιβολία ότι ο Μουφτής, στα πλαίσια του συστήματος απονομής του δικαίου στην Ελλάδα έχει και την ιδιότητα του Ιεροδίκη μεταξύ των Μουσουλμάνων ελληνικής ιθαγένειας, στις υποθέσεις τους εκείνες, που ρητά προβλέπει ο νόμος ότι υπάγονται στις ρυθμίσεις του Ιερού Μουσουλμανικού Δικαίου. Με άλλα λόγια για τους Έλληνες Μουσουλμάνους ο Μουφτής, είναι ο φυσικός δικαστής τους, σύμφωνα με την έννοια του άρθρου 8 εδάφιο α΄ του Συντάγματος, που ορίζει ότι «κανένας δεν στερείται χωρίς τη θέλησή του το δικαστή που του έχει ορίσει ο νόμος».

Στο σημείο αυτό είναι ανάγκη να αναφερθούμε σε ορισμένα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του Ισλάμ. Συνήθως οι θρησκείες αναφέρονται κατά κύριο λόγο σε θέματα μεταφυσικής πίστης και κατά δεύτερο σε κανόνες ηθικής συμπεριφοράς των πιστών, αλλά και σε θεσμούς που αφορούν τόσο την θρησκευτική κοινότητα, όσο και την ευρύτερη κοινωνία (λ.χ. προϋποθέσεις γάμου και διαζυγίου). Το Ισλάμ εξαρχής επαγγέλθηκε την επαναφορά της φυσικής θρησκείας προς την ανθρωπότητα,  που είναι σύμφωνα με το Κοράνιο η ορθή, η αληθινή θρησκεία (Σούρα Αλ Ρουμ 30: 30), όχι μόνο σε επίπεδο μεταφυσικό, αλλά και σε επίπεδο καθιέρωσης ενός πλήρους κανόνα ηθικών επιταγών, υποχρεωτικής αποδοχής από τα άτομα και την ανθρώπινη κοινότητα.
 Στο σημείο αυτό αξίζει να θιγεί η διάκριση μεταξύ των κανόνων ηθικής και των κανόνων των νόμων, τουλάχιστον σύμφωνα με όσα ισχύουν στο Δυτικό Κόσμο. Οι κανόνες ηθικής που υπαγορεύει μια θρησκευτική πίστη, επαφίενται ως προς την τήρησή τους στη βούληση των ενδιαφερομένων, οι οποίοι δεν μπορεί να εξαναγκασθούν προς τούτο. Από την άλλη μεριά οι κανόνες των νόμων επιβάλλονται από το κράτος, εφαρμόζονται υποχρεωτικά από όλους τους πολίτες, ακόμα και από τους απλούς επισκέπτες στην επικράτεια ενός κράτους. Η παράβαση των θρησκευτικής προέλευσης κανόνων συμπεριφοράς ή ηθικής εκ μέρους ενός πιστού, μπορεί να επισύρει κυρώσεις από την θρησκευτική κοινότητά του, αλλ’ αυτές δεν μπορεί να εφαρμοσθούν εξαναγκαστικά  ή
να επηρεάσουν τη ζωή του «παραβάτη» μέσα στην κοινωνία που ζει, τουλάχιστον στην εποχή μας. Απεναντίας η μη συμμόρφωση με τους νόμους επισύρει ποινές που προβλέπει κάθε κράτος και εκτελούνται από τα όργανα της τάξεως. Αυτά ως προς τις χώρες που έχουν υιοθετήσει πολιτικές αρχές του δυτικού πολιτισμού, που κατοχυρώνουν την ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως, την ελεύθερη επιλογή ή αλλαγή θρησκεύματος και έχουν καθιερώσει πλήρη ή μερικό χωρισμό κράτους και θρησκείας.
Το Ισλάμ δεν εννοείται αν αγνοήσουμε τη Σαρία, δηλαδή ένα εκτεταμένο σύνολο κανόνων ηθικής συμπεριφοράς σε προσωπικό επίπεδο, σε επίπεδο σύναψης και διάλυσης κοινωνικών σχέσεων (γάμος, διαζύγιο), ρύθμισης κληρονομικών σχέσεων, αλλά και πρόβλεψης των ποινών εις βάρος όσων παρανομούν σε ποινικό επίπεδο. Η Σαρία προχωρά με κανόνες της στον τρόπο οργάνωσης του κράτους, σχεδιασμού των διεθνών σχέσεων και των προϋποθέσεων σύναψης συμμαχιών ή του τρόπου διεξαγωγής ενός πολέμου. Στις περισσότερες χώρες του κόσμου που από πλευράς θρησκευτικής σύνθεσης του πληθυσμού μπορούν να χαρακτηρισθούν μουσουλμανικές, η εφαρμογή της Σαρία έχει υποχωρήσει αρκετά έως σημαντικά σε πολλούς τομείς και έχουν εισαχθεί νομοθεσίες πιο προσαρμοσμένες στις σύγχρονες συνθήκες και αντιλήψεις. Υπάρχουν βέβαια χώρες που εφαρμόζουν ένα νομικό σύστημα που βασίζεται στους κανόνες της Σαρία, αλλά είναι λίγες πλέον. Σε μουσουλμανικές χώρες όπου οι ρυθμίσεις της Σαρία, (του Ιερού Μουσουλμανικού Νόμου, όπως λέμε στην λέμε στην Ελλάδα), είτε εφαρμόζονται αυτούσιες, είτε έχουν επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τη νομοθεσία τους, είναι κυρίως οι τομείς του Οικογενειακού Δικαίου (προϋποθέσεις σύναψης γάμου, τρόποι διαζυγίου, επιμέλεια των παιδιών μετά από ένα διαζύγιο των γονέων, αποζημίωση της διαζευγμένης συζύγου και διατροφή των παιδιών κ.ά.).
Στο σουννιτικό Ισλάμ που συγκεντρώνει αριθμητικά την πλειοψηφία των Μουσουλμάνων ο θεσμός του Μουφτή έχει σημαντική αξία. Ο Μουφτής είναι παντού δημόσιος λειτουργός, που διορίζεται από το κράτος και πουθενά δεν εκλέγεται. Εξαίρεση υπάρχει στην Αυστραλία, όπου όμως το λειτούργημα του Μουφτή είναι απογυμνωμένο από κάθε δημόσια επιρροή.  Πρόκειται για έναν υψηλής κατάρτισης θεολόγο και νομικό (ισλαμικό δίκαιο). Έργο του είναι να ερμηνεύει τις ρυθμίσεις της Σαρία, σύμφωνα με τις εκάστοτε περιστάσεις και καταστάσεις που προκύπτουν στην κοινωνία. Οι ερμηνευτικές γνωμοδοτήσεις του Μουφτή λαμβάνουν τη μορφή φάτουα (φετβά στα τουρκικά) και έχουν κύρος ως προς την εφαρμογή του Ιερού Νόμου εκ μέρους των Ιεροδικών (Καδί), που αποτελούν μιαν άλλη τάξη δημοσίων λειτουργών σε μουσουλμανικές χώρες.
Στην Ελλάδα οι ιδιότητες του Μουφτή και του Ιεροδίκη συγχέονται σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία στο ίδιο πρόσωπο. Έτσι ο Μουφτής είναι ο ερμηνευτής του νόμου αλλά συγχρόνως και εκείνος που με τις αποφάσεις του εφαρμόζει τον Ιερό Νόμο. Για τούτο και η ελληνική νομοθεσία, όπως συμβαίνει για τους τακτικούς δικαστές και τους εισαγγελικούς λειτουργούς, προβλέπει και ως προς τους Μουφτήδες τον διορισμό τους και όχι την εκλογή τους. Ο Μουφτής ως Ιεροδίκης είναι φορέας της δικαστικής εξουσίας του ελληνικού κράτους σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές του Συντάγματος, που διακρίνει μεταξύ τους τις λειτουργίες του δημοκρατικού κράτους, σύμφωνα με όσα αναφέραμε στην αρχή του άρθρου αυτού.
Ο θόρυβος που εδώ και μερικές δεκαετίες έχει προκληθεί από το αίτημα μερίδας μειονοτικών πολιτών να εκλέγονται οι Μουφτήδες, δυστυχώς, πολύ λίγη σχέση έχει με τις παραδόσεις του σουννιτικού Ισλάμ που ακολουθεί κατά πλειοψηφία η θρησκευτική μουσουλμανική Κοινότητα της Θράκης. Ο θόρυβος προκαλείται από εξωθρησκευτικούς παράγοντες που «ντύνονται» μια θρησκευτική μάσκα λαμβάνοντας υπόψη, ότι η συντριπτική πλειοψηφία των Μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης είναι προσηλωμένη στις παρακαταθήκες του Ισλάμ, ακόμα και αν πρόκειται για μέλη της μειονότητας που αντιμετωπίζουν τη θρησκεία με φιλελεύθερο πνεύμα ή και με σκεπτικισμό. Η θρησκευτική αυτοσυνειδησία των Ελλήνων πολιτών που είναι Μουσουλμάνοι, νομίζω πως είναι πιο ισχυρή από τον εθνοτικό αυτοπροσδιορισμό τους.

Το γεγονός ότι στην έννομη τάξη ή στο δικαιϊκό σύστημα της Ελλάδος εδώ και πολλές δεκαετίες έχει ενσωματωθεί ο Ιερός Μουσουλμανικός Νόμος (Σαρία), για σχέσεις οικογενειακού δικαίου, κληρονομικού δικαίου και προσωπικής κατάστασης αποτελεί μια νομική πραγματικότητα που ακούγεται ως παραφωνία στον Δυτικό κόσμο. Μάλιστα δεν είναι λίγες οι φορές που αμφισβητείται έντονα αυτή η πραγματικότητα ακόμα και από δικαστές. Στις ρυθμίσεις του ισλαμικού νόμου υπάγονται οι Μουσουλμάνοι που έχουν ελληνική υπηκοότητα, με εξαίρεση εκείνους που κατοικούν στα Δωδεκάνησα. Και εδώ έρχεται η αναγνωρισμένη από το κράτος εξουσία του Μουφτή ως Ιεροδίκη, ο οποίος, όπως λέχθηκε ήδη, δικάζει τις διαφορές που αναφύονται μεταξύ Μουσουλμάνων.

Η επιβίωση της Σαρία στο ελληνικό σύστημα δικαίου αμφισβητείται ως απαράδεκτος αναχρονισμός. Και ο τρόπος που εφαρμόζεται η Σαρία από τους Έλληνες Μουφτήδες πολλές φορές, θα πω μια βαρειά λέξη, κακοποιεί τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο.  Μου έχει δοθεί η ευκαιρία και άλλες φορές να υποστηρίξω, ότι το ισλαμικό δίκαιο, τουλάχιστον όπως μπορεί να ερμηνεύεται σύμφωνα με την ιερονομική σχολή Χανεφί, που επικρατεί και στη Δυτική Θράκη, παρέχει την ευχέρεια στους νομομαθείς (ουλεμά) και στους ιεροδίκες (καδή), να προσαρμόζουν τις ρυθμίσεις του Ιερού Νόμου στις ανάγκες της κοινωνίας, στις περιστάσεις που γεννούν τις διαφορές μεταξύ εκείνων που προσφεύγουν στον ιεροδίκη. Στο ισλαμικό δίκαιο, αλλά και στη γενικότερη προσέγγιση των πραγμάτων, υπάρχει ένα «εργαλείο» που λέγεται ‘Ijtihad’ και έχει χαρακτηρισθεί ως ισλαμικός διαφωτισμός.  Η ‘Ijtihad  είναι μια επιστήμη, θεμελιωμένη στη λογική σκέψη και μια μέθοδος ερμηνείας του ιερού νόμου, που αναπτύχθηκε από Μουσουλμάνους νομομαθείς, θεολόγους και φιλοσόφους, με σκοπό την κατανόηση και την εφαρμογή του κορανικού μηνύματος στις ακατάπαυστα μεταβαλλόμενες ανάγκες και συνθήκες της ανθρώπινης κοινωνίας.
Από τη συγκρότηση της ‘Ijtihad’  ως μιας επιστήμης της ερμηνείας των ιερών κειμένων του Ισλάμ και των κανόνων δικαίου που πηγάζουν απ’ αυτά, αδιαπραγμάτευτη προϋπόθεση για την καλλιέργεια και την ανάπτυξη της ήταν και παραμένει, να υπάρχουν συνθήκες  κατάφασης στην ελεύθερη έρευνα και  υιοθέτησης της απεριόριστης αναζήτησης σε όλα τα πεδία της γνώσης. Ιδίως στο πεδίο της επιστήμης της ερμηνείας του Ιερού Νόμου η ‘Ιjtihad αποτελεί το μόνο όργανο, που άφοβα εμπιστεύεται τον λόγο, ως αιτία της δημιουργικής σκέψης κατά την εφαρμογή του δικαίου της Σαρία στις μεταβαλλόμενες συνθήκες και σε κάθε είδους νεοτερικότητα.
Δυστυχώς, δεν γνωρίζω από πότε έχει να εκδοθεί μια ιερονομική ρήτρα από κάποιον Μουφτή της Ελλάδος, που να δίνει την ορθή απάντηση σε προβλήματα, που απασχολούν τους πιστούς Μουσουλμάνους της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, σε ένα ευρωπαϊκό περιβάλλον και υπό συνθήκες παγκοσμιοποίησης. Θα αναφέρω μερικά θέματα, ενδεικτικά και μόνο. Οι συνθήκες άλλαξαν και οι γυναίκες έχουν δικαίωμα στην μόρφωση, ενώ οι ανάγκες απαιτούν στη σύγχρονη οικογένεια συχνά, πολύ συχνά μάλιστα, να εργάζεται και η γυναίκα. Βγήκε ποτέ ένας φετφάς που να θέτει όριο ηλικίας στους γάμους των Μουσουλμάνων; Το τί ίσχυε στην Αραβία του 7ου αιώνα ή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία τον 18ο αιώνα είναι οπωσδήποτε παρωχημένο και η αγκύλωση σ’ ένα παρελθόν που είναι γεμάτο αράχνες, δήθεν χάριν μιας αμφίβολης ορθοδοξίας στην πίστη, εκτός του ότι προβάλλει τον λόγο με τον οποίο είναι προικισμένοι οι άνθρωποι, δημιουργεί τις προϋποθέσεις σχιζοφρένειας και θανατώνει την πίστη, που υποτίθεται ότι στηρίζει. Στη σημερινή εποχή είναι ανεκτό στη συνείδηση και στην κοινή λογική του οποιουδήποτε Μουσουλμάνου πατέρα, να μοιραστεί η περιουσία του όταν έρθει η ώρα του θανάτου του με τον άδικο και παράλογο τρόπο που η παραδοσιακή Σαρία υποτίθεται ότι προβλέπει. Δέχεται η συνείδησή του ο γιος να λάβει διπλή κληρονομική μερίδα από την θυγατέρα του, απλά και μόνο γιατί είναι άνδρας. Οι συνθήκες έχουν αλλάξει και οι προϋποθέσεις που επέτρεπαν τη διπλή μερίδα στον άνδρα, σε σύγκριση με τη μερίδα της γυναίκας, δεν μπορεί να εφαρμοσθούν. Γιατί λοιπόν δεν έχει εκδοθεί ως τώρα μια ιερονομική ρήτρα που να εξηγεί γιατί άνδρες και γυναίκες έχουν στην εποχή μας και στον τόπο μας ίσα κληρονομικά δικαιώματα; Και όταν έρχεται η ώρα του διαζυγίου πώς μπορεί να επιτραπεί η επιμέλεια των αγοριών από μια τρυφερή ηλικία και μετά να ανήκει στον πατέρα και όχι στη μάνα; Ή σε περιπτώσεις ορφάνιας, με ποια λογική, η επιμέλεια ανήκει όχι στη μάνα, δήθεν κατά τους κανόνες της Σαρία, αλλά σε κάποιον αρσενικό συγγενή του πεθαμένου πατέρα, που έτυχαν φορές, αυτός ο συγγενής να μην έχει καν θερμές σχέσεις και επαφές με τα ανήλικα που καλείται να επιμεληθεί, επειδή το προστάζει, που είναι ψέμμα κιόλας, λόγω παρερμηνείας, η Σαρία! Πότε εκδόθηκε μια ιερονομική ρήτρα που να αλλάζει τα πράγματα;
Ναι, κακοποιείται ο ιερός μουσουλμανικός Νόμος από άγνοια και αγκύλωση σε ένα ασύμβατο με το τώρα παρελθόν. Και αναρωτιέμαι και με τη σειρά μου μεταφέρω το ερώτημα στους σοφολογιότατους Μουφτήδες της Θράκης: Με το να επιμένετε σε λύσεις που προσβάλλουν το σύγχρονο αίσθημα δικαίου ανθρώπων που ζουν στις συνθήκες του σήμερα, προσβάλλετε δυστυχώς το Ισλάμ και κακοποιείτε τον Ιερό Νόμο! Η παράδοση Χανεφί στην οποία ανήκετε και υποτίθεται ότι ακολουθείτε, σας προσφέρει την επιστήμη της ‘Ijtihad’ ώστε να ερμηνεύετε και να εφαρμόζετε τον Ιερό Νόμο, με κριτήριο τον ορθό λόγο, στις περιπτώσεις εκείνες που δεν υπάρχουν προηγούμενα από το παρελθόν, για να αντιμετωπισθούν οι προκλήσεις του 21ου αιώνα. Επιτρέψτε να σας θυμίσω ότι δύο πολύ γνωστοί και σεβάσμιοι ανανεωτές της μουσουλμανικής πίστης, ο Bediuzzaman Said Nursî και ο M. Fethullah Gülen τάσσονται χωρίς επιφυλάξεις υπέρ του ανοίγματος των πυλών της ‘Ijtihad’  διάπλατα. Και ενώ κανένας δεν μπορώ να πιστέψω ότι θα αμφισβητήσει την ιδιότητα του Said Nursî, o Θεός ας αναπαύει την ψυχή του, ως αυθεντικού ‘Mujaddid’, εντούτοις αγνοείται η παρακαταθήκη του ως προς το σοβαρό ζήτημα που θίγουμε (Θα περιορισθώ να αναφέρω τον Εικοστό Έβδομο Λόγο του Bediuzzaman Said Nursî από το Risale-i Nur που αναφέρεται στην ‘Ijtihad’). 

Προσωπικά συντάσσομαι υπέρ της διατήρησης του Ιερού Μουσουλμανικού Νόμου στην ελληνική έννομη τάξη. Αρκεί η εφαρμογή του να μην προσκρούει σε δικαιϊκές αξίες πανανθρώπινου κύρους, που έχουν γίνει κομμάτι του νομικού πολιτισμού της Ευρώπης, αλλά και όλου του κόσμου. Και οπωσδήποτε, αυτές οι αξίες είναι κληρονομιά που ανήκει και στο Ισλάμ, για να μην πούμε ότι το Ισλάμ, αγνοώντας τις παραμορφώσεις του από φανατικούς και βαρβάρους, έχει συμβάλλει στην ανάπτυξη και στην καλλιέργεια αυτών των αξιών.
Κλείνω θυμίζοντας, ότι ο Muhammad Zafrullah Khan υπήρξε ένας από τους «πατέρες», τους συντάκτες, της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που υιοθέτησε η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 10 Δεκεμβρίου του 1948. Ο Πακιστανός Μουσουλμάνος  Muhammad Zafrullah Khan, που τίμησε την πατρίδα του με ποικίλους τρόπους και πρόσφερε υπηρεσίες προς την ανθρωπότητα και ως πρόεδρος του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, έγραψε ένα έργο με τίτλο «Ισλάμ και Ανθρώπινα Δικαιώματα», που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1967 και απ’ όσο γνωρίζω έχει επανεκδοθεί ως τώρα άλλες τέσσερις φορές ως το 1999. Ουσιαστικά, θα μπορούσα να πω ότι πρόκειται για μια σοβαρή αξιολόγηση των δικαιωμάτων της Οικουμενικής Διακήρυξης υπό το φως του Κορανίου και της Σούννα. Στην εποχή των μεγάλων αμφισβητήσεων, των σαρωτικών αλλαγών και των συστημικών κρίσεων που ζούμε, όχι μόνο στην Ελλάδα και στην περιοχή μας, αλλά σε όλο τον κόσμο, το να προσφέρουμε ερείσματα και βάθος σε αξίες που υπερβαίνουν τις έννοιες αρχαίο και σύγχρονο, όπως είναι όσα πηγάζουν από το Κοράνιο και την παράδοση που διασώζουν τα Χαντίθ είναι σημαντικό εγχείρημα. Αν το Ισλάμ εκφράζει τη θρησκεία που πρόσφερε ο Θεός στην ανθρωπότητα, τότε είναι μια παράδοση για το σήμερα, όπως ήταν για το χθες, όπως θα είναι και για το αύριο. Αν η Σαρία είναι ο δρόμος που ένας πιστός Μουσουλμάνος οφείλει να πορεύεται, τότε δεν μπορεί να είναι ένας δρόμος για τους Μουσουλμάνους της Σαουδικής Αραβίας, ή της Υεμένης και του Σουδάν ή του Αφγανιστάν. Πρέπει να είναι ένας δρόμος φωτεινός για τον Μουσουλμάνο της Ευρώπης και της Αμερικής…. Και για να μην απαξιώνεται η Σαρία σοβαρή ευθύνη έχουν όσοι αναλαμβάνουν την ερμηνεία των κανόνων του ισλαμικού νόμου και τον τρόπο της εφαρμογής τους….






[i] Ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας είναι θεμελιώδης νόμος του κράτους που ορίζει τον τρόπο διεξαγωγής των αστικών ή πολιτικών δικών, για υποθέσεις περιουσιακές και εμπορικές, οικογενειακές, διαζύγια, υιοθεσίες κ.λπ.. 

No comments: