Η ελληνική πολιτεία ανέλαβε μια επιβεβλημένη νομοθετική
πρωτοβουλία το 2014 και κατάρτισε το νόμο 4301/2014 «Οργάνωση της νομικής
μορφής των θρησκευτικών κοινοτήτων και των ενώσεών τους στην Ελλάδα κ.λπ.» (ΦΕΚ
Α' 223/07-10-2014). Στο άρθρο 16 του νόμου αυτού υπάρχει η εξής πρόβλεψη: «Οι
διατάξεις του παρόντος δεν εφαρμόζονται: ... (γ) για τους θρησκευτικούς
λειτουργούς και την οργάνωση θρησκευτικών κοινοτήτων μουσουλμάνων στις εδαφικές
περιφέρειες των μουφτειών». Αυτή ακριβώς η αναφορά, που εξαιρεί τις
θρησκευτικές κοινότητες των Μουσουλμάνων από τις ρυθμίσεις του παραπάνω νόμου υπήρξε
η αφορμή για να γράψω όσα ακολουθούν. Μια εξέταση ως προς το κατά πόσο, η
ισχύουσα νομοθεσία για τις Μουφτείες του ελληνικού κράτους, είναι
εναρμοσνισμένη προς την αρχή της αυτονομίας των θρησκευτικών κοινοτήτων, που
καθιερώνεται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και
ενισχύεται με τη νομοθεσία του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής
Ένωσης.
Οι Μουφτείες που λειτουργούν στη
Θράκη, αποτελούν κατά το νόμο, τύπο οργάνωσης θρησκευτικών κοινοτήτων
Μουσουλμάνων ελληνικής ιθαγένειας, που εξαίρεθηκαν από το μέτρο της ανταλλαγής
πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας.
Η από 24.12.1990 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου «Περί Μουσουλμάνων
θρησκευτικών λειτουργών», που κυρώθηκε με το νόμο 1920/1991, στο άρθρο 1
παρ. 2 και 7, προβλέπει ότι ο Μουφτής διρίζεται με έκδοση σχετικού προεδρικού
διατάγματος και υπόκειται στις ρυθμίσεις του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα. Περαιτέρω,
στο άρθρο 4 της παραπάνω Πράξης ορίζεται ότι οι Μουφτήδες και οι Τοποτηρητές
Μουφτείας είναι δημόσιοι υπάλληλοι. Τέλος, στο άρθρο 7 προβλέπεται ότι «οι
Μουφτείες θεωρούνται δημόσιες υπηρεσίες».
Η παραπάνω Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, σε μεγάλο μέρος επανέλαβε
διαυτάξεις του νόμου 2345/1920 «περί προσωρινού αρχιμουφτή και μουφτήδων των
εν τω Κράτει Μουσουλμάνων και περί διαχειρίσεως των περιουσιών των
Μουσουλμανικών Κοινοτήτων», αφήνοντας το 1990 πέρα ως πέρα άθικτες
ρυθμίσεις που είχαν θεωρηθεί κατάλληλες το 1920.
Η Ελλάδα, με
το νομοθετικό διάτάγμα 53/1974 κύρωσε την Σύμβαση της Ρώμης (1950) «διά την
προάσπισιν των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών», γνωστής
και ως Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και εισήγαγε το δίκαιο
προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου του Συμβουλίου της Ευρώπης, εντός της
ελληνικής έννομης τάξης, ως εσωτερικό δίκαιο, αυξημένου μάλιστα κύρους, σύμφωνα
με τη διάταξη του άρθρου 28 παρ. 1 εδάφιο α΄ του Συντάγματος
.
Στα πλαίσια
της Ευρωπαϊκής Ένωσης η προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου ενισχύθηκε ακόμη
περισσότερο με τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Επίσημη
Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων 2000/C 364/01), καθιστώντας
ουσιαστικά το δίκαιο της ΕΣΔΑ κοινοτικό δίκαιο.
Το άρθρο 9 της ΕΣΔΑ προβλέπει ότι: «Παράγραφος 1. Παν πρόσωπον δικαιούται εις την ελευθερίαν... θρησκείας, το
δικαίωμα τούτο επάγεται την ελευθερία αλλαγής θρησκείας ή πεποιθήσεως, ως και
την ελευθερίαν εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων μεμονωμένως, ή
συλλογικώς δημοσία ή κατ’ ιδίαν, δια της λατρείας, της παιδείας, και της
ασκήσεως των θρησκευτικών καθηκόντων και τελετουργιών. Παράγραφος 2. Η
ελευθερία εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων δεν επιτρέπεται να
αποτελέση αντικείμενον ετέρων περιορισμών πέραν των προβλεπομένων υπό του νόμου
και αποτελούντων αναγκαία μέτρα, εν δημοκρατική κοινωνία δια την δημοσίαν ασφάλειαν,
την προάσπισιν της δημοσίας τάξεως, υγείας και ηθικής, ή την προάσπισιν των
δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων».
Η παράγραφος 1 του άρθρου 10 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
αναφέρει τα ακόλουθα: «Κάθε πρόσωπο έχει
δικαίωμα στην ελευθερία ... της θρησκείας. Το δικαίωμα αυτό συνεπάγεται
... και την ελευθερία εκδήλωσης του θρησκεύματος... ατομικά ή συλλογικά,
δημόσια ή κατ’ ιδίαν, με τη λατρεία, την
εκπαίδευση, την άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων και τις τελετές».
Το άρθρο 13
του Συντάγματος
εμφανίζεται πλήρως εναρμονισμένο με την
κοινή ευρωπαϊκή έννομη τάξη προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, που εδράζεται
στην ΕΣΔΑ και στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το δίκαιο
των δικαιωμάτων του ανθρώπου αφότου έχει εισαχθεί στην ελληνική έννομη τάξη
έχει επιφέρει τροποποιήσεις ως προς την ρύθμιση θεμάτων, που αναφέρονται στην
θρησκευτική μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης, διευρύνοντας θετικά το
ρυθμιστικό πλαίσιο πέραν και επιπλέον της Συνθήκης της Λωζάνης.
Σύμφωνα με
σαφέστατη και αδιαμφισβήτητη πρόβλεψη του άρθρου 19 της ΕΣΔΑ, «για να διασφαλισθεί ο σεβασμός των υποχρεώσεων που απορρέουν για τα
συμβαλλόμενα κράτη, από την Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του
Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και τα Πρωτόκολλα αυτής, έχει συσταθεί
το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου». Με άλλα λόγια, σκοπός
του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου είναι η εφαρμογή των
κανόνων της ΕΣΔΑ, κάτι που γίνεται γενικά αποδεκτό, όχι μόνον από τους Νομικούς
επιστήμονες, οποιαδήποτε επαγγελματική ιδιότητα και αν φέρουν, αλλά και από
τους πολίτες της Ευρώπης. Η εμπιστοσύνη που δείχνουν οι Ευρωπαίοι πολίτες για
το Δικαστήριο είναι πρωτοφανής και απόλυτα θετική.
Η νομολογία του
Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αλλά και η συναφής θεωρία,
δέχονται ότι η ΕΣΔΑ, με το άρθρο 9, σε συνδυασμό και προς το άρθρο 11 αυτής,
καθιερώνει την θεσμική αυτονομία των θρησκευτικών οργανισμών έναντι του
κράτους. Μάλιστα ενισχύεται η θέση αυτή και από την παρόμοιου περιεχομένου διάταξη
του άρθρου 10 του Χάρτη Θεμελιωδών
Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ειδικά ως
προς την Μουσουλμανική Μειονότητα της Θράκης, είχε προβλεφθεί καθεστώς
θεσμικής αυτονομίας, προβλεπόμενο ιδίως από τη διάταξη του άρθρου 45 της
Συνθήκης της Λωζάνης. Υπό το καθεστώς του ευρωπαϊκού πλαισίου προστασίας των
δικαιωμάτων του ανθρώπου και με την ερμηνευτική αυθεντία και τις εγγυήσεις που
παρέχει το Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η θεσμική αυτονομία των
θρησκευτικών οργανισμών έναντι του ελέγχου και των παρεμβάσεων του κράτους,
αποκτά συγκεκριμένο περιεχόμενο και κυρίως αδιαμφισβήτητη και αποτελεσματική
κατοχύρωση, συνθήκες που ήταν απρόβλεπτες κατ’ εφαρμογή της Συνθήκης της Λωζάνης
του 1923.
Η αναγνώριση και η προστασία της θεσμικής αυτονομίας των θρησκευτικών
κοινοτήτων στο σύστημα του ευρωπαϊκού δικαίου των δικαιωμάτων του ανθρώπου,
αλλά και του άρθρου 13 του Συντάγματος της Ελλάδος, περιέχει, πέραν του
αυτονόητου δικαιώματος μιας θρησκευτικής κοινότητας να προσδιορίζει η ίδια,
χωρίς καμιά εξωτερική παρέμβαση το περιεχόμενο της πίστης της, που αποκαλείται forum
internum, αλλά επεκτείνεται και στο
δικαίωμα έκφρασης ή μαρτυρίας των πεποιθήσεών της μέσα στο ευρύτερο κοινωνικό
περιβάλλον της, χωρίς την παρέμβαση του κράτους, δικαίωμα που εκφράζει το
αποκαλούμενο forum externum, υπό τον όρο, ότι η εν γένει δραστηριότητα της θρησκευτικής κοινότητας δεν
θα προσβάλλει τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη (άρθρο 9 παρ. 2 ΕΣΔΑ και άρθρο 13
παρ. 2 Συντάγματος).
Η απόφαση του Δικαστηρίου στην
υπόθεση Μητροπολιτική Εκκλησία της
Βεσσαραβίας κατά Μολδαβίας (αριθ. 45701/99 ECHR Reports
2001-XII, 13
Dec
2001, par.
118), αποφαίνεται ότι το δικαίωμα των πιστών στην
ελευθερία της θρησκείας, που περιέχει το δικαίωμα συλλογικής και δημόσιας
έκφρασης των θρησκευτικών πεποιθήσεων, παρέχει στους πιστούς το δικαίωμα να
οργανώσουν ελεύθερα την θρησκευτική τους κοινότητα, χωρίς αυθαίρετη παρέμβαση
του κράτους. Παρόμοια είχε κρίνει και η απόφαση Κλάδος του Στρατού της Σωτηρίας κατά Ρωσίας (αριθ. 72881/01 ECHR Reports 2006-XI, 5 Oct 2006, par. 58).
Περαιτέρω, το Δικαστήριο έχει
αποφανθεί, στα πλαίσια εφαρμογής των προϋποθέσεων διασφάλισης της θεσμικής
αυτονομίας των θρησκευτικών κοινοτήτων έναντι των παρεμβάσεων του κράτους, ότι
η ΕΣΔΑ προστατεύει το δικαίωμα των θρησκευτικών οργανισμών
να επιλέγουν την ηγεσία τους, επιβεβαιώνοντας, ότι τα κράτη μπορεί να ασκήσουν
επιρροή ως προς τον διορισμό θρησκευτικής ηγεσίας εκ μέρους τους, μόνο αν αυτή
η παρέμβαση ανταποκρίνεται σε μια επιτακτική κοινωνική ανάγκη (Σερίφ κατά Ελλάδος αριθ. 38178/97,
Reports 1999-IX, 14 Dec 1999, par. 51-53. Παρόμοια επίσης Hasan και
Chaush κατά Βουλγαρίας
[GC] αριθ.
30985/96, Reports 2000-XI, 26 Oct 2000, par. 82).
Σχετικά πρόσφατη, επί του θέματος αναγνώρισης και προστασίας της
αυτονομίας των θρησκευτικών οργανώσεων, είναι η απόφαση του
Τμήματος Μείζονος Συνθέσεως [GC] του Δικαστηρίου,
επί της υπόθεσης Fernández-Martínez κατά Ισπανίας (αριθ. 56030/07), που εκδόθηκε στις 12 Ιουνίου 2014 (http://hudoc.echr.coe.int/eng?i=001-145068).
Μια
ενδιαφέρουσα παρουσίαση του νομικού πλαισίου, που σε ευρωπαϊκό πεδίο καθιερώνει
και κατοχυρώνει συγχρόνως την αυτονομία των θρησκευτικών οργανισμών, γίνεται από
τον Mauro Gatti,
στην εργασία του με τίτλο Autonomy of Religious
Organisations in the European Convention
on Human Rights and in the European Union Law (στο Fundamental Rights
in Europe
and China.
Regional Identities and Universalism, Editoriale
Scientifica,
2013: 132-133. Εκδότες L. S. Rossi και G. Di Federico).
Προηγουμένως εκτέθηκε το νομικό καθεστώς που διέπει τις Μουφτείες στην
Ελλάδα, ως δομές οργάνωσης της θρησκευτικής κοινότητας των Μουσουλμάνων
ελληνικής ιθαγένειας στη Θράκη, αλλά και την θέση του Μουφτή, ως ηγέτη της παραπάνω
θρησκευτικής κοινότητας. Οι μεν Μουφτείες, σύμφωνα με πρόβλεψη της ισχύουσας
νομοθεσίας «θεωρούνται δημόσιες υπηρεσίες», ενώ οι Μουφτήδες, κατά νομοθετική
πρόβλεψη επίσης, διορίζονται από το κράτος και υπόκεινται στις ρυθμίσεις που αφορούν
τους δημόσιους υπαλλήλους, αφού χαρακτηρίζονται ως τέτοιοι.
Σύμφωνα με την άποψη που επικρατεί, η
δημόσια
υπηρεσία, όπως θεωρείται κατά το νόμο ότι είναι η Μουφτεία,
αποτελεί λειτουργική έκφραση της
οργάνωσης του κράτους και ασκεί
δημόσια
εξουσία.
Η δημόσια υπηρεσία δεν διαθέτει καμιά απολύτως αυτονομία έναντι της κεντρικής
διοίκησης του κράτους. Από την άλλη μεριά, δημόσιος υπάλληλος είναι το φυσικό πρόσωπο, που
παρέχει τις υπηρεσίες του στο κράτος, συνδέεται προς αυτό με μία ειδική έννομη
σχέση, υπόκειται σε ιεραρχική εξάρτηση και πειθαρχική ευθύνη και διέπεται αποκλειστικά
ή εν μέρει από ειδικούς κανόνες του διοικητικού δικαίου, που αφορούν τους
δημοσίους υπαλλήλους
. Με διαφορετική διατύπωση,
ο δημόσιος υπάλληλος είναι φυσικό πρόσωπο, που ασκεί δημόσια εξουσία κατ’
επάγγελμα και διαρκώς και είναι όργανο του κράτους.
Η
θρησκευτική κοινότητα των Μουσουλμάνων στη Θράκη, είναι το μόνο θρήσκευμα στην
Ελλάδα, που είναι οργανωμένο ως δημόσια υπηρεσία και ο επικεφαλής της
κοινότητας, ο Μουφτής, είναι ο μόνος θρησκευτικός ηγέτης που είναι δημόσιος
υπάλληλος.
Είναι αλήθεια
ότι η ελληνική έννομη τάξη περιλαμβάνει ρυθμίσεις του ιερού μουσουλμανικού
νόμου, που εφαρμόζονται για συγκεκριμένες και περιοριστικά προβλεπόμενες από το
νόμο βιοτικές σχέσεις των Ελλήνων Μουσουλμάνων. Ως συνέπεια αυτής της
ιδιοτυπίας, ο Μουφτής κατέχει και την ιδιότητα του ιεροδίκη, του εξαιρετικού δικαστικού οργάνου του ελληνικού κράτους,
που επιλύει διαφορές και αποφαίνεται για νομικά ζητήματα, που ρυθμίζονται από
κανόνες του ιερού μουσουλμανικού νόμου. Η παραπάνω ιδιότητα του Μουφτή, ως
Μουσουλμάνου ιεροδίκη, προβάλλεται κατά κανόνα εκ μέρους του κράτους για να
δικαιολογηθεί η δημοσιοϋπαλληλική ιδιότητα του Μουφτή.
Υπό το
καθεστώς του ενιαίου ευρωπαϊκού δικαίου προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων,
που καθιερώνει την αρχή της αυτονομίας των θρησκευτικών κοινοτήτων έναντι των
παρεμβάσεων του κράτους, προς την οποία είναι σύμφωνο και το άρθρο 13 του
Συντάγματος, μια θεησκευτική κοινότητα, όπως η μουσουλμανική, με τύπο οργάνωσης
μια sui generis δημόσια υπηρεσία, σε καμιά
περίπτωση δεν είναι δυνατό να γίνει δεκτό ότι μπορεί να θεωρηθεί αυτόνομη.
Απεναντίας, αφού η θρησκευτική κοινότητα των Μουσουλμάνων της Θράκης υφίσταται
ως δημόσια υπηρεσία είναι ανά πάσα στιγμή και σε κάθε περίπτωση ευάλωτη από τις
επεμβάσεις του κράτους εντός του οργανισμού της.
Επίσης, όταν
το ευρωπαϊκό δικαιϊκό σύστημα προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, θεωρεί πως
στα πλαίσια εφαρμογής των διατάξεων της ΕΣΔΑ, αλλά και του Χάρτη Θεμελιωδών
Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι αυτόνομες θρησκευτικές κοινότητες μπορούν να επιλέγουν την ηγεσία τους
και ότι τα κράτη μπορεί να ασκήσουν επιρροή ως προς το διορισμό θρησκευτικής
ηγεσίας, μόνο αν αυτή η παρέμβαση ανταποκρίνεται σε μια επιτακτική κοινωνική
ανάγκη (βλ. παραπάνω αποφάσεις ΕΔΔΑ: Μητροπολιτική Εκκλησία της Βεσσαραβίας
κατά Μολδαβίας αριθ. 45701/99 και Hasan και Chaush κατά Βουλγαρίας [GC] αριθ. 30985/96).
Επομένως συνάγεται, ότι το καθεστώς διορισμού του Μουφτή και μάλιστα ως
υπαλλήλου του κράτους, βρίσκεται σε πλήρη και ευθεία αντίθεση με το αυξημένης
ισχύος (άρθρο 28 Συντάγματος) ευρωπαϊκό δίκαιο προστασίας των δικαιωμάτων του
ανθρώπου, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν εκτενώς.
Η ιδιότητα του Μουφτή και ως Μουσουλμάνου ιεροδίκη, δεν μπορεί να
αποτελέσει νόμιμο άλλοθι για να δικαιολογηθεί η δημοσιοϋπαλληλική ιδιότητα που
του προσδίδει η ελληνική νομοθεσία. Απεναντίας, ένας δημόσιος υπάλληλος, που εξ
ορισμού είναι φυσικό πρόσωπο εξαρτημένο ιεραρχικά, δεν διαθέτει τα εχέγγυα
αμερόληπτης κρίσης για την άσκηση δικαστικού λειτουργήματος. Θα μπορούσαν να
είναι διαφορετικά τα πράγματα ως προς την κατάσταση του Μουφτή, υπό την διττή
ιδιότητά του, ως ηγέτη της μουσουλμανικής κοινότητας και ως ιεροδίκη, αν ο
νόμος αναγνώριζε τον Μουφτή, τουλάχιστον ως δημόσιο λειτουργό, τυπικά και
ουσιαστικά, και όχι δημόσιο υπάλληλο.
Το δικαιοδοτικό ιδίως έργο του Μουφτή, προσιδιάζει στα στοιχεία που
χαρακτηρίζουν ένα φυσικό πρόσωπο που ασκεί δημόσιο λειτούργημα. Γιατί ο
δημόσιος λειτουργός βρίσκεται σε μια σχέση χαλαρής εξάρτησης από τον κρατικό
μηχανισμό, έχει ευχέρεια επιλογών και πρωτοβουλιών, εξαιρείται από την ιεραρχία
της διοίκησης και προσφέρει υπηρεσίες δημοσίου συμφέροντος από ανώτερες, από τη
φύση τους, βαθμίδες της δομής του κράτους
.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουμε αβίαστα, μετά από όσα εκτέθηκαν
προηγουμένως, είναι ότι η ισχύουσα νομοθεσία για τις Μουφτείες και τους
Μουφτήδες, είναι αντίθετη προς το ευρωπαϊκό νομοθετικό πλαίσιο προστασίας των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Διότι από τη μια μεριά, στερεί τις θρησκευτικές
κοινότητες των Μουσουλμάνων της Θράκης από κάθε έννοια αυτονομίας, αφού την
οργανωτική δομή τους, που είναι οι Μουφτείες, τις αντιμετωπίζει ως δημόσιες
υπηρεσίες. Από την άλλη μεριά, καθιστά τον Μουφτή, ως θρησκευτικό ηγέτη της
μουσουλμανικής κοινότητας, κάθε άλλο παρά ανεξάρτητο από το κράτος, αφού τον
εντάσσει ως δημόσιο υπάλληλο μέσα στα πλαίσια των ιεραρχικών και απόλυτα
ελεγχόμενων δομών της διοίκησης του κράτους. Αυτή η αντιμετώπιση του Μουφτή
είναι αντίθετη προς τον ουσιαστικό χαρακτήρα της υπηρεσίας του, τόσο ως
θρησκευτικού ηγέτη, όσο και ως ιεροδίκη, που το έργο του αναμφίβολα παραπέμπει
σε πρόσωπο που είναι δημόσιος λειτουργός, αλλά όχι δημόσιος υπάλληλος.
©ΓΙΩΡΓΟΣ Α. ΔΟΥΔΟΣ
20/12/15
Αναστάσιος Ι. Τάχος, Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, 7η έκδ., εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα -
Θεσσαλονίκη 2003,
Eπαμεινώνδας Σπηλιωτόπουλος, Eγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, τ. A', εκδόσεις A. N. Σάκκουλας,
Aθήνα 1997/2000.
Πρόδρομος Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, εκδόσεις Α.Ν. Σάκκουλας, Aθήνα-Kομοτηνή
1997.
Η
κατάσταση γενικά του δημοσίου υπαλλήλου, ρυθμίζεται σήμερα από τον Κώδικα
Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ., που
κυρώθηκε με το νόμο 3528/ 2007 (ΦΕΚ Α΄ 26).
Σύμφωνα
με το άρθρο 7 του Πρωτοκόλλου αριθ. 3, που είναι συνημμένο στη Σύμβαση Ειρήνης μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας της
1/14.11.1913, γνωστής και ως Συνθήκης των Αθηνών (κυρώθηκε με το νόμο
ΔΣΙΓ΄/1913), κατοχυρώνεται η λειτουργική
ανεξαρτησία του Μουφτή, κατά την άσκηση των δικαστικών αρμοδιοτήτων του, ενώ το
άρθρο 9, καθιερώνει την προσωπική ανεξαρτησία του Μουφτή, ενόσω ασκεί τα
δικαστικά καθήκοντά του, όμοια όπως ισχύει για τους τακτικούς και διοικητικούς
δικαστές του κράτους.