Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ
ΤΟΛΜΗΣΕ
ΝΑ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΉΣΕΙ
ΤΗΝ ΤΙΜΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΟΥΔΟΣ
g_doudos@yahoo.com
Η Θεσσαλονίκη ήταν μια εβραιούπολη….
Οι σύγχρονοι Έλληνες ιστορικοί αρέσκονται
να διαιρούν τη νεότερη ιστορία της
Θεσσαλονίκης δε δύο περιόδους: πριν από
το 1912 και μετά, τη χρονιά δηλαδή που τα
ελληνικά στρατεύματα κατέλαβαν τη
Θεσσαλονίκη, παρ’ όλο που η επίσημη
ένωσή της με την Ελλάδα έγινε 15 χρόνια
αργότερα. Εγώ, ωστόσο, προτιμώ να
χρησιμοποιώ ως ιστορικό όριο το 1943, τη
χρονιά του Ολοκαυτώματος. Άλλωστε είναι
ευνόητο ότι η “Θεσσαλονίκη με τους
Εβραίους” αποτελεί από μόνη της μια
ιστορική χρονική περίοδο, ενώ “η
Θεσσαλονίκη χωρίς τους Εβραίους” μια
άλλη.
Ηλίας Πετρόπουλος∙ ‘Αχ, Αλλέγκρα…’
Όσα έχει γράψει
ο Ηλίας Πετρόπουλος παραπάνω, για το
συλλογικό έργο, «Θεσσαλονίκη 1850-1918. Η
‘πόλη των Εβραίων’ και η αφύπνιση των
Βαλκανίων»
με βρίσκουν απόλυτα σύμφωνο, χωρίς την
παραμικρή επιφύλαξη.
Η Θεσσαλονίκη
αναπτύχθηκε κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους
και δύο Ρωμαίοι αυτοκράτορες, άφησαν
την σφραγίδα τους στην πόλη. Ο Γάιος
Γαλέριος Βαλέριος Μαξιμιανός Αύγουστος,
έχτισε την γνωστή εμβληματική για την
πόλη θριαμβική αψίδα του κι ένα
μεγαλοπρεπές ανάκτορο, που δεσπόζει
στην πλατεία Ναυαρίνου. Ο άλλος, ο Φλάβιος
Θεοδόσιος Αύγουστος, που ονομάσθηκε
Μέγας και συγκαταλέχθηκε μεταξύ των
αγίων της Ορθόδοξης Εκκλησίας, έμεινε
στην πόλη περίπου ένα χρόνο κι εδώ
βαπτίστηκε Χριστιανός, ενώ από την
Θεσσαλονίκη ξεκίνησε τους αγώνες του
κατά των αιρέσεων. Ο Θεοδόσιος στιγμάτισε
τη μνήμη του αρνητικά, αφού υπήρξε ο
ηθικός αυτουργός ενός μαζικού εγκλήματος,
μιας θηριωδίας στην κυριολεξία, κατά
των Θεσσαλονικέων. Το 390 μ. Χ. μέσα στον
Ιππόδρομο της πόλης, εξοντώθηκαν με
εντολή του αυτοκράτορα, περίπου 17.000
κάτοικοι, ως αντίποινα για την δολοφονία
του Βουδέριχου, Γότθου φρούραρχου της
πόλης και των ανδρών του, που στελέχωναν
την φρουρά της Θεσσαλονίκης .
Η θέση της
Θεσσαλονίκης κατά των διάρκεια της
ακμής της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας της
Ανατολής ήταν περίοπτη. Την ίδια θέση
είχε η πόλη και κατά την οθωμανική
περίοδο.
Στη διάρκεια του
15ου
αιώνα και επί Σουλτάνου Βαγιαζήτ του
Β΄, φτάνουν στη Θεσσαλονίκη ομάδες
Εβραίων που διώκονταν σε χώρες της
Δυτικής Ευρώπης. Είχαν φθάσει Εβραίοι
από την Σικελία, την Κάτω Ιταλία, την
Πορτογαλία, αλλά και την Προβηγκία. Ο
μεγαλύτερος όμως πληθυσμός Εβραίων
προσφύγων, περίπου 20.000, που εγκαταστάθηκε
στην οθωμανική Θεσσαλονίκη, προερχόταν
από την Ιβηρική Χερσόνησο.
Μετά το διάταγμα της Αλάμπρα του
Φερδινάνδου της Αραγονίας και της
Ισαβέλας της Καστίλης (1492), οι Εβραίοι
ήταν υποχρεωμένοι να διαλέξουν ανάμεσα
στον εκχριστιανισμό τους ή στην εξορία.
Η εβραϊκή παρουσία
στη Θεσσαλονίκη των οθωμανικών χρόνων
μετέτρεψε ένα πόλισμα σε μια σημαντική
πόλη, ίσως στο πιο σημαντικό κέντρο της
εβραϊκής Διασποράς. Ένα πολυεθνικό,
πολυπολιτισμικό αστικό κέντρο, με
κυρίαρχη την εβραϊκή κοινότητα
της πόλης. Οι Εβραίοι αποκαλούσαν την
Θεσσαλονίκη στα λαντίνο (ισπανοεβραϊκά)
“la
Madre
de
Israel”,
ενώ στα εβραϊκά “ir
vaem
b’yisrael”,
που σημαίνει στην πρώτη γλώσσα ‘Μητέρα
του Ισραήλ’, ενώ στην εβραϊκή, “πόλη
και μητέρα του Ισραήλ”.
Μετά την ενσωμάτωση
της Θεσσαλονίκης στο ελληνικό κράτος,
ο πληθυσμός της πόλης όλο και αλλοιώνεται
με στόχο την αριθμητική ενίσχυση του
ελληνόφωνου ορθόδοξου χριστιανικού
στοιχείου. Η
έλευση μεγάλου αριθμού προσφύγων στην
Μακεδονία, από την Μικρά Ασία, ως
επακόλουθο
της ανταλλαγής πληθυσμών μεταξύ Τουρκίας
και Ελλάδος, ανέτρεψε δραστικά την
πληθυσμιακή σύνθεση της Θεσσαλονίκης,
υπέρ του ελληνικού στοιχείου. Παρόλα
αυτά, η πόλη δεν απώλεσε την εβραϊκή
ιδιοπροσωπία της, παρά μόνον μετά το
1943, που επιτελέστηκε
η δραματικής εξόντωση, σχεδόν όλων των
Εβραίων της, στα πλαίσια του Ολοκαυτώματος
που είχαν σχεδιάσει και εκτελέσει οι
Ναζί σε
όλη την Ευρώπη.
Η
σύνθεση του
πληθυσμού
της Θεσσαλονίκης εμφανίζει
τις εξής
διακυμάνσεις:
Το 1890, που συνέβη καταστροφική πυρκαγιά
στο κέντρο της πόλης, επί συνολικού
πληθυσμού 118.000 κατοίκων, 55.000 ήταν
Εβραίοι, 26.000
Μουσουλμάνοι, 16.000 Έλληνες, 10.000 Βούλγαροι
(ή Σλαβόφωνοι), 2.500 Ρομά και 8.500 Αρμένιοι,
Δυτικοί κ.ά. . Το 1902, σύμφωνα με οθωμανικές
πηγές, οι Εβραίοι αποτελούν το 49% του
πληθυσμού. Το 1913, σύμφωνα με πηγές της
ελληνικής διοίκησης, επί συνολικού
πληθυσμού 157.889 κατοίκων, 61.439 ήταν
Εβραίοι, ποσοστό
39%, 45.889 Μουσουλμάνοι, 39.956 Έλληνες, 6.263
Βούλγαροι, 2.761 Ρομά και 1.621 άλλων
ταυτοτήτων.
Το 1917 οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης
αποτελούν το 19% του συνολικού πληθυσμού
της πόλης, που ανέρχεται σε 271.157 κατοίκους.
Είναι
η χρονιά της μεγάλης πυρκαγιάς της
πόλης.
Τα αρχεία της εβραϊκής Κοινότητας έχουν
καταστραφεί και για τούτο, μετά την
πυρκαγιά η Κοινότητα διενεργεί απογραφή
με δική της πρωτοβουλία. Τα αποτελέσματα
της απογραφής δημοσιεύθηκαν στην
εφημερίδα L’
Indépendant
το 1919 και ανέφεραν τα εξής: Σε πληθυσμό
170.000 κατοίκων το 1914, η Θεσσαλονίκη είχε
90.000 Εβραίους. Από τους πυροπαθείς μετά
το 1917, σε 50.000 υπολογίστηκαν οι Εβραίοι,
σε 12.500 οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί και σε
10.000 οι Μουσουλμάνοι. Οι περιοχές της
πόλης, που κατοικούσαν Εβραίοι, και
υπήρχαν συναγωγές, ιδρύματα της
Ισραηλιτικής Κοινότητας, αλλά και
καταστήματα και άλλες εγκαταστάσεις
Εβραίων επαγγελματιών, καταστράφηκαν
ολοσχερώς από την πυρκαγιά. Την εποχή
που η Θεσσαλονίκη καταλαμβάνεται από
τις ελληνικές δυνάμεις, η εβραϊκή
ταυτότητα της πόλης έχει μια σημαντική
ιδιαιτερότητα. Καμιά ισραηλιτική
κοινότητα ελληνικής πόλης δεν είχε
περισσότερα από 5.000 μέλη, ενώ τόσο στην
Κωνσταντινούπολη, όσο και στην Σμύρνη,
οι Εβραίοι δεν αποτελούν μεγαλύτερο
ποσοστό στο σύνολο του πληθυσμού, μεταξύ
5 ως 10%. Το ποσοστό των Εβραίων στον
πληθυσμό της Θεσσαλονίκης είναι μοναδικό,
αν λάβουμε υπόψη, ότι στις αρχές του
20ου
αιώνα η Γαλλία δεν είχε περισσότερους
Εβραίους, από όσους είχε μόνον η
Θεσσαλονίκη.
Το 1943, ο εβραϊκός
πληθυσμός της υπό γερμανική κατοχή
Θεσσαλονίκης υπολογιζόταν σε 55.000. Από
τις 15 Μαρτίου ως και τις 2 Αυγούστου του
1943, μεταφέρθηκαν συνολικά 48.674 Θεσσαλονικείς
Εβραίοι στα ναζιστικά στρατόπεδα του
θανάτου, σε δέκα εννιά αποστολές. Απ’
αυτούς, επέστρεψαν ζωντανοί το 1945, μόνον
1.950. Ποσοστό 96% των Εβραίων της Θεσσαλονίκης
εξολοθρεύθηκαν!
Η Θεσσαλονίκη δεν
ήταν μόνον η πόλη με την πλέον ανθούσα
από πλευράς πληθυσμού Ισραηλιτική
Κοινότητα, παράλληλα υπήρξε το κέντρο
του οργανωμένου ελληνικού Αντισημιτισμού,
ήδη από τα χρόνια του μεσοπολέμου.
Στις 29 Ιουνίου
του 1931, ακραία εθνικιστικά στοιχεία
μετά από ποικίλες βιαιοπραγίες, κατέληξαν
στον εμπρησμό της συνοικίας Κάμπελ της
Θεσσαλονίκης. Στη συνοικία Κάμπελ έμεναν
σε παράγκες, περίπου 220 φτωχές εβραϊκές
οικογένειες, που είχαν μετακινηθεί
εκεί μετά την πυρκαγιά του 1917. Η προσκείμενη
στην πολιτική παράταξη του Βενιζέλου
εφημερίδα ‘Μακεδονία’, υπήρξε ο ηθικός
αυτουργός του πογκρόμ του Κάμπελ, όπως
έμειναν γνωστά τα τραγικά γεγονότα κατά
των Εβραίων σ’ αυτή τη συνοικία. Με μια
σειρά δημοσιευμάτων, η ‘Μακεδονία’
είχε εκτοξεύσει κατηγορίες κατά της
εβραϊκής κοινότητας για έλλειψη
πατριωτισμού, για κοσμοπολιτισμό και
για προδοσία εις βάρος της Ελλάδος.
Σημαντικός ήταν ο ρόλος σ’ αυτά τα
αντισημιτικά επεισόδια της ακραίας
εθνικιστικής οργάνωσης, που είχε ιδρυθεί
στη Θεσσαλονίκη με την ονομασία ‘Εθνική
Ένωσις Ελλάς’, γνωστής και ως ‘ΤΡΙΑ
ΕΨΙΛΟΝ’ ή ‘Χαλυβδόκρανοι’. Για το
έγκλημα του εμπρησμού και των βιαιοτήτων
στην συνοικία Κάμπελ, μετά ένα χρόνο,
παραπέμφθηκαν σε δίκη στελέχη της ‘ΕΕΕ’
που είχαν οργανώσει τα επεισόδια μαζί
και ο Νίκος Φαρδής, αρχισυντάκτης της
‘Μακεδονίας’.
Εκτός από το
πογκρόμ στη συνοικία Κάμπελ ένα
ανοσιούργημα που συντελέστηκε στη
Θεσσαλονίκη, υπήρξε η καταστροφή του
εβραϊκού Νεκροταφείου της πόλης, με
πρωτοβουλία του Δήμου και την ενεργό
υποστήριξη ή την σιωπηλή συναίνεση
παραγόντων του χριστιανικού ελληνορθόδοξου
πληθυσμού. Το εβραϊκό Κοιμητήριο της
Θεσσαλονίκης ήταν ίσως η αρχαιότερη
και σίγουρα η
μεγαλύτερη εβραϊκή νεκρόπολη της
Ευρώπης. Ο ερευνητής Λέων Σαλτιέλ,
υποστηρίζει βάσιμα, ότι η καταστροφή
του εβραϊκού νεκροταφείου της Θεσσαλονίκης
δεν ήταν απόφαση των γερμανικών αρχών
κατοχής. Άλλωστε πουθενά στην κατεχόμενη
από τους Ναζί Ευρώπη δεν έχουν καταστραφεί
νεκροταφεία των Εβραίων. Απλώς η παρουσία
των Γερμανών στην πόλη, διευκόλυνε και
επιτάχυνε εξελίξεις, με στόχο το μέγα
ανοσιούργημα κατά των Εβραίων της
Θεσσαλονίκης, που είχε αποφασιστεί και
σχεδιαστεί δεκαετίες προηγουμένως από
την δημοτική αρχή και άλλους φορείς.
Χαρακτηριστικό είναι αυτό που έγραψε
ο ποιητής Γεώργιος Βαφόπουλος, για
την καταστροφή
του εβραϊκού νεκροταφείου της πόλης:
«Κι έπρεπε
να’ ρθει η καταραμένη τούτη γερμανική
κατοχή, όπου, με τη συνέργεια μιας
ειρωνικής μοίρας, βρήκε τη δραματική
του λύση τούτο το παλιό άλυτο πρόβλημα
της Θεσσαλονίκης».
Οι σχεδιασμοί καταστροφής του εβραϊκού
νεκροταφείου είχαν αρχίσει ήδη από το
1925, με πρόσχημα διάφορες προτάσεις
ανάπλασης της περιοχής και μεταφοράς
του νεκροταφείου αλλού.
Το καθεστώς Μεταξά, με τον αναγκαστικό
νόμο 890/1937 (ΦΕΚ
Α΄ 394/13.10.1937),
προέβλεπε την απόδοση μέρους της έκτασης
του νεκροταφείου στο Αριστοτέλειο
Πανεπιστήμιο, ενώ το υπόλοιπο θα γινόταν
άλσος, χωρίς να καταστραφούν οι υπάρχοντες
τάφοι, αλλά και με τη σταδιακή απαγόρευση
νέων ταφών. Ο νόμος εφαρμόσθηκε εν μέρει
και δόθηκαν δώδεκα στρέμματα από την
έκταση του νεκροταφείου στο Α.Π.Θ.. Στη
συνέχεια, οι δημοτικές αρχές της πόλης,
κατά τη διάρκεια της Κατοχής, προχώρησαν
στην καταστροφή του νεκροταφείου,
παρουσιάζοντας το τραγικό και ανόσιο
συμβάν σαν εντολή των γερμανικών αρχών,
ενώ στην πραγματικότητα οι Γερμανοί
ήταν μια δικαιολογία ψεύτικη και έντονα
προσβλητική στη μνήμη μιας σημαντικής
μερίδας από τα τέκνα της Θεσσαλονίκης….
Ήδη, το 1931 είχαν
λεηλατηθεί εκατοντάδες τάφοι του
εβραϊκού νεκροταφείου από μέλη της
οργάνωσης ‘ΕΕΕ’. Είχε προηγηθεί το
πογκρόμ της συνοικίας Κάμπελ, που ανέφερα
πιο πάνω.
Ο Λέων Σαλτιέλ
έγραψε στην αγγλική γλώσσα μια μελέτη
36 σελίδων για τα γεγονότα της εποχής,
όσον αφορά την
καταστροφή του εβραϊκού νεκροταφείου
της Θεσσαλονίκης. Επέλεξε
τον εμβληματικό
τίτλο ‘Dehumanizing
the
Dead:
The
Destruction
of
Thessaloniki’s
Jewish
Cemetery
in
the
Light
of
New
Sources’
(σε ελληνική απόδοση ‘Αφαιρώντας την
ιδιότητα του ανθρώπου από τους νεκρούς:
Η Καταστροφή του εβραϊκού νεκροταφείου
της Θεσσαλονίκης, υπό το Φως Νέων
Πηγών’).
Υπήρξαν Δήμαρχοι
της Θεσσαλονίκης και άλλοι θεσμικοί
παράγοντες της πόλης, που σκόπιμα, επί
σειρά ετών προσπαθούσαν να εξαλείψουν
την εβραϊκή ταυτότητά
της ή τουλάχιστον να ελαχιστοποιήσουν
την πολυσήμαντη εβραϊκή παρουσία στην
πόλη. Είναι χαρακτηριστικό, ότι ο άλλοτε
δήμαρχος Βασίλης Παπαγεωργόπουλος είχε
«αποφανθεί», ότι το βιβλίο του Μαρκ
Μαζάουερ, ‘Θεσσαλονίκη, Πόλη των
Φαντασμάτων’ είναι ανεκδιήγητο
(!). Από την
άλλη μεριά, ο επί σειρά ετών πρόεδρος
του Δημοτικού Συμβουλίου επί διοικήσεων
Παπαγεωργόπουλου, Σωτήρης Καπετανόπουλος,
είχε δηλώσει: ‘ότι
στο βιβλίο υβρίζονται αρκετές από τις
παλαιές ελληνίδες ως... πόρνες και
παρουσιάζονται οι Πόντιοι ως
...ληστοσυμμορίτες’.
Δεν ξέρω βέβαια αν τόσο ο άλλοτε δήμαρχος
Β. Παπαγεωργόπουλος, όσο και ο στενός
συνεργάτης του Σ. Καπετανόπουλος,
κατανάλωσαν χρόνο για να εντρυφήσουν
στις πεντακόσιες πενήντα πέντε (555)
σελίδες της ελληνικής μετάφρασης του
βιβλίου, πάντως υπήρξαν και οι δύο
εξαιρετικά λακωνικοί στην κριτική
αποδοκιμασία τους!
Ο
Έλι
Βίζελ, γνωστός
συγγραφέας, κάτοχος του βραβείου Νομπέλ
Ειρήνης (1986) και επιζήσας του Ολοκαυτώματος,
είχε πει ότι, ο
Δήμιος σκοτώνει πάντα δυο φορές∙ την
δεύτερη με τη Λήθη.
Υπήρξαν
αιρετά στελέχη του Δήμου Θεσσαλονίκης,
και συγκεκριμένα ο δήμαρχος
Βασίλης Παπαγεωργόπουλος, και οι
δημοτικοί σύμβουλοι της παράταξής του,
Θεόδωρος Ασπασίδης, ως πρόεδρος της
‘Επιτροπής
Ονοματοθεσίας Οδών’,
ο πανεπιστημιακός Βενιαμίν
Καρακωστάνογλου και ο Κώστας Εγγλέζος,
και οι δυο τους μέλη της παραπάνω
Επιτροπής, που είχαν εισηγηθεί αρνητικά,
ως προς την ένταξη της Θεσσαλονίκης στο
Δίκτυο των Μαρτυρικών Πόλεων και Χωριών
της Ελλάδας, περιόδου 1940-1945. Κατά κύριο
λόγο η ένταξη της Θεσσαλονίκης στο
Δίκτυο των Μαρτυρικών Πόλεων ήταν
αυτονόητη, όπως άλλωστε είχε αποφασισθεί
από την διοίκηση του Δικτύου, διότι κατά
την διάρκεια της Κατοχής εξοντώθηκε
σημαντικό και χαρακτηριστικό στοιχείο
του πληθυσμού της, οι Θεσσαλονικείς
Εβραίοι.
Εκείνο που προκαλεί
ντροπή και αηδία, είναι η αιτιολογία
που πρόβαλλε η παραπάνω Επιτροπή του
Δήμου, για να απορριφθεί το αίτημα
ένταξης της πόλης στο Δίκτυο των
Μαρτυρικών Πόλεων: α) Η εξόντωση του
91% των Εβραίων συμπολιτών της Θεσσαλονίκης
στα ναζιστικά στρατόπεδα του θανάτου,
-το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη-, δεν
στοιχειοθετεί την ανάδειξη της πόλης
μας σε “μαρτυρική πόλη”, εφόσον το
μαζικό αυτό έγκλημα διαπράχθηκε εκτός
Θεσσαλονίκης (!),
β) οι Εβραίοι
“εγκαταστάθηκαν” στη Θεσσαλονίκη από
την Ισπανία το 1492,
-που σημαίνει κατά την ανάγνωση της
ιστορίας από τα παραπάνω μέλη της
Επιτροπής, ότι δήθεν δεν πρόκειται για
γηγενείς Θεσσαλονικείς-, αποσιωπώντας
σκόπιμα, ότι η παρουσία των Εβραίων,
ανάγεται τουλάχιστον στους ελληνιστικούς
χρόνους, τότε που ιδρύθηκε η Θεσσαλονίκη.
Αυτά συνέβησαν το 2008. Κατ’ αρχάς η
πλειοψηφούσα παράταξη στο Δημοτικό
Συμβούλιο, του Δημάρχου Β. Παπαγεωργόπουλου,
αποδέχθηκε την αρνητική εισήγηση της
‘Επιτροπής
Ονοματοθεσίας Οδών’ και με την σιωπηρή
σύμπραξη δημοτικών συμβούλων που
χαρακτηρίζονταν για τον «υπερπατριωτισμό»
τους. απέρριψε το αίτημα ένταξης της
πόλης στο Δίκτυο των Μαρτυρικών Πόλεων,
κατά έναν ιδιόμορφο τρόπο. Ο τότε πρόεδρος
του Δημοτικού Συμβουλίου Σωτήρης
Καπετανόπουλος, έκρινε αρκετή την
εισήγηση της Επιτροπής και περιττό να
εισαγάγει το θέμα στο Δημοτικό Συμβούλιο
για την λήψη ρητής απόφασης. Η ένοχη ως
παράνομη, διά σιγής και αποδοχής εισήγησης
Επιτροπής του Δήμου, απόφαση του Δημοτικού
Συμβουλίου είχε χαρακτηρισθεί ως ύβρις
έναντι της Ιστορίας και ως ενέργεια να
θαφτεί η μνήμη της Θεσσαλονίκης, ως
πολυπολιτισμικής πόλης, με κυρίαρχο το
εβραϊκό στοιχείο της.
Έτσι, ο Βασίλης
Παπαγεωργόπουλος, ως δήμαρχος Θεσσαλονίκης,
ο Σωτήρης Καπετανόπουλος, ως πρόεδρος
του Δημοτικού Συμβουλίου, οι δημοτικοί
σύμβουλοι της παράταξης Παπαγεωργόπουλου,
Θεόδωρος Ασπασίδης, Βενιαμίν Καρακωστάνογλου
και Κώστας Εγγλέζος, έγιναν συνεργοί
των Ναζί, στον δεύτερο Αφανισμό των
Εβραίων της πόλης, μέσω προσπάθειας
επιβολής της Λήθης…. Τότε, οι άρχοντες
της πόλης, επιχείρησαν να παραμείνει η
Θεσσαλονίκη, κέντρο του ελληνικού
Αντισημιτισμού!
Εν τέλει, το 2012,
όταν η διοίκηση του Δήμου είχε αναληφθεί
από τον Γιάννη Μπουτάρη και τους
συνεργάτες του, η Θεσσαλονίκη εντάχθηκε
στο Δίκτυο των Μαρτυρικών Πόλεων με την
έκδοση του σχετικού προεδρικού
διατάγματος.
Ο
Γιάννης
Μπουτάρης,
είναι κατά τη γνώμη μου, ο Δήμαρχος που
αξίζει για την Θεσσαλονίκη. Η άποψή μου
δεν είναι εκφορά λόγου ενός προσωπολάτρη
οπαδού του κ. Μπουτάρη, ούτε μου διαφεύγει,
ότι σε μια κριτική του όλου έργου του
στον Δήμο της πόλης, θα υπάρξουν εκείνοι,
που βάσιμα θα προβάλλουν παραλείψεις,
ανακολουθίες από προεκλογικές δεσμεύσεις
ή αστοχίες στις επιλογές της Δημοτικής
Αρχής. Όλα αυτά είναι αναμενόμενα και
συμπορεύονται με τα έργα και τις ημέρες
όλων των ηγετών, ακόμη και εκείνων που
θεωρούνται ως εξαιρετικά επιφανείς. Ο
Γιάννης
Μπουτάρης
είναι ένας Δήμαρχος για την Θεσσαλονίκη,
γιατί από την αρχή της θητείας του, όχι
απλά αποδέχθηκε το ιστορικό γεγονός
ότι η Θεσσαλονίκη έχει μια εξαιρετικά
πλούσια εβραϊκή ταυτότητα, που δεν
ανάγεται στο παρελθόν, αλλά αποτελεί
στοιχείο της πόλης του σήμερα. Ο Γιάννης
Μπουτάρης
είναι ο Δήμαρχος της Θεσσαλονίκης, που
με πρωτοβουλίες του προσπαθεί να
αναδείξει την εβραϊκή ταυτότητα της
πόλης του. Γι’ αυτό είναι ένας Δήμαρχος
για την Θεσσαλονίκη. Επίσης,
ο Γιάννης
Μπουτάρης έχει
τολμήσει να κάνει προσπάθειες ανάδειξης
του πλούσιου οθωμανικού παρελθόντος
της πόλης και να τιμήσει το γεγονός, ότι
υπήρξε γενέθλια πόλη του Κεμάλ Ατατούρκ,
του δημιουργού της σύγχρονης Τουρκίας!
Η
φράση του Δημάρχου Γιάννη
Μπουτάρη,
ότι ‘το
Ολοκαύτωμα είναι ένα και αφορά στους
Εβραίους, δεν είναι κάθε σφαγή «Ολοκαύτωμα»’
δείχνει την τόλμη του Δημάρχου αλλά και
το προσωπικό του ήθος.
Χωρίς αμφιβολία,
η αναφορά αυτή στον Δήμαρχο Θεσσαλονίκης
κ. Γιάννη Μπουτάρη θα ήταν λειψή, αν
παρέλειπα να παραθέσω την συγκλονιστική
ομιλία του κατά την ημέρα Μνήμης του
Ολοκαυτώματος, στις 28 Ιανουαρίου του
2018:
“Κάποια
στιγμή το καλοκαίρι του 1945 η Μπουένα
Σαρφατή βγήκε από το σπίτι της. Εβραία,
τριάντα ετών, Σαλονικιά πάππο προς
πάππο, η Μπουένα είχε μόλις γυρίσει στη
Θεσσαλονίκη έχοντας διαφύγει στο βουνό,
πολεμώντας αρχικά με τον ΕΔΕΣ, μετά με
το ΕΑΜ και, τελικά, δραπετεύοντας στην
Παλαιστίνη. Ο αδερφός της Ελιάου, η
αδερφή της Ρεγγίνα, η εκατοντάχρονη
γιαγιά της Μίριαμ και οι θείες της δεν
είχαν την ίδια τύχη. Από τα βαγόνι του
τρένου που τους μετέφερε στο
Άουσβιτς-Μπίρκεναου είδαν για τελευταία
φορά την πόλη που αποκαλούσαν “Ιερουσαλήμ
των Βαλκανίων” μιαν ανοιξιάτικη μέρα
του 1943. Λίγες ώρες μετά την άφιξή τους
οδηγήθηκαν στα κρεματόρια μαζί με άλλες
χιλιάδες ομοθρήσκους τους. Η ζωή τους
και μαζί η ζωή της εβραϊκής Θεσσαλονίκης,
της Θεσσαλονίκης μας, έγιναν στάχτη που
σκορπίστηκε στις αφιλόξενες πεδιάδες
της Πολωνίας.
Ήταν
οι συγγενείς της Μπουένα ‘μάρτυρες’;
Τους τιμούμε αν τους μνημονεύουμε έτσι;
Μας τιμά να τους μνημονεύουμε έτσι; Η
σημερινή «Ημέρα Μνήμης των Εβραίων
Μαρτύρων και Ηρώων του Ολοκαυτώματος»
μας προκαλεί να στοχαστούμε γύρω από
το ερώτημα αυτό. Οι συγγενείς της Μπουένα
όπως και όλοι οι άλλοι Εβραίοι της
Ευρώπης δεν επέλεξαν να μαρτυρήσουν.
Δεν επέλεξαν δηλαδή να θυσιάσουν
συνειδητά τη ζωή τους για ένα υψηλότερο
ιδανικό, τη θρησκευτική τους πίστη ή
την ιδεολογία τους. Δεν διάλεξαν τον
θάνατο, πολύ απλά γιατί δεν είχαν καν
το δικαίωμα αυτής της επιλογής. Και για
τον λόγο αυτό δεν τους αξίζει να τους
αντιμετωπίζουμε σήμερα σαν άγιους, όλοι
εμείς, Χριστιανοί και Ευρωπαίοι, που
για αιώνες συχνά τους αντιμετωπίζαμε
σαν διαβόλους. Άνθρωποι ήταν και αυτό
ζητούσαν να είναι.
Κάποιοι
ελάχιστοι, όπως η Μπουένα, γλύτωσαν.
Μόλις χίλιοι Θεσσαλονικείς Εβραίοι από
τους 45 -και βάλε- χιλιάδες. Γλύτωσαν την
εκτόπιση, το Άουσβιτς, την πορεία θανάτου,
τα στρατόπεδα εργασίας. Γλύτωσαν γιατί
άντεξαν την ανείπωτη βία, τους
εξευτελισμούς, τα ιατρικά πειράματα,
τους βιασμούς. Και αφού γλύτωσαν,
επέστρεψαν στη γενέθλια πόλη. Ως ήρωες;
Κάθε άλλο. Εβραίοι που είχαν διαφύγει
στο βουνό, είχαν κρυφτεί στις πόλεις, ή
αποδράσει στην Παλαιστίνη, αντιμετώπισαν
όσους και όσες επέστρεφαν από τα
στρατόπεδα ως προδότες, συνεργάτες των
Γερμανών, τις δε γυναίκες ως πόρνες. Οι
Χριστιανοί πάλι, είδαν στους επιζήσαντες
“ανεκμετάλλευτα κομμάτια σαπουνιού”
κατά την αναφορά αμερικανού δημοσιογράφου,
μια απειλή από ένα παρελθόν που δεν
έλεγε να πεθάνει. Ήρωες ήταν κατά τον
Ελληνικό Βορρά μόνον εκείνοι οι πέντε
νεαροί Εβραίοι που αφού πολέμησαν στο
Αλβανικό Μέτωπο και επέζησαν στα
κρεματόρια, έπεσαν τον Οκτώβριο του
1948 ‘ηρωϊκώς στις μάχες του Γράμμου και
άλλων ορέων, ενώ εμάχοντο κατά των
συμμοριτών’.
Για
την Μπουένα, μαρτύρια και ηρωισμοί είχαν
εξίσου μικρή αξία καθώς προσπαθούσε να
μαζέψει τα συντρίμμια και να ξαναχτίσει
τη ζωή της από την αρχή. Πώς όμως να
ένιωθε όταν ακόμη και οι πιο μικρές
απολαύσεις άνοιγαν διάπλατα τα τραύματα
του παρελθόντος; Πόσο αβάσταχτος πρέπει
να ήταν ο πόνος της όταν ανακάλυπτε ότι
το χάρτινο χωνάκι στο οποίο ο Αρμένης
πωλητής ξηρών καρπών τής πρόσφερε μια
Κυριακή απόγευμα τα αγαπημένα της
στραγάλια, αυτό το χάρτινο χωνάκι ήταν
στην πραγματικότητα ένα φύλλο χαρτί
σκισμένο από την Παλαιά Διαθήκη της
οικογένειάς της;
Το
σκισμένο αυτό χαρτί είναι το παρελθόν
της Μπουένα, αλλά και το παρελθόν της
πόλης μας: ένα παρελθόν που μας καταδιώκει
και μας στοιχειώνει. Είναι ένα παρελθόν
σιωπηλό, αόρατο, αλλά παρόν. Είναι το
μαρμαρόστρωτο προαύλιο του Αγίου
Δημητρίου, φτιαγμένο από εκατοντάδες
ταφόπλακες από το κατεστραμμένο από
Γερμανούς και Έλληνες χριστιανούς
υπαλλήλους του Δήμου εβραϊκό νεκροταφείο
της πόλης, υλικό «άνευ αξίας» κατά τον
επιβλέποντα της αναστύλωσης αρχαιολόγο
Στυλιανό Πελεκανίδη. Είναι το Νοσοκομείο
Αχέπα και το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο
που οικοδομήθηκαν πάνω σε μια από τις
σημαντικότερες νεκροπόλεις της Ευρώπης.
Είναι οι εβραϊκές ταφόπλακες που
στρώθηκαν μπροστά στο Στρατηγείο και
πέριξ του Βασιλικού Θεάτρου, εκείνες
που χρησιμοποίησε ο Δήμος Θεσσαλονίκης
τον Νοέμβριο του 1948 για την κατασκευή
οδών και πεζοδρομίων παρά τις έντονες
διαμαρτυρίες της ισραηλιτικής κοινότητας.
Είναι εκείνες οι ταφόπλακες που
στοιβάζονταν σε δημόσια θέα μπροστά
στο Λευκό Πύργο και στον περίβολο της
Διεθνούς Έκθεσης ακόμη και μέχρι τον
Δεκέμβρη του 1948. Είναι η ασημένια τσάντα,
οικογενειακό κειμήλιο, που το 1946 η
Μπουένα Σαρφατή είδε έκπληκτη να κρατά
με στυλ μια χριστιανή οικογενειακή
φίλη. Είναι το οικογενειακό χαλί που
μια άλλη έκπληκτη Εβραία επιζήσασα
αντίκρισε σε σπίτι χριστιανών οικογενειακών
φίλων. Είναι το βιβλίο που βρέθηκε
τυχαία, μόλις μια δεκαετία πριν, στη
βιβλιοθήκη της Φιλοπτώχου Αδελφότητος
Ανδρών Θεσσαλονίκης προτού επιστραφεί
στο Εβραϊκό Μουσείο, μια πράξη που τιμά
την Αδελφότητα.
Ποιοι
θρήνησαν το 1945 τους εξαφανισμένους
γείτονές τους; Ποια μνημεία στήθηκαν;
Ποιες τελετές έγιναν; Μόνη η κοινότητα,
καθημαγμένη και ρακένδυτη πάλευε να
ανασυστήσει την ύπαρξή της και να
θρηνήσει τους νεκρούς της. Η πόλη, η
κοινωνία, η χώρα ολόκληρη, αδιαφόρησαν.
Κρύφτηκαν πίσω από το δάχτυλό τους.
Έκαναν πως δεν ήξεραν τι συνέβη, ποιος
το έκανε, ποιος βοήθησε, ποιος προστάτευσε
όταν άλλοι, πολλοί γκρέμιζαν, έκαιγαν,
έκλεβαν, καταλάμβαναν τον χώρο και τα
υπάρχοντα των πολλών απόντων και των
λιγοστών παρόντων. Ο θρήνος άλλωστε
ήταν ατομικός. Χρειάστηκε να περάσουν
είκοσι περίπου χρόνια, να φτάσουμε στο
1962 για να γίνει ένα μνημείο στη μνήμη
των θυμάτων. Πού; Μέσα στο νέο εβραϊκό
νεκροταφείο, ωσάν το ζήτημα να αφορούσε
μόνο συγγενείς και μέλη της εβραϊκής
κοινότητας της πόλης.
Και
όταν 35 χρόνια μετά έγινε επιτέλους
πραγματικότητα ένα μνημείο σε δημόσιο
χώρο, αυτό εξορίστηκε στις παρυφές του
κέντρου σε σημείο δυσδιάκριτο. Και όταν
το μνημείο αυτό επανατοποθετήθηκε
επιτέλους στο φυσικό του χώρο, την
Πλατεία Ελευθερίας, περισσότερο υπήρξε
έκπληξη παρά ικανοποίηση. Επρεπε να
φτάσει το 2004 για να καθιερώσει η Βουλή
των Ελλήνων με ψήφισμα ομόφωνα την Ημέρα
Μνήμης. Έπρεπε να φτάσει το 2011 για να
υπάρξει αντίστοιχη μέρα μνήμης για την
πόλη μας και το 2014 για να αποκτήσει το
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
μνημείο που αναδεικνύει την καταστροφή
του νεκροταφείου. Και ίσως να μην είναι
τόσο μακριά η μέρα που θα δούμε μια
αντίστοιχη αναθηματική πλάκα στον
περίβολο του Αγίου Δημητρίου, στον “Άγιο
Δημήτριο των νεκρών Εβραίων”, στο
πραγματικό εβραϊκό μαυσωλείο της
Θεσσαλονίκης.
Ο
Δήμος Θεσσαλονίκης έχει ολοένα και
μεγαλύτερη επίγνωση του βάρους της
ιστορίας που η πόλη καλείται να σηκώσει.
Τώρα που οι επιζώντες μάς αφήνουν και
η σκυτάλη της μνήμης περνά σε όλους και
όλες εμάς, ο Δήμος σκοπεύει να συνεχίσει
να μετατρέπει τη σιωπή σε λόγο, λόγο
παρηγορητικό, αλλά και λόγο θαραλλέο.
Επιθυμούμε η ανάπλαση της Πλατείας
Ελευθερίας και το Μουσείο του Ολοκαυτώματος
να αποτελέσουν το νέο μνημονικό άξονα
της πόλης, την αφετηρία και την απόληξη
της μεγάλης, πολυπολιτισμικής,
χριστιανικής, μουσουλμανικής, και
εβραϊκής διαδρομής της Θεσσαλονίκης.
Η
Πλατεία Ελευθερίας είναι ένας χώρος
δημοκρατίας, όπου το 1908 όλοι οι
Θεσσαλονικείς, Μουσουλμάνοι, Χριστιανοί
και Εβραίοι, πανηγύρισαν μαζί την
ανακήρυξη του οθωμανικού συντάγματος.
Είναι επίσης ένας χώρος ξεριζωμού και
προσφυγιάς, το σημείο από όπου αναχωρούσαν
το 1922-1923 οι μουσουλμάνοι παλιοί
Θεσσαλονικείς και όπου ξεμπάρκαραν οι
νέοι, οι Μικρασιάτες και Πόντιοι
πρόσφυγες. Και είναι τέλος ένας τόπος
μαρτυρίου, δημόσιου εξευτελισμού των
Θεσσαλονικέων Εβραίων, όπου το Μαύρο
Σάββατο της 9ης Ιουλίου 1943 οι Γερμανοί
διαπόμπευσαν μπροστά στα μάτια και
Ελλήνων Χριστιανών 9.000 άρρενες Εβραίους.
Είναι
ένας τόπος δύσκολος αυτή η πλατεία. Μας
υπενθυμίζει ότι το Ολοκαύτωμα στη
Θεσσαλονίκη είναι ο πιο βαρύς κρίκος
σε μια μακρά αλυσίδα βίας και
εξανδραποδισμού. Μας υπενθυμίζει ότι
οι Εβραίοι της ήταν αδιάσπαστο κομμάτι
ενός πολύχρωμου μωσαϊκού, ότι η «Ιερουσαλήμ
των Βαλκανίων» ήταν ταυτόχρονα και η
«Βαβέλ της Μεσογείου». Επιθυμούμε η
Πλατεία Ελευθερίας να είναι ένα σημείο
όπου οι δύσκολες, τραυματικές μνήμες
όλων των κατοίκων αυτής της πόλης δεν
θα ανταγωνίζονται η μία την άλλη, αλλά
αντίθετα θα συνυπάρχουν αρμονικά: θα
συνδιαλέγονται ζωηρά και θα προωθούν
μια κουλτούρα συνύπαρξης και αλληλοσεβασμού
ώστε η βαριά κληρονομιά του παρελθόντος
να μετατραπεί σε εφαλτήριο ενός καλύτερου
μέλλοντος. Η νέα Πλατεία Ελευθερίας θα
συμβολίζει την περηφάνια όλων των
Θεσσαλονικών για την πόλη τους, το
παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της.
Κάποιες
εκατοντάδες μέτρα πιο πέρα, το Μουσείο
του Ολοκαυτώματος θα συμβολίζει την
ντροπή μας. Για όσα έγιναν, για όσα
κάναμε, και κυρίως για όσα δεν μπορέσαμε
ή δεν θελήσαμε να κάνουμε, γηγενείς και
πρόσφυγες, δεξιοί και αριστεροί κατά
και μετά τον πόλεμο. Το Μουσείο είναι
μια οφειλή της πόλης αλλά και ένα
προσωπικό στοίχημα για μένα. Είναι μια
οφειλή στους Εβραίους της, ως Θεσσαλονικείς,
Έλληνες και Σεφαραδίτες. Το Μουσείο
υπερβαίνει την πόλη και την Ελλάδα και
επανεγγράφει τη Θεσσαλονίκη ως μητρόπολη
των Σεφαραδιτών Εβραίων της Μεσογείου.
Φιλοδοξεί να πει την άγνωστη ιστορία
του Ολοκαυτώματος των Εβραίων της
Μεσογείου και των Βαλκανίων, των
σεφαραδιτών Εβραίων της Θεσσαλονίκης
και της Κέρκυρας, των Χανίων και της
Πάτρας, αλλά και του Βελιγραδίου, των
Σκοπίων, του Μοναστηρίου, και του
Σαράγεβο, της Τεργέστης και του Λιβόρνο.
Ευελπιστεί να μετατρέψει τη σκισμένη
σελίδα της Μπουένα Σαρφατή σε ιστορική
γνώση. Να αναδείξει μια πτυχή του
Ολοκαυτώματος που συχνά παραβλέπεται
λόγω της έμφασης στην Κεντρική και
Ανατολική Ευρώπη και με τον τρόπο αυτό
να καταστήσει τη Θεσσαλονίκη τόπο μνήμης
αλλά και κέντρο έρευνας και μελέτης
διεθνούς ακτινοβολίας. Και, τέλος,
ευελπιστεί να γίνει ένας χώρος όπου οι
πολίτες όλης της γης, ειδικά οι νέοι θα
μαθαίνουν τα αποτελέσματα της καταπάτησης
των ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Πολλοί
μας ρωτούν γιατί. Γιατί αυτή η όψιμη
έμφαση στην ιστορία και τη μνήμη των
Θεσσαλονικιών Εβραίων; Η βεβήλωση του
μνημείου του Ολοκαυτώματος μόλις την
προηγούμενη Κυριακή και ο εμπρησμός
της ιστορικής κατοικίας μιας Εβραίας
και Μουσουλμάνας Θεσσαλονικιάς, θα
αρκούσαν θαρρώ ως απάντηση. Αλλά,
προσωπικά, προτιμώ να απαντήσω
παραφράζοντας τον Πρίμο Λέβι. “Εδώ, δεν
υπάρχουν γιατί”, του απάντησε ο Γερμανός
φρουρός, μόλις ο Λέβι έφθασε στο Άουσβιτς.
“Εδώ, δεν υπάρχουν γιατί” θα μπορούσα
να απαντήσω και εγώ σε όσους παραξενεύονται
με την επιμονή μου. Το Ολοκαύτωμα των
Εβραίων της Ευρώπης, το Ολοκαύτωμα των
δικών μας Εβραίων, δοκιμάζει τα όρια
της λογικής. Και ο μόνος τρόπος να
αναμετρηθούμε μαζί του είναι να
αποδεχτούμε ότι θα είναι πάντα κομμάτι
αυτού που είμαστε ως Θεσσαλονικείς,
Έλληνες και Ευρωπαίοι: μια σκισμένη
σελίδα γραμμένη σε μια άγνωστη γραφή,
μια αλήθεια που περιμένει πάντα την
αποκρυπτογράφησή της”.
©ΓΙΩΡΓΟΣ Α. ΔΟΥΔΟΣ
16/03/2017-15/02/18