Συχνά τύχαινε να με ρωτούν από πού κατάγομαι, και συνήθως απαντούσα πως είμαι παιδί του Μεγάλου Ελληνισμού.
Εύλογη η ερώτηση, τί σήμαινε άραγε αυτή η απάντηση;
Η Μάνα μου είχε γεννηθεί στην μικρασιατική Τουρκία, στην πόλη που δροσίζεται από τη θάλασσα του Μαρμαρά· στην Πάνορμο, όπως την λέγανε οι Ρωμιοί, Panderma την αποκαλούσαν οι Οθωμανοί και στη σύγχρονη Τουρκία λέγεται Bandırma. Η γιαγιά μου, από την πλευρά της Μάνας μου είχε γεννηθεί στη Βουλγαρία των οθωμανικών καιρών και ξενιτεύτηκε στην Πάνορμο για να παντρευτεί τον παππού μου! Η γιαγιά μου η Αγγελίνα, στα γεράματά της, συχνά χανόταν σε αναμνήσεις του παρελθόντος της και μονολογούσε στα βουλγάρικα. Ανέφερε συχνά το ίδιο αντρικό όνομα, που δεν ήταν του παππού!
Η γιαγιά μου είχε αφήσει στενούς συγγενείς στη Βουλγαρία. Ο ένας τους ήταν διπλωμάτης του Βασιλείου της Βουλγαρίας και ο άλλος αξιωματικός του βουλγάρικου στρατού. Μέχρι την επικράτηση του κομμουνισμού στέλνονταν κάποια γράμματα και η γιαγιά μάθαινε τα νέα από τα αδέρφια της. Μετά το 1946, τα γράμματα σταμάτησαν να έρχονται, τα νέα από τα αδέλφια της γιαγιάς πάγωσαν και μόνον υποθέσεις μπορούσε να κάνει, βάζοντας η δύσμοιρη πιο συχνά το κακό στο νου της.
Ο Πατέρας μου είχε γεννηθεί στο Ζαγαζίκ, μια πόλη της Αιγύπτου στο δέλτα του Νείλου. Εκεί μεγάλωσε, πήγε σχολείο στο Κάιρο και πρώτη φορά ήρθε στην Ελλάδα το 1925 για να πάει εθελοντικά στο στρατό.
Ο παππούς και η γιαγιά μου, από την πλευρά του πατέρα, είχαν γεννηθεί ο πρώτος στο χωριό του Βερμίου Όσλιανη (τώρα λέγεται Αγία Φωτεινή), ενώ η γιαγιά στο χωριό Ντόλνο Γκραματίκοβο (τώρα Κάτω Γραμματικό). Και οι δυο τους ήταν σλαβόφωνοι, ντόπιοι Μακεδόνες, που κατέβηκαν στη Νάουσα, κέντρο ελληνικής εκπαίδευσης στα οθωμανικά χρόνια. Σπούδασαν τα ελληνικά γράμματα και ο παππούς, σχεδόν αμέσως μετά το γάμο του με τη γιαγιά μετανάστευσε στην Αίγυπτο για καλύτερη τύχη.
Στα οθωμανικά χρόνια, η ελληνική γλώσσα ήταν lingua franca, ακόμα και για Τούρκους ή Εβραίους, που ήθελαν κυρίως να ασχοληθούν με το εμπόριο στα Βαλκάνια και παραπέρα. Η μακεδονική γλώσσα, που μιλούσαν οι ντόπιοι Μακεδόνες, δεν είχε αποκτήσει ακόμα γραπτή έκφραση για το πλήθος των Μακεδόνων και κατά κάποιο τρόπο, ζούσε στη σκιά της βουλγαρικής γλώσσας.
Η ύπαρξή μου έκανε την εμφάνισή της στη Θεσσαλονίκη. Στη γενέθλια πόλη βαφτίστηκα κι αν λογαριάσουμε τα χρόνια της μέχρι τώρα ζωής μου, σ’ αυτή την πόλη ξοδεύτηκαν τα περισσότερα. Έζησα αρκετά χρόνια και στη Νάουσα, όπου εργαζόταν ως υπάλληλος στα γνωστά νηματουργεία της πόλης ο πατέρας μου. Στη Νάουσα έβγαλα το δημοτικό. Μα από το γυμνάσιο ως την δευτέρα λυκείου (είχε εφαρμοστεί η μεταρρύθμιση Παπανούτσου, με τον διαχωρισμό γυμνασίου και λυκείου), φοιτούσα στην Σχολή Κωνσταντινίδου στη Θεσσαλονίκη ως οικότροφος. Λίγο με είχε κουράσει που ήμουν εσώκλειστος, λίγο που ήθελα να παρακολουθήσω κλασικό τμήμα από την δευτέρα λυκείου, γύρισα στη Νάουσα και αποφοίτησα από το ιστορικό Λάππειο Λύκειο της πόλης, από το πρακτικό τμήμα όμως, που είχα ξεκινήσει στη Σχολή Κωνσταντινίδου. Για να πάω στο πρακτικό μου ζητούσαν κατατακτήριες εξετάσεις, που θεώρησα πως ήταν ένας περιττός κόπος.
Σπούδασα Νομικά και έγινα Δικηγόρος επειδή το ήθελα. Η σταδιοδρομία μου ξεκίνησε από τη Νάουσα, μιας και διορίστηκα δικηγόρος στο Πρωτοδικείο Βέροιας. Επί εφτά χρόνια δούλεψα στη Βέροια και στη Νάουσα και ποτέ δεν το μετάνιωσα. Υπήρξα έντονα ενεργός πολίτης. Έγινα μέλος και εξελίχθηκα σε στέλεχος του πολιτικού κόμματος του “ανανεωτικού κομμουνισμού με ευρωπαϊκό πρόσωπο”, αν και ποτέ δεν υιοθέτησα τον διαλεκτικό και τον ιστορικό υλισμό ως προσωπική ιδεολογία μου. Όταν ανακάλυψα, ότι ο σταλινισμός είχε κακοφορμίσει και στο κόμμα του επαγγελλόμενου τον ανανεωτικό κομμουνισμό, το εγκατέλειψα. Συμμετείχα ως μέλος στο Δημοτικό Συμβούλιο της Νάουσας, ενώ υπήρξα μέλος της διοίκησης του Δικηγορικού Συλλόγου Βέροιας.... Τα βασανιστήρια της χούντας, ήταν μια πληγή που μάτωνε και δεν έλεγε να κλείσει μετά την κατάρρευση του έκνομου καθεστώτος. Θεώρησα χρέος μου να στηρίξω την Διεθνή Αμνηστία στην Ελλάδα, ακόμα και ως μέλος της διοίκησης του ελληνικού τμήματος.
Τέλος πάντων, μετά τη συμπλήρωση εφτά χρόνων που δούλεψα ως Δικηγόρος στη Βέροια και στη Νάουσα, εγκαταστάθηκα στη Θεσσαλονίκη και συνέχισα να βιοπορίζομαι με την δικηγορία, ως την συνταξιοδότησή μου.
Η μικρή επαρχία της νότιας Ευρώπης, στην άκρη των Βαλκανίων, η Ελλάδα, εντός των ορίων της οποίας γεννήθηκα και θα ζω, όσο μου αρμόζει, με πνίγει. Η αρμονία του τόπου, το ισόρροπο του κλίματος, το κάλλος που αναδύεται από καταπράσινα βουνά, που καθρεφτίζονται στο γαλάζιο πέλαγος, αμαυρώνεται από τους ανθρώπους, που αυτοαποκαλούνται Έλληνες και Ελληνίδες και τον τρόπο που φέρονται....
Νιώθω πως η δική μου Ελλάδα, δεν έχει σύνορα. Δεν ορίζεται ως μια περιοχή στο νότο της Βαλκανικής χερσονήσου, μήτε ως μια επαρχία της Ευρώπης, βυθισμένη σε σκιές.
Στοχάζομαι την Ελλάδα, της Βακτρίας, που μπόλιασε την τέχνη των Ινδιών. Που σκάλισε σε πέτρα την μορφή του Κυρίου Βούδα. Την Ελλάδα της Παλμύρας και της Αλεξάνδρειας, μα και της όασης του Άμμωνος Ρα, στην Αίγυπτο, που στο μαντείο της είχε πάει για προσκύνημα ο Αλέξανδρος ο Μακεδών. Θα ήθελα να ήμουν ανάμεσα στους Έλληνες, που είχαν πάει στην Ιερουσαλήμ για προσκύνημα και θέλησαν να συναντήσουν τον Ιησού (Ιωάννη 12: 20-21). Στοχάζομαι μιαν Ελλάδα, που νιώθει τον πλούτο των μειονοτήτων εντός της. Μειονοτήτων εθνοτικών, γλωσσικών, πολιτισμικών και θρησκευτικών, δίχως διωγμούς σε βάρος τους, δίχως αποκλεισμούς εναντίον των μειονοτικών ανθρώπων, που επί χρόνια καταδικάζονται να είναι ανύπαρκτοι ή στην καλύτερη περίσταση κρυμμένοι, με τα σημάδια των διωγμών και του φόβου, σκαμμένα στις ψυχές και στην μνήμη τους.... Ανήκω στην Ελλάδα του Κόσμου....
Τώρα, αν με ρωτούσε κάποιος ή κάποια για την καταγωγή μου, δεν θα ψέλλιζα πλέον, ότι είμαι τέκνο του Μεγάλου Ελληνισμού. Αρκετά η οίηση, έστω χαριεντιζόμενη με μια κάποια σεμνότητα. Θα προτιμούσα να επαναλάβουν για την ύπαρξή μου, μετά την αναχώρησή μου από τα επίγεια,, τον στίχο του Κωνσταντίνου Καβάφη, από το Επιτύμβιον Αντιόχου βασιλέως Κομμαγηνής, ελαφρώς παραλλαγμένου: Ὑπῆρξεν τὸ ἄριστον ἐκεῖνο, Ἑλληνικός· ἰδιότητα πού δὲν ἒχ’ ἡ ἀνθρωπότης τιμιωτέραν.
©Γιώργος Δούδος
17/07/2021
No comments:
Post a Comment