Powered By Blogger

Thursday, December 18, 2025

ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΧΟΡΟΙ, ΧΟΡΟΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΜΥΗΣΗΣ ΣΤΟ ΠΑΛΙΜΨΗΣΤΟ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Σε πόλεις και χωριά εμφανίζονται συλλογικότητες, είτε ως αυτόνομα σωματεία, είτε ως δραστηριότητες ενταγμένες σε δράσεις πολιτισμού δήμων ή κοινωφελών οργανισμών, που επικαλούνται την λαογραφία. Κατά κύριο λόγο αυτές οι «λαογραφικές ομάδες», επιχειρούν να διασώσουν τους δημοτικούς χορούς, την δημοτική μουσική και την φορεσιά περιοχών της υπαίθρου, στα αστικά κέντρα. Πρώτα πρώτα θα πρέπει να αναφέρουμε το «Λύκειο των Ελληνίδων», γυναικείο σωματείο που ίδρυσε το 1911 στην Αθήνα η πρωτοπόρος του ελληνικού φεμινιστικού κινήματος Καλλιρόη Παρρέν. Κύριος καταστατικός σκοπός του Λυκείου των Ελληνίδων είναι η διατήρηση και διάδοση της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς. Το κεντρικό Λύκειο των Ελληνίδων στην Αθήνα διαθέτει μια εξαιρετικά πλούσια ιματιοθήκη ανδρικών και γυναικείων φορεσιών από διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Τόσο στο κέντρο, όσο και στα πάρα πολλά παραρτήματα του Λυκείου των Ελληνίδων σε πόλεις της Ελλάδας, παραδίδονται μαθήματα εκμάθησης ελληνικών δημοτικών χορών, ενώ διοργανώνονται παραστάσεις δημοτικών χορών. Προτάθηκε το Λύκειο των Ελληνίδων μόνον λόγω χρόνου ίδρυσής του. Αλλά, νομίζω, ότι η αναζωογόνηση του ενδιαφέροντος για τους δημοτικούς χορούς και το τραγούδι, οφείλεται στην Δόρα Στράτου (1903-1988). Η Δόρα Στράτου το 1952 δημιούργησε ένα συγκρότημα Ελληνικών Λαϊκών Χορών και το 1953 άρχισαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα τακτικές θεατρικές παραστάσεις ελληνικών λαϊκών χορών και τραγουδιών σε επίπεδο επαγγελματικών αξιώσεων. Τον ίδιο χρόνο η Δόρα Στράτου ίδρυσε το μη κερδοσκοπικό σωματείο με την επωνυμία «Εταιρία Ελληνικών Λαϊκών Χορών και Τραγουδιού», με περιοδείες του συγκροτήματος και στο εξωτερικό, με παραστάσεις σχεδόν σε όλο τον κόσμο. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Δόρα Στράτου προτιμά να ονομάζει ‘λαϊκούς’ τους χορούς και όχι δημοτικούς, όπως αναφέρεται και στην επικεφαλίδα του έργου της «Οι λαϊκοί χοροί – ένας ζωντανός δεσμός με το παρελθόν» (1966), που μεταφράστηκε, όπως και άλλα δύο βιβλία της σε αρκετές γλώσσες. Πριν κλείσουμε την αναφορά στην Δόρα Στράτου, νομίζω ότι είναι ανάγκη να επισημανθούν τα εξής: Η πρωτοποριακή συμβολή της Στράτου στον τομέα ανάδειξης του απωθημένου στο περιθώριο της υπαίθρου, άγνωστου και μάλλον απαξιωμένου εκ μέρους των αστών των μεγάλων πόλεων της χώρας λαϊκού πολιτισμού του ελλαδικού χώρου, αναμφίβολα τέχνης, υπό την ευρύτατη έννοιά της, άρχισε το 1951. Τότε η Βασίλισσα Φρειδερίκη είχε αναζητήσει ένα σοβαρό και άξιο λόγου χοροδιδασκαλείο ελληνικών δημοτικών χορών στην Αθήνα, κάτι που δεν υπήρχε. Εκείνη την περίοδο είχε επισκεφθεί την Ελλάδα ένα ξένο πολυμελές φολκλορικό συγκρότημα, που από τη μια μεριά είχε θεωρηθεί πρωτοφανές, ενώ από την άλλη ήταν εντυπωσιακό, ότι υπήρχε πλήρης έλλειψη παρόμοιου ελληνικού συγκροτήματος. Το Λύκειο των Ελληνίδων, προφανώς δεν είχε αρχίσει την δραστηριότητά του στον τομέα εκμάθησης δημοτικών χορών. Ο τότε καθηγητής Λαογραφίας του Πανεπιστημίου της Αθήνας και διευθυντής του Λαογραφικού Αρχείου της Ακαδημίας Αθηνών Γεώργιος Μέγας συνέλαβε την ιδέα της δημιουργίας ενός φορέα με σκοπό την διάσωση και την διάδοση των ελληνικών χορών. Η Δόρα Στράτου ανέλαβε την δημιουργία του φορέα και ο αντιπρόεδρος της κυβερνήσεως Πλαστήρα (Οκτώβριος 1951- Οκτώβριος 1952) Σοφοκλής Βενιζέλος είχε δεσμευτεί να συνδράμει για την υλοποίηση του φορέα. Η εμφάνιση ενδιαφέροντος για τους λαϊκούς-δημοτικούς χορούς και το δημοτικό τραγούδι, που «ζωοποιεί» τον χορό, στην Αθήνα, στα πρώιμα μετεμφυλιακά χρόνια έχει την σημασία του και συνδέεται με τις συνθήκες του όλου πολιτικού κλίματος στην Ελλάδα της δεκαετίας του ΄50. Η Ελλάδα είναι διχασμένη, μεταξύ των νικητών του Εμφυλίου και των ηττημένων. Στους ηττημένους συγκαταλέγονται όχι μόνον οι κομμουνιστές και όσοι είχαν στρατευθεί με τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας, αλλά συλλήβδην και όλοι εκείνοι, άνδρες και γυναίκες που είχαν λάβει μέρος στην Εθνική Αντίσταση του ΕΑΜ, ΕΛΑΣ και ΕΠΟΝ. Στα πλαίσια της επιδίωξης στερεάς οικοδόμησης του «εθνικόφρονος» ιστού της ελληνικής κοινωνίας εκείνης της περιόδου, επιστρατεύεται και η Λαογραφία, με κύριο μέλημα την «εμφύτευση» στο αστικό περιβάλλον της πρωτεύουσας των λαϊκών χορών και της δημοτικής μουσικής, μολονότι αποτελεί εντελώς οθνείο και εξωτικό στοιχείο για τους αστούς των Αθηνών. Η «δαιμονοποίηση» των Σλάβων και το τρομακτικό φάντασμα του Φαλμεράγιερ, που αμφισβητεί την συνεχή παρουσία του ελληνικού έθνους στον ελλαδικό χώρο, έχει ως συνέπεια την χρήση της Λαογραφίας χάριν εθνικών σκοπών. Οι λαϊκές φορεσιές και οι λαϊκοί χοροί, που είναι όψεις του λαϊκού πολιτισμού της υπαίθρου, προβάλλονται μέσω της Δόρας Στράτου και του φορέα που είχε δημιουργηθεί υπό την επιμέλειά της για την ‘διάσωση και διάδοση των ελληνικών χορών’, προκειμένου να καταδειχθεί η συνέχεια του έθνους. Το έργο της Δόρας Στράτου «Ελληνικοί Παραδοσιακοί Χοροί», όπως επισημαίνεται, κατά τη γνώμη μου ορθά, στην διπλωματική διατριβή (thesis MSc) του μεταπτυχιακού φοιτητή του ΕΑΠ Ευστράτιου Θανόπουλου-Κοντορίνη, του Τμήματος ‘Αθλητικές Σπουδές: Κοινωνιολογία, Ιστορία, Ανθρωπολογία’ (2022), επρόκειτο συνολικά να επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό την εθνική χορευτική ταυτότητα στην Ελλάδα μέσα και έξω από το σχολείο. Στην εργασία του ο Θανόπουλος-Κοντορίνης, επιχειρεί να αναδείξει τον βαθμό επηρεασμού της ταυτότητας του ελληνικού παραδοσιακού χορού, στο πλαίσιο του ιδεολογικού προτάγματος καθιέρωσης της ελληνικής ταυτότητας του σύγχρονου έθνους-κράτους. Το συγγραφικό έργο της Στράτου προσεγγίζεται ως μέρος αυτού του εγχειρήματος. Στην εργασία του ο ερευνητής-συγγραφέας υποστηρίζει, ότι ενώ η εθνική χορευτική ταυτότητα δεν αποτελεί ένα στατικό και αμετάβλητο στοιχείο, οι κάθε είδους επινοητικές διαδικασίες διαμόρφωσης ενός στερεότυπου, προκειμένου να επιτευχθεί «η εθνική αυτογνωσία», συνιστούν ενέργειες διαπραγμάτευσης και χειραγώγησης. Η εργασία επισημαίνει, ότι η Στράτου, με το παραπάνω έργο της, θεωρήθηκε ότι «κηρύσσει» μια επιστροφή στις ρίζες, στα πλαίσια διάσωσης και διαμόρφωσης συγκεκριμένης έκφρασης της εθνικής συνείδησης εντός της θεωρίας του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού, (το ελληνικό Σύνταγμα του 1952 είχε καθιερώσει αυτήν την διατύπωση προτάσσοντάς την ως την επίσημη κρατική ιδεολογία μετά τον Εμφύλιο). Από την άλλη μεριά, η ανάγνωση του παραπάνω έργου της Στράτου, κατά τον μεταπτυχιακό συγγραφέα, την περίοδο της μεταπολίτευσης, θεωρείται ότι εξυπηρετεί την επικρατούσα αντίληψη περί διατήρησης της εθνικής ομοιογένειας του ελληνικού πολιτισμού. Η πλήρης απόρριψη των ανατολικότροπων λαϊκών ακουσμάτων (βλ. λαϊκά τραγούδια, ρεμπέτικα, ζεϊμπέκικα, τσιφτετέλια κ.λπ.), με το αιτιολογικό ότι βλάπτουν την καθαρότητα του ελληνικού πολιτισμού, αλλά και η υιοθέτηση δυτικότροπων μουσικών και χορευτικών ακουσμάτων (φοξ, βαλς, ταγκό κ.λπ.), που χρησιμοποιεί στις κοινωνικές εκδηλώσεις της η αστική τάξη, αναδεικνύει την μεθοδευμένη αυτή διάθεση διάσωσης. Ο συγγραφέας της διπλωματικής διατριβής, καταλήγει, ότι «απώτερος σκοπός, (από την ανάγνωση και χρήση του έργου της Δόρας Στράτου), αναδεικνύεται η αποδοχή της κοινωνικής διαστρωμάτωσης της ελληνικής μετεμφυλιακής κοινωνίας, καταδικάζοντας οποιαδήποτε άλλη έκφραση, ως μη ελληνική και συνεπώς αποβλητέα (αρβανίτικα, σλαβόφωνα τραγούδια, ρεμπέτικα κ.λπ.). Προσθέτω παρένθετα τα εξής, προκειμένου να κατανοήσουμε την κατάσταση προς το τέλος του Εμφυλίου, ως προς την αντιμετώπιση των μουσικών πραγμάτων στην Ελλάδα. Στις 31 Ιανουαρίου του 1949 ο συνθέτης Μάνος Χατζιδάκις δίνει την περίφημη διάλεξή του για το Ρεμπέτικο στο «Θέατρο Τέχνης» του Κάρολου Κουν, στην οποία επαναπροσδιορίζεται η θέση του συνθέτη απέναντι στο ρεμπέτικο. Εκείνη την περίοδο, το ρεμπέτικο τραγούδι εξαπλωνόταν στις λαϊκές γειτονιές και σταδιακά σπάει τα όρια τους. Η εξουσία και οι αρχές το κυνηγούσαν. Οι αστοί και οι διανοούμενοι το περιφρονούσαν. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Μάνος Χατζιδάκις, νεαρός τότε συνθέτης, τόλμησε να δώσει μια διάλεξη για την ανάδειξη του ρεμπέτικου ως θεμέλιου λίθου της σύγχρονης ελληνικής λαϊκής μουσικής. Παρουσιάζει τον Μάρκο Βαμβακάρη και τη Σωτηρία Μπέλλου, οι οποίοι τραγούδησαν μπροστά στο έκπληκτο κοινό του Θεάτρου Τέχνης. Η διάλεξη προκαλεί αντιδράσεις. Η Αστυνομία έφτασε στο σημείο να ειδοποιήσει τη μητέρα του Χατζιδάκι, να προσέχει για λίγο καιρό ο γιος της, όταν κυκλοφορεί στη γειτονιά τους, στο Παγκράτι. Ας επιστρέψουμε στη Λαογραφία, ψηλαφίζοντας το γνωστικό πεδίο της. Η Λαογραφία είναι κλάδος της Ανθρωπολογίας, που ασχολείται με όλες τις εκφάνσεις του λαϊκού πολιτισμού. Εξετάζει, καταγράφει και ταξινομεί όλα όσα ένας λαός κατά παράδοση λέγει, ενεργεί και πράττει σε συλλογικό επίπεδο ψυχικής και κοινωνικής ζωής, σε τοπικό ή και εθνικό επίπεδο. Ένα σημαντικό αντικείμενο έρευνας της λαογραφικής επιστήμης, που αφορά τον κοινοτικό βίο είναι τα πανηγύρια, που συνδέονται όχι μόνο με εορτασμούς θρησκευτικών επετείων, αλλά και με χαροποιά κυρίως συμβάντα της οικογένειας, που αφορούν όμως όλη την κοινότητα. Η λαϊκή ψυχή σε κοινοτικό πλαίσιο, εκφράζεται με την μουσική και το τραγούδι και βέβαια με τον χορό, που αποτελεί την έκρηξη του λαϊκού πολιτισμού, ντυμένου με τις ξεχωριστές τοπικές φορεσιές. Θεωρώ στο σημείο τούτο ενδιαφέρουσες τις σκέψεις που διατυπώνονται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του Καθηγητή Βασίλη Νιτσιάκου, «Προσανατολισμοί. Μια Κριτική Εισαγωγή στη λαογραφία» (Εκδόσεις Κριτική, 2014): “Η Λαογραφία εδραιώθηκε ως επιστήμη έχοντας εθνικό προσανατολισμό. Οι μεταπολεμικές εξελίξεις, ωστόσο, οδήγησαν τους λαογράφους σε αναθεώρηση των προσεγγίσεών τους και σε επαναπροσδιορισμό τόσο του θεωρητικού πλαισίου όσο και των μεθοδολογικών τους επιλογών. Έτσι η Λαογραφία εγκαταλείπει βαθμιαία τον εθνικό και τον φιλολογικό της χαρακτήρα. Επιζητεί έναν κοινωνικό-ιστορικό προσανατολισμό, στο πλαίσιο του οποίου το αντικείμενό της χάνει τον μνημειακό του χαρακτήρα και προσλαμβάνει τα χαρακτηριστικά του κοινωνικού-πολιτισμικού φαινομένου…”. Αναφέροντας πιο πάνω τις συνθήκες υπό τις οποίες η Αθήνα, αποκτά ζωηρό ενδιαφέρον για τους δημοτικούς χορούς και το δημοτικό τραγούδι, αληθεύει πέρα ως πέρα η άποψη του Νιτσιάκου, ότι γενικά η Λαογραφία, (αρκετά νεαρό πεδίο επιστημονικής γνώσης), και στην Ελλάδα εδραιώθηκε με εθνικό προσανατολισμό. Ο χοροδιδάσκαλος Χρήστος Άψης, σε μια συνέντευξή του το καλοκαίρι του 2023 με θέμα «Συνομιλώντας με χοροδιδάσκαλους», επισημαίνει τα εξής: «Το νέο ελληνικό έθνος – κράτος, όπως και τα περισσότερα κράτη των Βαλκανίων, βασίστηκε στις αρχές του γερμανικού ρομαντισμού και προσπάθησε να διατηρήσει το ομόγλωσσον και ομόθρησκον. Έτσι έπρεπε όλοι κάτω από αυτή τη στέγη να μιλήσουν ελληνικά. Σε αυτόν λοιπόν το δρόμο βρέθηκαν τα βλάχικα, τα αρβανίτικα, τα τούρκικα και πολλές άλλες γλώσσες, ακόμα και τα ποντιακά. Άλλες γλώσσες κατευνάστηκαν με «σκληρούς» τρόπους και άλλες με ήπιους. Η συγκεκριμένη γλώσσα (η μακεδονική), λόγω του ότι η Ελλάδα συνόρευε με την πρώην Γιουγκοσλαβία και τη Βουλγαρία, που διεκδικούσαν μειονότητα εντός των ελληνικών συνόρων, ήταν αυτή που πολεμήθηκε με τον σκληρότερο τρόπο από το ελληνικό κράτος. Οι φυλακίσεις, το ρετσινόλαδο σε όποιον μιλούσε, οι ορκωμοσίες ολόκληρων χωριών (ότι δεν θα μιλήσουν το «κατάπτυστον» ιδίωμα), είναι από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα που έχει καταγράψει η ιστορία. Πρόβλημα υπάρχει ακόμη και σήμερα. Σκεφτείτε, πόσες φορές έχετε δει χορευτικά συγκροτήματα να παρουσιάζουν χορούς των περιοχών, που η παράδοσή τους είναι σε αυτή τη γλώσσα και να ακούγονται τραγούδια; Το “Αλάτι της γης” εδώ και τόσα χρόνια δεν έκανε ούτε μια εκπομπή. Πόσοι από τους εισηγητές των περιοχών αυτών βάζουν τραγούδια στις εισηγήσεις τους σε ανάλογα σεμινάρια; Όταν ακούμε τη λέξη χορός, το μυαλό μας πάει σε βήματα. Ο παραδοσιακός χορός όμως δεν είναι μόνο βήματα. Η κατανόηση και ανάλυση του παραδοσιακού χορού επιβάλλει διεπιστημονική προσέγγιση και μελέτη. Πόσοι από εμάς σήμερα έχουν αυτή τη γνώση, ώστε μέσα από τα μεθοδολογικά εργαλεία που θα αναπτύξουν θα προσεγγίσουν τον παραδοσιακό χορό στην ολότητά του; Συνεπώς, για τη μελέτη και την κατανόηση του παραδοσιακού χορού μιας περιοχής χρειάζονται γνώσεις διδακτικής του χορού, λαογραφίας, μουσικής, ιστορίας κ.α.. Αυτό όμως πρέπει να ομολογήσω ότι είναι το ιδανικό. Η αλήθεια είναι ότι η σημερινή πραγματικότητα είναι διαφορετική και από αυτό δεν εξαιρώ τον εαυτό μου. Καταθέτοντας έτσι μια πιο πραγματιστική άποψη στο ερώτημα σας, θα σας έλεγα πως ο εισηγητής θα πρέπει να έχει κάνει τουλάχιστον έρευνα στο πεδίο. Επιπλέον, να έχει βασικές γνώσεις διδακτικής του χορού, λαογραφίας και μουσικής. Επειδή από τα παραπάνω γεννιούνται πολλά ερωτήματα, για να σας προλάβω, θα ήθελα να σας πω ότι σήμερα στη χώρα μας υστερούμε στον τομέα του παραδοσιακού χορού. Ενδεχομένως γιατί ο τομέας του παραδοσιακού χορού και της λαογραφίας άργησαν να εισαχθούν ως προγράμματα σπουδών στα ελληνικά πανεπιστήμια». ( Οι εντός παρενθέσεως προσθήκες στην συνέντευξη του Άψη έχουν γίνει από τον συντάκτη του δημοσιεύματος τούτου). Οι επιθέσεις και η αρνητική απαξίωση τόσο κατά των Ελλήνων της Μακεδονίας, που έχουν ως μητρική γλώσσα την μακεδονική συνεχίζονται και σήμερα, αν και όχι με την ίδια σκληρότητα άλλων εποχών. Θα περιορισθώ να αναφερθώ σε μια, κατά τη γνώμη μου, πρωτοφανή δικαστική απόφαση. Πρόκειται για την υπ’ αριθμόν 82/2024 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας (έδρα Κοζάνη), στην οποία μεταξύ των άλλων η δικαστής αποφαίνεται ότι «ουδέποτε στην ελληνική επικράτεια υπήρξε ως ομιλούμενη γλώσσα η “μακεδονική γλώσσα" (ήτοι η επίσημη γλώσσα του κράτους της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας) ώστε να μπορεί να γίνει λόγος για διατήρηση και καλλιέργεια αυτής»! Από μία πρόχειρη επισκόπηση στα Πανεπιστήμια, Αριστοτέλειο της Θεσσαλονίκης, Δημοκρίτειο της Θράκης, Θεσσαλίας. ΕΚΠΑ της Αθήνας λειτουργούν Τμήματα Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού, που παρέχουν στους φοιτητές και στις φοιτήτριες την ειδικότητα «Ελληνικός Παραδοσιακός Χορός». Επίσης στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο υπάρχει Τμήμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Αθλητικές Σπουδές Κοινωνιολογία, Ιστορία, Ανθρωπολογία» και επιπλέον το ΕΑΠ προσφέρει μαθήματα και προγράμματα στον Ελληνικό Παραδοσιακό Χορό, συνήθως μέσω της Σχολής Κλασικών Σπουδών και Τεχνών ή σχετικών συνεργασιών. Στο πρόγραμμα σπουδών (2024) του ΤΕΦΑΑ του ΑΠΘ και στην ειδικότητα ‘Ελληνικός Παραδοσιακός Χορός’ επισημαίνω τα εξής: Οι φοιτητές αποκτούν θεωρητικές και πρακτικές γνώσεις σε γενικά και ειδικά θέματα της μουσικοχορευτικής μας παράδοσης, έτσι ώστε να είναι σε θέση να καλύψουν τις διδακτικές ανάγκες, σε ό,τι αφορά τον ελληνικό παραδοσιακό χορό, σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης και σε πολιτιστικούς συλλόγους. Οι μελλοντικοί καθηγητές Φυσικής Αγωγής θα πρέπει να γνωρίσουν τα ήθη και έθιμα του ελληνικού λαού, τις ηθικές, αισθητικές και παιδαγωγικές αξίες που απορρέουν από αυτά και να συμμετέχουν στη διάδοσή τους στις νεότερες γενιές. Επισημαίνεται ιδιαίτερα η ανάγκη οι φοιτητές και οι φοιτήτριες να επιδείξουν γενική ικανότητα σεβασμού στην διαφορετικότητα και στην πολυπολιτισμικότητα! Έχω την πεποίθηση ότι η ποιότητα μιας δημοκρατικής πολιτείας κρίνεται από τον τρόπο που αντιμετωπίζονται οι κάθε λογής μειονοτικές ομάδες του πληθυσμού. Οι μειονοτικές ομάδες πληθυσμού σε μια χώρα μπορούν να παρομοιασθούν με τα φυσικά φαινόμενα: απλά υπάρχουν! Η ύπαρξη μειονοτήτων, γλωσσικών, πολιτισμικών, εθνοτικών, θρησκευτικών, δεν υπάρχουν επειδή προβλέπονται από κάποιο νόμο του κράτους ή από κάποια διεθνή ή διακρατική σύμβαση, αλλά απλώς υπάρχουν! Συνταγματικές διατάξεις, διεθνείς συμβάσεις, που αναφέρονται σε μειονότητες, προβλέπουν την προστασία των δικαιωμάτων τους και απαγορεύουν τις σε βάρος τους διακρίσεις, δεν αποτελούν την γενεσιουργό αιτία της ύπαρξης μιας μειονότητας, όπως στρεβλά εδώ και χρόνια επιμένει το ελληνικό κράτος, που αναγνωρίζει εντός της ελληνικής επικράτειας μόνο μία μειονότητα και αυτή θρησκευτική, διότι το προβλέπει η Συνθήκη της Λοζάνης (1923) και μόνο στην περιφέρεια της Θράκης! Τα αστικά κέντρα στην Ελλάδα, μεγάλα σε συγκέντρωση πληθυσμού, αλλά και μικρότερα, αγνοούν πλέον τη γειτονιά. Ο εγκλωβισμός των ανθρώπων σε διαμερίσματα πολυκατοικιών, συχνά στενάχωρων, έχουν καταντήσει τη ζωή στην πόλη άφιλη, ενώ οι πολυάνθρωπες πόλεις είναι απέραντες ερημίες. Η επιβολή στην κοινωνία του μοντέλου του καταναλωτισμού από τον μετακαπιταλισμό σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης, συχνά σε πολλές και πολλούς προκαλούν ασφυξία εξαιτίας της φυλάκισης στα περιορισμένα όρια του ατόμου. Εδώ και μερικές δεκαετίες τα άτομα των πόλεων ψάχνουν διεξόδους για να εκφρασθεί το πρόσωπο του ανθρώπου σε κοινωνία, ή έστω σε συνθήκες επικοινωνίας με άλλους. Έτσι ανακαλύφθηκαν οι παραδοσιακοί χοροί και η παραδοσιακή μουσική, μακριά από τα χωριά και τις επαρχιακές κωμοπόλεις, αλλά ανάμεσα στο τσιμέντο της μεγαλούπολης. Σύλλογοι, όπως το Λύκειο των Ελληνίδων ή κοινωφελείς οργανισμοί, όπως η ΧΑΝΘ, δημιούργησαν λαογραφικά τμήματα διδασκαλίας παραδοσιακών χορών και «μύσης» των αστών στην δημοτική μουσική. Ο χορός είναι μορφή καλλιτεχνικής και αθλητικής έκφρασης, που γενικά αναφέρεται στην εκδήλωση ποικίλων συναισθημάτων του ανθρώπου. Ο χορός, μέσω της κίνησης του σώματος, κατά κανόνα ρυθμικής και σύμφωνης με τη μουσική, είναι αρχαϊκός τρόπος επικοινωνίας του ανθρώπου με όργανο το σώμα. Η τέχνη του χορού αποτελεί μια από τις πιο σημαντικές παραστατικές τέχνες, ενώ συγχρόνως είναι μια μη τυποποιημένη διαδικασία σωματοποιημένης, βιωματικής μάθησης, όπου οι εκπαιδευόμενοι συμμετέχουν με το σώμα τους. Μαθαίνουν είτε μέσα από συγκεκριμένες κινήσεις και οδηγίες, δημιουργώντας μια χορευτική κίνηση, ή σύνθεση, είτε αξιοποιώντας περισσότερο ελεύθερα μοτίβα κίνησης, όταν γίνεται χορευτικός αυτοσχεδιασμός. Στη βιωματική, πολυδιάστατη αυτή διαδικασία, ενεργοποιείται η ανθρώπινη σκέψη και μέσω της δράσης, αφομοιώνεται η μαθησιακή εμπειρία και έκφραση και μεταφράζεται σε κίνηση. Η τέχνη του χορού μέσω της κίνησης σε αρμονία με την καθοδήγηση της μουσικής, προσφέρει διέξοδο στην ύπαρξη που «πλαντάζει» και θέλει ν’ αφήσει τα συναισθήματα να εκραγούν! Ο χορός στον ελληνικό πολιτισμό έχει βαθιές ρίζες. Ο χορός αναφέρεται από κλασικούς συγγραφείς όπως ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, ο Πλούταρχος και ο Λουκιανός . Υπάρχουν διαφορετικά χορευτικά είδη και ερμηνείες από την ηπειρωτική και νησιωτική χώρα. Ο παραδοσιακός ελληνικός χορός είναι κατά κύριο λόγο ένα κοινοτικό δρώμενο. Το γνωστό τραγούδι του Διονύση Σαββόπουλου, «Ας κρατήσουν οι χοροί- και θα βρούμε αλλιώτικα- στέκια επαρχιώτικα, βρε ώσπου η σύναξις αυτή- σαν χωριό αυτόνομο να ξεδιπλωθεί»…, νομίζω πως εκφράζει όμορφα την αλήθεια ως προς τον ελληνικό χορό. Ο πολιτισμός του ελληνικού χώρου, κι εδώ δεν περιορίζομαι στα σύνορα του ελληνικού κράτους, αποτελεί ένα πολύτιμο παλίμψηστο. Οι προσπάθειες της κρατικής εξουσίας να επιβάλλουν «εθνική ομοιογένεια» στην Ελλάδα, ουσιαστικά ήταν παλιότερα εξαιρετικά βάναυσες και βίαιες, στις μέρες μας περισσότερες ήπιες, δεν αποτελούσαν επιθέσεις κατά μειονοτικών ομάδων του πληθυσμού, αλλά βίαιο αγώνα καταστροφής αυτού του παλίμψηστου του πολιτισμού του ελληνικού χώρου. Στην πανέμορφη άκρη της νότιας Βαλκανικής, από την μακραίωνη αρχαιότητα οι μετακινήσεις πληθυσμών και η ανάμειξη των επήλυδων με τους εντόπιους ήταν αναμενόμενο φαινόμενο. Η κάθοδος των σλαβικών φύλων μετά τον 6ο αιώνα και των Πρωτοβουλγάρων λίγο αργότερα τον 7ο αιώνα, έφεραν σημαντικές ανακατατάξεις στην πληθυσμιακή σύνθεση της περιοχής. Από τον 13ο αιώνα μέχρι και τον 16ο εμφανίζεται η κάθοδος των Αλβανών στον ελλαδικό χώρο, των γνωστών πλέον Αρβανιτών, οπότε εμπλουτίστηκε ακόμη περισσότερο το παλίμψηστο. Η οθωμανική επικυριαρχία μετακίνησε τουρκικές φυλές, ενώ στην ορεινή Ροδόπη ο εξισλαμισμός των σλαβόφωνων Πομάκων, εμπλούτισε ακόμη περισσότερο τον πολιτισμικό πλούτου του ελληνικού χώρου, προσφέροντας βάθος και χρώμα στο παλίμψηστο…. Αυτό το περίφημο παλίμψηστο πολιτισμού του ελλαδικού χώρου εκφράζει την ψυχή των ανθρώπων με την μουσική, το τραγούδι και τον χορό. Και τις τελευταίες δεκαετίες το θέαμα των ελληνικών χορών εκ μέρους της Δόρας Στράτου και των συγκροτημάτων της, μεταλλάχτηκε και μεταξύ αστών, συχνά δίχως την ελάχιστη σχέση με την ύπαιθρο, έγινε συμμετοχή, για να σπάσει το απόστημα της ατομικής αποξένωσης μέσα στα όρια της άφιλης πόλης. Η συμμετοχή αυτή, όπως ειπώθηκε ήδη, εκφράστηκε μέσα από χορευτικούς συλλόγους, ή μέσα από λαογραφικά τμήματα μη κερδοσκοπικών οργανισμών. Η μύηση στον πλούτο του ελληνικού χορού και της δημοτικής μουσικής, με λόγια που φανερώνουν πόθους και πάθη, όσον αφορά τους κατοίκου αστικών κέντρων, είναι χρέος να γίνεται χωρίς αποκλεισμούς, ως προς το τί συμφέρει το «έθνος»! Μεταφέρω λίγους στίχους από ένα ποίημα, για την γλώσσα της καρδιάς… Η ύβρις έκανε τους ανθρώπους να χάσουν τη λαλιά της ψυχής τους τότε που χτίζανε τον Πύργο της Βαβέλ. Έπρεπε να κυλήσουν αιώνες για ν’ αγιασθούν οι γλώσσες οι πολλές τη μέρα της Πεντηκοστής στην Ιερουσαλήμ. Παρόλα αυτά άνθρωποι που καταδυναστεύουν αδιάντροπα συνανθρώπους τους απαγορεύουν γλώσσες να μιλιούνται χαντακώνουν τραγούδια και παραμύθια που γλυκαίνουν τις καρδιές να μην ακούγονται. Μια τέτοια γλώσσα πανέμορφη, όπως κάθε ανθρώπινη λαλιά στερήθηκα να μάθω γιατί κάποιοι ξετσίπωτοι που κρατούν την εξουσία στα χέρια έκριναν έτσι, πως ήταν το ορθό. Μα τώρα, μετά από χρόνια μπορεί οι μακεδονίτικες λέξεις να μην αρθρώνονται απ’ το στόμα μου μα η ψυχή μου χορεύει στο σύμπαν όποτε αφουγκράζομαι τον ήχο τους.... (06/03/2023) Εδώ στέκομαι πια, στο σημείο ευθύνης των χοροδιδασκάλων. Πέραν της ικανότητας διδασκαλίας των δημοτικών χορών, οφείλουν να δείχνουν απεριόριστο σεβασμό στην διαφορετικότητα και στην πολυπολιτισμικότητα που υπάρχει σε τούτη τη γη και είναι ο πλούτος της. Οφείλουν να μυήσουν τους μαθητές και τις μαθήτριές τους ιδίως στα αστικά κέντρα, τιμώντας το παλίμψηστο του πολιτισμού που υπάρχει, όχι ως μνημειακό είδος, αλλά ως ζωντανός οργανισμός, που εκφράζει και ξεδιπλώνει στον χώρο την ψυχή των ανθρώπων που μοιραζόμαστε μια κοινή πατρίδα, την Ελλάδα. Οφείλουν να μην ανέχονται τραγούδια μουγκά, χωρίς λόγια. Τα τραγούδια της ψυχής της Ελλάδας έχουν λόγια, ελληνικά και μακεδονίτικα, βλάχικα και αρβανίτικα, πομάκικα και τούρκικα, γιατί ο λόγος στο τραγούδι είναι η ψυχή, ντυμένη με τις νότες της μουσικής. Κατέθεσα τις απόψεις μου, με πολλή αγάπη για τον τόπο μου και για τον πολιτισμό του, με τα πολλά του χρώματα, με τις όμορφες λαλιές του, με τα τραγούδια του που ζωντανεύουν την ψυχή σε χαρά και λύπη, με τους χορούς που κάνουν τα σώματα των ανθρώπων, ανδρών και γυναικών να εναρμονίζονται με τον ήχο και την κίνηση του σώματος. Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα, όπως λέγανε και οι παλιοί… Γιώργος Α. Δούδος 18/12/2025

Monday, December 08, 2025

Η ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣΗ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΜΟΥ Η ΕΠΙΒΟΛΗ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ…. ΓΙΑ ΤΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΤΙΚΑ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ

Τη γλώσσα που πρωτάκουσα, όταν η μάνα μου με θήλαζε, ήρθαν κάποιοι άνθρωποι με εξουσία και την κατηγόρησαν σαν γύφτικη, σαν κατάπτυστη. Αργότερα, όταν μεγάλωσα, στα χαρτιά του κράτους το παρώνομά μου ήταν αλλιώτικο, κι αλλιώς φωνάζανε όλοι στο χωριό τον πατέρα και τη μάνα μου, ακόμα κι εμένα. Όταν ρώτησα, μου είπαν πως πριν πολλά χρόνια ήρθαν γραμματικοί του κράτους στο χωριό και μοίραζαν παρωνόματα, γιατί αυτά που είχαμε ήταν ξένα, ήταν κατάπτυστα…. Τότε δεν τα καταλάβαινα όσα άκουγα, γιατί εμείς δεν είμασταν ποτέ ξένοι στον τόπο μας. Από πάππου προς πάππου οι ρίζες μας ήταν βαθιές στα χώματα των Μογλενών, της Καρατζόβας…. Οι γραμματικοί του κράτους ήταν στ’ αλήθεια ξένοι, φερμένοι από την Πελοπόννησο, από την Κρήτη, από την Ρούμελη, όπως και οι δάσκαλοι στο σχολειό μας. Θυμάμαι κάποιους δασκάλους, που τριγυρνούσαν σαν φαντάσματα τις νύχτες στο χωριό και στήνανε αφτί κάτω από τα παραθύρια σπιτιών, που ζούσαν μαθητές και μαθήτριες. Προσπαθούσαν να ακούσουν αν τα μικρά παιδιά, που τους μάθαιναν γράμματα, μιλούσαν στο σπίτι τη γύφτικη γλώσσα. Την άλλη μέρα, ο δάσκαλος φώναζε μαθητές και μαθήτριες μπροστά και με μια φαρμακερή βίτσα σκότωνε τα χέρια μας. Έλεγε πως η τιμωρία ήταν, επειδή ο τάδε και η δείνα μιλούσαν στο σπίτι τα γύφτικα…. Μεγάλωσα, έμαθα καλή τέχνη και με το παρώνομα που μου έδωσε το κράτος έφυγα από το χωριό στην μεγάλη πόλη, πολύ μακριά. Το βαφτιστικό μου για όσους ξέρανε πράγματα, πρόδινε την καταγωγή μου, το ίδιο και η όψη μου. Και όταν κάποιος πελάτης στο μαγαζί, που πρόσεξε στην άδεια του μαγαζιού τον τόπο καταγωγής μου, μίλησε στη γύφτικη γλώσσα, αρνήθηκα πως την γνώριζα. Το φάντασμα του δασκάλου, που αρκετές φορές μου είχε σαπίσει τα χέρια με τη βίτσα, σα να φανερώθηκε μπροστά μου…. 08/12/2025 Γιώργος Δούδος