Συμπληρώθηκαν ενενήντα ολόκληρα
χρόνια από την υπογραφή της Διεθνούς Συνθήκης της Λοζάνης (24 Ιουλίου 1923). Η Συνθήκη αυτή σφράγισε μεταξύ των άλλων
καταστάσεις που προέκυψαν με το
τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Όσον αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις
ήταν η κατάληξη της πολύμηνης Συνδιάσκεψης της Λοζάνης (1922-1923), που έβαλε
άδοξο τέλος στην Μικρασιατική Εκστρατεία της Ελλάδος στην οθωμανική Τουρκία και
συγχρόνως σηματοδότησε τη νικηφόρα έκβαση του Πολέμου της Τουρκικής
Ανεξαρτησίας[1].
Πολιτικά, η Συνθήκη
της Λοζάνης σήμανε από τη μια μεριά τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και
τη συρρίκνωση των εδαφών της άλλοτε επικράτειάς της, προς όφελος γειτονικών
κρατών, ενώ από την άλλη διασφάλισε την ανεξαρτησία του νεοσύστατου κράτους της
Τουρκικής Δημοκρατίας και τον προσδιορισμό των συνόρων της. Στη Συνθήκη της
Λοζάνης (άρθρο 142) ενσωματώθηκε η ειδική Σύμβαση της 30 Ιανουαρίου 1923 μεταξύ
Ελλάδος και Τουρκίας για την ανταλλαγή πληθυσμών. Η υποχρεωτική ανταλλαγή
πληθυσμών υπήρξε στα πλαίσια της Κοινωνίας των Εθνών, μια εξαιρετικά βάναυση
πρακτική της διεθνούς πολιτικής. Με την Σύμβαση ανταλλαγής πληθυσμών μεταξύ
Ελλάδος και Τουρκίας, που υιοθέτησε η Συνθήκη της Λοζάνης, αναγνωρίστηκε η
νομιμότητα της βίαιης μαζικής απέλασης κατοίκων από μια χώρα, όπου βρίσκονταν οι
πατρογονικές εστίες τους και την εκτόπισή τους σε μιαν άλλη χώρα. Γιατί αυτό
που ονομάσθηκε ‘ανταλλαγή πληθυσμών’ ήταν πράγματι μαζική απέλαση και εκτόπιση
ανθρώπων χωρίς δικαίωμα άλλης επιλογής!
Η βίαιη ανταλλαγή πληθυσμών στα
πλαίσια του Ο.Η.Ε. θεωρείται πλέον απαράδεκτη πολιτική επιλογή και
αντιμετωπίζεται ως κατάφορη παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου. Εντούτοις συμβαίνει
αρκετά συχνά σε διάφορες γωνιές της γης. Άνθρωποι μετατρέπονται σε
εξαθλιωμένους πρόσφυγες και σχεδόν πάντοτε η αιτία είναι η «εθνοκάθαρση» μιας
περιοχής, από την παρουσία ανεπιθύμητων αδύναμων πληθυσμιακών ομάδων που
αποτελούν μειονότητες, αλλά ακόμα και το σύνολο των γηγενών κατοίκων τους.
Συχνά στην
Ελλάδα γίνεται λόγος για τον ξεριζωμό των Ελλήνων της Ανατολίας, του Πόντου και
της Καππαδοκίας. Συχνά μας διαφεύγει ότι το πικρό ποτήρι του ξεριζωμού γεύτηκαν
και Μουσουλμάνοι που ζούσαν στο ελληνικό κράτος, πολλοί απ’ τους οποίους δεν
είχαν εθνοφυλετική σχέση με τους Τούρκους, αφού το κριτήριο για την ανταλλαγή
των πληθυσμών ήταν μόνο η θρησκευτική ταυτότητα. Για την προσφυγιά των
Μουσουλμάνων της Ελλάδος που μεταφέρθηκαν στην Τουρκία, το βιβλίο της Σαμπά
Αλτινσάι «Κρήτη μου» (ελληνική μετάφραση από τα τουρκικά ‘Κέδρος’ 2008)[2]
αποτελεί μια ενδιαφέρουσα μαρτυρία.
Η Συνθήκη της Λοζάνης, παρότι εγγίζει
την εκατονταετία από την έναρξη της ισχύος της, παραμένει λειτουργικό νομοθέτημα,
παρά τις επιστημονικές αμφισβητήσεις ως προς το κύρος της, ενόψει των δεδομένων
της νομοθετικής παραγωγής σε διεθνές επίπεδο στον τομέα προστασίας των
δικαιωμάτων του ανθρώπου.
Πρόθεσή μου δεν είναι να σχολιάσω τη Συνθήκη της
Λοζάνης στο σύνολό της. Ούτε να συνθέσω έναν πανηγυρικό διθύραμβο υπέρ αυτής….
Θα περιορισθώ να σχολιάσω τη Σύμβαση περί ανταλλαγής των ελληνικών και
τουρκικών πληθυσμών μεταξύ των δύο χωρών.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε συλλάβει την υποχρεωτική
ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας αρκετούς μήνες πριν
συνομολογηθεί η ειδική σύμβαση των δύο χωρών στις αρχές του 1923. Θα μπορούσε
να θεωρηθεί ο Βενιζέλος «οραματιστής» της βίαιης μεταφοράς πληθυσμών από χώρας
εις χώρα με κύριο σκοπό την ‘εθνοκάθαρση’ των νέων εδαφών που προστέθηκαν στην
ελληνική επικράτεια μετά τη λήξη των βαλκανικών πολέμων.
Οι σκέψεις που διατυπώνει ο Βενιζέλος σε υπόμνημά του
προς το ελληνικό Υπουργείο των Εξωτερικών από το Λονδίνο, στις 17 Οκτωβρίου
1922 εμφανίζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον. Να τι γράφει: «Από την κακήν ή καλήν λύσιν του ζητήματος τούτου εξαρτάται χωρίς
υπερβολήν το μέλλον της Ελλάδος (αναφέρεται στην ‘ελληνοποίηση’
από πλευράς σύνθεσης του πληθυσμού των βόρειων επαρχιών της Μακεδονίας και της
Δυτικής Θράκης). Αποτυχία της καλής λύσεως θα
προκαλέση συμφοράς τας οποίας τρομάζει κανένας να σκεφθή μόνον, ενώ επιτυχής
λύσις αυτού θα συντελέση εντός ολίγων ετών εις το ν’ ανακύψωμεν από τα
δυσβάστακτα βάρη άτινα μας κληροδοτεί η ατυχής λήξις του πολέμου(η εκστρατεία του
ελληνικού στρατού στην Τουρκία) και εις το ν’ ασφαλίσωμεν,
μετά την κατακρήμνισιν της Μεγαλυτέρας Ελλάδος, την στερέωσιν της Μεγάλης
Ελλάδος, ης τα σύνορα ουδέποτε θα είναι ασφαλή εάν Δυτική Θράκη και Μακεδονία
δεν καταστούν και εθνολογικώς, όχι μόνον πολιτικώς, ελληνικαί χώραι». Τέσσερις μέρες νωρίτερα μάλιστα, ο Βενιζέλος
είχε ήδη προτείνει με επιστολή του προς τον Ύπατο Αρμοστή της Κοινωνίας των
Εθνών για τους Πρόσφυγες, τον Νομπελίστα Fridtjof Nansen, «την εφαρμογή της υποχρεωτικής προσφυγής στην ανταλλαγή των
πληθυσμών» ως επί μέρους ρύθμιση των σχέσεων
Τουρκίας και Ελλάδος (βλ. Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, Η απόφαση για την υποχρεωτική ανταλλαγή των
πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών,
Θεσσαλονίκη 1981, σσ. 11 επ.).
Η ειδική Σύμβαση ανταλλαγής
πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας της 30/01/1922 υπογράφτηκε μετά από
επιμονή του Ελευθερίου Βενιζέλου και κατ’ ακολουθία κατόπιν συναινέσεως του
Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ. Μάλιστα είχε προβλεφθεί η Σύμβαση να καλύπτει με τις
ρυθμίσεις της αναδρομικά όλες τις μετακινήσεις πληθυσμών που είχαν γίνει από
τις 18 Οκτωβρίου 1912 (άρθρο 3), ημέρα κήρυξης του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, ενώ η
εφαρμογή της είχε ορισθεί από την 1 Μαΐου του 1923.
Αρκετά πριν τεθεί σε εφαρμογή η
Σύμβαση ανταλλαγής πληθυσμών, δηλαδή πριν από την 1/5/1923 το μεγαλύτερο μέρος
των Ελληνορθόδοξων κατοίκων της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης είχε ήδη
εγκαταλείψει την Τουρκία. Επομένως στην πράξη η σύμβαση αφορούσε όσους
Ελληνορθόδοξους είχαν απομείνει στην κεντρική Ανατολία (Έλληνες και τουρκόφωνοι
Καραμανλήδες), στον Πόντο και στην περιοχή του Καρς, που ανέρχονταν σε 189.916
ανθρώπους περίπου. Ουσιαστικά δηλαδή η σύμβαση για την ανταλλαγή των πληθυσμών
απλώς επικύρωσε νομικά ένα γεγονός που είχε ολοκληρωθεί. Από τους περίπου
1.500.000 Έλληνες της Τουρκίας που είχαν ανταλλαγεί με Μουσουλμάνους της
Ελλάδος, μόνον περίπου 150.000 απ’ αυτούς ακολούθησαν έναν οργανωμένο τρόπο
μετεγκατάστασής τους στην Ελλάδα. Οι
υπόλοιποι είχαν εγκαταλείψει τις πατρίδες τους βίαια, υπό συνθήκες διωγμών
και φόβου αντιποίνων, κυρίως εκ μέρους ένοπλων ατάκτων Τούρκων, που συνεργάζονταν
με τον τουρκικό στρατό, κατά την υποχώρηση του ελληνικού στρατού, μετά την ήττα
του. Έτσι η μονομερής μετανάστευση του
ελληνορθόδοξου πληθυσμού της Τουρκίας στην Ελλάδα, ήταν ήδη σε προχωρημένο
στάδιο και ονομάσθηκε σε συμβατική συνομολόγηση ανταλλαγής πληθυσμών με όρους
διεθνών νομικών εγγυήσεων, χωρίς ισχυρό αντίκρυσμα στην πράξη. Το προσφυγικό
ρεύμα στις δύο χώρες είχε προκληθεί ήδη με το ξέσπασμα των βαλκανικών πολέμων
και τον πόλεμο της τουρκικής Ανεξαρτησίας. Για τούτο όπως ανέφερα πιο πάνω η σύμβαση
ανταλλαγής πληθυσμών είχε αναδρομική ισχύ. Στην Ελλάδα η μετακίνηση
Ελληνορθοδόξων πληθυσμών από την Τουρκία στην Ελλάδα εντάσσεται στις συνέπειες
του πλέγματος γεγονότων που συνθέτουν ό,τι ονομάζεται ‘Μικρασιατική
Καταστροφή’.
Οι Μουσουλμάνοι που
μετακινήθηκαν από την Ελλάδα στην Τουρκία ανέρχονταν στους 500.000 περίπου. Με
βάση τις διατάξεις της σύμβασης περί ανταλλαγής πληθυσμών, όσοι μετακινήθηκαν
είτε υπό συνθήκες βίας, είτε μεθοδευμένα τόσο από την Ελλάδα προς την Τουρκία,
όσο και το αντίστροφο, χωρίς να ληφθεί υπόψη η βούλησή τους, ουσιαστικά
απελάθηκαν από τις εστίες τους και στερήθηκαν την ιθαγένεια που είχαν εντελώς
αυθαίρετα.
Ενώ ως προς τους
ελληνορθόδοξους πληθυσμούς της Τουρκίας επικράτησαν συνθήκες διωγμού, που είχε
αρχίσει από την οθωμανική κυβέρνηση των Νεοτούρκων από το 1919 και μετά, με
δεύτερη οξεία φάση την κατάρρευση του μετώπου του ελληνικού εκστρατευτικού
σώματος στην Ανατολία, οι Μουσουλμάνοι που ζούσαν στην Ελλάδα δεν υπέστησαν
διωγμούς, ούτε δέχθηκαν πιέσεις βίας για να εγκαταλείψουν τα πατρογονικά εδάφη
τους. Έτσι η μετακίνησή τους έγινε μεθοδευμένα κατ’ εφαρμογή των όρων της
σχετικής Σύμβασης.
Πιθανώς ο Βενιζέλος, πέραν των
σκοπών να εδραιώσει την παρουσία ελληνικού πληθυσμού στη Μακεδονία κυρίως,
προβαίνοντας σε ‘εθνοκάθαρση’ των περιοχών της εις βάρος των γηγενών Μακεδόνων
σλαβικής φυλετικής και γλωσσικής ταυτότητας, είχε υποστηρίξει την ανταλλαγή των
πληθυσμών με την Τουρκία ως ένα μέτρο που είχε συμβεί ήδη εκ των πραγμάτων.
Πάντως η Σύμβαση περί της
ανταλλαγής των τουρκικών και ελληνικών πληθυσμών του 1923 αποτέλεσε «υπόδειγμα»
για την μαζική και βίαιη μετακίνηση εκατομμυρίων ανθρώπων μετά την απόσπαση
επαρχιών από το κράτος των Ινδιών και την ίδρυση του κράτους του Πακιστάν.
Μια σημαντική και ιδιαίτερα
ενδιαφέρουσα περιγραφή των συνθηκών της ανταλλαγής πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος και
Τουρκίας έχει δημοσιευθεί από τον Raoul Blanchard του Πανεπιστημίου της Grenoble ‘The exchange of population between Greece and Turkey’ στην Geographical Review (Vol. 15, No 3 Ιούλιος 1925, pp. 449-456). Ο Blanchard για τη συγγραφή του παραπάνω άρθρου του είχε
επισκεφθεί την Μικρά Ασία, οπότε μεταφέρει και προσωπικές εντυπώσεις από την
όλη διαδικασία της μετακίνησης κυρίως χριστιανικών πληθυσμών από την Τουρκία
προς την Ελλάδα.
No comments:
Post a Comment