ΥΠΟΘΕΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ
ΤΟΥ ΙΣΛΑΜΙΚΟΥ ΝΟΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
ΓΙΩΡΓΟΣ Α. ΔΟΥΔΟΣ
ΝΟΜΙΚΟΣ
g_doudos@yahoo.com
Ψάχνοντας στο
διαδίκτυο έναν σύντομο ορισμό του περιεχομένου της αρνησιδικίας, βρήκα τον
εξής, που τον θεωρώ εξαιρετικό και λακωνικό συνάμα: «Η άρνηση έκδοσης
δικαστικής απόφασης ή η αδυναμία έκδοσής της λόγω εγγενών αδυναμιών του
συστήματος απονομής δικαιοσύνης».
Η αρνησιδικία ενός δικαστή αποτελεί, ίσως το πλέον σοβαρό πειθαρχικό
αδίκημα και νομίζω πως προκαλεί τις προϋποθέσεις να κατηγορηθεί ο δικαστής για
κακοδικία. Αν η αρνησιδικία οφείλεται σε εγγενείς αδυναμίες ενός συστήματος
απονομής της δικαιοσύνης, τότε καθίσταται εντελώς περιττό ένα τέτοιο σύστημα να
υπάρχει και να βαραίνει τη ζωή των πολιτών, αφού είναι ανίκανο να προσφέρει την
στοιχειώδη υπηρεσία ενός κράτους δικαίου: Την παροχή έννομης προστασίας στους
πολίτες που την ζητούν, δηλαδή την προστασία του νόμου σε όσους την έχουν
ανάγκη.
Το δίκαιο είναι μια σύμβαση που σηματοδοτεί ένα πολιτιστικό άλμα στην
ιστορία του ανθρώπου. Γιατί από τότε που μπήκαν στην κοινοτική ζωή των ανθρώπων
οι κανόνες δικαίου, οι νόμοι ή τα ρυθμιστικά έθιμα, η αυτοδικία, που ξεπερνούσε
συνήθως το μέτρο και γινόταν αφορμή εκδήλωσης βαρβαρότητας ασύμμετρης, σε σχέση
με την βλάβη που είχε προκαλέσει ο φταίχτης, πετάχτηκε στα σκουπίδια.
Στην Ελλάδα υπάρχει μια νομική ιδιομορφία. Εκτός από τα Δωδεκάνησα, σε
όλη την άλλη επικράτεια και κυρίως στη Θράκη, οι βιοτικές σχέσεις των Ελλήνων
Μουσουλμάνων, που σχετίζονται με γάμους και διαζύγια, με κληρονομιές, με
επιμέλεια παιδιών χωρισμένων γονέων και με διατροφή, ρυθμίζονται από όσα
προβλέπει το μουσουλμανικό δίκαιο, που προσδιορίζεται σαν ιερό, μιας και
πηγάζει από το Κοράνιο και την προφορική ιερή παράδοση του Ισλάμ. Είναι γνωστό
πως στις έδρες των τριών Μουφτειών του κράτους, Κομοτηνή, Ξάνθη και Διδυμότειχο
λειτουργούν μουσουλμανικά ιεροδικεία και χρέη ιεροδίκη, αναγνωρισμένου από το
ελληνικό κράτος, ασκεί ο Μουφτής.
Η υιοθέτηση του μουσουλμανικού νόμου από το ελληνικό νομικό σύστημα δεν
οφείλεται στην Συνθήκη της Λωζάνης, όπως νομίζουν πολλοί. Πρόκειται για πιο
παλιά κατάσταση, που ανατρέχει στο 1881, όταν στην Ελλάδα ενσωματώθηκε η
Θεσσαλία και ζούσαν εκεί Οθωμανοί Μουσουλμάνοι που έγιναν Έλληνες υπήκοοι.
Αργότερα, μετά το τέλος των βαλκανικών πολέμων, υπογράφεται η Σύμβαση Ειρήνης μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας του 1913,
που περιέχει προβλέψεις για τις ρυθμίσεις βιοτικών σχέσεων των Μουσουλμάνων
που έγιναν πολίτες της Ελλάδος. Μετά την
υπογραφή της παραπάνω Σύμβασης Ειρήνης ψηφίστηκε ο νόμος 147/1914 που όρισε
ότι, «τα του γάμου των εις το μουσουλμανικόν … θρήσκευμα
ανηκόντων, ήτοι τ’ αφορώντα εις την νόμιμον σύστασιν και διάλυσιν του γάμου και
τας συνεστώτος αυτού προσωπικάς σχέσεις των συζύγων και τα των συγγενικών
δεσμών διέπονται υπό του ιερού αυτών νόμου και κρίνονται κατ' αυτόν. Ως προς
τους Μουσουλμάνους ισχύουσι προσέτι οι περί αυτών ειδικοί όροι της μεταξύ
Ελλάδος και Τουρκίας τελευταίας συνθήκης». Ο προηγούμενος νόμος, που ισχύει
ως σήμερα, παρά την ισχύ του Αστικού Κώδικα εδώ και δεκαετίες, αντιμετώπισε με
σεβασμό τους πολυπληθείς Μουσουλμάνους υπηκόους του ελληνικού βασιλείου, που
εμπλούτισαν τον πληθυσμό της χώρας μετά την ενσωμάτωση της Μακεδονίας και της
Ηπείρου, όπως αργότερα και της Δυτικής Θράκης.
Έτσι σήμερα, δύο Έλληνες Μουσουλμάνοι που επιλέγουν να παντρευτούν με
θρησκευτικό γάμο κατά τους κανόνες της θρησκείας τους, από τον Μουφτή ή από ένα
Ιμάμη, σε περίπτωση που ο γάμος τους δεν αντέχει στις δοκιμασίες και θελήσουν
να πάρουν διαζύγιο, πρέπει να προσφύγουν στον Μουφτή ως δικαστή και κατ’ αρχήν,
όχι στον πολιτικό δικαστή, που προσφεύγουν όλοι οι άλλοι Έλληνες πολίτες, χωρίς
διάκριση θρησκεύματος.
Ο μουσουλμανικός γάμος είναι κυρίως μια νομική σύμβαση, γνωστός ως nikâh. Σημαντικό
στοιχείο του παραδοσιακού γάμου αποτελεί
το γαμήλιο συμφωνητικό των υποψηφίων συζύγων (nafaka), που κατά κύριο λόγο προβλέπει την οικονομική αποζημίωση
της συζύγου σε περίπτωση διαζυγίου που δεσμεύεται να καταβάλλει ο σύζυγος, γνωστή
ως mehir στα τουρκικά. Πρόκειται συνήθως για χρηματικό ποσό
που υπολογίζεται σε χρυσό. Η μη καταβολή του mehir καθιστά αδύνατο το διαζύγιο για τον άνδρα, εκτός και
αν το επιδιώκει η γυναίκα, οπότε χάνει την αξίωσή της για το mehir….
Ας υποθέσουμε ότι συμβαίνουν τα εξής περιστατικά. Σ’ ένα γάμο, η
σύζυγος εγκαταλείπει την οικογένεια, σύζυγο και ίσως ένα ή περισσότερα παιδιά και εγκαθίσταται
είτε στο πατρικό σπίτι της ή κάπου αλλού. Μάλιστα, έχει προηγηθεί άτακτη γενικά
συμπεριφορά της συζύγου και πλήρης αδιαφορία της για τον σύζυγο, τα παιδιά και
τα ζητήματα της οικογένειας. Με άλλα λόγια, υπεύθυνη για την διάλυση του γάμου
είναι μόνον η σύζυγος. Ίσως, λόγω συναίσθησης των προσωπικών ευθυνών της, η
σύζυγος, ενώ έχει εγκαταλείψει τον σύζυγο και την οικογένεια δεν επιδιώκει
νομικά, σύμφωνα με τους όρους της ισλαμικής νομοθεσίας να πάρει διαζύγιο. Τα
χρόνια περνούν. Το ζευγάρι ζει σε μια μακροχρόνια διάσταση, τα παιδιά
μεγαλώνουν με τον πατέρα και με την φροντίδα ίσως κάποιας γιαγιάς, πάντως
στερημένα της μητρικής φροντίδας και τρυφερότητας. Έρχεται η κρίση στην Ελλάδα,
που πλήττει τους πάντες και ο σύζυγος, μένει άνεργος και ουσιαστικά συντηρείται
από τους γονείς και την απασχόλησή του στα πατρικά χωραφάκια, που δεν προσφέρουν
άξιο λόγο εισόδημα. Κοντεύει μια δεκαετία και ο σύζυγος, σκέφτεται πως οφείλει
να κάνει τη ζωή του, για τον εαυτό του αλλά και για τα παιδιά, που είναι ακόμα
μαθητές, στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου. Έρχεται σε επαφή με τον Μουφτή, υπό
την ιδιότητα του ιεροδίκη. Εκθέτει με σχετική αίτηση την επιθυμία λύσης του
γάμου, αλλά και ταυτόχρονης αποδέσμευσής του από την καταβολή του mehir, για δυο λόγους. Ο πρώτος και μάλλον πιο σοβαρός, ότι
ο γάμος, με αποκλειστική ευθύνη της συζύγου έχει διαλυθεί, μετά την μακρόχρονη
εγκατάλειψη της συζυγικής στέγης, του συζύγου και των παιδιών. Ο δεύτερος,
επίσης σημαντικός, ότι λόγω των εξαιρετικών συνθηκών που επικρατούν στην Ελλάδα
της κρίσης και στην ανεργία που έχει πλήξει τον σύζυγο, χωρίς να φαίνονται
αισιόδοξες προοπτικές να βρει δουλειά με σοβαρό εισόδημα στο εγγύς μέλλον, τον
οδηγούν σε πλήρη αδυναμία, τουλάχιστον την στιγμή που καταθέτει την αίτηση προς
τον Μουφτή για λύση του νεκρού προ πολλού γάμου, να πληρώσει την γαμήλια
αποζημίωση προς την υπαίτια σύζυγο.
Ο Μουφτής ως ιεροδίκης προσπαθεί να βρει συμβιβαστική διέξοδο,
αναγνωρίζοντας πως ο ανυπαίτιος σύζυγος δικαιολογημένα επιδιώκει να μπει και η
ταφόπλακα στο νεκρό γάμο του με την σύζυγό του. Ο συμβιβασμός που επιδιώκεται
έχει οικονομικό άντικρυσμα, στο οποίο όμως ο σύζυγος αδυνατεί να ανταποκριθεί,
ενόψει και των υποχρεώσεων ως προς την διατροφή των παιδιών, με την πιο πλατειά
έννοια της λέξης, τις οποίες μόνος έχει αναλάβει εδώ και χρόνια.
Στο τέλος, απόφαση διαζυγίου δεν εκδίδεται και η αίτηση του συζύγου για
την λύση του γάμου απορρίπτεται. Μόνος λόγος απόρριψης της αιτήσεως είναι η
αδυναμία του συζύγου να καταβάλλει, έστω μειωμένο το mehir στη σύζυγο. Η όλη εξέλιξη αναμφίβολα ευνοεί την
σύζυγο που έχει διορίσει και πληρεξούσιο δικηγόρο για να παρακολουθεί την εξέλιξη
της διαδικασίας. Το αδιέξοδο εδραιώνεται για άλλη μια φορά, λύση σε ένα ζωτικό
πρόβλημα δεν βρίσκεται. Η αιτία είναι ότι ο ιεροδίκης επιμένει να τηρηθεί η
υποχρέωση του συζύγου καταβολής της γαμήλιας αποζημίωσης λόγω διαζυγίου προς
την σύζυγο, έστω και αν η ίδια αποκλειστικά προκάλεσε την διάλυση του γάμου,
έστω και αν η ίδια εγκατέλειψε την οικογενειακή εστία, τον σύζυγό της, αλλά και
τα παιδιά της. Έστω και αν έγιναν γνωστά στον δικαστή του ιερού νόμου τα
περιστατικά, που αποδείκνυαν μια απαράδεκτη συμπεριφορά εκ μέρους της συζύγου,
που προκάλεσε τον κλυδωνισμό της έγγαμης σχέσης και την εν τέλει κατάρρευσή
της.
Εμφανίζεται μια κλασική περίπτωση αρνησιδικίας, λόγω ανεπάρκειας εκ
πρώτης όψεως, του συστήματος απονομής δικαίου, σύμφωνα με την Σαρία, αφού εμφανίζει
εγγενή αδυναμία να ρυθμίσει ικανοποιητικά, σύμφωνα με ό,τι θεωρείται δίκαιο στη
συνείδηση του μέσου ανθρώπου, μια βιοτική σχέση, που μπορεί να μην εμφανίζεται
συχνά στο Ιεροδικείο, αλλά πάντως, σύμφωνα με την υπόθεσή μας έχει εμφανιστεί.
Επιτρέψτε μου να κάνω μια διευκρίνιση: Η δικαστική αντιδικία είναι
υποθετική ως προς τα περιστατικά που την συνθέτουν και κάθε ομοιότητα με
υπαρκτή όμοια υπόθεση είναι τυχαία….
Γενικά, αμφισβητείται έντονα, τόσο η δικαστική δικαιοδοσία του Μουφτή,
όσο και η συνεχιζόμενη φιλοξενία του ιερού μουσουλμανικού νόμου (Σαρία) εντός
των κόλπων του ελληνικού συστήματος δικαίου, ως προς τις υποθέσεις που
αναφέρθηκαν πιο πάνω. Όταν ένα σύστημα απονομής της δικαιοσύνης σηκώνει τα
χέρια μπροστά σε δύσκολες, έστω περιστασιακά, υποθέσεις και ανέχεται να
διαιωνίζονται καταστάσεις που προκαλούν αδιέξοδα στους ανθρώπους, τότε, αυτό το
σύστημα χάνει την αξιοπιστία του και δεν είναι πλέον λειτουργικό, αφού υπάρχει
μόνον ως απολίθωμα, που αναμασά ερμηνείες νόμου που βασίζονται στο «ιερό»
παρελθόν, αλλά δεν σέβονται το παρόν και τους ανθρώπους που ζουν σήμερα και όχι
χθες….
Σε κοινωνίες όπου είναι αισθητή η νεοτερικότητα και οι δεσμοί με
παραδοσιακές αξίες, που συνήθως εμπνέονται από την θρησκεία και τα έθιμά της,
γίνονται όλο και πιο χαλαροί. Ο λόγος είναι αυτονόητος και απλούστατος. Συνήθως
η θρησκεία και τα έθιμα που εμπνέει συνδέονται με έναν συντηρητισμό, που
αποδεικνύεται ασύμβατος προς την κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα. Οπότε
η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη ανάμεσα σε έναν «ιερό νόμο» και στα θρησκευτικά
δικαστήρια που καλούνται να τον εφαρμόσουν και στις βιοτικές ανάγκες που πρέπει
να επιλυθούν, από ένα σύστημα απονομής της δικαιοσύνης. Η Ελλάδα, όπου
λειτουργούν μουσουλμανικά ιεροδικεία εφαρμόζοντας σε συγκεκριμένες υποθέσεις
οικογενειακής και κληρονομικής φύσης τις ρυθμίσεις της Σαρία, σύμφωνα με τις
επιλογές της ερμηνευτικής σχολής σκέψης (madhhab) Χανεφί ως προς την ερμηνεία των κανόνων δικαίου της
Σαρία, δεν αποτελεί μοναδικό φαινόμενο. Στο Κράτος του Ισραήλ οι οικογενειακές
υποθέσεις των Ισραηλινών πολιτών είναι αρμοδιότητα των θρησκευτικών δικαστηρίων
κάθε επί μέρους Κοινότητας. Για τους Εβραίους αρμόδια για τα διαζύγια είναι τα
ιουδαϊκά Μπετ Ντιν, για τους
Μουσουλμάνους τα ιεροδικεία και για τους Χριστιανούς τα εκκλησιαστικά
δικαστήρια. Οι τακτικοί δικαστές του κράτους δεν έχουν δικαιοδοσία να
ασχοληθούν με οικογενειακές υποθέσεις. Στην ομόσπονδη πολιτεία Κεμπέκ του
Καναδά υπάρχουν νόμιμα μουσουλμανικά ιεροδικεία, αλλά οι αποφάσεις τους μπορεί
να αμφισβητηθούν σε δεύτερο βαθμό από τα τακτικά εφετεία. Επίσης στη Μεγάλη
Βρετανία, οι Βρετανοί Μουσουλμάνοι, εκμεταλλευόμενοι τις δυνατότητες του νόμου
περί Διαιτησίας, έχουν δημιουργήσει πολλά μουσουλμανικά ιεροδικεία, που
λειτουργούν με την αναγνώριση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της χώρας.
Στο Ισραήλ η λειτουργία των θρησκευτικών δικαστηρίων γενικά
αμφισβητείται έντονα, ενώ στη Μεγάλη Βρετανία τα μουσουλμανικά ιεροδικεία
συχνά, αντί να επιλύουν προβλήματα, δημιουργούν και άλλα, γιατί οι ιεροδίκες
είναι κατά κανόνα ακραίοι συντηρητικοί ως φανατικοί θρησκευόμενοι, που
εφαρμόζουν παρωχημένες φόρμες ερμηνείας, πέρα ως πέρα ασύμβατες προς τα δεδομένα
και τις απαιτήσεις της βρετανικής κοινωνίας.
Το πρόβλημα με τα θρησκευτικά δικαστήρια είναι ότι καλούνται να
εφαρμόσουν, για την λύση ανθρώπινων προβλημάτων και συγκρούσεων, ένα σύστημα
δικαίου που πιστεύεται ότι έχει θεία προέλευση. Τουλάχιστον αυτό ισχύει για το
ιουδαϊκό δίκαιο της Χαλακά (Ηalakha), όπως και για το σύστημα δικαίου της Σαρία, που
αποτελεί την ερμηνεία του ιερού ισλαμικού νόμου. Όσον αφορά τα εκκλησιαστικά
δικαστήρια, η νομοθεσία που καλούνται να εφαρμόσουν, ναι μεν δεν πιστεύεται ότι
έχει άμεσα θεία προέλευση, αλλά αποτελεί μια σύνθεση κανόνων, που διατυπώθηκαν
υπό θεία καθοδήγηση ή έμπνευση των πατέρων της εκκλησίας, γι’ αυτό και λέγονται
«ιεροί κανόνες». Σε πολλές περιπτώσεις, η πεποίθηση ως προς την
ιερότητα των κανόνων που εφαρμόζουν τα θρησκευτικά δικαστήρια και η κατά κανόνα
ακραία συντηρητικότητα των ‘ιεροδικών’, καθιστά τα θρησκευτικά δικαστήρια ένα
κρεβάτι του Προκρούστη. Ο ιερός νόμος υπάρχει ανεξάρτητα από τον άνθρωπο και
την κοινότητα των πιστών, που οφείλουν να αποδεχθούν τις «θείας προέλευσης»
ρυθμίσεις, ακόμα και αν είναι αντίθετες προς την κοινή λογική, προς τα δεδομένα
και τις ανάγκες των ανθρώπων και
παραπέμπουν σε ρυθμιστικά πρότυπα εποχών που έχουν περάσει ανεπιστρεπτί.
Χάριν της ερμηνείας
της Σαρία και στα πλαίσια της επιστήμης του Φικχ, όπως λέγεται η ερμηνευτική
διαδικασία, που καλείται να εφαρμόσει ο Σουννίτης Μουσουλμάνος ιεροδίκης
(καδής), που στην ελληνική περίπτωση ο Μουφτής ασκεί τα καθήκοντα δικαστή,
έχουν αναπτυχθεί πολλές μέθοδοι. Μία απ’ αυτές είναι η ιζτιχάντ (ijtihad),
που λειτουργεί παράλληλα με τις άλλες μεθόδους. Η ιζτιχάντ παρέχει στο
δικαστή την ευχέρεια χρήσης της
δημιουργικής σκέψης του δικαστή ή του νομοδιδάσκαλου, τόσο για την απονομή του δικαίου ή όσο και για την έγκυρη γνωμοδότηση
επί γενικών ή εξατομικευμένων νομικών διλημμάτων και για την εν γένει προαγωγή
του δικαίου, σύμφωνα με τις απαιτήσεις των συνθηκών. Μάλιστα η ιζτιχάντ νομίζω
ορθά, έχει χαρακτηρισθεί ως ο Μουσουλμανικός Διαφωτισμός, όχι αποκλειστικά για
την ερμηνεία του ισλαμικού ιερού νόμου, αλλά και για την προσέγγιση όλων των
ζητημάτων που απασχολούν τον άνθρωπο. Από τον καιρό των Αβασιδών (8ος
αιώνας), επειδή θεωρήθηκε η ιζτιχάντ επικίνδυνη για την εξουσία, διακηρύχθηκε
το δόγμα, ότι οι πύλες της ιζτιχάντ έχουν κλείσει, κάτι που επικρατεί ακόμα στο
σουννιτικό Ισλάμ, αν και πάρα πολλοί Μουσουλμάνοι διανοούμενοι εκφράζουν ζωηρές
αμφισβητήσεις και τάσσονται υπέρ της πλήρους επαναφοράς της. Οι Μουσουλμάνοι
που ακολουθούν την σχολή Χανεφί, είναι οι μόνοι από τους Σουννίτες που
χρησιμοποιούν την ιζτιχάντ, αν και ομολογουμένως με διστακτικότητα.
Πρέπει να ειπωθεί με επίταση, ότι ο ισλαμικός νόμος, μπορεί να
συνεχίσει να ρυθμίζει την ζωή και τις βιοτικές σχέσεις Μουσουλμάνων που ζουν σε
κοινωνίες κυρίως δυτικών χωρών ή τέλος πάντων σε κοινωνίες που έχουν δεχθεί τις
καταλυτικές επιρροές της νεοτερικότητας, μόνον εφόσον καθιερώσει, εκτεταμένη
χρήση της ιζτιχάντ, παράλληλα με τις ερμηνευτικές μεθόδους της ιτζμά,
που υποδηλώνει την ομοφωνία γνώμης, ως προς την επίλυση μιας διαφοράς, σύμφωνα
με όμοιες ρυθμίσεις του παρελθόντος και κιγιάς, που σημαίνει
αναλογική εφαρμογή ρυθμίσεων, κατά το
προηγούμενο παρόμοιων υποθέσεων.
Η
ευθύνη για την ορθή, σύμφωνα με τις σύγχρονες συνθήκες και απαιτήσεις,
εφαρμογής κανόνων της Σαρία στις οικογενειακές υποθέσεις και ιδίως σε διαζύγια
και απόδοση της γαμήλιας αποζημίωσης προς την γυναίκα (mehir), ανήκει εξ ολοκλήρου στον
ιεροδίκη. Δεν αρκεί ο Μουσουλμάνος ιεροδίκης να έχει επαρκή γνώση του ιερού
νόμου, του Κορανίου και της Σούννα (παράδοσης του Προφήτη), για να σταθεί στο
ύψος του, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του λειτουργήματος που ασκεί, οφείλει να
έχει εποπτεία της κοινωνικής πραγματικότητας χωρίς παρωπίδες και να είναι
προικισμένος με το αναγκαίο αισθητήριο όσον αφορά τις ανάγκες των ανθρώπων που
προσφεύγουν ενώπιόν του για να βρουν το δίκαιό τους, ζητώντας ισόρροπη
ικανοποίηση των βιοτικών σχέσεων που έχουν καταρρακωθεί. Αν στον ιεροδίκη
υπάρχουν τα προηγούμενα προσόντα, τότε θα έχει την αρετή της τόλμης να
εφαρμόσει την ιζτιχάντ και να αποδώσει δίκαιο, που δεν θα είναι αναχρονιστικό,
ούτε θα καταφύγει στην αρνησιδικία, από φόβο μήπως και παραβεί κανόνες, που
τέλος πάντων, υπάρχουν για να εξυπηρετούν τις ανάγκες των ανθρώπων και όχι για
τον αντίθετο λόγο.
Οφείλω να κάνω μια
δήλωση. Δεν είμαι από εκείνους που επιδιώκουν να θέσουν στο μουσείο των
άχρηστων στοιχείων πολιτισμού τον «ιερό νόμο» των Μουσουλμάνων, τουλάχιστον
όπως επί τόσα χρόνια εφαρμόζεται στην Ελλάδα, ούτε θέλω να αφαιρεθούν οι
δικαστικές δικαιοδοσίες του Μουφτή ως ιεροδίκη. Αλλά, κατά την ταπεινή γνώμη
μου, που στηρίζεται πρώτιστα στην κοινή λογική και στην αίσθηση της κοινωνικής
και οικονομικής πραγματικότητας, που αφορά και τους Μουσουλμάνους που είναι
κομμάτι του ελληνικού λαού, αν η εφαρμογή του ιερού νόμου από τους Μουφτήδες,
είναι εγκλωβισμένη σε παρωχημένες και αντιδραστικές ερμηνευτικές προσλήψεις, αν
στέκεται φοβισμένη μπροστά στους δρόμους λύσεων που μπορεί να ανοίξει η
υιοθέτηση της ιζτιχάντ, τότε ένα είναι βέβαιο: Ο ιερός νόμος θα απαξιωθεί, αφού
δεν θα επιλύει δύσκολες καταστάσεις και η όλη διαδικασία απονομής δικαίου από
τους Μουφτήδες για τους Έλληνες Μουσουλμάνους, θα αναπαράγει συχνά πυκνά το
αδιέξοδο της αρνησιδικίας….
©ΓΙΩΡΓΟΣ Α. ΔΟΥΔΟΣ
06/02/17