Από όσους ρωτήθηκαν από τον δημοσιογράφο, με τις απαντήσεις τους, έθεσαν εκ νέου προς συζήτηση το κεφαλαιώδες ερώτημα: “Η Μειονότητα της Δυτικής Θράκης, είναι μόνον θρησκευτική;”.
Η Ελλάδα ως κράτος, κατά τη γνώμη μου διακρίνεται για την εμπαθή επιμονή της, να επιβεβαιώνεται ως φοβική, απέναντι στη λέξη “μειονότητα”, αν πρόκειται να ακολουθήσει ο επιθετικός προσδιορισμός “εθνική”.
Η Ελλάδα ως κράτος, ποτέ δεν έχει αναπτύξει φερέγγυα μειονοτική πολιτική. Αυτό το έλλειμμα, μπορεί να κατανοηθεί, από τη στιγμή που η Ελλάδα επίσημα και προς κάθε κατεύθυνση δηλώνει, ότι αναγνωρίζει μία και μόνο μειονότητα στην επικράτειά της, αποκλειστικά θρησκευτικής ταυτότητας και πρόκειται για την ‘μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης’.
Η Ελλάδα, επιμένει στην παραπάνω θέση της, καθώς κρέμεται στην κυριολεξία από τους όρους της “Σύμβασης Περί ανταλλαγής των Ελληνικών και Τουρκικών πληθυσμών”, που είχε υπογραφεί στην Λοζάνη στις 30 Ιανουαρίου 1923, έξι μήνες πριν από την Συνθήκη της Λοζάνης του 1923.
Είναι ανάγκη να ληφθούν υπόψη τα εξής: Όταν υπογράφηκε η σύμβαση ανταλλαγής πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, η Τουρκία βρισκόταν σε ένα μεταβατικό στάδιο, ως προς την κρατική υπόστασή της. Η Τουρκική Δημοκρατία, ως κατάληξη του “τουρκικού πολέμου της Ανεξαρτησίας”, ανακηρύχθηκε στις 29 Οκτωβρίου του 1923 και υποκατέστησε την Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά το διεθνές δίκαιο. Ένδειξη αυτής της μεταβατικής κατάστασης όσον αφορά την Τουρκία της εποχής εκείνης, είναι ότι, τόσο κατά την υπογραφή της σύμβασης ανταλλαγής πληθυσμών, όσο και αργότερα κατά την υπογραφή της Συνθήκης της Λοζάνης, η Τουρκία δεν εκπροσωπήθηκε από την κυβέρνηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που τουλάχιστον στα χαρτιά υπήρχε ακόμα, αλλά από την κυβέρνηση της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης της Τουρκίας (είχε ιδρυθεί στις 23 Απριλίου 1920, κατά τη διάρκεια του πολέμου της Ανεξαρτησίας), που έδρευε στην Άγκυρα. Μάλιστα τότε, είχε προς στιγμή εμφανιστεί πρόβλημα, ως προς τη νομιμοποίηση εκπροσώπησης της Τουρκίας, όχι από μέλη της κυβέρνησης του οθωμανικού κράτους, αλλά από μια κυβέρνηση που είχε συσταθεί από την τουρκική εθνοσυνέλευση, που υπήρξε απόρροια του εθνικού κινήματος της χώρας, υπό την ηγεσία του Κεμάλ Ατατούρκ και των συντρόφων του.
Είναι γνωστό, ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν κράτος με έντονο θρησκευτικό χαρακτήρα και είχε εφαρμόσει ένα σύστημα διοίκησης των μη μουσουλμάνων υπηκόων της, με βάση την θρησκεία, το γνωστό σύστημα των millet. Μόλις μετά το Τανζιμάτ, τα διάφορα millet, πέραν του θρησκευτικού χαρακτήρα, απέκτησαν και χαρακτήρα εθνοτικού προσδιορισμού, σε συνάφεια όμως με την θρησκευτική ταυτότητα των ομάδων πληθυσμού, στους οποίους αναφέρονταν. Έτσι, όταν υπογράφηκε στη Λοζάνη τον Ιανουάριο 1923 η σύμβαση ανταλλαγής πληθυσμών, μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, ακολουθήθηκε το ίδιο σύστημα, του θρησκευτικού προσδιορισμού των πληθυσμών που επρόκειτο να ανταλλαγούν και εκείνων που θα εξαιρούνταν.
Στο άρθρο 1 της σύμβασης ανταλλαγής αναφέρεται: “Από της 1ης Μαΐου 1923, θέλει διενεργηθή η υποχρεωτική ανταλλαγή των Τούρκων υπηκόων, ελληνικού ορθοδόξου θρησκεύματος, των εγκατεστημένων επί των τουρκικών εδαφών, και των Ελλήνων υπηκόων, μουσουλμανικού θρησκεύματος, των εγκατεστημένων επί των ελληνικών εδαφών”. Στο άρθρο 2, γίνεται αναφορά στους υπηκόους των δύο χωρών που θα εξαιρεθούν από την ανταλλαγή: “ Δεν θα περιληφθώσιν εις την εν τω πρώτω άρθρω προβλεπομένην ανταλλαγήν: α) οι Έλληνες κάτοικοι της Κωνσταντινουπόλεως· β) οι Μουσουλμάνοι κάτοικοι της Δυτικής Θράκης”. Είναι σαφές, ότι όταν η προηγούμενη διάταξη κάνει λόγο για Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, αναφέρεται μόνο στους Ελληνορθόδοξους Χριστιανούς κατά το θρήσκευμα, κάτι που συχνά, σκόπιμα ή πονηρά, αποκρύπτεται ή αγνοείται από σχολιαστές της παραπάνω σύμβασης1.
Επομένως, η επιμονή της Ελλάδος στην αναγνώριση μόνο μιας και αποκλειστικά θρησκευτικής μειονότητας στην Θράκη, μάλλον είναι αντιρεαλιστική, όπως και ανακόλουθη, με πρακτικές του ελληνικού κράτους σε άλλες, σχετικά πρόσφατες εποχές.
Υπήρξε μία περίοδος “μεγάλων ερώτων” μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδος, στις αρχές της δεκαετίας του ’50. Στις 13 Ιουνίου του 1952, σε επίσημη δεξίωση στην Κωνσταντινούπολη εκ μέρους του Προέδρου της Τουρκίας Τζελάλ Μπαγιάρ προς τιμή του βασιλικού ζεύγους της Ελλάδος, η βασίλισσα Φρειδερίκη απευθύνθηκε προς τον Τούρκο Πρόεδρο και του είπε: “Εξοχότατε, ξεκίνησα να πραγματοποιήσω ένα σπουδαίο έργο, θα ιδρύσω ένα Λύκειο για τους Τούρκους της Δυτικής Θράκης”. Το “Γυμνάσιον Τζελάλ Μπαγιάρ” της Κομοτηνής ιδρύθηκε με το νομοθετικό διάταγμα 2203/1952 και λειτουργεί, όπως είναι γνωστό μέχρι σήμερα, ως “Μειονοτικό Γυμνάσιο-Λύκειο Κομοτηνής”.
Παρά τα όσα αναγράφονται στο τμήμα της Συνθήκης της Λοζάνης (σύμβαση ανταλλαγής πληθυσμών), ως προς τους εξαιρεθέντες της ανταλλαγής “Μουσουλμάνους της Θράκης”, το ελληνικό κράτος, είχε εκδώσει το νομοθετικό διάταγμα 3065/1954 (ΦΕΚ Α΄ 239), που ρύθμισε θέματα ίδρυσης και λειτουργίας τουρκικών σχολείων στοιχειώδους εκπαιδεύσεως στη Θράκη.
Στο διάστημα των ετών 1954 και 1955 υπηρέτησε στη Θράκη ως γενικός διοικητής, ο υποστράτηγος ε.α. Γεώργιος Φεσσόπουλος2, διορισμένος από την κυβέρνηση του στρατάρχη Αλεξάνδρου Παπάγου. Η τότε κυβέρνηση της χώρας, αποφάσισε ότι δεν θα γίνεται πλέον χρήση των όρων “Μουσουλμάνος- μουσουλμανικό”, στις δημόσιες επιγραφές και στα δημόσια έγγραφα που αφορούν την Μειονότητα, αλλά των όρων “Τούρκος- τουρκικό”3!
Ο Γεώργιος Φεσσόπουλος, γνωστοποίησε την απόφαση της κυβέρνηση Παπάγου, προς τους Δημάρχους και Προέδρους Κοινοτήτων του Νομού Ροδόπης, ως εξής: “Κατόπιν διαταγής του κ. προέδρου της Κυβερνήσεως, παρακαλούμεν όπως εφεξής εις πάσαν περίπτωσιν γίνεται χρήσις του όρου «Τούρκος-τουρκικό» αντί του τοιούτου «Μουσουλμάνος-μουσουλμανικό». Επί τούτοις δέον να μεριμνήσετε διά την αντικατάστασιν των εν τη περιφερεία υμών διαφόρων επιγραφών, όπως «Μουσουλμανική Κοινότης, Μουσουλμανικόν Σχολείον κλπ» διά τοιαύτης «Τουρκικόν”. (Απόφαση Φεσσόπουλου με αριθμό πρωτοκόλλου Α/1043/27.12.1954). Στη συνέχεια, οι νομάρχες Ροδόπης και Ξάνθης, με δικές τους αποφάσεις είχαν υποχρεώσει όλα τα σωματεία μειονοτικών Μουσουλμάνων να αλλάξουν επωνυμία και να προσδιορίζονται ως τουρκικά. Στις 5 Φεβρουαρίου 1955 ο Φεσσόπουλος, επανέρχεται και εκδίδει δεύτερη διαταγή, που αναφέρει: “Παρά τας αυστηράς διαταγάς της κυβερνήσεως περί της αντικαταστάσεως και χρησιμοποιήσεως του λοιπού των όρων «μουσουλμάνος-μουσουλμανικός» δια των τοιούτων «Τούρκος-τουρκικός», εις το χωρίον Άρατος επί της δημοσίας οδού Κομοτηνής-Αλεξανδρουπόλεως, υφίσταται επιγραφή εμφανεστάτη αναγράφουσα μουσουλμανικόν σχολείον. Να αντικατασταθή αμέσως, τόσον αυτή, όσο και πάσα άλλη τυχόν υπάρχουσα εις την περιοχή του νομού Ροδόπης”.
Η συνέχεια είναι γνωστή: Το 1972, η χούντα εκδίδει το νομοθετικό διάταγμα 1109/1972 (ΦΕΚ Α΄ 17), με το οποίο ανατρέπεται η αντιμετώπιση της Μειονότητας από την κυβέρνηση Παπάγου. Οι Τούρκοι “εξαφανίζονται” και κάθε χρήση του όρου “τουρκικός”, όσον αφορά την Μειονότητα είναι απαγορευμένη. Παρόλα αυτά, στις 20 Δεκεμβρίου του 1968 υπογράφεται μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, το Ελληνοτουρκικό Μορφωτικό Πρωτόκολλο, στο οποίο γίνεται αναφορά, ότι στην μειονοτική εκπαίδευση η διδασκαλία των μαθημάτων θα γίνεται στην ελληνική και στην μειονοτική γλώσσα, ενώ ορίζεται μία μειονοτική γλώσσα, η τουρκική!
Ας πάμε λίγο πιο πίσω, στο 1927. Ιδρύεται νόμιμα στην Ξάνθη σωματείο, με την ονομασία “Οίκος της Τουρκικής Νεολαίας της Ξάνθης”, που το 1936 αλλάζει επωνυμία και είναι γνωστό μέχρι σήμερα, ως “Τουρκική Ένωση Ξάνθης”. Ο νομάρχης Ξάνθης το 1984 (επί κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ), επιτυγχάνει με δικαστική απόφαση την διάλυση του παραπάνω σωματείου. Είναι γνωστή η περιπέτεια της “Τουρκικής Ένωσης Ξάνθης”, με τις αποφάσεις του Αρείου Πάγου, που επικυρώνουν τις αποφάσεις του Πρωτοδικείου Ξάνθης και του Εφετείου Θράκης, για την διάλυση του σωματείου, θεωρώντας ότι άρθρα του καταστατικού του είναι αντίθετα προς την αόριστη έννοια της δημόσιας τάξης. Η λύση δίδεται στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που καταδικάζει την Ελλάδα, θεωρώντας τις δικαστικές αποφάσεις για την διάλυση της Τουρκικής Ένωσης Ξάνθης μη νόμιμες!
Χωρίς αμφιβολία, τα περιστατικά που παρέθεσα πιο πάνω, δείχνουν πως το ελληνικό κράτος, τουλάχιστον απέναντι στη Μειονότητα της Θράκης ήταν και δυστυχώς παραμένει, ανακόλουθο πέρα ως πέρα και έχει αντιμετωπίσει τους μειονοτικούς Έλληνες πολίτες κατά τρόπο απαράδεκτο, ανάλογα με τους προσανατολισμούς της περιστασιακής πολιτικής της Ελλάδος απέναντι στην Τουρκία.
Μια παρατήρηση: Η σύμβαση ανταλλαγής πληθυσμών του 1923 έχει υπογραφεί από την Ελλάδα και από την Τουρκία, σε περίοδο, που όπως ανέφερα πιο πάνω, η Τουρκία, δεν είχε βρει την ισορροπία της ως κράτος, μετά από έναν ζωτικής σημασίας πόλεμο. Από την έκβαση του πολέμου της Ανεξαρτησίας των Τούρκων έναντι του ελληνικού στρατού στην Μικρά Ασία, θα κρινόταν, είτε ο διαμελισμός της άλλοτε κραταιάς Αυτοκρατορίας, όπως είχε προβλεφθεί από τη συνθήκη των Σεβρών (1920), είτε η ανάδειξη ενός νέου τουρκικού κράτους, με αξιοπρέπεια.... Η συνομολόγηση της παραπάνω σύμβασης, που αφορούσε τον υποχρεωτικό εκτοπισμό πληθυσμών, μεταξύ των δύο κρατών, ήταν η κατάληξη ενός εξοντωτικού πολέμου που στιγμάτισε και τις δύο χώρες. Οι μεν Μουσουλμάνοι της Ελλάδος, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που εξαιρέθηκαν από την ανταλλαγή, ήταν Οθωμανοί υπήκοοι, ανεξάρτητα από την εθνοφυλετική καταγωγή τους. Οι υπήκοοι της άλλοτε Αυτοκρατορίας, ήταν φυσικό να βρίσκονται στη σφαίρα του ενδιαφέροντος της νέας Τουρκίας. Από την άλλη μεριά, η θρησκευτική κοινότητα των Ελληνορθοδόξων Χριστιανών, που ζούσαν σε τουρκικά εδάφη, κρίθηκε ότι συνδέονται με την Ελλάδα και η χώρα συναποφάσισε για την τύχη αυτών των ανθρώπων, μετά την ήττα του ελληνικού στρατού, που είχε εκστρατεύσει στην Τουρκία. Οι προηγούμενες παρατηρήσεις θεώρησα πως ήταν αναγκαίο να γίνουν, για να καταδειχτεί ο λόγος που προσδιορίστηκε η ταυτότητα των ανταλλάξιμων πληθυσμών με θρησκευτικά και όχι με εθνοφυλεκτικά κριτήρια. Αν συνέβαινε το δεύτερο, ίσως μέχρι σήμερα θα αιωρούνταν εκκρεμότητες: Υπήρχαν Ελληνορθόδοξοι τουρκόφωνοι, Καραμανλήδες και Πόντιοι στην Τουρκία, όπως και ελληνόφωνοι Μουσουλμάνοι στην Κρήτη, στα Γρεβενά (Βαλαάδες) και στην Ήπειρο, στην Ελλάδα, που η ταυτότητά τους, με κριτήρια εθνικά θα ήταν εξαιρετικά δύσκολη.
Καταλήγουμε λοιπόν στο ερώτημα: Εκτός από το ατομικό δικαίωμα εθνικού αυτοπροσδιορισμού ενός φυσικού προσώπου, ως προς το οποίο γενικά, δεν υπάρχει αμφισβήτηση, υπάρχει αντίστοιχο συλλογικό δικαίωμα μιας ομάδας ή μιας κοινότητας προσώπων; Γιατί στην Ελλάδα, ο συλλογικός εθνικός αυτοπροσδιορισμός, θεωρείται απαγορευμένο εγχείρημα.
Το Συμβούλιο της Ευρώπης, που μέλος της είναι η Ελλάδα, έχει καταρτίσει την περίφημη ‘Σύμβαση Πλαίσιο για την προστασία των Εθνικών Μειονοτήτων’. Η Σύμβαση Πλαίσιο αποτελεί το πρώτο στην ιστορία, πολυμερές συμβατικό κείμενο σε διεθνή κλίμακα, που αναφέρεται αποκλειστικά την προστασία των δικαιωμάτων των μειονοτήτων και είχε τεθεί σε ισχύ τον Φεβρουάριο του 1998.. Η Ελλάδα έχει υπογράψει την Σύμβαση Πλαίσιο στις 22 Σεπτεμβρίου 1997, αλλά αποφεύγει μέχρι σήμερα να την εισαγάγει στην Βουλή για να κυρωθεί και να αποτελέσει δεσμευτικό δίκαιο της χώρας, παρά τις κατά καιρούς υποσχέσεις που δίδουν Έλληνες αρμόδιοι σε διεθνείς οργανισμούς.
Το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει προσυπογράψει την Σύμβαση Πλαίσιο, ανεξάρτητα αν δεν έχει προχωρήσει μέχρι σήμερα στην επικύρωσή της, επί της ουσίας, δεν αποδυναμώνει το κύρος της σύμβασης και για τη χώρα μας. Το άρθρο 3, παράγραφος 2 της Σύμβασης Πλαίσιο αναφέρει τα εξής: “Τα πρόσωπα που ανήκουν σε εθνικές μειονότητες μπορούν ατομικά καθώς και από κοινού να ασκούν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που απορρέουν από τις αρχές που διατυπώνονται από την παρούσα Σύμβαση-πλαίσιο”. Αναμφίβολα από την Σύμβαση Πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης προβλέπεται το δικαίωμα συλλογικού εθνικού αυτοπροσδιορισμού, παρά τα όσα υποστηρίζονται περί του αντιθέτου, συνήθως με βαρύγδουπες δηλώσεις αρμοδίων και αναρμοδίων, που εμφανίζονται ως αμύντορες και προστάτες της ελληνικού έθνους, από τους κάθε λογής μειονοτικούς Έλληνες πολίτες, που θεωρούνται εκ προοιμίου μέλη κάποιας “πέμπτης φάλαγγας”!
Επίσημα χείλη είχαν διατυπώσει την εξής άποψη: “Η Ελλάδα δηλώνει, ότι δεν χρειάζεται να επικυρωθεί η Σύμβαση Πλαίσιο για την Προστασία των Εθνικών Μειονοτήτων, με την αιτιολογία ότι υπάρχει μια προηγμένη νομοθεσία για την προστασία των μειονοτήτων πέρα από τη Συνθήκη της Λοζάνης”! Η Ελλάδα επιμένει στην άρνησή της να επικυρώσει την Σύμβαση Πλαίσιο, παρότι την έχει υπογράψει, παρά τις αρνητικές εκθέσεις σε βάρος της ως προς αυτή την τακτική, εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας (ECRI).
Νομίζω, ότι όποιος δεν εξαρτάται από εγκλωβισμό σε προκαταλήψεις, σε φαντασιώσεις και ιδεοληψίες, οφείλει να αποδεχθεί, ότι οι Μουσουλμάνοι κάτοικοι της Θράκης, έχουν αναφαίρετο δικαίωμα ατομικού και συλλογικού εθνοτικού αυτοπροσδιορισμού και ότι το “δόγμα”, πως στην Ελλάδα υπάρχει μία και μόνον μία αναγνωρισμένη μειονότητα στην Θράκη, αποκλειστικά θρησκευτικού χαρακτήρα, είναι από κάθε άποψη σαθρό.
Η Ελλάδα, οφείλει να αποδεχθεί ως κράτος, ότι οι καταστάσεις του εθνικού βίου υφίστανται αλλαγές. Άλλωστε, ο “δικός μας” Ηράκλειτος είχε πει, ότι “τα πάντα ρει και ουδέν μένει”. Ο ελληνικός λαός ανέκαθεν εμπλουτιζόταν από μειονότητες, όχι αποκλειστικά εθνικές ή εθνοτικές, αλλά θρησκευτικές, γλωσσικές, πολιτισμικές, ανεξάρτητα αν τούτο γίνεται επίσημα αποδεκτό. Σήμερα, η πραγματικότητα είναι εξ αντικειμένου διαφορετική. Έχουν επέλθει ρωγμές στην ομοιογένεια της εθνικής κοινωνίας, σε όλο το εύρος του γεωγραφικού ελλαδικού χώρου. Είναι εμβληματικά χαρακτηριστικό, ότι ο Γιάννης Αντετοκούνμπο, ένας σημαντικός Έλληνας αφρικανικής καταγωγής, έχει αναδειχθεί εξέχων και ιδιαίτερα αναγνωρίσιμος Πρέσβης της Ελλάδος στον κόσμο!
Πρέπει όλες και όλοι οι πολίτες αυτής της όμορφης χώρας να δεχθούμε και να νιώσουμε άνετα, με την αλήθεια, ότι Έλληνας δεν είναι μόνον εκείνος που από πατέρα και μητέρα γεννήθηκε ελληνόγλωσσος, είναι Χριστιανός Ορθόδοξος και πολιτισμικά, η συνείδησή του, δεν γνωρίζει άλλο σημείο αναφοράς παρά μόνον ό,τι σχηματικά συγκροτεί την ελληνικότητα. Έλληνας είναι και ο Μουσουλμάνος που ζει στη Θράκη και έχει γνωρίσει ως μητρική του γλώσσα την τουρκική ή την σλαβική πομακική, ή την ρομανί. Έλληνας είναι και ο εθνικά Μακεδόνας, που ζει κάπου στην Κεντρική ή στη Δυτική Μακεδονία, που οι πρώτες λέξεις που άκουσε ή ψέλλισε ήταν στη μακεδονική γλώσσα. Έλληνας είναι ο Χριστιανός Καθολικός ή ο Ευαγγελικός, είτε κατάγεται από την Σύρο, είτε από τα Γιαννιτσά, είτε είναι Πόντιος από τα Κοτύωρα (Ορντού) και ως πρόσφυγας εγκαταστάθηκε στην Κατερίνη. Έλληνας είναι ο Εβραίος, που ζει στη Θεσσαλονίκη ή στην Αθήνα, ή στη Χαλκίδα και κανένας δεν έχει δικαίωμα να αμφισβητήσει την ελληνικότητά του επειδή πηγαίνει στη Συναγωγή και όχι στην ορθόδοξη εκκλησία.... “Καθαροί Έλληνες” δεν υπάρχουν! Καθαρό ελληνικό αίμα δεν κυλά ίσως σε κανενός και σε καμιάς τις φλέβες! Και καταντά αστείο, άνθρωποι, με επώνυμα καθαρά τουρκικής ή αλβανικής προέλευσης, να εμφανίζονται σαν “καθαροί Έλληνες” και να γίνονται προπαγανδιστές μιας βάρβαρης εθνικιστικής μισαλλοδοξίας. Όλες και όλοι γνωρίζουμε τέτοιους συντοπίτες μας, που υπήρξαν αρχηγοί του κράτους ή πρωθυπουργοί, αρχηγοί ή στελέχη κομμάτων, επώνυμοι παράγοντες τοπικών κοινωνιών, ως δικηγόροι, ως αυτοδιοικητικά στελέχη κ.λπ...
Η Νάνσυ Παπαθανασίου έχει επισημάνει τα εξής αξιοπρόσεκτα που δανείζομαι4 : “Η έλλειψη ορισμού της εθνικής συνείδησης και του περιεχομένου της, της προσδίδει και μία μυθική διάσταση: δεν κάμπτεται, δε σχετίζεται με την ιδιότητα του πολίτη, δεν αλλάζει, και σίγουρα δεν αφορά παρά μόνο τους φαντασιακά εξ αίματος Έλληνες. Αν κάτι χρειάζεται διαμόρφωση είναι η επίγνωση ότι υπάρχουν πολλές, διαφορετικές και ισάξιες "εθνικές συνειδήσεις"...
Ο όρος "εθνική συνείδηση" χρησιμοποιείται λανθασμένα και ως συνώνυμο της εθνικής ταυτότητας. Η εθνική ταυτότητα αναφέρεται στην υποκειμενική αίσθηση του ανήκειν σε μία ομάδα ή ένα πολιτισμό, και του τρόπου σκέψης, των αντιλήψεων, των συναισθημάτων και των συμπεριφορών, που το άτομο βιώνει, ως μέλος αυτής της ομάδας ή αυτού του πολιτισμού, δηλαδή στο σύνθετο σύνολο πεποιθήσεων και στάσεων που έχει το άτομο για τη σχέση του με την ομάδα στην οποία νιώθει ότι ανήκει.... η έννοια του έθνους συχνά γίνεται κατανοητή ως ομοιογένεια και δίκαιο του αίματος και υπερβαίνει σε μια άτυπη αλλά καθοριστική ιεράρχηση ακόμη και την ιδιότητα του πολίτη (χαρακτηριστικό παράδειγμα η ανιστόρητη και στερεοτυπική έκφραση «Έλληνας γεννιέσαι, δε γίνεσαι»). Η λατρεία αυτή της ομοιογένειας και του αίματος δεν είναι παρά συγκαλυμμένος φυλετισμός”.
Ο Λαός, είναι έννοια πολιτική και νομική, που συγκροτεί ένα κυρίαρχο κράτος. Η ιδιότητα του πολίτη ενός κράτους, καταδεικνύει πως ένα ανθρώπινο ον είναι μέλος του λαού ενός κράτους. Από την άλλη μεριά, η έννοια του έθνους, που διαμορφώθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα στη δυτική Ευρώπη και έφτασε με σχετική καθυστέρηση και στην Βαλκανική, δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με την έννοια του λαού. Αν ως Έλληνες πολίτες κατανοήσουμε τις παραπάνω απλές αλλά εξαιρετικά σημαντικές αλήθειες, στα πλαίσια αγωγής του δημοκρατικού πολίτη, ελπίζω πως θα απεγκλωβιστούμε από νοσηρές φαντασιώσεις. Θα καταλάβουμε, ότι το συνεκτικό στοιχείο μιας εθνικής κοινωνίας, εναλλακτικής έκφρασης της έννοιας “λαός”, είναι η αλληλεγγύη και η βούληση να ζούμε χωρίς αποκλεισμούς και προκαταλήψεις μεταξύ μας, ανάγοντας τον σεβασμό και την αποδοχή όλων σε πρωτεύουσα αξία, ώστε να υπάρχει ισορροπία στις σχέσεις του πλειονοτικού στοιχείου του πληθυσμού της χώρας, με Έλληνες που ανήκουν ή αυτοπροσδιορίζονται ότι ανήκουν, σε κάθε είδους μειονοτικές ομάδες πληθυσμού.
©Γιώργος Α. Δούδος
19/03/2021
1Στην οθωμανική Τουρκία ζούσαν Έλληνες, κατά το θρήσκευμα Ελληνόρρυθμοι Καθολικοί (οι λεγόμενοι Ουνίτες), Έλληνες Καθολικοί κυρίως στη Σμύρνη, όπως και Προτεστάντες Ευαγγελικοί Έλληνες, εγκατεστημένοι κυρίως στα Κοτύωρα του Πόντου (Ορντού), αλλά και στη Σμύρνη. Αυτοί, οι μη ελληνορθόδοξοι Έλληνες, δεν υπήρξαν αντικείμενο ρύθμισης για την σύμβαση ανταλλαγής πληθυσμών, ανεξάρτητα αν επέλεξαν να έρθουν ως πρόσφυγες στην Ελλάδα, τόσο οι Ελληνόρρυθμοι Καθολικοί από την Ανατολική Θράκη, όσο και οι Πόντιοι Ευαγγελικοί. Οι πρώτοι εγκαταστάθηκαν στα Γιαννιτσά και οι δεύτεροι στην Κατερίνη. Στην Σμύρνη υπάρχουν ως σήμερα Καθολικοί ελληνικής καταγωγής, που δεν εγκατέλειψαν τις εστίες τους.
2Κάτι σαν μνημόσυνο για τον Γεώργιο Φεσσόπουλο: Ήταν Πελοποννήσιος, πτυχιούχος Νομικής, που προτίμησε την στρατιωτική σταδιοδρομία. Έλαβε μέρος στην μικρασιατική εκστρατεία ως αντισυνταγματάρχης. Το 1922 υπήρξε μέλος του στρατοδικείου που δίκασε τον πρίγκιπα Ανδρέα και το 1924 διοργάνωσε την πρώτη υπηρεσία πληροφοριών του ελληνικού στρατού. Το 1934, μετά την αποστρατεία του ως υποστράτηγος, υπήρξε ιδρυτικό μέλος της εθνικοσοσιαλιστικής οργάνωσης Ο.Ε.Κ.Κ. (Οργάνωση Εθνικού Κυρίαρχου Κράτους). Με αφορμή τον ελληνοϊταλικό πόλεμο το καθεστώς της 4ης Αυγούστου ανακάλεσε τον Φεσσόπουλο στην ενεργό υπηρεσία. Επί κυβερνήσεως Αλεξάνδρου Παπάγου, κατά το 1954-1955 υπήρξε ο τελευταίος γενικός διοικητής Θράκης.
3Εκείνη την περίοδο, μεταξύ της μειονότητας της Θράκης, που κατά συντριπτική πλειοψηφία ήταν βαθειά προσηλωμένη στο Ισλάμ, οι προσδιορισμοί “Τούρκος- τουρκικό” παρέπεμπαν στους κεμαλιστές και όχι στους Τούρκους από πλευράς εθνοφυλετικής. Για τούτο υπήρξε αντίδραση στις εντολές της κυβέρνησης Παπάγου, ακόμα και από μειονοτικούς, που ήταν Τούρκοι.
4Η Δρ Νάνσυ Παπαθανασίου είναι Κλινική Ψυχολόγος και έχει κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στην διαμεσολάβηση συγκρούσεων και την οργανωτική αλλαγή.
No comments:
Post a Comment