ΛΑΪΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
Σε όλα τα δημοκρατικά πολιτεύματα συναντούμε ένα κοινό θεμελιώδες στοιχείο. Η απώτατη εξουσία ανήκει στο λαό. Ένα άλλο χαρακτηριστικό γνώρισμα των δημοκρατικών πολιτευμάτων, που αναπτύχθηκαν στον ευρωπαϊκό χώρο είναι η περίφημη διάκριση των εξουσιών ή πιο σωστά λειτουργιών της πολιτείας. Μία από τις τρεις διακεκριμένες λειτουργίες είναι η δικαστική λειτουργία, που όντας ανεξάρτητη από την εκτελεστική και την νομοθετική, αποτελεί εγγύηση για την τήρηση της νομιμότητας στο κράτος και κυρίως εγγύηση διαφύλαξης των δικαιωμάτων των πολιτών και γενικότερα των ανθρώπων απέναντι στην αυθαιρεσία της κρατικής εξουσίας, που μορφοποιείται με ενέργειες της εκτελεστικής λειτουργίας.
Δεν είναι περιττό, αλλά απεναντίας ενδιαφέρον και χρήσιμο να εξετάσουμε τη σχέση της λαϊκής κυριαρχίας προς την δικαστική λειτουργία της ελληνικής πολιτείας.
Η συνταγματική διάταξη του άρθρου 1 παράγρ. 2 διακηρύσσει ότι «θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία», ενώ στη συνέχεια η διάταξη του άρθρου 1 παράγρ. 3 του Συντάγματος προβλέπει ότι «όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού…». Κατά το Σύνταγμα της χώρας η Δικαιοσύνη αποτελεί μια από τις τρεις διακεκριμένες λειτουργίες ή εξουσίες που συνθέτουν τη Δημοκρατίας μας (βλ. Τμήμα Ε΄ Συντάγματος).
Το γεγονός ότι οι δικαστικοί λειτουργοί στην Ελλάδα διορίζονται και δεν υπόκεινται στη δοκιμασία της εκλογής τους από το λαό δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι καθιερώνει εξαίρεση στην αρχή ότι «όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό». Η δικαστική λειτουργία στην Ελληνική Δημοκρατία πηγάζει επίσης από το Λαό. Άλλωστε τούτο είναι φανερό από το ότι, για την επιλογή των δικαστών δεν υπάρχουν εκ των προτέρων αποκλεισμοί και περιορισμοί, αλλά όλοι οι Έλληνες πολίτες, εφόσον πληρούν τις νόμιμες προϋποθέσεις, μπορούν να γίνουν δικαστές.
Ως απόρροια της δημοκρατικής αρχής, σύμφωνα με την οποία όλες οι εξουσίες στο κράτος πηγάζουν από τον λαό, είναι η κατά τη γνώμη μου ορθή θέση που διατύπωσε ο Kurt Eichenberger (Die richterliche Unabhängigkeit als staatsrechtliches Problem, Bern 1960 §5 II σσ. 103-104) και άλλοι θεωρητικοί του δικαίου (Blomeyer, Stein, Jonas, Schumann, Leipold, Muller, Graft) σύμφωνα με την οποία ο δικαστής δικάζει ως αντιπρόσωπος του λαού!
Το ότι ο δικαστής δικάζει ως αντιπρόσωπος του λαού και ότι η δικαστική λειτουργία πηγάζει από το λαό δεν αποτελούν σχήματα λόγου ή απλές πανηγυρικές διακηρύξεις χωρίς περιεχόμενο.
Η συνταγματική διάταξη του άρθρου 26 παράγρ. 3 προβλέπει ότι «η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια· οι αποφάσεις τους εκτελούνται στο όνομα του Ελληνικού Λαού».
Η εκτέλεση των αποφάσεων των δικαστηρίων στο όνομα του λαού αποτελεί ουσιαστική διακήρυξη και κατ’ ακολουθία συνέπεια πως φορέας της δικαστικής εξουσίας είναι ο κυρίαρχος λαός, ο οποίος την ασκεί διά των δικαστών, ως αμέσων αντιπροσώπων του (Blomeyer. Lehrbuch §81 II σ. 403, Stein-Jonas- Schumann- Leipold 19η έκδ. §311/2 σ. 1274, Muller- Graft, Zur Geschichte der Formen ‘Im namen des Volkes’ ZZP 88,450).
ΚΡΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ
Μετά από όσα ειπώθηκαν προηγουμένως ερχόμαστε να εξετάσουμε ένα άλλο θέμα, ιδιαίτερου ενδιαφέροντος και σημαντικής αξίας. Αναφέρομαι στο ζήτημα της κριτικής των αποφάσεων των δικαστηρίων. Ιδίως σε προγενέστερες περιόδους η αρνητική κριτική δικαστική αποφάσεων, ιδίως από μη Νομικούς, μπορούσε να επιφέρει την άσκηση ποινικής δίωξης για περιΰβριση δικαστηρίου, ως δημόσιας αρχής σύμφωνα με διάταξη του άρθρου 181 παράγρ 1 του Ποινικού Κώδικα, που δεν ισχύει πλέον.
Σήμερα, είναι ανεκτή η άποψη-taboo, που κάποτε επικρατούσε, ότι οι δικαστικές αποφάσεις δεν πρέπει να εκτίθενται στην κριτική της κοινής γνώμης; Θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα, όσο το δυνατό πιο τεκμηριωμένα. Εκ προοιμίου λέμε ότι η άποψή μας είναι, πως οι αποφάσεις των δικαστηρίων είναι εκτεθειμένες στην κριτική της κοινής γνώμης ή κατ’ άλλη διατύπωση στην κρίση του λαού, υπέρ του οποίου υπάρχει η δικαστική εξουσία και όχι μόνο των Νομικών επιστημόνων. Μάλιστα οι δικαστές, για τα λάθη ή τις παραλείψεις τους θα έπρεπε να λογοδοτούν και να υπόκεινται σε υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης προς εκείνους που εξαιτίας των λαθών ή των παραλείψεών του έχουν βάσιμα ζημιωθεί, κάτι όμως που δεν προβλέπεται από την ελληνική νομοθεσία
Εύστοχη απάντηση στο παραπάνω ερώτημα βρίσκουμε σε γνωμοδότηση του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γ. Π. Χοϊδά (αριθμ. 30/1930 γνωμοδότηση Θέμις 41,911), σύμφωνα με τον οποίο «πας τις δύναται να το πράξη (να ασκήσει δηλαδή κριτική), εν τη καθιερωμένη ελευθερία της συζητήσεως περί των πράξεων των δημοσίων αρχών, αίτινες πράξεις, και ιδιαίτατα αι από της δικαστικής εξουσίας προερχόμεναι, εισίν του κοινού κτήμα και εις κοινήν κρίσιν υπόκεινται». Η σύνταξη της Θέμιδος πρόσθεσε μεταξύ των άλλων και το εξής σχόλιο στη γνωμοδότηση Χοϊδά: «η άνω γνωμοδότησις θίγει εν εκ των λεπτοτέρων και σημαντικωτέρων ζητημάτων…. Η εισαγγελική απάντησις δεν παραγνωρίζει ότι λειτούργημα, οίον η απονομή της δικαιοσύνης, μόνον βελτίωσιν δύναται να ίδη εκ του δημοσίου ελέγχου…» (Θ 41, 911-912).
Την γνωμοδότηση Χοϊδά είχε προκαλέσει η άποψη, ότι η κριτική των δικαστικών αποφάσεων μπορεί να προκαλέσει μείωση του κύρους των δικαστηρίων. Εν πάση περιπτώσει ο Χοϊδάς γνωμοδοτεί επίκαιρα και στις μέρες μας, ότι «η μείωσις (του κύρους) αν επέλθη, θα επέλθη διά τα ωρισμένα δικαστικά πρόσωπα και ουχί διά την δικαιοσύνην, της οποίας η ιδέα ενισχύεται μάλλον διά της επικρίσεως των κατά μέρος επικριτέων» (βλ. Αλέξανδρος Σακελλαρόπουλος ΝοΒ 23.800).
Υπέρ της κριτικής των δικαστικών αποφάσεων συνηγορούν οι ακόλουθες διατάξεις:
α) Άρθρο 93 παράγρ. 2 του Συντάγματος, που καθιερώνει ως κανόνα τη δημοσιότητα των συνεδριάσεων των δικαστηρίων.
β) Άρθρο 93 παράγρ. 3 του Συντάγματος, που καθιερώνει υποχρεωτικά την απαγγελία κάθε δικαστικής απόφασης σε δημόσια συνεδρίαση.
Αν θεωρήσουμε σαν αποδεκτή την απαγόρευση της κριτικής των δικαστικών αποφάσεων από την κοινή γνώμη, πού μπορούμε να αναζητήσουμε τη ratio των δύο προηγούμενων συνταγματικών διατάξεων;
γ) Άρθρο 6 παράγρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που ορίζει ότι «παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσίως και εντός λογικής προθεσμίας».
δ) Άρθρο 47 του Χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Επίσημη Εφημερίδα ΕΕ 2000/C 364/01), κατοχυρώνει επίσης το δικαίωμα σε κάθε πρόσωπο να δικασθεί η υπόθεσή του δίκαια, δημόσια και εντός ευλόγου προθεσμίας…».
ε) Άρθρο 14 παράγρ. 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα της Γεν. Συνέλευσης ΟΗΕ 1966 (κυρώθηκε Ν. 2462/97) σύμφωνα με την οποία «κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεσή του να δικαστεί δίκαια και δημόσια από αρμόδιο, ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο…», ενώ η διεξαγωγή δίκης κεκλεισμένων των θυρών προβλέπεται σε συγκεκριμένες περιοριστικά περιπτώσεις, ως εξαίρεση του κανόνα. Επίσης προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου αυτού ότι «…οποιαδήποτε απόφαση που εκδίδεται σε ποινική υπόθεση ή αστική διαφορά, δημοσιοποιείται, εκτός εάν το συμφέρον των ανηλίκων απαιτεί το αντίθετο ή εάν η δίκη αφορά διαφορές συζύγων ή γονική μέριμνα ή επιτροπεία ανηλίκων».
στ) Άρθρο 329 ΚΠΔ, που καθιερώνει τη δημοσιότητα κατά τη διαδικασία των ποινικών δικών και τη δημοσιότητα κατά την απαγγελία των αποφάσεων, ενώ ρητά προβλέπει ότι «επιτρέπεται στον καθένα να παρακολουθεί ανεμπόδιστα τις συνεδριάσεις».
Όπως επισημαίνει ο Ευάγγελος Κρουσταλλάκης, εισαγγελέας του Αρείου Πάγου (ΤοΣ 1986.1 επ.), «κάθε πολίτης … άρα και η κοινή γνώμη, έχει το δικαίωμα κριτικής των πράξεων των κρατικών οργάνων (άρθρα 14 Σ, 10 Ευρωπαϊκής Σύμβασης). Ο Κρουσταλλάκης συνεχίζει: «Όπως κάθε συντεταγμένη εξουσία, επομένως και η δικαστική εξουσία, δεν βρίσκεται πάνω από το Λαό και δεν μπορεί να εκφεύγει από τον έλεγχο και την κριτική του Λαού» (Βλ. Ευ. Κρουσταλλάκης, ό. π. σ. 8).
Ο Αλέξανδρος Σακελλαρόπουλος στα προλεγόμενά του στην απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου 684/1975 (Συμβ.) (ΝοΒ 23.799 επ.) συντάσσεται με την θέση του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γ. Χοϊδά (Θ 41, 911-912), ότι «… εις την άσκησιν κριτικής (και επίκρισιν) των δικαστικών αποφάσεων δεν νομιμοποιούνται μόνον οι Δικηγορικοί Σύλλογοι. Νομιμοποιείται το κοινόν, νομιμοποιείται πας πολίτης…».
Kατά την πάγια νομολογία του Αρείου Πάγου, τη σχετική με το έγκλημα της περιΰβρισης αρχής, όταν προβλεπόταν τέτοιο αδίκημα, η κριτική ακόμη και των δικαστικών αρχών είναι επιτρεπτή κατά το άρθρο 14 του Συντάγματος, ακόμα και αν είναι έντονη ή και δριμεία (Βλ. ΑΠ 1604/1993, ΑΠ 1606/1993, 1724/1993, 1208/1988, ΑΠ Γ΄Τμ. 1385/1993 Τράπεζα Νομ. Πληροφοριών ΔΣΑ).
Από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων περιοριζόμαστε να αναφερθούμε σε δύο υποθέσεις, που αφορούν τη χώρα μας:
Α) Στην υπόθεση Αλφαντάκης κατά Ελλάδας (11.02.2010) το δικαστήριο αναφέρει στην απόφασή του: «Η … ιδιότητα των δικηγόρων τους προσδίδει μία κεντρική θέση στην απονομή της δικαιοσύνης, ως μεσαζόντων μεταξύ των διοικουμένων και των δικαστηρίων…» και ότι «η ελευθερία έκφρασης ισχύει και για τους δικηγόρους, οι οποίοι έχουν το δικαίωμα να εκφράζονται δημοσίως επί της λειτουργίας της δικαιοσύνης».
Β) Στην υπόθεση Κατράμης κατά Ελλάδος (06.12.2007) η απόφαση του δικαστηρίου αναφέρει: «Η δημοσιογραφική ελευθερία συνεπάγεται και τη δυνατότητα κάποιας δόσεως υπερβολής, ακόμα και προκλήσεως» και «προκειμένου περί εκφράσεων οι οποίες αφορούν τους δικαστικούς λειτουργούς, το Δικαστήριο σημειώνει ότι στα ζητήματα γενικού ενδιαφέροντος, περί των οποίων ο Τύπος δικαιούται, ως εκ των καθηκόντων και ευθυνών του, να δημοσιοποιεί στοιχεία και ιδέες, περιλαμβάνονται και εκείνα τα οποία αφορούν τη λειτουργία της δικαστικής εξουσίας».
Η δικαστική κρίση από τα πράγματα είναι υποκειμενική, αφού αποτελεί εκδήλωση μιας ανθρώπινης πνευματικής διεργασίας. Τούτο σημαίνει ότι η δικαστική κρίση επηρεάζεται από την ατέλεια της γνώσης του ανθρώπου και από την αδυναμία απόλυτου ελέγχου της προσωπικής νοοτροπίας, όσον αφορά την επίτευξη του δέοντος.
Η χρήση εκ μέρους του δικαστή των προσωπικών γνώσεών του, ενώ ασκεί τη δικαιοδοτική εξουσία του, είναι τότε μόνον επιτρεπτή, όταν πρόκειται για ολοφάνερα (πασίδηλα) γεγονότα ή διδάγματα της κοινής πείρας, που είναι κτήματα της κοινής γνώμης. Η αδυναμία του δικαστή να προβεί σε εξειδίκευση αόριστων νομικών εννοιών με υποκειμενικά κριτήρια αποτελεί έναν περιορισμό που απορρέει από την αρχή του άρθρου 1 παράγρ. 3 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία όλες οι εξουσίες, επομένως και η δικαστική, πηγάζουν από τον Λαό. (Βλ. ΑΠ 7/1944 Θ 55.43).
Για τον αμέσως προηγούμενο λόγο δεν υπάρχει διάταξη του θετικού δικαίου που να δεσμεύει ως προς την πειστικότητα των αιτιολογιών μιας δικαστικής απόφασης, όπως εύστοχα παρατηρεί και επισημαίνει ο καθηγητής Κ. Μπέης! (Βλ. Κ. Μπέης, Ο ισόβιος νόμιμος δικαστής και η κοινή γνώμη. Τιμ. Τόμος Γ. Ράμμου 1979, σ. 869 επ.).
Είναι αξιοσημείωτη η αυτοκριτική ενός Δικαστή, που όπως φαίνεται από την διατύπωση δεν περιορίζεται μόνο στον εαυτό του: «Εμείς οι δικαστές δεν έχουμε πολύ καλές σχέσεις με το Σύνταγμα, ως κείμενο καθημερινής πρακτικής…. Οι τυποποιημένες αιτιολογίες και οι ευφυείς αποσιωπήσεις καλύπτουν την τυπική προσήλωση στις συνταγματικές διατάξεις» (Γ. Ρήγος (πρώην Αρεοπαγίτης)∙ Ελευθερία και Γλώσσα, εκδόσεις Γκοβόστης 1995 σ. 48).
No comments:
Post a Comment