Powered By Blogger

Wednesday, July 31, 2019

Η ΜΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΗΣ ΘΕΣΜΙΚΗΣ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑΣ ΤΗΣ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΚΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΘΡΑΚΗ ΚΑΙ Η ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ


Εσωτερικό του Τεμένους Ibn Rushd-Goethe στο Βερολίνο


ΓΙΩΡΓΟΣ Α. ΔΟΥΔΟΣ
ΝΟΜΙΚΟΣ-ΙΣΛΑΜΟΛΟΓΟΣ



Το δικαίωμα της ελευθερίας της θρησκείας ή των πεποιθήσεων, αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα κάθε ανθρώπινου όντος. Η ελευθερία της θρησκείας ή των πεποιθήσεων κατοχυρώνεται με τα άρθρα 18 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (UDHR) και του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ICCPR), που έχει καταστεί νόμος της Ελληνικής Δημοκρατίας αυξημένου κύρους (νόμος 2462/1997). Οι αμέσως προηγούμενες διατάξεις είναι εξαιαρετικά χρήσιμο να “αναγνωσθούν” υπό το φως του Γενικού Σχολίου αριθμός 22, της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Τα παραπάνω, ως προς τον ενδεδειγμένο τρόπο ερμηνείας των διατάξεων του Διεθνούς Δικαίου, που κατοχυρώνουν το δικαίωμα ελευθερίας της θρησκείας ή των πεποιθήσεων, γίνονται αποδεκτά από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όπως αναμφίβολα συνάγεται από σχετικό δημοσίευμα της Επιτροπής.i

Ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2000/C 364/01), στην διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 10, προβλέπει τα ακόλουθα: “Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία ... της θρησκείας. Το δικαίωμα αυτό συνεπάγεται ... και την ελευθερία εκδήλωσης του θρησκεύματος... ατομικά ή συλλογικά, δημόσια ή κατ’ ιδίαν, με τη λατρεία, την εκπαίδευση, την άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων και τις τελετές”.
Ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως προς την κατοχύρωση της ελευθερίας της θρησκείας, είναι πλήρως εναρμονισμένος, τόσο με τις διατάξεις, όμοιου περιεχομένου, της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, όσο και με τις διατάξεις του άρθρου 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που έχει καταστεί νόμος της Ελληνικής Δημοκρατίας αυξημένου κύρους (νομοθετικό διάταγμα 54/1974). Αξίζει να αναφερθεί, ότι όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι συγχρόνως μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, το οποίο έχει παράξει και έχει καταστήσει εφαρμοστέο το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).
Το άρθρο 13 του ελληνικού Συντάγματος, εμφανίζεται, με μια πρώτη ανάγνωση, εναρμονισμένο με την κοινή ευρωπαϊκή έννομη τάξη προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου όσον αφορά την κατοχύρωση της θρησκευτικής ελευθερίας, που εδράζεται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η Ελληνική Δημοκρατία έχει θέσει σε ισχύ το νόμο 4301/2014 “Οργάνωση της νομικής μορφής των θρησκευτικών κοινοτήτων και των ενώσεών τους στην Ελλάδα και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας Γενικής Γραμματείας Θρησκευμάτων και λοιπές διατάξεις”. Στο άρθρο 16 του νόμου αυτού, υπάρχει η εξής πρόβλεψη: “Οι διατάξεις του παρόντος δεν εφαρμόζονται: ... (γ) για τους θρησκευτικούς λειτουργούς και την οργάνωση θρησκευτικών κοινοτήτων μουσουλμάνων στις εδαφικές περιφέρειες των μουφτειών”.

Στην επικράτεια της Ελληνικής Δημοκρατίας συναντούμε Μουσουλμάνους ελληνικής ιθαγένειας στις περιφερειακές ενότητες Ξάνθης, Ροδόπης και Έβρου (Δυτική Θράκη). Πρόκειται για ένα σύνολο πληθυσμού περίπου 140.000 κατοίκων, που εξαιρέθηκαν από το μέτρο της υποχρεωτικής ανταλλαγής πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, σύμφωνα με σχετική σύμβαση των δύο χωρών του 1923. Υπάρχουν επίσης Μουσουλμάνοι ελληνικής ιθαγένειας, περίπου 3.000, στα νησιά της Ρόδου και της Κω. Τέλος, υπάρχει αδιευκρίνιστος αριθμός Μουσουλμάνων που κατοικούν κυρίως στην Αθήνα, αλλά και σε άλλες πόλεις ή περιοχές της ελληνικής επικράτειας. Πρόκειται για μετανάστες ή πρόσφυγες, που ορισμένοι απ’ αυτούς έχουν αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια μετά από πολιτογράφηση. Αρκετοί αλλοδαποί Μουσουλμάνοι κατοικούν και εργάζονται στην Ελλάδα με νόμιμες άδειες παραμονής και εργασίας, ενώ είναι βέβαιο, πως υπάρχει αδιευκρίνιστος αριθμός αλλοδαπών Μουσουλμάνων, που ζουν στην Ελλάδα δίχως να είναι εφοδιασμένοι με νομιμοποιητικά έγγραφα, ως προς την παραμονή και την απασχόλησή τους. Στην Αθήνα, σύμφωνα με ανεπίσημες πληροφορίες ποικίλων πηγών, ίσως οι Μουσουλμάνοι της ελληνικής πρωτεύουσας να φθάνουν τις 500.000 ανθρώπων.
Στην Θράκη, η πλειοψηφία των Μουσουλμάνων είναι Σουννίτες, ενώ υπάρχει και μια μικρή κοινότητα Αλεβιτών, που κατοικεί κυρίως σε ορεινά χωριά του όρους Ροδόπη. Επισημαίνουμε επί πλέον, ότι η Ελλάδα αποτελεί το μοναδικό κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που έχει υιοθετήσει στην έννομη τάξη της τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο, που πηγάζει από την Σαρία, όσον αφορά διαπροσωπικές, οικογενειακές και κληρονομικές σχέσεις των Μουσουλμάνων ελληνικής ιθαγένειας, που κατοικούν στην Δυτική Θράκη και σε όλη την υπόλοιπη ελληνική επικράτεια, με εξαίρεση τους Μουσουλμάνους των Δωδεκανήσων. Με το νόμο 4511/2018 της Ελληνικής Δημοκρατίας, η εφαρμογή των ρυθμίσεων του Ιερού Μουσουλμανικού Νόμου για τις παραπάνω βιοτικές σχέσεις των Ελλήνων Μουσουλμάνων είναι πλέον προαιρετική και αποτελεί δικαίωμα επιλογής των ίδιων των ενδιαφερομένων.

Στην επικράτεια της Ελληνικής Δημοκρατίας λειτουργούν τρεις Μουφτείες, αναγνωρισμένες από το ελληνικό κράτος, στην περιφέρεια της Θράκης και εδρεύουν στην Κομοτηνή, στην Ξάνθη και στο Διδυμότειχο, με χωρική αρμοδιότητα στις Περιφερειακές Ενότητες Ροδόπης, Ξάνθης και Έβρου αντίστοιχα. Οι Μουφτείες αποτελούν όπως συνάγεται από την ελληνική νομοθεσία, τον τύπο οργάνωσης των θρησκευτικών κοινοτήτων των Σουννιτών Μουσουλμάνων ελληνικής ιθαγένειας στην περιοχή της Θράκης. Η από 24.12.1990 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου “Περί Μουσουλμάνων θρησκευτικών λειτουργών”, που κυρώθηκε με το νόμο 1920/1991 της Ελληνικής Δημοκρατίας, ρυθμίζει το νομικό καθεστώς που διέπει τις Μουφτείες στην Ελλάδα, όπως και την θέση του Μουφτή, ως ηγέτη της παραπάνω θρησκευτικής κοινότητας. Οι Μουφτείες, σύμφωνα με τον παραπάνω νόμο “θεωρούνται δημόσιες υπηρεσίες”, ενώ οι Μουφτήδες, είναι δημόσιοι υπάλληλοι, διορίζονται από το κράτος και υπόκεινται στις διατάξεις που αφορούν τους δημοσίους υπαλλήλους. Οι Μουφτείες του ελληνικού κράτους είναι συγχρόνως και έδρες ισλαμικών Ιεροδικείων, ενώ ο Μουφτής έχει και την ιδιότητα του Μουσουλμάνου Ιεροδίκη (Qadi), με δικαιοδοσία ερμηνείας και εφαρμογής του Ιερού Μουσουλμανικού Νόμου, επί βιοτικών σχέσεων των Μουσουλμάνων ελληνικής ιθαγένειας, σύμφωνα με όσα προβλέπει ο νόμος.
Το ελληνικό κράτος επέφερε τροποποιήσεις στην παραπάνω Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου. Με διάταξη του νόμου 4559/2018 της Ελληνικής Δημοκρατίας, έχει τροποποιηθεί η νομοθεσία περί Μουσουλμάνων θρησκευτικών λειτουργών και ορίσθηκε ότι οι Μουφτήδες αποχωρούν υποχρεωτικά από την υπηρεσία, μόλις συμπληρώσουν τον 67ο έτος της ηλικίας τους. Κατ’ εφαρμογή της αμέσως προηγούμενης διάταξης, ο Υπουργός Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων εξέδωσε τις αποφάσεις αριθ. 133948/Θ1/08.08.2018 και 133949/Θ1/08.08.2018 (ΦΕΚ τ.ΥΟΔΔ 461/16.08.2018) με τις οποίες απέλυσε λόγω ηλικίας τους Μουφτήδες Κομοτηνής και Ξάνθης αντίστοιχα.
Αν ληφθεί υπόψη, ότι σύμφωνα με τον έχοντα ισχύ νόμου Κανονισμό της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος αριθ. 230 /2012 "Περί Εφημερίων και Διακόνων", οι Εφημέριοι, που είναι Πρεσβύτεροι και όχι Επίσκοποι της Εκκλησίας, αποχωρούν από την παροχή την εκκλησιαστικών υπηρεσιών τους, μόνον υστέρα από αίτησή τους και όχι υποχρεωτικά, είναι εύκολα κατανοητό, ότι η πρόβλεψη απομάκρυνσης του Μουφτή από τα καθήκοντά του, υποχρεωτικά, με την συμπλήρωση του προαναφερθέντος ορίου ηλικίου, μάλλον αποτελεί μια απαράδεκτη επέμβαση του ελληνμικού κράτους εντός της Μουσουλμανικής Θρησκευτικής Κοινότητας!

Με το Προεδρικό Διάταγμα αριθ. 52/07.06.2019 (ΦΕΚ Α΄ 90) “Δικονομικοί κανόνες επί υποθέσεων δικαιοδοσίας Μουφτήδων Θράκης – Σύσταση, οργάνωση και λειτουργία Διεύθυνσης Υποθέσεων Δικαιοδοσίας Μουφτή στις Μουφτείες Θράκης”, η Ελληνική Δημοκρατία καθόρισε τον τρόπο διεξαγωγής των δικών ενώπιον των μουσουλμανικών Ιεροδικείων, όπως προαναφέραμε, και την σύσταση υπηρεσίας στις Μουφτείες, αρμόδιας για την εύρυθμη λειτουργία του Ιεροδικείου.
Κατ’ αρχήν είναι αναγκαίο να διευκρινισθεί, ότι τα μουσουλμανικά Ιεροδικεία στην Ελλάδα είναι αμιγώς θρησκευτικά δικαστήρια και δεν πρέπει να συγχέονται με τα τακτικά δικαστήρια του κράτους, που προβλέπονται από την διάταξη του άρθρου 26 παράγρ. 3 και τις διατάξεις των άρθρων 87 έως και 100 του ελληνικού Συντάγματος. Νομικά, μετά την ισχύ του νόμου 4511/2018, μάλλον θα ήταν ορθότερος ο χαρακτηρισμός της δικαιοδοσίας του Μουφτή ως Μουσουλμάνου Ιεροδίκη, που προαναφέρθηκε, ως θεσμός διαιτησίας εντός των κόλπων συγκεκριμένης θρησκευτικής κοινότητας. Ο προηγούμενος νομικός χαρακτήρας του μουσουλαμνικού Ιεροδικείου, ως διαιτητικού οργάνου και όχι ως τακτικού δικαστηρίου του κράτους, συνάγεται αναμφίβολα, από το περιεχόμενο της διάταξης του άρθρου 12 παράγρ. 1 του προεδρικού διατάγματος, που προβλέπει τα εξής: “Οι εκδιδόμενες από το Μουφτή αποφάσεις επί υποθέσεων αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας δεν μπορούν να εκτελεσθούν ούτε αποτελούν δεδικασμένο, αν δεν κηρυχθούν εκτελεστές από το μονομελές πρωτοδικείο της περιφέρειας όπου βρίσκεται η έδρα του Μουφτή, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρο 5 παρ. 3 εδάφ. α ́ της από 24.12.1990 ΠΝΠ – κυρ. με ν. 1920/1991)”. Παρά την φύση των Ιεροδικείων ως θεσμού της Μουσουλμανικής Θρησκευτικής Κοινότητας, το ελληνικό κράτος, με το προεδρικό διάταγμα που προαναφέραμε, έχει επέμβει καταλυτικά στον τρόπο λειτουργίας αυτών των θρησκευτικών δικαστηρίων, ακυρώνοντας κάθε έννοια αυτονομίας της θρησκευτικής κοινότητας που αφορούν. Θα περιορισθούμε στην παράθεση μιας διάταξης μόνον, που καταδεικνύει την απαράδεκτη αναίρεση κάθε έννοιας αυτονομίας σε βάρος της Μουσουλμανικής Θρησκευτικής Κοινότητας. Στο άρθρο 5 του παραπάνω προεδρικού διατάγματος, αναφέρεται ότι, “ενώπιον του Μουφτή τα μέρη έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο”. Σε καμιά διάταξη του άρθρου αυτού, δεν προβλέπεται ότι οι δικηγόροι θα πρέπει να είναι Μουσουλμάνοι, μέλη της θρησκευτικής κοινότητας, όργανα της οποίας είναι τα Ιεροδικεία. Αντιμετωπίζονται τα Ιεροδικεία των Μουφτειών, όπως κάθε άλλο κρατικό δικαστήριο στην Ελλάδα, ενώ όπως αναφέραμε, πρόκεται για θρησκευτικό δικαιοδοτικό όργανο της Μουσουλμανικής Θρησκευτικής Κοινότητας και στερείται κάθε ουσιαστικής ομοιότητας με τα τακτικά δικαστήρια της πολιτείας.

Η Ελληνική Δημοκρατία εξέδωσε το Προεδρικό Διάταγμα 18/2018 “Οργανισμός του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων”. Η διάταξη του άρθρου 58 παράγραφος 5 του προεδρικού διατάγματος τούτου, αναφέρεται στην Γενική Γραμματεία Θρησκευμάτων του παραπάνω Υπουργείου και στις αρμοδιότητες του Τμήματος Μουσουλμανικών Υποθέσεων αυτής της υπηρεσίας. Επί λέξει προβλέπονται τα εξής: “Το Τμήμα Γ’ Μουσουλμανικών Υποθέσεων είναι αρμόδιο για: α) τα ζητήματα οργάνωσης, λειτουργίας, εποπτείας και ελέγχου των Μουφτειών, β) τη συγκέντρωση και επεξεργασία, υπό τις κείμενες διατάξεις περί προσωπικών δεδομένων, των αποφάσεων των Μουφτήδων επί των διαφορών της παραγράφου 2 του άρθρου 5 της από 24/12/1990 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου «Περί Μουσουλμάνων Θρησκευτικών Λειτουργών» που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν. 1920/1991 (Α΄ 11) και τη δημιουργία σχετικού αρχείου για τη συστηματική παρακολούθηση των αποφάσεων και τη συνεργασία και ενημέρωση των λοιπών διοικητικών (π.χ. ληξιαρχεία) και δικαστικών αρχών που επιλαμβάνονται και εφαρμόζουν τις αποφάσεις αυτές, γ) τον διορισμό και για θέματα υπηρεσιακής κατάστασης των Μουφτήδων και των μουσουλμάνων Ιεροδιδακάλων του Κορανίου, δ) τα ζητήματα των Τεμενών Θράκης και των Ιμάμηδων, Χατίπηδων και Μουεζίνιδων, ε) τα ζητήματα των Βακούφ Θράκης, την εποπτεία, παρακολούθηση και υποστήριξη των εργασιών των Διαχειριστικών και των Βακουφικών Επιτροπών στη Θράκη... θ) τα ζητήματα των μουσουλμάνων θρησκευτικών λειτουργών, ι) τον χειρισμό κάθε άλλου συναφούς θέματος”.

Υποστήριξαμε πιο πάνω, ότι τα μουσουλμανικά Ιεροδικεία είναι θεσμοί της Μουσουλμανικής Θρησκευτικής Κοινότητας και σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να εξιομοιωθούν με τα τακτικά δικαστήρια του κράτους, που αποτελούν τους σύμφωνα με το Σύνταγμα φορείς της δικαστικής λειτουργίας της πολιτείας.ii Είναι γεγονός, ότι ο Μουσουλμανικός Ιερός Νόμος, που εδράζεται στην Σαρία, έχει καταστεί μέρος της ελληνικής έννομης τάξης, αλλά αποτελεί μια καθαρά θρησκευτικής φύσεως δικαιοταξία και τα μουσουλμανικά Ιεροδικεία ή δικαστήρια Σαρία, όπως αποκαλούνται διεθνώς, αναγνωρίζονται ως θρησκευτικά δικαστήρια. iii


Η διάταξη του άρθρου 59 παράγραφος 5 του παραπάνω προεδρικού διατάγματος, αναφέρεται επίσης στην Γενική Γραμματεία Θρησκευμάτων και στις αρμοδιότητες του Τμήματος Μουσουλμανικών Ιεροσπουδαστηρίων, αυτής της υπηρεσίας του Υπουργείου. Επί λέξει προβλέπονται τα εξής: “ Το Τμήμα Γ ́ Μουσουλμανικών Ιεροσπουδαστηρίων είναι αρμόδιο για: α) τα θέματα που αφορούν στην τυπική και μη τυπική Θρησκευτική Εκπαίδευση της Μουσουλμανικής Μειονότητας Θράκης και των μουσουλμάνων της λοιπής επικράτειας, και, πιο συγκεκριμένα: αα) την ίδρυση, αναστολή λειτουργίας, μετατροπή του τύπου, μεταφορά της έδρας, συγχώνευση και κατάργηση υφισταμένων Ιεροσπουδαστηρίων, τα οποία στοχεύουν, μεταξύ άλλων, στην εκπαίδευση των Μουσουλμάνων θρησκευτικών λειτουργών της Μουσουλμανικής Μειονότητας Θράκης, καθώς και λοιπών λειτουργούντων και συνιστώμενων σχετικών σχολείων που στοχεύουν και στην θρησκευτική εκπαίδευση των μουσουλμάνων της λοιπής επικράτειας, ββ) τα προγράμματα λειτουργίας και σπουδών των στην παρούσα παράγραφο αναφερόμενων θρησκευτικών σχολείων, γγ) εγγραφές, μετεγγραφές και εξετάσεις των μαθητών και σπουδαστών στην παρούσα παράγραφο αναφερόμενων θρησκευτικών σχολείων, δδ) την υπηρεσιακή κατάσταση (διορισμοί, μετατάξεις, μεταθέσεις, αποσπάσεις, προαγωγές, απολύσεις, συνταξιοδοτήσεις) του προσωπικού των στην παρούσα παράγραφο αναφερόμενων θρησκευτικών σχολείων, β) την εποπτεία εφαρμογής προγραμμάτων εκπαίδευσης, χορήγηση βεβαιώσεων ισοτιμίας και αντιστοιχίας ξένων τίτλων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης με αυτούς των στην παρούσα παράγραφο αναφερόμενων θρησκευτικών σχολείων, γ) τις σχολικές εφορείες των στην παρούσα παράγραφο αναφερόμενων θρησκευτικών σχολείων, δ) τη διοίκηση και τον συντονισμό αποκεντρωμένων υπηρεσιών για θέματα των στην παρούσα παράγραφο αναφερόμενων θρησκευτικών σχολείων, ε) το σύνολο των μαθητικών θεμάτων των στην παρούσα παράγραφο αναφερόμενων θρησκευτικών σχολείων, στ) την κατάρτιση σχετικών αποφάσεων για την έκδοση, κυκλοφορία και διάθεση των βιβλίων και κάθε μορφής εκπαιδευτικού υλικού και μέσων για την κάλυψη των αναγκών των στην παρούσα παράγραφο αναφερόμενων θρησκευτικών σχολείων, ζ) κάθε θέμα που αφορά στις σπουδές ανώτατου επιπέδου σε σχέση με τη εκπαίδευση που παρέχουν τα στην παρούσα παράγραφο αναφερόμενα θρησκευτικά σχολεία, η) τη στελέχωση των στην παρούσα παράγραφο αναφερόμενων θρησκευτικών σχολείων, θ) κάθε θέμα που αφορά στην υπηρεσιακή κατάσταση των εκπαιδευτικών που υπηρετούν στα στην παρούσα παράγραφο αναφερόμενα θρησκευτικά σχολεία, ι) όλα τα θέματα που αφορούν στην αξιολόγηση των εκπαιδευτικών που υπηρετούν στα στην παρούσα παράγραφο αναφερόμενα θρησκευτικά σχολεία, ια) τον χειρισμό κάθε άλλου συναφούς θέματος”.
Νομίζουμε ότι δεν θα είναι περιττή μια σύντομη αναφορά στα δύο Μουσουλμανικά Ιεροσπουδαστήρια, που λειτουργούν στην Θράκη. Πρόκειται για το Ιεροσπουδαστήριο “Χαϊριγέ” της Κομοτηνής και για το Ιεροσπουδαστήριο της Ξάνθης.
Το Ιεροσπουδαστήριο της Κομοτηνής ιδρύθηκε το 1456 κοινής χρονολογίας (έτος 860 από Εγίρας), ως βακούφι χάριν εκπαιδευτικών σκοπών και είναι το πρώτο Μουσουλμανικό Ιεροσπουδαστήριο των Βαλκανίων. Το Ιεροσπουδαστήριο της Ξάνθης, μετεγκαταστάθηκε από τον Εχίνο στην πόλη της Ξάνθης, μόλις πριν ένα χρόνο (2018). Το Ιεροσπουδαστήριο του Εχίνου, είχε ιδρυθεί το 1954 κατ’ αρχάς ως φροντιστήριο δημοτικής εκπαίδευσης και στη συνέχεια εξελίχθηκε σε σχολείο μέσης εκπαίδευσης. Το Ιεροσπουδαστήριο της Κομοτηνής έχει μια λαμπρή ιστορία προσφοράς στον τομέα της θρησκευτικής μουσουλμανικής εκπαίδευσης, κατά την διαδρομή των δεκαετιών της λειτουργίας του. Απόφοιτοι του Ιεροσπουδαστηρίου “Χαϊριγέ” της Κομοτηνής, έχουν αναδειχθεί σημαντικοί και εξαιρετικά διακεκριμένοι Μουσουλμάνοι Θεολόγοι, ενώ επίσης απόφοιτοι του ίδιου Ιεροσπουδαστηρίου, έχουν κοσμήσει το λειτούργημα του Μουφτή, με κύρος και φήμη εντός του Ισλαμικού Κόσμου.
Το Ιεροσπουδαστήριο της Κομοτηνής ως το 1949 ήταν γνωστό ως Μεντρεσές (Ιεροσπουδαστήριο) ‘Σοφταλάρ’, αλλά από το 1949 μέχρι σήμερα λειτουργεί με την επωνυμία ‘Ιεροσπουδαστήριο Χαϊριγέ’, ενώ έχουν παύσει να λειτουργούν πλέον, από το 1949 και μετά, όλοι οι μεντρεσέδες (θρησκευτικά μουσουλμανικά εκπαιδευτήρια) που υπήρχαν στην Κομοτηνή από την οθωμανική περίοδο.


Στο απόσπασμα του προεδρικού διατάγματος του Οργανισμού του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, που έχομε παραθέσει, γίνεται αναφορά στα “βακούφ Θράκης” αλλά και στις Βακουφικές Επιτροπές στη Θράκη. Επίσης, αναφέραμε ότι το Ιεροσπουδαστήριο “Χαϊριγέ” της Κομοτηνής, είναι βακούφι χάριν εκπαιδευτικών σκοπών. Για τους λόγους αυτούς, κρίνουμε αναγκαίο να αναφερθούμε συνοπτικά στον θεσμό των βακουφίων ή βακούφ, όπως αναφέρονται στο παραπάνω προεδρικό διάταγμα.
Η λέξη βακούφι ή βακούφιον, υιοθετήθηκε από την ελληνική γλώσσα, ως δάνειο από την οθωμανική τουρκική, που απέδωσε ως vakf (βακφ) ή vakıf (βακούφ) την αραβική λέξη wakf (ουάκφ). Το βακούφι συνίσταται στην διηνεκή αφιέρωση περιουσίας, κινητής ή ακίνητης, εκ μέρους ενός Μουσουλμάνου, για την θεραπεία οποιουδήποτε σκοπού αναγνωρίζεται κατά τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο, ως ευσεβής ή φιλάνθρωπος, με σκοπό την εξυπηρέτηση του κοινού καλού και την ανακούφιση των φτωχών.
Το βακούφι, αποτελεί έναν κατ’ εξοχήν θεσμό του ισλαμικού συστήματος δικαίου και εμφανίζει ομοιότητες τόσο με το ‘ίδρυμα’ του κοινού ελληνικού δικαίου, όσο και με τον θεσμό του trust του αγγλικού κοινοδικαίου.
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 14 της Συνθήκης των Σεβρών (1920) “περί προστασίας των εθνικών μειονοτήτων”, που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το από 29.09/30.10.1923 νομοθετικό διάταγμα, το ελληνικό κράτος ανέλαβε την υποχρέωση να προστατεύσει τα μουσουλμανικά θρησκευτικά ιδρύματα. Από την άλλη μεριά, γίνεται επίσημα δεκτό, ότι ο όρος ‘εγκατεστημένοι Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης’, που περιέχεται στο άρθρο 27 του νόμου 4793/1936, με τον οποίο κυρώθηκε η Σύμβαση της Άγκυρας, ως προς την εφαρμογή της Συμβάσεως περί Ανταλλαγής των Ελληνικών και Τουρκικών πληθυσμών, πρέπει να εφαρμοσθεί τόσο για φυσικά όσο και για νομικά πρόσωπα ή οιονεί νομικά πρόσωπα, των πληθυσμών που εξαιρέθηκαν της ανταλλαγής, συμπεριλαμβανομένων και των βακουφίων της Δυτικής Θράκης.
Η διατήρηση και λειτουργία των μουσουλμανικών βακουφίων στη Δυτική Θράκη έχει έρεισμα, εκτός από την διάταξη του άρθρου 14 της Συνθήκης των Σεβρών και στο περιεχόμενο των άρθρων 40 και 45 της Συνθήκης της Λοζάνης του 1923, που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το νομοθετικό διάταγμα 25/25.08.1923.
Σήμερα ισχύει όσον αφορά τα βακούφια της Θράκης, ο νόμος της Ελληνικής Δημοκρατίας αριθ. 3647/2008, που τα αναγνωρίζει ως νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και τα θεωρεί κοινωφελή ιδρύματα, που λειτουργούν προς εξυπηρέτηση του σκοπού για τον οποίον έχουν συσταθεί. Ειδικότερα το άρθρο 19 του νόμου αυτού, προβλέπει την ύπαρξη σχολικών βακουφίων, όπως είναι το Ιεροσπουδαστήριο της Κομοτηνής “Χαϊριγέ”.
Στην αρχή του παρόντος εγγράφου, επικαλούμαστε την τοποθέτηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσον αφορά την ερμηνεία κοινώς αποδεκτών εκ μέρους της Διεθνούς Κοινότητας διατάξεων του Διεθνούς Δικαίου, που κατοχυρώνουν το δικαίωμα ελευθερίας της θρησκείας ή των πεποιθήσεων. Θεωρούμε σημαντικό το γεγονός, για τούτο και το επαναλαμβάνομε, ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναφέρεται στην ανάγκη “ανάγνωσης” αυτών των διατάξεων, που περιέχονται στο άρθρο 18 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (UDHR) και του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ICCPR), υπό το πρίσμα του υπ’ αριθμόν 22 Γενικού Σχολίου της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.
Το παραπάνω Γενικό Σχόλιο της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, ουσιαστικά θα μπορούσε να εκληφθεί ως μία αυθεντική ερμηνεία του άρθρου 18 και των επί μέρους διατάξεων των παραπάνω κεφαλαιωδών διεθνών νομοθετημάτων προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των ελευθεριών.
Αναφέρει το Γενικό Σχόλιο της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επί της διάταξης 18.1: Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας. Αυτό το δικαίωμα περιλαμβάνει την ελευθερία να έχει ή να υιοθετεί κανείς την θρησκεία ή την πεποίθηση της επιλογής του, καθώς και την ελευθερία να εκδηλώνει την θρησκεία ή την πεποίθησή του, ατομικά ή από κοινού με άλλους μέσω της λατρείας, πράξεων ιεροτελεστίας, πρακτικής και διδασκαλίας. Στη συνέχεια, σε σχέση με την διάταξη 18.3 αναφέρονται τα εξής: Η ελευθερία εκδήλωσης της θρησκείας ή των πεποιθήσεων δεν μπορεί να υπόκειται, παρά μόνο σε όσους περιορισμούς ορίζει ο νόμος και είναι απαραίτητοι για την προστασία της δημόσιας ασφάλειας, τάξης και υγείας ή της ηθικής ή των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων.
Η παράγραφος 4 του Γενικού Σχολίου αριθ. 22 περιέχει τα εξής: ...Επιπλέον, η πρακτική και η διδασκαλία της θρησκείας ή των πεποιθήσεων, περιλαμβάνουν πράξεις που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της συμπεριφοράς των θρησκευτικών ομάδων ως προς βασικές υποθέσεις τους, όπως είναι η ελευθερία να επιλέξουν τους θρησκευτικούς ηγέτες τους, τους ιερείς και τους δασκάλους, την ελευθερία να ιδρύσουν σεμινάρια ή θρησκευτικές σχολές και να προβαίνουν ελεύθερα στην κατάρτιση και στην διανομή θρησκευτικών κειμένων και δημοσιεύσεων.iv
Οι παραπάνω διατυπώσεις του Γενικού Σχολίου, αποδίδουν αναμφίβολα το δίκαιο κατοχύρωσης της ελευθερίας της θρησκείας που εμπεριέχεται τόσο στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσο και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, για τούτο προφανώς και τις επικαλείται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Σύμφωνα με την κρατούσα νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπουv, αλλά και με την θεωρία του ευρωπαϊκού δικαίου προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπουvi, προϋπόθεση αποτελεσματικής προστασίας της ελευθερίας της θρησκείας, στο σύστημα του ευρωπαϊκού δικαίου δικαιωμάτων του ανθρώπου, συνιστά η αναγνώριση της θεσμικής αυτονομίας των θρησκευτικών κοινοτήτων. Απόρροια αυτής της αυτονομίας των θρησκευτικών κοινοτήτων, αποτελεί το δικαίωμα μιας θρησκευτικής κοινότητας να προσδιορίζει η ίδια, χωρίς καμιά εξωτερική παρέμβαση, το περιεχόμενο της πίστης της, που αποκαλείται forum internum, ενώ επιπρόσθετα, είναι αυτονόητο το δικαίωμα έκφρασης ή μαρτυρίας των πεποιθήσεών της, μέσα στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον, χωρίς την παρέμβαση του κράτους, αποκαλούμενο forum externum. Οι μόνοι ανεκτοί περιορισμοί, στο δημόσιο δικαίωμα έκφρασης του θρησκεύματος κατά το δίκαιο, αναφέρονται στις περιπτώσεις πρόσκρουσης άσκησης αυτού του δικαιώματος στην δημόσια ασφάλεια, τάξη και υγεία ή την ηθική ή στα θεμελιώδη δικαιώματα και στις ελευθερίες των άλλων. Χωρίς αμφιβολία, εντός των fora internum και externum των θρησκευτικών κοινοτήτων, εμπεριέχονται όσα έχουν αναφερθεί στο υπ’ αριθμόν 22 Γενικό Σχόλιο της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων: α) Ελευθερία επιλογής των θρησκευτικών ηγετών, των ιερέων και των δασκάλων. β) Ελευθερία ίδρυσης σεμιναρίων ή θρησκευτικών σχολών. γ) Ελεύθερη κατάρτιση και διανομή θρησκευτικών κειμένων και δημοσιεύσεων.






ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ


Η Ελληνική Δημοκρατία, κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του Συμβουλίου της Ευρώπης και του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, συνάγεται από όσα έχουν εκτεθεί προηγουμένως, ότι παραβιάζει την ελευθερία της θρησκείας της Μουσουλμανικής Θρησκευτικής Κοινότητας στην περιφέρεια της Θράκης, μη τηρώντας τις διατάξεις των άρθρων 18 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (UDHR) και του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ICCPR), την διάταξη του άρθρου 10 παράγρ. 1 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την διάταξη του άρθρου 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Η αντιμετώπιση της Μουσουλμανικής Θρησκευτικής Κοινότητας στην περιφέρεια της Θράκης εκ μέρους της Ελληνικής Δημοκρατίας, είναι εξ ολοκλήρου αντίθετη προς το περιεχόμενο του υπ’ αριθμόν 22 Γενικού Σχολίου της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, που υιοθετείται, όπως ήδη έχει ειπωθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Η Ελληνική Δημοκρατία, όσον αφορά την συλλογική έκφραση της θρησκευτικής ελευθερίας των μελών της Μουσουλμανικής Θρησκευτικής Κοινότητας στην περιφέρεια της Θράκης, απαγορεύει την θεσμική αυτονομία της συγκεκριμένης Θρησκευτικής Κοινότητας, ενώ κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει με καμιά άλλη θρησκευτική κοινότητα στην ελληνική επικράτεια.
Με νομοθετήματα που είναι σε ισχύ, προκύπτει ότι ο τύπος οργάνωσης της Μουσουλμανικής Θρησκευτικής Κοινότητας στην Θράκη, όσον αφορά τους Σουννίτες Μουσουλμάνους, είναι η Μουφτεία, που αποτελεί δημόσια υπηρεσία υπό την άμεση εποπτεία και τον έλεγχο της Γενικής Γραμματείας Θρησκευμάτων του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων. Έχουν ήδη παρατεθεί οι σχετικές διατάξεις της από 24.12.1990 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου “Περί Μουσουλμάνων Θρησκευτικών Λειτουργών”, που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του νόμου 1920/1991, όπως και του Προεδρικού Διατάγματος 18/2018 “Οργανισμός του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων”.
Η Μουσουλμανική Θρησκευτική Κοινότητα στην περιφέρεια της Θράκης στερείται απολύτως του δικαιώματος επιλογής των ηγετών της, που είναι οι Μουφτήδες. Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία της Ελληνικής Δημοκρατίας, οι Μουφτήδες είναι δημόσιοι υπάλληλοι και στερούνται λειτουργικής ελευθερίας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, προς εξυπηρέτηση των Μουσουλμάνων ελληνικής ιθαγένειας. Οι Μουφτήδες διορίζονται από το ελληνικό κράτος, το οποίο μπορεί να τους απολύσει, ακόμη και καταχρηστικά και επομένως μη νόμιμα, όπως έχει συμβεί το 2018.vii Οι Μουφτήδες διορίζονται από το ελληνικό κράτος και υπάγονται στις ρυθμίσεις του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ., που έχει κυρωθεί με το νόμο 3528/2007 όπως ισχύει σήμερα, συμπεριλαμβανομένων και των διατάξεων του πειθαρχικού δικαίου των δημοσίων υπαλλήλων.
Στα πλαίσια της θεσμικής αυτονομίας της Μουσουλμανικής Θρησκευτικής Κοινότητας, θα έπρεπε τα δύο Μουσουλμανικά Ιεροσπουδαστήρια, της Κομοτηνής και της Ξάνθης, ως εκπαιδευτήρια θρησκευτικής κατεύθυνσης, να έχουν αναγνωρισμένη από το κράτος αυτοδιοίκηση, όχι μόνον ως προς την διεύθυνσή τους, αλλά και ως προς την διάρθρωση του ωρολόγιου διδακτικού προγράμματός τους. Κυρίως, όφειλε η Ελληνική Δημοκρατία να διασφαλίζει το δικαίωμα των Ιεροσπουδαστηρίων, να προβαίνουν στην κατάρτιση και στην έκδοση των διδακτικών σχολικών εγχειριδίων, ως προς τα θεολογικά και γενικότερα θρησκευτικά μουσουλμανικά μαθήματα των μαθητών και μαθητριών. Η Ελληνική Δημοκρατία αποστερεί κάθε αυτονομία και αυτοδιοίκηση των Μουσουλμανικών Ιεροσπουδαστηρίων. Εποπτεύει και ασκεί έλεγχο στην λειτουργία τους, με τις κοινές υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων στην Κομοτηνή και στην Ξάνθη. Επεμβαίνει ως προς τα διδακτικά εγχειρίδια θρησκευτικού και θεολογικού περιεχομένου, μολονότι επί σειράν ετών οι διδάσκοντες Μουσουλμάνοι εκπαιδευτικοί, συντάσσουν και εκδίδουν κατάλληλα διδακτικά εγχειρίδια, που εκτυπώνονται σε ηλεκτρονικά μηχανήματα στο Οικοτροφείο του Μουσουλμανικού Ιεροσπουδαστηρίου “Χαϊριγέ” της Κομοτηνής, χωρίς πρόσθετες αμοιβές ή αποζημιώσεις για την συγγραφή αυτών των εγχειριδίων.
Πλήττεται περαιτέρω η οφειλόμενη, κατά το διεθνές και το ευρωπαϊκό σύστημα δικαίου προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, θεσμική αυτονομία της Μουσουλμανικής Θρησκευτικής Κοινότητας στην περιφέρεια της Θράκης, με ωμή επέμβαση του ελληνικού κράτους στον τρόπο λειτουργίας των θρησκευτικών δικαιοδοτικών οργάνων που λειτουργούν ως Ιεροδικεία στις έδρες των τριών Μουφτειών, προβλέποντας μάλιστα, με σχετικό νομοθέτημα που ήδη έχει παρατεθεί παραπάνω, την υποχρεωτική παράσταση δικηγόρων των ενδιαφερομένων (διδαδίκων) Μουσουλμάνων ελληνικής ιθαγένειας ενώπιον του Μουφτή ως Ιεροδίκη, χωρίς να υπάρχει η επιβεβλημένη πρόβλεψη, οι δικηγόροι ενώπιον των μουσουλμανικών Ιεροδικείων να είναι επίσης Μουσουλμάνοι, αφού πρόκειται για αμιγώς θρησκευτικής φύσης δικαστήρια, που λειτουργούν και εφαρμόζουν μία δικαιοταξία θρησκευτικού χαρακτήρα.


Με απαράδεκτες παρεμβάσεις της Ελληνικής Δημοκρατίας στον τρόπο λειτουργίας των Μουσουλμανικών Ιεροσπουδαστηρίων της Κομοτηνής και της Ξάνθης, επιβάλλει περιορισμό κατά την κατάρτιση του ωρολόγιου προγράμματος, στην διδασκαλία μαθημάτων θρησκευτικής κατεύθυνσης, προσθέτει μαθήματα που κατά την κοινή κρίση και τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που επικρατούν δεν θεωρούνται χρήσιμα, αλλά μάλλον περιττά. Τέλος, με παρέμβαση ως προς την κατάρτιση του ωρολόγιου προγράμματος των παραπάνω εκπαιδευτηρίων της Θρησκευτικής Μουσουλμανικής Κοινότητας επιβάλλει περιορισμό στην διδασκαλία της τουρκικής γλώσσας, μολονότι το δικαίωμα στην ετερογλωσσία της Μουσουλμανικής Μειονότητας στην Θράκη είναι απόλυτα κατοχυρωμένοviii.


©ΓΙΩΡΓΟΣ Α. ΔΟΥΔΟΣ
15/07/2019






i https://ec.europa.eu/europeaid/sectors/human-rights-and-governance/democracy-and-human-rights/freedom-religion-or-belief_en.

ii Βλ. Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας, άρθρα 26 παρ. 3 και 87-100.

iii Βλ. Διατάξεις που αφορούν τους Μουφτήδες στην Ελλάδα, στην ‘Σύμβαση Ειρήνης μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας’ της 1/14.11.1913 που κυρώθηκε με το νόμο ΔΣΙΓ ́/1913, ιδίως την διάταξη του άρθρου 11 παράγρ. 9. Επίσης την διάταξη του άρθρου 4 του νόμου 147/1914 «περί τῆς ἐν ταῖς προσαρτωμέναις χώραις ἐφαρμοστέας νομοθεσίας καί τῆς δικαστικῆς αὐτῶν ὀργανώσεως», που όσον αφορά την μουσουλμανική δικαιοταξία, είναι σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, κατά πρόβλεψη των διατάξεων των άρθρων 2 και 6 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα.

iv The right to freedom of thought, conscience and religion ( Art. 18) :30/07/93. CCPR/C/21/Rev.1/Add.4, General Comment No. 22. (General Comments).
v α) Μητροπολιτική Εκκλησία της Βεσσαραβίας κατά Μολδαβίας (αριθ. 45701/99 ECHR Reports 2001-XII, 13 Dec 2001, par. 118).
α) Κλάδος του Στρατού της Σωτηρίας κατά Ρωσίας (αριθ. 72881/01 ECHR Reports 2006-XI, 5 Oct 2006, par. 58).
γ) Σερίφ κατά Ελλάδος (αριθ. 38178/97, Reports 1999-IX, 14 Dec 1999, par. 51-53).
δ) Hasan και Chaush κατά Βουλγαρίας [GC] αριθ. 30985/96, Reports 2000-XI, 26 Oct 2000, par. 82).
ε) Fernández-Martínez κατά Ισπανίας [GC] αριθ. 56030/07, εκδόθηκε στις 12 Ιουνίου 2014 (http://hudoc.echr.coe.int/eng?i=001-145068).

vi Βλ. Mauro Gatti, Autonomy of Religious Organisations in the European Convention on Human Rights and in the European Union Law, Published in L.S. Rossi and G. Di Federico (eds), Fundamental Rights in Europe and China. Regional Identities and Universalism, Editoriale Scientifica, 2013: 132-153.
vii Το 2018 απολύθηκαν με πράξη του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων οι Μουφτήδες Κομοτηνής κ. Μέτσο Τζαμαλή και Ξάνθης κ. Μεμέτ Εμίν Σινίκογλου (ΦΕΚ τ.ΥΟΔΔ 461/16.08.2018), μολονότι με προγενέστερες πράξεις της ελληνικής πολιτείας δεν είχε λήξει ο χρόνος της θητείας τους στην θέση του Μουφτή (Π.Δ. της 17.12.2010 ως προς τον Μουφτή Κομοτηνής Μέτσο Τζαμαλή και Π.Δ. της 03.08.2011 ως προς τον Μουφτή Ξάνθης Μεμέτ Εμίν Σινίκογλου.
viii Η Συνθήκη της Λοζάνης κατοχυρώνει την ετερογλωσσία, με συνακόλουθη χρήση της τουρκικής γλώσσας, ως προς τους Μουσουλμάνους Έλληνες πολίτες (άρθρα 39 εδ. δ και ε, 45). Επίσης, η ελληνική έννομη τάξη έχει υιοθετήσει δεσμευτικές διατάξεις προστασίας της γλωσσικής ετερότητας: Η Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, που κυρώθηκε με το νόμο 2101/1992, στο άρθρο 30 αναφέρει ως υποχρέωση και της Ελλάδος, ότι δεν μπορεί να στερήσει το δικαίωμα παιδιών που ανήκουν σε μειονότητες να χρησιμοποιούν τη δική τους γλώσσα. Με το νόμο 2462/1997 η Ελλάδα έχει κυρώσει το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που προβλέπει στο άρθρο 27 ότι, “στα Κράτη όπου υπάρχουν εθνοτικές, θρησκευτικές ή γλωσσικές μειονότητες, τα πρόσωπα που ανήκουν σε αυτές δεν μπορούν να στερηθούν του δικαιώματος να έχουν, από κοινού με τα άλλα μέλη της ομάδας τους, τη δική τους πολιτιστική ζωή, να εκδηλώνουν και να ασκούν τη δική τους θρησκεία ή να χρησιμοποιούν τη δική τους γλώσσα”.

No comments: