της Έλενας, της εγγονής μου...
Κρατώ στα χέρια τα Ποιήματα του Ναζίμ Χικμέτ, σε απόδοση Γιάννη Ρίτσου. Ένα βιβλίο, που μου δόθηκε με αφιέρωση μιας κοπέλας στις 28 του Ιούνη 1971. Η αφιέρωση γράφει, “γλυκειά ανάμνηση στις σιδηροτροχιές”. Όταν ήμασταν φοιτητές, συνηθίζαμε τα ταξίδια με το τρένο....
Στους στίχους του Χικμέτ είναι φυλαγμένες από παλιά, άπειρες αναμνήσεις, δεμένες με στοχασμούς και όνειρα. Μικρότερος ακόμα, μαθητής στο γυμνάσιο και στο λύκειο, οικότροφος σε ιδιωτικό σχολείο της Θεσσαλονίκης, δεν ήταν λίγες οι φορές, που δεν είχα δραχμή στην τσέπη και ξεκινούσα από του Βότση, εκεί που σήμερα βρίσκεται το νοσοκομείο “Άγιος Παύλος” με τα πόδια ως το κέντρο της πόλης για να περάσω το σαββατοκύριακο στο σπίτι κάποιας θείας μου. Τότε, καθώς περπατούσα, ονειρευόμουν μια μέρα, που θα κυμάτιζαν στα σπίτια κατακόκκινες σημαίες. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ο Βαρδάρης μου χτυπούσε αλύπητα το πρόσωπο και από τα μάτια έτρεχαν δάκρυα.... Για πολλούς, τότε, ήμουν προνομιούχος, αφού πήγαινε σε ιδιωτικό σχολείο. Τα χρήματα δεν ήταν του πατέρα μου, που ήταν οικονομικά ανήμπορος, αλλά μιας καλή θείας μου, που πίστευε πως μου άξιζε μια καλή εκπαίδευση. Ο πατέρας μου, τότε, ούτε, έστω φτωχό χαρτζιλίκι δεν μου έδινε. Ήμουν εκτεθειμένος στην φιλανθρωπία συγγενών, που μάλλον από οίκτο μου πρόσφεραν το κατιτίς.
Διάβαζα από τότε σαν τρελός, ό,τι έπεφτε στα μάτια μου. Από τότε έψαχνα να ξεδιψάσω κι όλο έμενα διψασμένος και νηστικός. Ήμουν γεμάτος οργή για τη φτώχεια του πατέρα μου και την ανάγκη τη δική μου να ζω την ταπείνωση της ανέχειας. Οι πληγές, που τότε είχαν ανοίξει στην ψυχή μου, νιώθω πως δεν έκλεισαν ποτέ.
Όποιος δεν γεύτηκε ταπείνωση και φτώχεια, είναι ανήμπορος να σηκώσει το κεφάλι περήφανα στην χλεύη του πλούτου.
Ξαναγυρνώ στον Ναζίμ Χικμέτ. Τον ρομαντικό κομμουνιστή, που πίστευε στο μέλλον του κόσμου, που ανάσαινε την ομορφιά του κόσμου μέσα στις δυσκολίες μιας κυνηγημένης ζωής...
“Ο ακριβός του φίλος είχε πει: ‘Ο κομμουνισμός είναι η νιότη του κόσμου, προετοιμάζει τις αυριανές ημέρες που τραγουδούν’” (Γκαμπριέλ Περί).
Κι εκείνο το ποίημα που είχε γράψει “Για τη Ζωή”....
“Η ζωή δεν είναι παίξε-γέλασε
Πρέπει να τήνε πάρεις σοβαρά,
Τόσο μα τόσο σοβαρά
Που έτσι, να πούμε, ακουμπισμένος σ’ έναν τοίχο με τα χέρια σου
δεμένα
Ή μέσα στ’ αργαστήρι
Με λευκή μπλούζα και μεγάλα ματογυάλια
Θε να πεθάνεις για να ζήσουνε οι ανθρώποι
Οι ανθρώποι που ποτέ δε θάχεις δει το πρόσωπό τους
Και θα πεθάνεις ξέροντας καλά
Πως τίποτα πιο ωραίο, πως τίποτα πιο αληθινό
απ’ τη ζωή δεν είναι.
Πρέπει να τήνε πάρεις σοβαρά
Τόσο μα τόσο σοβαρά
Που θα φυτεύεις, σα να πούμε, ελιές ακόμα στα εβδομήντα σου
Όχι καθόλου για να μείνουν στα παιδιά σου
Μα έτσι γιατί το θάνατο δε θα τόνε πιστεύεις
Όσο κι αν τον φοβάσαι
Μα έτσι, γιατί η ζωή θε να βαραίνει πιότερο στην πλάστιγγα”.
Και τώρα, καθώς σκέφτομαι την εγγονή μου την Έλενα, που γι’ αυτή γράφω αυτές τις αράδες, σκέφτομαι, πως ο νους μου, λες και ήταν ψάρι, πιάστηκε στο δίχτυ, όχι για να φυλακιστεί, μήτε για να υποταχτεί σε κάποιον αφέντη δουλικά, αλλά για να ονειρεύεται ως τον καιρό, που ενώ το ημερολόγιο από τη γέννησή μου, δείχνει πως άρχισα να γερνάω, η ψυχή μου, δείχνει πως παραμένω ένας έφηβος. Ασυμβίβαστος, ρομαντικός, πλημμυρισμένος όνειρα, που αλλάζουν κάθε τόσο, όσο με αγγίζουν οι πνοές του ανέμου.
Τόσα χρόνια, παραμένω ευαίσθητος στον έρωτα και στην πεισμωμένη απαίτησή μου για ελευθερία και δικαιοσύνη, για ανθρώπινη αλληλεγγύη!
Έτσι νιώθω την Αριστερά και συνεχίζω να ερωτοτροπώ μαζί της, στρατευμένος και ανένταχτος μαζί, σε δομές και πειθαρχίες, που μιμούνται την επιβολή της εξουσίας του κράτους.
Λυπάμαι και οργίζομαι συνάμα, που υπάρχουν κομμουνιστές, φυλακισμένοι στις γραμμές του κόμματος, που λησμόνησαν πως ο Κομμουνισμός είναι η νιότη του κόσμου. Που έχουν γεράσει παράωρα κι έχουν εγκαταλείψει τον τρόπο, που ονειρεύεσαι τον κόσμο του τώρα και του αύριο, ατίθασα....
Γιώργος Δούδος
3 του Ιούνη 2021
No comments:
Post a Comment