Η ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΩΝ
21
Απριλίου 1967…. Οι τελειόφοιτοι του Λαππείου Λυκείου της Νάουσας βρισκόμασταν
σε ξενοδοχείο της Πάτρας. Ήταν οι μέρες της καθιερωμένης μεγάλης εκδρομής μας.
Μας είπαν, πως δεν μπορούσαμε να ξεμυτίσουμε στην πόλη. Αργήσαμε να καταλάβουμε
τί είχε συμβεί. Νύχτα. Απ’ τα παράθυρα των δωματίων παρατηρούσαμε μια πόλη
νεκρωμένη χωρίς να γνωρίζουμε το λόγο. Ελάχιστοι από τους συμμαθητές και τις
συμμαθήτριες, ίσως να είχαν μια κάποια πολιτική τοποθέτηση, αλλά κι αυτοί, δεν
ήταν σε θέση να γνωρίζουν τί είχε συμβεί και μας κρατούσαν μαντρωμένους σ’ ένα
στενόχωρο ξενοδοχείο.
Κατά
κανόνα, ο καθένας, ανάλογα με την τοποθέτηση των γονιών και της οικογένειας
σχημάτιζε κάποια θολή και αόριστη άποψη για το καθεστώς της 21ης
Απριλίου, που το ονόμαζαν ‘Επανάσταση’.
Ο
πατέρας μου δεν ήταν αντίθετος με την κατάσταση που επέβαλαν οι στρατιωτικοί.
Τώρα, θα τον έκρινα ως απολίτικο αντικομμουνιστή, που στις εκλογές πάντοτε
ψήφιζε, παλιότερα με έντονο φανατισμό τον Βενιζέλο και αργότερα τον Καραμανλή.
Σε οικογενειακές φωτογραφίες από την περίοδο Μεταξά, είχα αντικρύσει τον πατέρα
μου με την στολή της ΕΟΝ.
Για
να δώσουμε εισαγωγικές εξετάσεις για το πανεπιστήμιο, έπρεπε να περάσουμε από
την Ασφάλεια, που τότε βρισκόταν σε ένα άγαρμπο κτίριο στην οδό Βύρωνος. Κάναμε
μια σειρά συμμαθητές και συμμαθήτριες έξω από το γραφείο του γραμματέα της
Ασφάλειας. Μπαίναμε μέσα μουδιασμένοι ένας ένας. Ένας βλοσυρός τύπος με
πολιτικά, μας περιεργαζόταν από την κορφή ως τα νύχια και έκανε κάποιες
ερωτήσεις. Σε μένα, το θυμάμαι καλά ως τώρα, μετά τόσα χρόνια μου είχε κάνει
την εξής ερώτηση: Πού κλείνουμε την Ελλάδα; Φαντάστηκα πώς τον ενδιέφερε να
μάθει σε ποια θέση της καρδιάς μου είναι η πατρίδα, κι έτσι του απάντησα: Στην
πρώτη θέση. Κι αυτός, με έκδηλη αηδία μου απάντησε: Α ρε πούστη Παπανούτσο,
στην τρίτη κλίση. Πριν από την ‘Επανάσταση’ είχε προηγηθεί η εκπαιδευτική
μεταρρύθμιση με την εισαγωγή της δημοτικής στα σχολεία που είχε εισηγηθεί ο
Ευάγγελος Παπανούτσος, γενικός γραμματέας του Υπουργείου Παιδείας. Ο Ασφαλίτης
λοιπόν, ως γλωσσαμύντορας της καθαρεύουσας, όταν μου έθεσε την παραπάνω ερώτηση
ήθελε να εξακριβώσει την γλωσσική «διαφθορά» μου από τον επάρατο για τους
Απριλιανούς «επαναστάτες» Δημοτικισμό.
Εκείνο
το κοσκίνισμα από την Ασφάλεια, ήταν
αναγκαίο για να μας δοθεί το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων, προκειμένου
να αποκτήσουμε δικαίωμα συμμετοχής στις εξετάσεις για το πανεπιστήμιο…. Το
έμαθα λίγο αργότερα.
Είχε
γίνει γνωστό πως πήραν και έστειλαν εξορία τον Δημήτρη Βλάχο. Μόνο εξ ακοής τον
γνώριζα. Ήταν δραστήριος στα πράγματα του Δήμου της Νάουσας και στην
συνεταιριστική κίνηση. Εκείνο που μου έκανε εντύπωση ήταν όταν μάθαμε, πως
στάλθηκε εξορία ο κύριος Νίκος ο Μούγγρης.
Ήμασταν γείτονες. Ο κυρ Νίκος ήταν Δικηγόρος και ο καθένας θα τον θεωρούσε
ήσυχο άνθρωπο. Έτσι η σύλληψή του και η εκτόπισή του στη Γυάρο ήταν έκπληξη για
μένα, τον ανίδεο….
Η
μάνα μου είχε μια φίλη, την κυρία Σοφία Παπαδοπούλου και βλέπονταν σχετικά
συχνά. Η κυρία Σοφία ήταν αριστερή. Ο άντρας της είχε πάρει μέρος στην
Αντίσταση. Η μάνα μου ήταν Ερυθροσταυρίτισσα Αδελφή και είχε υπηρετήσει στο
στρατιωτικό νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο του ’40.
Συνέχισε να είναι δραστήριο στέλεχος του Ερυθρού Σταυρού και στη Νάουσα. Η
κυρία Σοφία, με προτροπή της μάνας μου είχε γίνει κι αυτή Ερυθροσταυρίτισσα.
Πριν
ακόμα την περίοδο της χούντας, τον καιρό
των «αποστατών», υπηρετούσε στη Νάουσα ως διοικητής της Ασφάλειας ο Κώστας, δεν
θυμάμαι το επώνυμό του, ενώ θυμάμαι πως ήταν κοκκινοπρόσωπος και είχε γκρίζα
μαλλιά. Δεν μπορώ να πω ότι άφησε καλές αναμνήσεις στην πόλη, μολονότι
παντρεύτηκε Ναουσαία. Σε μια περίπτωση που ο Μίκης Θεοδωράκης θα έδινε συναυλία
σε θερινό κινηματογράφο της πόλης, ο ασφαλίτης διοικητής, είχε οργανώσει τα
λαμόγια της πόλης και κατάφεραν να ματαιώσουν τη συναυλία, με βίαιο και χυδαίο
τρόπο.
Ο
κύριος διοικητής λοιπόν, έκρινε σκόπιμο να καλέσει κάποια μέρα στο γραφείο του
τη μάνα μου και να της κάνει συστάσεις να παύσει να έχει σχέσεις με την κυρία
Σοφία Παπαδοπούλου. Η μάνα μου, η Βούλα Παπαδοπούλου, του απάντησε, πως τέτοιες
συστάσεις δεν δέχεται ούτε από τον άντρα της, πολύ περισσότερο από τον διοικητή
της ασφάλειας. Έτσι αποχώρησε από την Ασφάλεια….
Όπως
είχα σημειώσει τον Φεβρουάριο του 2013 σε ένα σημείωμά μου: «Το μεγάλο πλήθος των Ελλήνων σιωπούσε
μπροστά στην συνταγματική εκτροπή. Το μεγάλο πλήθος των Ελλήνων ζούσε το φάσμα
από τα δεινά του εμφυλίου.... Δεν ήταν λίγοι οι Έλληνες που ήταν εγκάρδιοι
χειροκροτητές των συνταγματαρχών. Κοινωνικές ομάδες, όπως οι αγρότες, που σε
μια νύχτα όσα χρωστούσαν στην Αγροτική Τράπεζα έσβησαν, πώς θα μπορούσαν να
είναι αντίθετοι στην εθνική κυβέρνηση της ‘Ελλάδος των Ελλήνων Χριστιανών’;»
Αυτή ήταν η αλήθεια τότε. Μια μειοψηφία, με δημοκρατικές ευαισθησίες, ήταν
αντίθετοι στην συνταγματική εκτροπή των επίορκων στρατιωτικών. Πάρα πολλοί
είχαν αποδεχθεί την κατάσταση με παθητικότητα και ανοχή. Σ’ αυτήν την στάση
συνέβαλε και το κράτος του τρόμου των διώξεων, όσων φανερά εναντιώνονταν στη
δικτατορία. Τέλος, δεν ήταν λίγοι εκείνοι, που χειροκροτούσαν με ενθουσιασμό
τους δικτάτορες, ανήκοντας στην κατηγορία των Ελλήνων οπαδών της Δεξιάς, που
προέκυψε κυρίως μετά τον Εμφύλιο, που δεν έτρεφαν εκτίμηση για τη Δημοκρατία και
τους θεσμούς της και επιθυμούσαν διακαώς να κυβερνά η Δεξιά, ακόμα και αν δεν
λειτουργούσαν οι συνταγματικοί θεσμοί….
Μη έχοντας οικοδομήσει προσωπική πολιτική
τοποθέτηση στα πρώτα χρόνια της μετεφηβικής ηλικίας μου, ήμουν απαθής δέκτης
των επιλογών του πατέρα μου. Κάποιες φορές, όταν ήμουν μαθητής στο οικοτροφείο
της Σχολής Κωνσταντινίδη, πριν από το 1967, τολμούσα και αγόραζα, αραιά και
που, την «Αυγή», κρύβοντάς την με κάθε επιμέλεια. Το ενδιαφέρον μου ήταν να
μάθω και την άλλη άποψη και όχι μονάχα τα όσα έγραφε ο «Ελληνικός Βορράς», που
διάβαζε καθημερινά ο πατέρας μου ή η «Μακεδονία», που διάβαζαν οι θείοι μου
Απόστολος και Γιάννης. Αλλά πάντως, και όταν επικράτησε η χούντα άργησα να
ξυπνήσω.
Ο λόγος που με έκανε να τοποθετηθώ αντίθετα στους
στρατιωτικούς, ήταν πως όταν ήμουν φοιτητής, άκουγα αρκετά συχνά, ραδιοφωνικούς
σταθμούς του εξωτερικού, που πρόσφεραν μια διαφορετική ενημέρωση, απ’ αυτήν των
ελεγχόμενων ραδιοσταθμών. Ένα βράδυ λοιπόν έμαθα, πως η χούντα απαγόρευσε ένα
σωρό τίτλους βιβλίων, διατάσσοντας να αποσυρθούν από τα βιβλιοπωλεία. Μεταξύ
των βιβλίων που απαγορεύτηκαν ήταν αρκετά σημαντικά έργα της κλασικής ελληνικής
γραμματείας. Μου φάνηκε απίστευτο το συμβάν. Την άλλη μέρα, έκανα επισκέψεις σε
ένα δυο καλά βιβλιοπωλεία της Θεσσαλονίκης, ζητώντας αφελώς κάποια από τα
βιβλία αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, που είχα μάθει πως είχαν απαγορευτεί. Η
απάντηση ήταν πανομοιότυπη: Δεν υπήρχαν!!!
21 Απριλίου
2017
No comments:
Post a Comment