Powered By Blogger

Sunday, April 26, 2015

Ρεμπ Ζαλμάν (Rabbi Zalman Schachter-Shalomi) זצ״ל



Ο Ραββίνος Ζαλμάν Schachter-Shalomi ע״ה, πιο γνωστός ως Ρεμπ Ζαλμάν, γεννήθηκε σ’ ένα χωριό της σημερινής Πολωνίας το 1924, μεγάλωσε στη Βιέννη και άφησε τούτο τον κόσμο στις 3 Ιουλίου 2014 στην Αμερική.
Υπήρξε ένας φωτισμένος άνθρωπος, που έζησε πάνω στη γη αφημένος κυριολεκτικά στις πνοές του Πνεύματος. Υπήρξε ένας Δάσκαλος που έφερε στο προσκήνιο ως ανάγκη την Ανανέωση του Ιουδαϊσμού, καλλιέργησε τον πνευματικό διάλογο μεταξύ των ρευμάτων που αρδεύουν ζωοφόρα την Ανθρωπότητα και ήταν ένας πραγματικά οικουμενικός άνθρωπος. Ο Ρεμπ Ζαλμάν ע״ה υπήρξε και Σεΐχης της Σούφικης Αδελφότητας των Ιναγιάτι.
Σήμερα ο νους μου πέταξε στον Ρεμπ Ζαλμάν ע״ה και προσπάθησα να μεταφέρω στη γλώσσα μας λίγες σταγόνες από τα πολύτιμα δάκρυα της σοφίας του, που μου πρόσφεραν πολλή χαρά. Γι’ αυτό, με τη σειρά μου, σκέφτηκα να μοιραστώ τις διδαχές του Δασκάλου με όλες και όλους, που θα στεκόντουσαν πάνω σε τούτο το σημείωμά μου.   

«Ο Θεός έχει διαλέξει ως καταφύγιό του την ψυχή και την συνείδηση μας. Ο Θεός εκδηλώνεται εξωτερικά στο σύμπαν. Ο Θεός μπορεί να φανερωθεί στην επόμενη στιγμή μας. Ο Θεός είναι ολοφάνερος. Αλλά τελικά, το τί είναι ο Θεός, εναπόκειται στπον καθένα και στην καθεμιά μας να το αποφασίσει. Δημιουργούμε την δική μας εικόνα για τον Θεό από τα συναισθήματα της καρδιάς μας, από τις ιδέες των ονείρων μας, από τις αναμνήσεις μας, από τους προβληματισμούς μας, από τις αλληλεπιδράσεις μας με το σύμπαν και με καθετί άλλο.
Κάθε μέρα οφείλουμε να συνειδητοποιούμε ότι αποτελούμε αναπόσπαστο στοιχείο του σύμπαντος, είμαστε κομμάτι του, δεν είμαστε μια ξεχωριστή οντότητα που απλά μόνο διέρχεται το σύμπαν. Πρέπει να επανασυνδεόμαστε με το σύμπαν κάθε μέρα για να καθορίζουμε τη φυσική μας θέση στην τάξη του σύμπαντος, που θα είναι γεμάτη φως, αποδοχή και στις πιο μικρές λεπτομέρειες. Η ενέργεια ρέει παντού, αυτή είναι η πραγματικότητα  για το πώς γινόμαστε «θεοί». Ο Θεός, είναι Αυτός που αποτελεί τον μεγάλο προσανατολισμό. Ο ρυθμός του οργανικού χρόνου είναι σύμφυτη σε όλα τα όντα,  είναι μέσα μας σε όλα τα επίπεδα της ύπαρξής μας. Ο οργανικός χρόνος ρέει στ’ αλήθεια μέσα μας. Είναι μία από τις φωνές του Θεού. Ο Ρεμπ Νάχμαν του Breslov είχε αποκαλέσει αυτόν τον ρυθμό, αυτόν παλμό «η φωνή του αγαπημένου μου». Και είχε πει ακόμα: «Αν θέλουμε να γνωρίσουμε το Θεό, το μόνο που χρειάζεται είναι να αφουγκραστούμε τη φωνή του, που πηγάζει από μέσα μας. Δεν χρειάζεται να καταφύγουμε στη μοναξιά, ούτε όμως να χάσουμε την επαφή με τον εσωτερικό εαυτό μας. Αρκεί να αγγίξουμε απλά, οποιαδήποτε στιγμή  το σφυγμό μας και να πούμε, "Ω, στ’ αλήθεια είσαι Εδώ".
Αν θέλετε να μάθετε πώς να κάνετε μια ευλογία, κάθε φορά που νιώθετε πως κάτι πραγματικά καλό συμβαίνει, ή ακόμα σε μια στιγμή σκληρή ή επώδυνη, ας ψελλίσουμε: «Μπαρούχ ατά Αντονάι (ας είσαι ευλογημένος Κύριε), σ’ ευχαριστώ που με ευλογείς, κάνοντας τον ήλιο να λάμπει», ή, « … που σήμερα είναι μια όμορφη μέρα». Κάθε φορά που θα συγκεντρωθείς μ’ αυτόν τον τρόπο, το αίσθημα ότι είσαι ευλογημένος ή ευλογημένη είναι μια πραγματικότητα, και μ’ αυτόν τον τρόπο μπορείτε να μάθετε για την προσευχή και για τη ζωή.
Στάσου εκεί που είσαι, σα να πιστεύεις ότι ο Θεός υπάρχει, τόσο πραγματικά, όσο ένας βράχος, ένα δέντρο, ένα πουλί, το χέρι σου, η καρδιά σου, ότι υπάρχει τόσο πραγματικά, όσο το μέσα σου, όπου φωλιάζουν μυστικά τα συναισθήματά σου, ο πόνος και ο φόβος σου, η κατάπληξη και η ελπίδα, η λαχτάρα και η αγάπη, η δύναμη, αλλά και η αδυναμία. Άνοιξε την καρδιά σου και με κάθε κύτταρό σου, με όλη την ευαισθησία της ύπαρξής σου, πες αυτά τα λόγια. «Εδώ βρίσκομαι, αυτός (αυτή) είμαι, δέχομαι όλο τον κόσμο και ζητώ παρακαλώντας από τον κόσμο να με δεχτεί». Μετά απ’ αυτήν την μικρή, αλλά ενσυνείδητη παράκληση αναπηδούν πράγματα που έχετε ανάγκη: Απλά πράγματα που μας λείπουν, συγχώρεση, βοήθεια στον αγώνα της επιβίωσης, στο να κάνουμε μια αξιοπρεπή ζωή, για τη θεραπεία της ψυχής, αλλά και του σώματός μας. Και μη ξεχνάτε, μην παραλείπετε, όταν ζητάτε κάτι, να σφραγίζεται το αίτημά σας με τη φράση «Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου».
Οι άνθρωποι έχουμε ένα καθήκον απλό, ουσιώδες και σαφές. Είμαστε ταξιδιώτες πάνω στη γη για να αξιοποιήσουμε τις δυνατότητες που έχουμε, ώστε να αποκτήσουμε αίσθηση της ευσέβειας, αίσθηση του ιερού…. Παρ’ όλες τις αδυναμίες και τα λάθη μας, αξίζει να μην παραιτηθούμε ούτε στιγμή απ’ αυτόν τον στόχο. Ακόμα και αν μπορούμε να κάνουμε μόνο ένα βήμα τη φορά, αυτό το ταξίδι πρέπει να φτάσει στο τέλος του. Είναι το μόνο ταξίδι που αξίζει να κάνουμε…
Αυτό η ύπαρξη ή το σύνολο των υπάρξεων που ονομάζουμε «Μεσσία», είναι φυλακισμένη πίσω από την επιφάνεια των εντάσεων που υπάρχουν ανάμεσα στους ανθρώπους, στις εντάσεις ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες, σε ηλικιωμένους και νεότερους, μεταξύ των πλούσιων και των πιο φτωχών, ανάμεσα σε μια ομάδα που αντιτίθεται σε μια άλλη ομάδα, στις συγκρούσεις μεταξύ εθνών. Όπου οι εντάσεις και οι αντιστάσεις υποχωρούν και  μειώνονται, τότε η θετική ενέργεια μπορεί να απλώνεται  και τελικά να συμβεί το κβαντικό άλμα της μεσσιανικής εποχής να γίνει πραγματικότητα. Το μεσσιανικό μέλλον, με τις ευλογίες του, σας περιμένει στην άλλη όχθη της ζωής σας, όταν θα αποκτήσετε την αναγκαία αφύπνιση. Γι’ αυτό ας ανάψουμε  το φως των κεριών των ψυχών μας και ας καλωσορίσουμε  το (Σαμπάτ) Σάββατο».
דודאי יזרעאל
Για την μεταφορά Γιώργος Δούδος

26/04/2015

Thursday, April 23, 2015

Ο ΑΝΤΙΣΗΜΙΤΙΣΜΟΣ ΩΣ ΤΟΞΙΚΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ



ΓΙΩΡΓΟΣ Α. ΔΟΥΔΟΣ
g_doudos@yahoo.com

Πριν από χρόνια προσέφερα τις υπηρεσίες μου ως Νομικός Παραστάτης σε Μοναστήρι του Αγίου Όρους, συνεχώς και για αρκετά μεγάλη χρονική περίοδο. Η συνεργασία μας διακόπηκε, γιατί τα «Χρονικά» φιλοξένησαν ένα άρθρο μου (τεύχος Μαΐου-Ιουνίου 1989) με τίτλο ‘Ρίζες Αντισημιτισμού’. Χωρίς να έχω τηρήσει τις απαιτήσεις μιας αυστηρά επιστημονικής έρευνας, σε τούτο το δημοσίευμα αναφερόμουν στις ρίζες του αντισημιτισμού στον ελληνικό χώρο, με παραπομπές σε πηγές και άλλα αναγκαία στοιχεία, ώστε τα συμπεράσματά μου να μην είναι αυθαίρετα ή αστήρικτα. Η άποψή μου ήταν, ότι σημαντικότατη ευθύνη για τον αντισημιτισμό φέρει γενικά η Ορθόδοξη Εκκλησία. Δυστυχώς δεν έχω αλλάξει γνώμη ως τώρα. Συνεχίζω να θεωρώ πως η Ορθόδοξη Εκκλησία, όχι μόνο στην Ελλάδα, ανέχεται στους κόλπους της δύο στοιχεία που νομίζω ότι αποτελούν προδοσία κατά του Ιησού και της διδασκαλίας του. Το ένα είναι ο αντιϊουδαϊσμός, που έχει εξελιχθεί πλέον σε πολιτικό και συνωμοσιολογικό αντισημιτισμό και το άλλο είναι ο εθνικισμός, που πλήττει την ενότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας….
               
                Σήμερα που αποφάσισα να γράψω τούτο άρθρο είναι η επέτειος της Ανεξαρτησίας του Ισραήλ. Στα εβραϊκά λέγεται Yom HaAtzmaut. Το 1948, στις 5 του εβραϊκού μήνα Ιγιάρ υπογράφηκε στο Τελ Αβίβ από τους ηγέτες του εβραϊκού λαού η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας που αποτέλεσε διακήρυξη της ίδρυσης του Κράτους του Ισραήλ στην Παλαιστίνη, την ιστορική κοιτίδα του Λαού Ισραήλ.
            Ο αντισημιτισμός συνεχίζει να αποτελεί μια μάστιγα, που δεν στρέφεται μόνο κατά των Εβραίων αλλά είναι σημάδι επιστροφής στη βαρβαρότητα για τον ανθρώπινο πολιτισμό. Η διεθνής οικονομική και κοινωνική κρίση που πλήττει τον κόσμο ευνοεί την εμφάνιση και την ενδυνάμωση ακραίων δεξιών πολιτικών κινημάτων και κομμάτων, που έχουν ως απαραίτητο εξάρτημα στην φαρέτρα τους τον αντισημιτισμό με φαντασιακές συνωμοσιολογικές κυρίως αναφορές.       
Ο αντισημιτισμός αποτελεί επίσης τρόπο έκφρασης της διεθνιστικής αλληλεγγύης πολλών αριστερών, που καταδεικνύουν συγχρόνως την άκριτη μεροληψία τους υπέρ των Παλαιστινίων Αράβων, έστω και αν πρόκειται για στρατευμένους τρομοκράτες και φανατικά σκοτισμένους Ισλαμιστές, όπως συμβαίνει με τους οπαδούς της Χαμάς, που ελέγχει αυταρχικά τη Λωρίδα της Γάζας και τον έγκλειστο πληθυσμό της.
            Πάντως ενώ στις χώρες της Δύσης ο αντισημιτισμός έχει σαφές ρατσιστικό περιεχόμενο, με προέχουσα την προσήλωση στην φαντασιακή υπεροχή της λευκής (άριας) φυλής έναντι των κατώτερων Εβραίων, στις ορθόδοξες χώρες –(συμπεριλαμβάνονται η Αίγυπτος, όσον αφορά τους Κόπτες και η Συρία με τον Λίβανο, όσον αφορά τους Συρορθόδοξους και τους Μελχίτες κυρίως)-, όπου η απαξία και οι προκαταλήψεις κατά των Εβραίων θεμελιώνονται στον χριστιανικό αντιϊουδαϊσμό, που εδραιώθηκε τον 4ο αιώνα, όταν η Εκκλησία αποφάσισε να συγκρουσθεί με την Συναγωγή, με απώτατο στόχο είτε την εξαφάνιση της δεύτερης, είτε την αφομοίωση και την εξάλειψη των Ισραηλιτών διά του εκχριστιανισμού τους.
            Τον 4ο αιώνα υπήρχαν ακόμα Χριστιανοί που αισθάνονταν αρκετά Εβραίοι, ώστε να συμμετάσχουν παράλληλα με τη ζωή της Εκκλησίας και στην ζωή της Συναγωγής. Οπότε εμφανίστηκαν τότε, μια σειρά ηγετών της Εκκλησίας, που έχουν αναγνωρισθεί ως Πατέρες της και ανέλαβαν να αντιμετωπίσουν τους ιουδαΐζοντες Χριστιανούς, μαζί και τους Εβραίους, με την σκληρότητα που αντιμετωπίζονταν οι εθνικοί και οι αιρετικοί. Μπορούμε αναφέρουμε τον Αμβρόσιο των Μεδιολάνων και τον Αυγουστίνο της Ιππώνος, που βαφτίστηκε Χριστιανός από τον Αμβρόσιο. Στη σειρά, εξέχουσα θέση για τον αντιϊουδαϊσμό τους έχουν ο Ιερώνυμος, που θεωρούσε σαν αρχέτυπο του Εβραίου τον Ιούδα τον Ισκαριώτη και χαρακτηριστικό της φυλής την φιλαργυρία που είχε επιδείξει εκείνος και τον Εφραίμ τον Σύρο. Τα ηνία όμως μιας οιονεί αντιεβραϊκής θεολογίας κατέχει ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος που μας άφησε μια σειρά λόγων «κατά Ιουδαίων». Οι λόγοι του Χρυσοστόμου είναι γραμμένοι κατά το ύφος της αδιάλλακτης ρητορικής μορφής, που ήταν γνωστή ως ψόγος και σήμαινε αυστηρή επίπληξη ή ενείχε πρόταση μομφής.
            Το πνευματικό κίνημα που θεμελιώθηκε στις διδασκαλίες και στο υπόδειγμα του Ιησού από τη Ναζαρέτ, έτσι όπως διασώζονται τόσο στα κανονικά ευαγγέλια, όσο και σε ορισμένα απόκρυφα, ήταν ένα κίνημα εντός των κόλπων του Ιουδαϊσμού. Δεν επρόκειτο για μια διαφορετική, νέα θρησκεία. Εκείνος που διαμόρφωσε τη νέα θρησκεία υπήρξε ο Σαούλ από την Ταρσό, γνωστός περισσότερο ως Παύλος, ο οποίος χωρίς να προσβάλλει απαξιωτικά τον Ιουδαϊσμό, επιδίωξε αναμφίβολα να απεξαρτήσει την Εκκλησία από την Συναγωγή.
            Στα χρόνια της οθωμανικής περιόδου συνυπήρχαν Ρωμηοί και Εβραίοι ως υπήκοοι του Σουλτάνου υπό το καθεστώς που προβλέπει ο ισλαμικός νόμος για προστατευόμενους μη μουσουλμανικούς πληθυσμούς (dhimmi) και ειδικότερα υπό το οθωμανικό καθεστώς των millet. Οι Ρωμηοί και ιδίως οι ελληνικής καταγωγής κατείχαν μια κυρίαρχη θέση στο εμπόριο εντός της Αυτοκρατορίας. Επίσης οι Ρωμηοί Φαναριώτες είχαν αναδειχθεί ανώτατοι λειτουργοί της Αυτοκρατορίας με απόλαυση ποικίλων προνομίων που τους πρόσφεραν οι διάφορες θέσεις που κατείχαν.  Κύριοι ανταγωνιστές των Ρωμηών στην οικονομική δραστηριότητά τους ήταν οι Εβραίοι. Ο ανταγωνισμός των δύο κοινοτήτων αρκετές φορές είχε φθάσει στα άκρα, με αγριότητες που προκαλούν αποστροφή και τρομερή απέχθεια και από τις δύο πλευρές. Οι Ρωμηοί έτρεφαν ένα σωρό προκαταλήψεις κατά των Εβραίων, που πάντοτε βαρύνονταν με το στίγμα του θεοκτόνου λαού, κάτι που δεν έχει εξαλειφθεί ως τις μέρες μας, αλλά έχει υποχωρήσει στο συλλογικό υποσυνείδητο αρκετών Ελλήνων Χριστιανών. Οι Εβραίοι είχαν βρει φιλόξενο καταφύγιο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, όντας καταδιωγμένοι από την Ιβηρική Χερσόνησο τον 15ο αιώνα και αποδείχθηκαν μια ιδιαίτερα υπάκουη στις αρχές της Αυτοκρατορίας κοινότητα, που συνέβαλε αποφασιστικά στην ανάπτυξη αρκετών τομέων της οικονομίας της. Γι’ αυτό άλλωστε οι Εβραίοι είχαν ονομασθεί  sadik millet, που σημαίνει το πιστό, το αφοσιωμένο μιλέτι. Οι Εβραίοι είχαν ωθήσει αναμφίβολα στο συλλογικό τους υποσυνείδητο τις αρνητικές τους επιφυλάξεις, γιατί όχι και το μίσος έναντι των Χριστιανών, που αιώνες πριν τους είχαν καταδιώξει, τους είχαν περιορίσει στα γκέτο, ζώντας στερημένοι από στοιχειώδη δικαιώματα, κατασυκοφαντημένοι για πράγματα που ήταν ανυπόστατα, αλλά παρόλα αυτά, ήταν οι αιτίες για την περιφρόνηση και την περιθωριοποίηση με τις οποίες τους αντιμετώπιζαν οι Χριστιανοί. Έτσι όντας στερημένοι οι Εβραίοι από μια πατρίδα, μιας και η σιωνιστική ιδέα δεν υπήρχε ούτε καν στα σπάργανα ως ιδέα, συχνά είχαν αποδειχθεί συνεργάτες των Οθωμανών επικυρίαρχων στις προσπάθειές τους να καταστείλουν τις εστίες της επανάστασης που άναβαν εδώ κι εκεί οι Έλληνες Ορθόδοξοι  Χριστιανοί, προκειμένου να διαφυλάξουν και την δική τους επιβίωση σε ένα ασφαλές και αδιατάρακτο περιβάλλον που τους πρόσφερε το καθεστώς της σουλτανικής εξουσίας. Το γεγονός ότι τρεις Εβραίοι της Κωνσταντινούπολης, μάλλον άνθρωποι του περιθωρίου, μετά την εξαγορά του πτώματος του πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄ (13 Απριλίου 1821) από τους δημίους του, το έσερναν στους δρόμους και τελικά το βύθισαν στον Κεράτιο, δύσκολα μπορεί να αποτελέσει σοβαρό άλλοθι για την σφαγή των εβραϊκών  οικογενειών όταν κατέλαβαν οι Έλληνες επαναστάτες το Βραχώρι (σημερινό Αγρίνιο) στις 11 Ιουνίου 1821, ούτε για τη σφαγή των αμάχων Εβραίων κατά την αιματηρή άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821) από τους επαναστάτες.
            Οι Χριστιανοί Ρωμηοί πέραν της πίστης, που όπως προανέφερα είχε φωλιάσει στο υποσυνείδητό τους, για τους Εβραίους σαν θεοκτόνο λαό που θεωρούνταν συλλογικά ένοχος για την σταύρωση του Ιησού, αρκετοί είχαν φορτισθεί ακόμα περισσότερο εχθρικά απέναντι των Εβραίων μετά τα απαράδεκτα και συκοφαντικά αντιϊουδαϊκά κηρύγματα του Κοσμά του Αιτωλού. Έτσι, η συμμετοχή Εβραίων ως εκούσιων δημίων κατά την καταστολή των επαναστάσεων στην Κασσάνδρα (14 Νοεμβρίου 1821) και στη Νάουσα (22 Απριλίου 1822), μολονότι είναι απόλυτα δυσάρεστα περιστατικά, εντούτοις μπορεί να κατανοηθούν, αν λάβουμε υπόψη τις συνθήκες που επικρατούσαν μεταξύ Ρωμηών και Εβραίων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τον ανταγωνισμό μεταξύ των δύο κοινοτήτων, που είχε κατά κύριο λόγο κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο, ενώ στην πλευρά των Ρωμηών πρέπει να προσθέσουμε και την εις βάρος των Ισραηλιτών θρησκευτικής φύσεως απαξία.
            Ο θρησκευτικός αντιεβραϊσμός και ο ρατσιστικός αντισημιτισμός είναι φαινόμενα απαράδεκτα πλέον και αφήνουν τα ίχνη πολιτισμικής υποχώρησης Ελλήνων και Ελληνίδων, θρησκευόμενων ή αριστερής τοποθέτησης, προς τον τυφλό φανατισμό και τον πολιτικό δογματισμό. Η Ορθόδοξη Εκκλησία στις οικουμενικές διαστάσεις της οφείλει να αποβάλλει τις αιτίες συντήρησης στους κόλπους  της οποιασδήποτε μορφής αντιεβραϊσμού. Οφείλει να εκδηλώσει την μεταμέλειά της για την προδοσία της πιστότητάς της απέναντι στον Ιησού, τόσους αιώνες που αποδεχόταν τον αντιϊουδαϊκό λόγο και ανεχόταν διωγμούς κατά των Εβραίων που ζούσαν μεταξύ των Ορθοδόξων Χριστιανών. Οφείλει να ξαναμελετήσει και να οικειωθεί με το πνεύμα της εγκυκλίου που είχε εκδώσει ο Οικουμενικός Πατριάρχης Μητροφάνης ο Γ΄ προς τους Χριστιανούς της Κρήτης το 1568, επί ενετοκρατίας, με την οποία καταδίκαζε τις ενέργειές τους σε βάρος των Ισραηλιτών του νησιού. Οφείλει να μιμηθεί το ήθος των αγίων Νεομαρτύρων του Παρισιού, της Μητέρας Μαρίας Σκομπτσόβα, του Ιερέα Δημητρίου Κλεπινίν, του Γιούρι Σκομπτσόβ και του Ηλία Φονταμίνσκυ, που μαρτύρησαν στα στρατόπεδα εξόντωσης των Ναζί, οι τρεις πρώτοι γιατί προσπαθούσαν να σώζουν Εβραίους από τον παράλογο και άδικο αφανισμό και ο τέταρτος γιατί μολονότι είχε βαπτισθεί Χριστιανός Ορθόδοξος δεν έκρυψε την εβραϊκή καταγωγή θέλοντας να συμμετάσχει στο μαρτύριο του Λαού Ισραήλ, που ανήκε. Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη τους στις 20 Ιουλίου. Επίσης οφείλει η Ορθόδοξη Εκκλησία να μελετήσει την τρυφερότητα που έδειχνε η μακαρία Γερόντισσα Γαβριηλία Παπαγιάννη για τους Εβραίους και το πώς αντιμετώπιζε τις προκαταλήψεις και την εμπάθεια σε βάρος τους.
            Οι Έλληνες αριστεροί θα είχαν πολλά να μάθουν αν μελετούσαν το Σιωνιστικό Κίνημα, που υλοποίησε το όνειρο γενεών Εβραίων της Διασποράς για την επιστροφή τους στην Ιερουσαλήμ και στην Γη του Ισραήλ. Θα είχαν να μάθουν πολλά αν μελετούσαν το κίνημα που ίδρυσε στην οθωμανική Παλαιστίνη τα κιμπούτς και τα μοσάβ, που είναι υπαρκτά ως τις μέρες μας, παρά την αλλαγή των συνθηκών. Και προπαντός αν μελετούσαν όλες τις πτυχές της ιστορικής αλήθειας σε ό,τι κατέληξε να θεωρείται σήμερα σύγκρουση Εβραίων και Παλαιστινίων.       

©ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΟΥΔΟΣ
23/04/15         

               

                

Sunday, April 19, 2015

Η έκπτωση της Ορθόδοξης Εκκλησίας σε θεραπαινίδα του ελληνικού εθνικισμού



ΓΙΩΡΓΟΣ Α. ΔΟΥΔΟΣ
g_doudos@yahoo.com

Την Μεγάλη Παρασκευή (10/04), έγινε η ακολουθία του όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου στην εκκλησία του αγίου Γεωργίου στον Εχίνο και η περιφορά του Επιταφίου σε ένα κεφαλοχώρι με αποκλειστικά μουσουλμανικό πληθυσμό. Οι πληροφορίες λεν, ότι η πρωτοβουλία γι’ αυτήν την ενέργεια ανήκε σε ένωση αποστράτων αξιωματικών και στην άμεση ανταπόκριση του διοικητή του Δ΄ Σώματος Στρατού. Στρατιώτες των Δυνάμεων Καταδρομών κουβαλούσαν στον ώμο τους τον Επιτάφιο, ενώ πέραν των κληρικών, συμμετείχαν στην περιφορά ένστολοι αξιωματικοί και αριθμός λαϊκών, που μεταφέρθηκαν στον Εχίνο. Περιστατικά από τα παραπάνω βεβαιώνονται και από φωτογραφίες που αποθανάτισαν στιγμιότυπα της περιφοράς. Ο απόστρατος Ταξίαρχος Ιωάννης Κουτσαϊμάνης, αντιπρόεδρος του τοπικού Συνδέσμου Ξάνθης της Ένωσης Αποστράτων Αξιωματικών Στρατού γράφει τα εξής σε σημείωμά του που αναρτήθηκε στο διαδίκτυο: «Στο εκκλησίασμα ήταν οι Διοικητές, Αξιωματικοί και Οπλίτες από τις Στρ. Μονάδες της περιοχής, άνδρες του Αστ. Τμήματος Εχίνου, προσωπικό του ΚΥ Εχίνου, στους οποίους προστέθηκαν και 55-60 άτομα, που προσήλθαν από την Ξάνθη,( με 1 λεωφορείο και ΙΧΕ οχήματα), για να εκκλησιαστούν και ταυτόχρονα να συμπαρασταθούν στους ακρίτες για την τόνωση του Θρησκευτικού, αλλά και του Εθνικού τους Φρονήματος».

Με αφορμή το παραπάνω περιστατικό, καλούμαστε να επαναπροσδιορίσουμε τη θέση μας και την πίστη μας, ως προς το τί είναι η Εκκλησία. Η Εκκλησία του Χριστού λοιπόν, δεν είναι οργάνωση ή ίδρυμα μιας θρησκείας ή μιας ιδεολογίας. Η Εκκλησία είναι «ένας τρόπος σχέσεων κοινωνίας» μοναδικός, διότι κατά την διδαχή του Χριστού, αναδεικνύει τον τρόπο της όντως ύπαρξης και ζωής, που είναι η αγάπη (Χ. Γιανναράς, Ενάντια στη θρησκεία Ίκαρος 2010). Η περιφορά Επιταφίου ως κομμάτι μιας ακολουθίας, που εντός του μυστηρίου της Εκκλησίας υπερβαίνοντας τους περιορισμούς του συμβατικού χρόνου, μας αξιώνει να συμμετάσχουμε στα λυτρωτικά γεγονότα του πάθους του Ιησού δεν είναι ένα προσφιλές έθιμο, αλλά εκδήλωση του εκκλησιαστικού γεγονότος. Για τούτο, σε έναν τόπο όπου δεν υπάρχει κοινότητα πιστών, αλλ’ απεναντίας κατοικούν μόνον ετερόθρησκοι, έστω και φιλικά προσκείμενοι έναντι της Εκκλησίας, μπορεί να αποτελέσει πρόκληση και βλασφημία συγχρόνως, κατά την γνώμη μου. Η πρόκληση αφορά τους κατοίκους, που στην προκειμένη περίπτωση ήταν Μουσουλμάνοι και δεν μετέχουν στο εκκλησιαστικό γεγονός, που πραγματώνεται πάντοτε δίχως βία οποιασδήποτε μορφής, αλλά με απόλυτο σεβασμό της ελευθερίας του προσώπου. Η βλασφημία αφορά την Εκκλησία του Χριστού, την οποία άνθρωποι, κατ’ όνομα Χριστιανοί αλλά ακατήχητοι, προσλαμβάνουν περισσότερο σαν περιφερόμενο θίασο, θεωρώντας ότι μπορεί να ‘προσφέρει παραστάσεις οπουδήποτε’ χάριν θεάματος και αναψυχής, ντυμένο με ενδύματα είτε λαογραφικά, είτε κυρίως εθνικά, παρά ως κοινωνία αγάπης!  Άλλωστε σύμφωνα με το τυπικό της ακολουθίας λέγονται τα εξής: «Δοξολογία μεγάλη. Μετ’ αὐτήν εἰσοδεύουσιν οἱ ἱερεῖς μετά τοῦ εὐαγγελίου καί τοῦ ἐπιταφίου κύκλῳ τῆς ἐκκλησίας, κρατοῦντες ἐπί κεφαλῆς τόν ἐπιτάφιον, ὃτε ψάλλεται ἓν ἐκ τῶν παρόντων ἁσμάτων κατά βούλησιν…».  Κάλλιστα θα μπορούσε να λειτουργηθεί η εκκλησία του αγίου Γεωργίου στον Εχίνο, αλλά με τρόπο διακριτικό, όχι από ντροπή ή φόβο, αλλά από σεβασμό προς την ετερότητα του Άλλου και προπάντων, χάριν μιας αυθεντικής προσφοράς προς Αυτόν, μαρτυρίας Χριστού....  
Η Εκκλησία της Ρωσίας κατά την άσκηση ιεραποστολής χάριν του ευαγγελισμού αλλοπίστων, συνήθιζε να δημιουργεί μοναστικές κοινότητες στους τόπους κατοικίας των ανθρώπων του Θεού, σε περιοχές που ήταν διακριτικά προσιτές. Οι μοναχοί ζούσαν με προσευχή και ήταν εκτεθειμένοι, όπως ήταν επόμενο στην παρατήρηση του βίου τους, δίδοντας μαρτυρία Χριστού δίχως την έστω και κατ’ ελάχιστον πρόκληση. Έτσι φυτεύθηκε η Ορθόδοξη Εκκλησία στην Αλάσκα και στα νησιά της τον 18ο αιώνα και καρποφόρησε προσφέροντας στην Εκκλησία αγίους και μάρτυρες από τους ιθαγενείς της περιοχής.   

Η περιφορά του Επιταφίου στον Εχίνο, που ανέφερα στην αρχή του σημειώματός μου, έχω την αίσθηση πως έγινε από ανθρώπους, που έχουν συνδέσει την Εκκλησία με τα εθνικιστικά τους ιδεολογήματα, για τούτο και η ενέργειά τους κατά βάση απέβλεπε κατά ομολογία τους στην ‘τόνωση του Θρησκευτικού, αλλά και του Εθνικού… Φρονήματος’ των ακριτών. Ενδόμυχα, ίσως δεν απέβλεπε σε τίποτε άλλο, παρά στο να καταδείξουν Έλληνες της πλειονότητας και μάλιστα προερχόμενοι από τις ένοπλες δυνάμεις στους μειονοτικούς Έλληνες του Εχίνου, ότι στον τόπο τους, που ζουν εδώ και αιώνες, κάποιοι άλλοι έχουν τον «πρώτο λόγο». Πολλοί θυμούνται, πως μπορεί επί δικτατορίας να χτίστηκε στον Εχίνο η εκκλησία του αγίου Γεωργίου, όπου και έγινε η ακολουθία της Μεγάλης Παρασκευής, αλλά και τότε ο σκοπός ήταν παρόμοιος, να φανεί ο επικυρίαρχος της περιοχής, που δεν ήταν ο Μουσουλμάνος κάτοικος, αλλά ο Χριστιανός με το κύρος της εξουσίας….
(Σύμφωνα με πληροφορία που δέχθηκα, η εκκλησία, μικρών διαστάσεων αρχικά χτίστηκε το 1957, για να εξυπηρετεί Ορθόδοξους Χριστιανούς, που υπηρετούσαν στην περιοχή, ως στρατιώτες, χωροφύλακες κ.λπ., σε εποχή που οι συγκοινωνίες και ο τρόπος μεταφοράς δεν ήταν ευχερής όπως συμβαίνει σήμερα. Προφανώς ο μικρός ναός μεγάλωσε επί δικτατορίας, όπως με βεβαίωσαν φίλοι από την Ξάνθη και πρόσφατα σχετικά ιστορήθηκε με τοιχογραφίες).

Ο εθνικισμός είναι μια ιδεολογία κι έχει αποδειχθεί συμφορά για την ανθρωπότητα.  Τα απέραντα σε έκταση κοιμητήρια που φιλοξενούν απροσδιόριστο αριθμό θυμάτων των εθνικιστικών συγκρούσεων, σχεδόν σε κάθε ευρωπαϊκή γωνιά, χωρίς εξαίρεση  τη βαλκανική γειτονιά μας, μαρτυρούν για την φρίκη και την τρέλλα του εθνικισμού κάθε απόχρωσης. Ο εθνικισμός μπορεί κατά τον χρόνο της εμφάνισής του στο προσκήνιο των ιδεών, ταυτόχρονα με την πολιτική σύλληψη της αρχής των εθνοτήτων, να υπήρξε εργαλείο πολιτικών εξελίξεων και αναδιαμόρφωσης των συνόρων της Ηπείρου, με την κατάρρευση και διάλυση των αυταρχικών πολυεθνικών αυτοκρατοριών, κάτι που τότε θεωρήθηκε ως θετικό βήμα. Πολύ σύντομα όμως αποδείχθηκε χωρίς σοβαρές αντιρρήσεις μια φρικτή υποχώρηση προς τη βαρβαρότητα! Ο εθνικισμός φανέρωσε ένα φοβερό προσωπείο και είναι ιδεολογία καταστροφής και θανάτου, χωρίς κανένα άλλοθι! Τέλος ο εθνικισμός πρόσφερε το υπόβαθρο στις κάθε λογής ρατσιστικές ιδεολογίες, που προκάλεσαν τη μαζική καταστροφή λαών και χωρών κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Τέτοια ακριβώς ιδεολογία ήταν αυτή του Εθνικοσοσιαλισμού και των παραφυάδων του, που προκάλεσε το μακελειό του δεύτερου μεγάλου πολέμου.
            Οι εθνικισμοί εχθρεύονται τις κάθε είδους μειονότητες, κατά πρώτο λόγο τις εθνοτικές ή εθνικές, αλλά και τις θρησκευτικές, ακόμα και σε κράτη με υψηλό ποσοστό εθνικής και θρησκευτικής ομοιογένειας, όπως είναι η Ελλάδα.
Ο εθνικισμός είναι κάτι εντελώς ξένο προς το περιεχόμενο της φιλοπατρίας. Θεμελιώνεται στις φοβικές εμμονές και στην φαντασιακή πίστη της υπεροχής μιας εθνικής κοινότητας (ενός έθνους) έναντι κάθε άλλου έθνους και κυρίως έναντι των γειτονικά, που τα αντιμετωπίζει με απαξία ως κατώτερα φυλετικά, πολιτισμικά κ.λπ..

Η Εκκλησία του Χριστού από την ίδρυσή της υπάρχει ως σχέση κοινωνίας Θεού και ανθρώπων, που φανερώνεται κατά κύριο λόγο κατά την Ευχαριστιακή Σύναξη. Εξ αρχής η Εκκλησία υπήρξε οικουμενική και αρνούμενη τον διχασμό των ανθρώπων με κριτήρια φυλετικά ή εθνοτικά. Η Ορθόδοξη Εκκλησία το 1872 σε τοπική Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη έκρινε τον εθνοφυλετισμό, δηλαδή τον ρατσισμό, ως αίρεση. Ο εθνοφυλετισμός προβάλλει την φυλή και την εθνότητα εις βάρος της κοινής των Ορθοδόξων πίστης, με επακόλουθο τη διάσπαση της ενότητας της Εκκλησίας του Χριστού. Ο ρατσισμός σύμφωνα με τον Όρο της παραπάνω Συνόδου καταδικάζεται ως αίρεση, δηλαδή ως λόγος που συνιστά άρνηση ομολογίας της κατά Χριστόν κοινής πίστεως, διότι εισάγει φυλετικές διακρίσεις μεταξύ των ανθρώπων, καλλιεργεί τον εθνικό ανταγωνισμό και έτσι ακυρώνει την ενότητα της πίστεως, που αποτελεί συστατικό στοιχείο της Εκκλησίας και υπέρ της οποίας εύχεται ο Λαός του Θεού ιδίως κατά την Θεία Λειτουργία: «Τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τὴν κοινωνίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κ.λπ.». Το στοιχείο που καθιστά τον ρατσισμό αίρεση έχει σχέση με την αναίρεση της ανθρωπολογίας της Εκκλησίας και δεν περιορίζεται σε ζητήματα που άπτονται μόνο παράβαση ιερών κανόνων όσον αφορά τον καθορισμό των δικαιοδοσιών των πρεσβυγενών Πατριαρχείων ή άλλων τοπικών Εκκλησιών. 
Η Εκκλησία ομολογεί και διακηρύττει, σύμφωνα με την παρακαταθήκη που είναι θησαυρισμένη στην προς Γαλάτας επιστολή του αποστόλου Παύλου, ότι «οὐκ ἒνι Ἰουδαῖος οὐδέ Ἓλλην, οὐκ ἒνι δοῦλος οὐδέ ἐλεύθερος, οὐκ ἒνι ἂρσεν καί θῆλυ· πάντες γάρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (3: 28). Δεν υπάρχει ελληνική ή σερβική ή ρωσική εκκλησία, αλλά Εκκλησία της Ελλάδος ή της Σερβίας ή της Ρωσίας υποδηλώνοντας με αυτόν τον τρόπο όχι την σύνδεση της Εκκλησίας με ένα έθνος αλλά τον προσδιορισμό της τοπικής δικαιοδοσίας μιας εκκλησίας.    
Δυστυχώς, ιδίως η Ορθόδοξη Εκκλησία, μολονότι όπως ειπώθηκε έχει καταδικάσει ως αίρεση τον ρατσισμό (εθνοφυλετισμό), ζει το μαρτύριο του εθνικισμού και του ρατσισμού στο Σώμα της.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος μετατράπηκε πανηγυρικά σε όργανο του ελληνικού εθνικισμού και του ελληνικού κράτους, όταν το 1833 αποσχίσθηκε από την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως και δέχθηκε να εκπέσει σε μια κρατική θεσμική εκκλησία, με αρχηγό της μάλιστα, τον τότε βασιλέα Όθωνα, που δεν ήταν καν Ορθόδοξος Χριστιανός, λαμβάνοντας έκτοτε ως αντάλλαγμα γι’ αυτή την υποχώρηση, προνόμια αμφίβολης ποιότητας, που της έδωσε και συνεχίζει να της αναγνωρίζει το κράτος, έναντι της υποταγής της σε τούτο.
Η θεσμική ορθόδοξη εκκλησία της Ελλάδος, όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα ταυτίστηκε, με ό,τι πιο αντιδραστικό και πιο σκοταδιστικό επικρατούσε στην ελληνική κοινωνία.
Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου και σε όλη την κατοπινή περίοδο, που η Ελλάδα ως κράτος διάβαινε την ιστορία διχασμένη μεταξύ των «εθνικοφρόνων» και των «μιασμάτων» που ήταν οι Κομμουνιστές, αλλά και όλοι εκείνοι που χαρακτηρίζονταν σαν συνοδοιπόροι τους.
Την περίοδο της στρατιωτικής δικτατορίας (1967-1974) η Ορθόδοξη Εκκλησία, αφού δέχθηκε απροκάλυπτα πλήγματα από τους δικτάτορες, τελικά υποτάχθηκε και έγινε θεραπαινίδα του έκνομου καθεστώτος, που εμφορούνταν, κατά γελοίο τρόπο, από έντονο εθνικιστικό λόγο. Η Ελλαδική Εκκλησία, με αρχιεπίσκοπο τον Ιερώνυμο Κοτσώνη και την λεγόμενη αριστίνδην σύνοδο (αντικανονικός νεολογισμός), αναδείχθηκε το κύριο ιδεολογικό στήριγμα της δικτατορίας. Ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος, μολονότι άνθρωπος μεγάλης μορφώσεως και καλλιέργειας, άλλοτε καθηγητής Πανεπιστημίου, έφθασε στην κατάντια να κάνει δηλώσεις όπως οι εξής: Χαρακτήριζε τη δικτατορία «φωτεινόν μετέωρον, το οποίον ωδήγησε την Ελλάδα εις την δόξαν και της εξησφάλισε τον παγκόσμιον θαυμασμόν και την εκτίμησιν». Την ίδια περίοδο, ο μοιχεπιβάτης μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Λεωνίδας Παρασκευόπουλος -(διότι το έκνομο καθεστώς είχε καταστήσει έκπτωτο από την Μητρόπολη Θεσσαλονίκης τον μακαρίας μνήμης Μητροπολίτη Παντελεήμονα τον Παπαγεωργίου, με βάση ψευδείς κατηγορίες, που αποτελούσαν ιταμή σκευωρία εις βάρος του οσίου Γέροντος Επισκόπου)- με περισσή δουλικότητα, έφθασε να προσφωνήσει ως εξής την σύζυγο του δικτάτορα Παπαδόπουλου: «Δύο Δέσποινας έχομεν. Μίαν εις τους Ουρανούς, την Παναγία, και άλλην εις την γη, την κυρίαν Προέδρου». Τέλος, το 1968 η Εκκλησία της Ελλάδος απένειμε στον Γεώργιο Παπαδόπουλο το ανώτερο παράσημό της, τον Χρυσό Σταυρό του Αποστόλου Παύλου, που σε κανέναν άλλο πρωθυπουργό της χώρας μέχρι σήμερα δεν έχει απονεμηθεί.
Η παράδοση πρόσδεσης της Ελλαδικής Εκκλησίας στον ελληνικό εθνικισμό συνεχίστηκε και μετά το 1974, κυρίως επί αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου Παρασκευαΐδη. Ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος κατά τη διάρκεια της δικτατορίας των στρατιωτικών ήταν στενός συνεργάτης του αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου και κατόπιν του αρχιεπισκόπου Σεραφείμ. Εκλέχτηκε επί χούντας (Ιωαννίδη) το 1974 μητροπολίτης Δημητριάδος. Το 1996 διοργανώθηκε ένα «ιστορικό συνέδριο για τους Έλληνες Νεομάρτυρες» (έτσι είχε διαφημισθεί) από την ακροδεξιά εφημερίδα «Στόχος» και τον εκδότη της Γεώργιο Ε. Καψάλη. Η συνδρομή του Μητροπολίτη Δημητριάδος Χριστοδούλου υπήρξε αποφασιστική σε εκείνο το συνέδριο. Σε επιστολή συγχαρητηρίων που είχε στείλει προς τον Καψάλη, του έγραφε και τα εξής: «  Θέλω να συγχαρώ για άλλη μια φορά τον κ. Καψάλη, εκδότη και διευθυντή της γνωστής εφημερίδας "Στόχος" των Αθηνών, που είναι γνωστός Ελληνοκεντρικός και Ελληνόψυχος και, ταυτόχρονα, Χριστιανοκεντρικός και Ορθόδοξος. Επιτέλους έχουμε ανάγκη από τέτοιους ανθρώπους, από ανθρώπους που θα βάλουν σε ίδια μοίρα τα θρησκευτικά μας και τα εθνικά μας ιδεώδη». Ο Καψάλης ποτέ δεν έκρυψε τις ακραίες εθνικιστικές ιδέες του, ούτε τις πολιτικές επιδιώξεις του: Κήρυξη πολέμου εναντίον των "εσωτερικών εχθρών" της χώρας -(μειονότητες, αριστεροί, συνδικαλιστές, δημοκράτες, ευρωπαϊστές, κουλτουριάρηδες κ.λπ.)-, ξεπάστρεμα των "προδοτών" πολιτικών, -(είχε υποδείξει ονομαστικά το κρέμασμα αρκετών στελεχών των τελευταίων κυβερνήσεων και βουλευτών όλου του φάσματος)-, επίθεση παραστρατιωτικών, τρομοκρατικών ομάδων σε όλες τις "εχθρικές" γειτονικές χώρες, μέχρις ότου γίνει το ξέσπασμα της μεγάλης σφαγής, προκειμένου να επιτευχθεί η "αναβίωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας"».
Όταν ήταν ακόμα Μητροπολίτης Δημητριάδος ο Χριστόδουλος Παρασκευαΐδης, και έγινε γνωστή η απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να καταργήσει το περιβόητο άρθρο 19 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, που είχε προκαλέσει την αυθαίρετη στέρηση της ελληνικής υπηκοότητας δεκάδων χιλιάδων Θρακιωτών Μουσουλμάνων, σχολίασε ως εξής το γεγονός: Μίλησε για «πράξη εγκληματική, ισοδύναμη με εθνική προδοσία. Μία ταύτη πρόθεση προδίδει είτε παθολογική βλακωσύνη (sic), είτε αθεράπευτη δουλοπρέπεια». Από την άλλη μεριά ο ίδιος ως συγγραφέας, όταν αναφέρεται στη μειονότητα της Δυτικής Θράκης, μιλά για "Τούρκους" (δες το βιβλίο του με τίτλο Ελληνορθόδοξη Αυτοσυνειδησία, εκδόσεις ‘Η Χρυσοπηγή’ σελ. 84).

Κλείνω με τις σκέψεις του αγίου Λουκά του ιατρού, αρχιεπισκόπου Συμφερουπόλεως, που τις θεωρώ ιδιαίτερα σημαντικές και εύστοχες ως προς το θέμα που θίγω.
Μὴν πιστεύετε σ᾿ ἐκείνους ποὺ θέλουν νὰ σπείρουν τὴ διχόνοια καὶ τὸ μίσος μεταξύ τῶν λαῶν καὶ τῶν ἀνθρώπων διαφόρων θρησκειῶν. Ἀπ᾿ αὐτή τὴ διχόνοια κερδίζουν μόνον οἱ ἐχθροί μας. Γιὰ τὴ μητέρα-Ἐκκλησία ἰσχύει τὸ ρητό τοῦ Ἀπ. ΠαύλουΟὐκ ἔνι Ἰουδαῖος, οὐδέ Ἕλληνʹ. Ἐκκλησία ἔτσι βλέπει τοὺς ἀνθρώπους. Γι᾿ αὐτό καὶ ὅλοι οἱ ἀλλοεθνεῖς καὶ ἀλλόθρησκοι πάντα θὰ βροῦν στὸν πιστό ὀρθόδοξο χριστιανό, ἀγάπη, βοήθεια καὶ φιλοξενία….

Νὰ προφυλάσσετε τοὺς ἑαυτούς σας ἀπό τὸ ἁμάρτημα τοῦ φανατισμοῦ, τῆς μισαλλοδοξίας, τοῦ μίσους πρὸς τοὺς ἀλλόθρησκους καὶ τοὺς ἀνθρώπους διαφορετικῶν πεποιθήσεων. Νὰ συμπεριφέρεστε εὐγενικά σὲ κάθε ἄλλη πίστη. Ποτέ μὴν προσβάλλετε, ποτέ μὴν ταπεινώνετε κανένα…».




Τούτο το άρθρο μου το ενέπνευσε ο προβληματισμός μιας εκλεκτής Φίλης από την Ξάνθη. Της το αφιερώνω.


Friday, April 17, 2015

Μερικές σκέψεις που αφορούν τη Νάουσα....



Τις προάλλες επισκέφτηκα τη Νάουσα, έστω για λίγο. Η μεγάλη μου εγγονή λατρεύει την πόλη και το σπίτι μας. Έκανε φίλες και φίλους και όπως φαίνεται περνά καλύτερα από την εν πολλοίς άφιλη μεγαλούπολη.
            Άκουσα παράπονα για τον Δήμαρχο, διάβασα παράπονα και καταγγελίες εις βάρος του στον τοπικό τύπο. Μου έκανε εντύπωση η αιχμηρή επίθεση του Δημοτικού Συμβούλου Προκόπη Μπίλη, με καταγγελίες που φαίνονται βάσιμες. Σε ζητήματα που άπτονται επιλογών πολιτικής δεν είναι εύκολο να σταθείς με την μια ή την άλλη πλευρά. Βλέπετε η αλήθεια κατά κανόνα είναι πολυεδρική σαν το επεξεργασμένο διαμάντι. Στο σημείο που στάθηκα όμως είναι οι κατηγορίες κατά του Δημάρχου για την εμπλοκή των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του με τις υποθέσεις του Δήμου.
            Δεν γνωρίζω το Νίκο Κουτσογιάννη. Ούτε χρειάζεται να αποκαλύψω αν υπήρξα ή όχι ψηφοφόρος της παράταξης που ηγούνταν. Μολονότι ο Τάσος Καραμπατζός είναι ένας συμπαθέστατος φίλος, ως πολίτης της Νάουσας, ένιωσα να αναπτερώνονται οι ελπίδες μου για την πόλη μας, με τα νέα πρόσωπα στη διοίκηση του Δήμου. Άλλωστε, τόσο ο νέος Δήμαρχος, όσο και στενοί συνεργάτες του, έχουν ένα αντικειμενικό προτέρημα· τη νεότητά τους και την έλλειψη της φθοράς που επιφέρει κατά κανόνα η παραμονή κάποιου για πολύ στην εξουσία….
            Αν ο κ. Κουτσογιάννης είναι ένας δημιουργικός και επιτυχημένος επιχειρηματίας αυτό αφορά τον ίδιο και ίσως ένα στενό μόνο κύκλο οικείων του προσώπων. Ίσως ίσως βέβαια και την Φορολογική Αρχή…. Καθετί όμως που είναι απλά νόμιμο, δε σημαίνει πως είναι και ηθικό, και πολύ περισσότερο πολιτικά ορθό. Έτσι, αν αληθεύουν οι εις βάρος του Δημάρχου καταγγελίες, ότι εκμεταλλευόμενος την πολιτική ιδιότητά του μεριμνά για την αύξηση των κερδών του, εκτός του ότι είναι ένα πολιτικό ολίσθημα, εντελώς ασυγχώρητο,  συνιστά επίσης απόλυτα ανήθικη συμπεριφορά, έστω και αν με το βλέμμα του νόμου (του τυπικού νόμου) δεν υπερβαίνει αρνητικά τα όρια της νομιμότητας.
            Όποιος ή όποια θέλει να ασχοληθεί με τα κοινά, από οποιαδήποτε θέση, οφείλει να κατανοήσει χωρίς παρεκκλίσεις, ότι πρώτο χρέος του είναι η υπηρεσία του λαού και των υποθέσεών του, παραμερίζοντας προς στιγμή την προσωπική ενασχόληση με τις άλλες δραστηριότητές του. Άλλωστε για τούτο ο νόμος προβλέπει την καταβολή αποζημίωσης στους δημάρχους, στους βουλευτές και σε άλλους αιρετούς λειτουργούς του Δημοσίου και της Αυτοδιοίκησης.
            Η εξουσία μοιάζει συχνά με την μυθική Κίρκη. Αν κάποιος δεν είναι εφοδιασμένος με το μώλυ, το κατάλληλο αντίδοτο που είχε ο Οδυσσέας, είτε θα αφεθεί στον έρωτά της και θα γίνει υποχείριό της, είτε θα μεταμορφωθεί σε ζώο, χάνοντας την αξία του ως προσώπου.
            Ιδίως οι οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης, παρά την παραμορφωτική τους γιγάντωση που επέφερε ο Καλλικράτης, διασώζουν τη δυνατότητα πραγμάτωσης της δημοκρατίας σε περισσότερο αυθεντικές μορφές συμμετοχής του λαού στα κοινά, απ’ ότι η κοινοβουλευτική αντιπροσωπευτική διακυβέρνηση. Η δύναμη στους Δήμους είναι η στέρεη αλληλεγγύη μεταξύ των πολιτών και όχι η μίμηση προτύπων από τον χώρο των επιχειρήσεων του καπιταλιστικού ανταγωνιστικού περιβάλλοντος. Για έναν έντιμο άνθρωπο δεν είναι θέμα πολιτικής τοποθέτησης η συνηγορία υπέρ θεσμών αλληλεγγύης και συνεταιριστικής συνεργασίας, στα πλαίσια ενός οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης, αλλά συνειδητής επιλογής υπέρ των ανθρώπων και της ποιότητας της ζωής τους και όχι υπέρ των δεικτών της οικονομίας. Αυτό δε σημαίνει πως εκ προοιμίου εξοβελίζεται στο πυρ το εξώτερο η προσωπική επιχειρηματικότητα και οι κεφαλαιουχικές επιχειρήσεις.
Αυτές τις σκέψεις θέλησα να διατυπώσω. Εκφράζουν προβληματισμό γιατί θα ήταν κρίμα, ένας νέος άνθρωπος και οι συνεργάτες του να αποδειχθούν λειψοί ως προς τις ελπίδες μας, για την Νάουσα και τους κατοίκους της.    

Wednesday, April 15, 2015

Η ευλογία της αμφιβολίας



ΓΙΩΡΓΟΣ Α. ΔΟΥΔΟΣ
g_doudos@yahoo.com

            Η Ελλάδα αποτελεί μια μάλλον πλήρως ομοιογενή, θρησκευτικά, εθνική κοινωνία. Οι θρησκευτικές μειονότητες, ετερόδοξες και ετερόθρησκες, θα μπορούσαν να θεωρηθούν αμελητέα δείγματα από πλευράς στατιστικής. Η Ορθόδοξη Εκκλησία που αναγνωρίζεται συνταγματικά ως «η επικρατούσα θρησκεία» στο ελληνικό κράτος, δεν αναφέρεται ως τέτοια χωρίς λόγο. Ούτε πάλι η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμάται απλά ως μια κιβωτός παράδοσης και πνευματικότητας, που μας συνδέει με τις ρίζες του έθνους, κατά κύριο λόγος από τους μέσους χρόνους και μετά.
Όταν ξέσπασε η Επανάσταση του 1821, που πράγματι υπήρξε η μαμή του ελληνικού έθνους στα πλαίσια του σύγχρονου ελληνικού κράτους που προέκυψε απ’ αυτήν, επανειλημμένα οι επαναστάτες με διακηρύξεις τους, συνέδεαν την ταυτότητα του Έλληνα με την ιδιότητα του Ορθόδοξου Χριστιανού. Στις τότε συνθήκες, μάλλον αυτό προέκυψε ως  επακόλουθο του γεγονότος, ότι ο Οθωμανός δυνάστης, που η επανάσταση αμφισβήτησε βίαια και δυναμικά την κυριαρχία της εξουσίας του, δεν ήταν απλά ένας αλλόφυλος, αλλά επίσης ήταν και αλλόδοξος. Υπήρξαν μάλιστα περίοδοι, που το γένος των Ελλήνων κατά την μακρά περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, δέχθηκε προσβολές στην χριστιανική πίστη του. Και δεν αναφερόμαστε στην κάστα των Φαναριωτών ή μελών του ανώτατου κλήρου, που είτε αναδείχθηκαν στενοί συνεργάτες της εξουσίας, είτε δουλικά υπήκοοι στα κελεύσματα της Υψηλής Πύλης, αλλά για το μέγα πλήθος του λαού των Ρωμιών.  Τούτο άλλωστε μαρτυρείται τραγικά από το νέφος των Νεομαρτύρων που αναδείχθηκαν  κατά τους αιώνες της δουλείας εντός των κόλπων της Εκκλησίας του Χριστού.  
Σήμερα οι εποχές έχουν αλλάξει χωρίς αμφιβολία. Και ενώ κατά το παρελθόν οι πολιτικοί ηγέτες του τόπου, ακόμα και αν από τα πράγματα αποδεικνύονταν δυσσεβείς, υποκρίνονταν τάχα σεβασμό στην Ορθόδοξη Εκκλησία, και την προίκιζαν με διάφορα προνόμια. Για να εξαγοράζουν την ψήφο των θρησκευόμενων πολιτών, οι πολιτικοί κατοχύρωναν με πράξεις της πολιτείας την δεσποτική εξουσία των ιεραρχών, που όταν μάλιστα διακρίνονταν ή και διακρίνονται για την φτώχια τους σε  ήθος και ευαισθησία πνευματική, αποδεικνύονται δυνάστες φρικτοί των κληρικών που υπηρετούν στις μητροπόλεις τους, ταλανίζοντας και τους λαϊκούς, με την αήθεια που τους διακρίνει και την σκανδαλώδη συχνά πνευματική πενία τους.
Είναι αλήθεια, ότι αφότου ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο μέγας, που τιμάται ως άγιος από την εκκλησία, με διάταγμα του 380 μ.Χ. καθιέρωσε τον Χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, προσδιορίζοντας μάλιστα ο ίδιος, με το κύρος μιας απόλυτης κοσμικής εξουσίας το περιεχόμενο της ορθοδοξίας σε αντιδιαστολή προς τις αιρέσεις, κολάζοντας συγχρόνως με εξαιρετικά βαριές ποινές την άσκηση της εθνικής λατρείας, η Εκκλησία του Χριστού, κατά την ταπεινή μου γνώμη υπέστη μέγα και βαθύτατο πλήγμα. Έγινε θεσμός του κράτους και έκτοτε δοκιμάζεται ως τις μέρες μας, εμφανιζόμενη συχνά σαν θεραπαινίδα της εξουσίας, προδίδοντας το Ευαγγέλιο και θλίβοντας το Πνεύμα.  Η έκπτωση της Εκκλησίας στο επίπεδο ενός κρατικού θεσμού και η αναγνώρισή της πανηγυρικά με συνταγματικές διατάξεις, ως επίσημης θρησκείας είχε ως αποτέλεσμα, τουλάχιστον στην Ελλάδα, η θεσμική πλέον Ορθόδοξη Εκκλησία, να καταστεί  φορέας μιας ιδιότυπης ιδεολογίας, καθαρά εκκοσμικευμένου χαρακτήρα, της ιδεολογίας του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού». Ο «ελληνοχριστιανικός πολιτισμός» συμπεριλήφθηκε στο Σύνταγμα του 1952 και αποτέλεσε τη βάση της πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης της μετεμφυλιακής Ελλάδος. Η διάταξη του άρθρου 16 παράγραφος 2 του Συντάγματος  του 1952 προέβλεπε ότι, αποστολή της παιδείας ήταν, μεταξύ άλλων, η ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης των νέων «ἐπί τῇ βάσει τῶν ἰδεολογικῶν κατευθύνσεων τοῦ ἑλληνοχριστιανικοῦ πολιτισμοῦ».
Πρέπει να ειπωθεί βέβαια χάριν της αλήθειας των πραγμάτων ότι η Εκκλησία χρησιμοποιήθηκε από το κράτος. Υπήρξαν όμως ιεράρχες και άλλοι κληρικοί, που συγκατένευσαν σ’ αυτήν την χρήση, έμειναν σιωπηλοί μπροστά στην χυδαία εκκοσμίκευση, ενώ δεν έλειψαν κι εκείνοι, που αναδείχθηκαν πρωταγωνιστές στην προδοσία του Χριστού. Εκείνοι που συνέλαβαν τον «ελληνοχριστιανικό πολιτισμό»  ως ιδεολογικό ανάχωμα του κράτους των νικητών απέναντι στον Κομμουνισμό, ήταν η Αδελφότητα θεολόγων «Η Ζωή» και η «Χριστιανική Ένωσις Επιστημόνων», παραφυάδα της Αδελφότητας. Στη Ζωή οφείλεται και το τρίπτυχο σύνθημα «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια», που προηγήθηκε χρονικά της σύλληψης του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού». Μάλιστα το περιεχόμενο του τριπλού συνθήματος υπήρξε απότοκο του ηθικοπλαστικού κηρυγματικού λόγου της Αδελφότητας και η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, με απόφασή της του 1923, από τη μια μεριά αποδέχθηκε το σύνθημα, ενώ από την άλλη υιοθέτησε τις κατηχητικές πρακτικές που είχε αρχίσει να εφαρμόζει η Ζωή.
Έκτοτε το σύνθημα  «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια» και τα περί  «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού» υπήρξαν αγκωνάρια της εθνικόφρονος πολιτικής παράταξης στην Ελλάδα. Ο Παναγής Τσαλδάρης, πριν πεθάνει, επικαλέστηκε το τρίπτυχο στις υποθήκες του προς το Λαϊκό Κόμμα (προπολεμικός φορέας της Δεξιάς). Ο Ιωάννης Μεταξάς με διακηρύξεις του στήριξε την φασίζουσα ιδεολογία του επίσης στο παραπάνω «ιερό» σύνθημα. Τέλος, ο περίφημος αναγκαστικός νόμος 509 του 1947 που είχε ποινικοποιήσει τις μη εθνικόφρονες ιδέες, σύμφωνα με τα κριτήρια των συντακτών του, προέβλεπε εξοντωτικές ποινές και διοικητικά μέτρα κατά των αρνητών της πατρίδας, της οικογένειας και της θρησκείας, δηλαδή κατ’ εκείνων που στρέφονταν κατά του «κρατούντος κοινωνικού καθεστώτος», της «ιδέας της Πατρίδος» και των εθνικών συμβόλων! Ο παραπάνω νόμος εκδόθηκε ένα χρόνο ακριβώς μετά την έκδοση της περίφημης Διακήρυξης της Χριστιανικής Ένωσης Επιστημόνων (Χριστούγεννα του 1946), που με το περιεχόμενό του καθιστούσε την ιδεολογική σύλληψη του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού την επίσημη πολιτική και κοινωνική ιδεολογία του ελληνικού κράτους, σε μια περίοδο της ιστορίας του που μάχονταν λυσσαλέα τον Κομμουνισμό και τον αθεϊστικό υλισμό.
Η δικτατορία της χούντας, που επικαλούνταν κατά κόρο τον «ελληνοχριστιανικό πολιτισμό», και πρόβαλλε έντονα το σύνθημα  «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια», μαζί με το γνωστό και παροιμιώδες «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών», αποψίλωσε από κάθε κύρος, μάλλον για την πλειοψηφία των Ελλήνων και των Ελληνίδων, ανεξάρτητα από πολιτικές τοποθετήσεις, τα παραπάνω κατασκευάσματα. Κατά την περίοδο της ηγεσίας του αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου Παρασκευαΐδη στην Εκκλησία της Ελλάδος, που είχε γίνει δεκτός σαν «εθνικός» ηγέτης από ακροδεξιές ομάδες του ελληνικού πολιτικού φάσματος, επανέφερε στο προσκήνιο τόσο το ιερό συνθηματικό τρίπτυχο, όσο και τον  ελληνοχριστιανικό πολιτισμό, κάτι που επιβιώνει ακόμα, έστω λίγο δειλά, μεταξύ κλασικών περιπτώσεων δεξιών πολιτών, οι οποίοι αισθάνονταν μάλλον ικανοποιημένοι με την «εθνικόφρονα» δεξιά εκδοχή της Νέας Δημοκρατίας με αρχηγό τον Α. Σαμαρά και τους στενούς συνεργάτες του, του «Δικτύου 21», όσο ήταν στην κυβέρνηση….
Η σύζευξη ελληνικότητας και ορθόδοξης πίστης, υπήρξε μάλλον απότοκος κληρονομιάς της οθωμανικής περιόδου και του συστήματος των μιλλέτ που εφαρμοζόταν. Αλλά ούτε στο παρελθόν, ούτε σήμερα, σημαίνει ότι οι Έλληνες Χριστιανοί Ορθόδοξοι αποτελούν «ἒθνος ἃγιον», με την καινοδιαθηκική έννοια (Α΄ Πέτρου 2:9). Παρόλα αυτά, επιβιώνουν πρακτικές στο κράτος, όπου ο Ορθόδοξος Χριστιανός θεωρείται «ο καλός Έλληνας», ενώ ο μη Ορθόδοξος, έστω και αν δεν είναι  «αλλογενής» Έλληνας πολίτης δεν συγκεντρώνει τις αναγκαίες εγγυήσεις πιστότητας στην πατρίδα…. Ως προς αυτό το ζήτημα θα ήταν αρκετό να αναφέρω, ότι η επιλογή στρατεύσιμων για τις ειδικές δυνάμεις γίνεται αποκλειστικά μόνο μεταξύ Ορθοδόξων Χριστιανών. Επίσης, την δεκαετία του ’80 επί υπουργού Παιδείας του Αντώνη Τρίτση, ετερόδοξοι και ετερόθρησκοι Έλληνες και Ελληνίδες, μολονότι είχαν τα απαραίτητα προσόντα δεν διορίζονταν ως δάσκαλοι στη Δημοτική Εκπαίδευση, ακόμα και σε σχολεία, όπου όλοι ή σχεδόν το σύνολο των μαθητών ήταν ομόθρησκοι του ετερόδοξου δασκάλου (λ.χ. σε δημοτικά σχολεία της Σύρου, όπου οι μαθητές ήταν Καθολικοί), με εξαίρεση τον διορισμό Μουσουλμάνων δασκάλων στα μειονοτικά σχολεία της Δυτικής Θράκης.
Αναμφίβολα υπήρξαν και υπάρχουν Έλληνες και Ελληνίδες πολιτικοί που είναι  Χριστιανοί Ορθόδοξοι με επίγνωση πίστεως και ήθος ανάλογο προς τις πεποιθήσεις τους. Συνήθως όμως, οι πολιτικοί που φωνασκούν υπέρ της Εκκλησίας και θρησκεύουν επιδεικτικά, αποδεικνύονται ακατήχητοι, δίχως επίγνωση της πίστης που υποτίθεται υπερασπίζονται και δεν διαθέτουν ίχνος θεολογικής παιδείας. Οι φωνασκίες τους καθοδηγούνται από μέγιστη υποκρισία και πολιτική ιδιοτέλεια, γιατί επιδιώκουν με αυτή τη συμπεριφορά τους να αγρεύσουν ψήφους θρησκευόμενων ψηφοφόρων. Κατά κανόνα οι πολιτικοί που εμφανίζονται σαν θρησκεύοντες, ανήκουν σε συντηρητικά πολιτικά κόμμα της Δεξιάς ή της Κεντροδεξιάς παράταξης. Οι πράγματι πιστοί από τους πολιτικούς, δεν διατυμπανίζουν τις πεποιθήσεις τους και το προσωπικό ήθος τους διακρίνεται με την καθημερινή συμπεριφορά τους και την εν γένει πολιτική δράση τους, και οπωσδήποτε αυτοί οι άνθρωποι σε καμιά περίπτωση δεν ταυτίζονται αποκλειστικά με την Δεξιά παράταξη.
Η ανάδειξη ως πρωθυπουργού της χώρας ενός πολιτικού ηγέτη, που σε ανύποπτο χρόνο έχει δηλώσει άθεος, που απέφυγε να κάνει θρησκευτικό γάμο αλλά αρκέστηκε στη σύναψη συμφώνου συμβίωσης με τη σύντροφό του, που δεν έχει βαφτίσει τα παιδιά του και που επέλεξε πολιτικό τύπο όρκου όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του, τόσο ως πρόεδρος της κυβέρνησης, όσο και ως βουλευτής, θα ήθελαν κάποιοι κύκλοι να δημιουργηθεί σκάνδαλο μεταξύ του «πιστού» λαού, κάτι που δεν συνέβη ευτυχώς. Υπάρχουν όμως φυλλάδες που επιδίδονται στον κιτρινισμό και στην παραπληροφόρηση, που κατασκοπεύουν από τις κλειδαρότρυπες υπουργικές κρεβατοκάμαρες και προβάλλουν το ότι λ.χ. ο υπουργός δικαιοσύνης της χώρας έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης με τη σύντροφό του, δηλαδή κι αυτός, όπως ο πρωθυπουργός απέφυγε την τέλεση θρησκευτικού γάμου! Σε ανούσιες συζητήσεις ακούγονται σχόλια από Δεξιούς, για τον άθεο πρωθυπουργό μας, που δεν βάφτισε τα παιδιά του κ.λπ. συμπληρώνοντας την κριτική τους με ό,τι αρνητικό μπορεί να θηρεύσει άρρωστος νους ανθρώπου με σκοπό να αμαυρώσει την τιμή και το κύρος ενός πολιτικού ηγέτη. Όταν ο πρωθυπουργός προεκλογικά είχε επισκεφθεί το Άγιον Όρος τα βέλη της κακόβουλης και ανώριμης κριτικής σε βάρος του, προέρχονταν τόσο από Αριστερούς, όσο και από Δεξιούς. Υπήρξαν κι εκείνοι που κατέκριναν τον πρωθυπουργό της χώρας, που μαζί με τη σύντροφό του βρέθηκε Μεγάλη Παρασκευή στην Αγία Αικατερίνη της Πλάκας για τον Επιτάφιο. Τί δουλειά έχει ένας άθεος να παρακολουθεί εκκλησιαστικές ακολουθίες, το ερώτημα των αντιφρονούντων κατά της κυβερνήσεως, φαρμακερό βέλος απαξίας του προέδρου της κυβέρνησης της χώρας.
Κατ’ αρχήν, θεωρώ τα πράγματα καλύτερα στις μέρες μας, που επιτέλους μπορούμε να μην υποκρινόμαστε πια ότι δήθεν θρησκεύουμε, ενώ στ’ αλήθεια ζούμε με τις μεταφυσικές αμφιβολίες μας ή τέλος πάντων έχουμε δομήσει φιλοσοφικές πεποιθήσεις, που είναι αρκετά ξένες προς το δογματικό υπόβαθρο της πίστης της Εκκλησίας. Θεωρώ καλύτερα τα πράγματα στις μέρες μας, γιατί ένας άθεος ή τέλος πάντων «αιρετικών» πιστεύω δεν κινδυνεύει να έχει την τύχη του Ιουβενάλιου, που βρήκε φρικτό θάνατο στο Μυστρά, λίγο πριν την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως. Είναι καλύτερα τα πράγματα, γιατί δεν κινδυνεύουμε να έχουμε την τύχη του Δασκάλου του Γένους Θεόφιλου Καΐρη, που άφησε την τελευταία πνοή του στις φυλακές της Σύρου το 1853, κυνηγημένος από ανθρώπους της Εκκλησίας και καταδικασμένος σε φυλάκιση για τις ιδέες του, που είχαν θεωρηθεί «αντίχριστες»….
Για τους περισσότερους από τους πολιτικούς μας που θρησκεύουν δημόσια και πανηγυρικά, ισχύει ιδιαίτερα η ευχή της θείας λειτουργίας του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, που αναπέμπει ο λειτουργός,  «ὑπὲρ… τῶν τοῦ λαοῦ ἀγνοημάτων». Όσον αφορά για όλους και όλες, που δυσανασχετούμε, γιατί η άλφα ή ο βήτα δηλώνει άθεη ή αγνωστικιστής, ή γιατί δεν παντρεύτηκε με θρησκευτικό γάμο ή δεν βάφτισε τα παιδιά του, καλό είναι να κοιτάζουμε την ψυχούλα μας και να μην γινόμαστε κριτές των άλλων.
Σ’ ένα περιστατικό που περιγράφει και το Ευαγγέλιο του Μάρκου, ο Χριστός θεραπεύει το παιδί ενός απελπισμένου πατέρα. Του λέει να πιστέψει, κι εκείνος καταφάσκει στην προτροπή του Ιησού λέγοντας: «Πιστεύω, Κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ» (Μαρκ. 9:24). Ο Χριστός θεράπευσε το γιο εκείνου του ανθρώπου και δεν τον «έβαλε στη θέση του», που παραδέχτηκε πως η πίστη του ήταν τόσο αδύναμη, που έφθανε ως τα όρια της απιστίας….
Δεν μπορώ να μην παραθέσω τις σκέψεις ενός ευλογημένου Επισκόπου της Εκκλησίας, του Μητροπολίτη Διοκλείας Κάλλιστου Ware: «Για πολλούς πιστούς, ο θάνατος της πίστης –η απώλεια της βασικής μας σιγουριάς (ή φαινομενικής σιγουριάς) για τον Θεό και το νόημα της ύπαρξης, μπορεί να αποτελεί μια τραυματική εμπειρία του δίπολου ζωή-θάνατος, μέσα από την οποία πρέπει να περάσουμε αν θέλουμε να γίνει η πίστη μας πιο ώριμη. Η αληθινή πίστη είναι ένας συνεχής διάλογος με την αμφιβολία. Ο Θεός είναι ασύγκριτα μεγαλύτερος από όλες μας τις αντιλήψεις σχετικά μ’ Αυτόν· οι νοητικές μας συλλήψεις είναι είδωλα που πρέπει να συντριβούν. Για να ζήσουμε λοιπόν με πληρότητα, θα πρέπει η πίστη μας συνεχώς να πεθαίνει»!
Συχνά όσοι και όσες δηλώνουν άθεοι ή αγνωστικιστές, αρνούνται να δεχθούν το είδωλο του θεού, που προσπαθούν να μας επιβάλουν οι θεσμικές εκκλησίες και γενικότερα οι θρησκείες, που έχουν δεχθεί να παίξουν τον χυδαίο ρόλο της ερωμένης της εξουσίας….  
Θα ήθελα να κλείσω με τις σκέψεις του πατέρα Φιλόθεου Φάρου σε μια πρόσφατη συνέντευξή του: «Νοµίζω πως έχω συναντήσει πιο πολλούς άθεους που να είναι πιο κοντά στο θέληµα του Θεού, παρά υποτιθέµενους θρησκευόµενους»!

©ΓΙΩΡΓΟΣ Α. ΔΟΥΔΟΣ
15/04/15