ΓΙΩΡΓΟΣ
Α. ΔΟΥΔΟΣ
g_doudos@yahoo.com
Η Ελλάδα αποτελεί μια μάλλον πλήρως ομοιογενή,
θρησκευτικά, εθνική κοινωνία. Οι θρησκευτικές μειονότητες, ετερόδοξες και
ετερόθρησκες, θα μπορούσαν να θεωρηθούν αμελητέα δείγματα από πλευράς
στατιστικής. Η Ορθόδοξη Εκκλησία που αναγνωρίζεται συνταγματικά ως «η
επικρατούσα θρησκεία» στο ελληνικό κράτος, δεν αναφέρεται ως τέτοια χωρίς λόγο.
Ούτε πάλι η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμάται απλά ως μια κιβωτός παράδοσης και
πνευματικότητας, που μας συνδέει με τις ρίζες του έθνους, κατά κύριο λόγος από
τους μέσους χρόνους και μετά.
Όταν
ξέσπασε η Επανάσταση του 1821, που πράγματι υπήρξε η μαμή του ελληνικού έθνους στα
πλαίσια του σύγχρονου ελληνικού κράτους που προέκυψε απ’ αυτήν, επανειλημμένα
οι επαναστάτες με διακηρύξεις τους, συνέδεαν την ταυτότητα του Έλληνα με την
ιδιότητα του Ορθόδοξου Χριστιανού. Στις τότε συνθήκες, μάλλον αυτό προέκυψε ως επακόλουθο του γεγονότος, ότι ο Οθωμανός δυνάστης,
που η επανάσταση αμφισβήτησε βίαια και δυναμικά την κυριαρχία της εξουσίας του,
δεν ήταν απλά ένας αλλόφυλος, αλλά επίσης ήταν και αλλόδοξος. Υπήρξαν μάλιστα
περίοδοι, που το γένος των Ελλήνων κατά την μακρά περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας,
δέχθηκε προσβολές στην χριστιανική πίστη του. Και δεν αναφερόμαστε στην κάστα
των Φαναριωτών ή μελών του ανώτατου κλήρου, που είτε αναδείχθηκαν στενοί
συνεργάτες της εξουσίας, είτε δουλικά υπήκοοι στα κελεύσματα της Υψηλής Πύλης,
αλλά για το μέγα πλήθος του λαού των Ρωμιών. Τούτο άλλωστε μαρτυρείται τραγικά από το νέφος
των Νεομαρτύρων που αναδείχθηκαν κατά τους
αιώνες της δουλείας εντός των κόλπων της Εκκλησίας του Χριστού.
Σήμερα
οι εποχές έχουν αλλάξει χωρίς αμφιβολία. Και ενώ κατά το παρελθόν οι πολιτικοί
ηγέτες του τόπου, ακόμα και αν από τα πράγματα αποδεικνύονταν δυσσεβείς,
υποκρίνονταν τάχα σεβασμό στην Ορθόδοξη Εκκλησία, και την προίκιζαν με διάφορα
προνόμια. Για να εξαγοράζουν την ψήφο των θρησκευόμενων πολιτών, οι πολιτικοί κατοχύρωναν
με πράξεις της πολιτείας την δεσποτική εξουσία των ιεραρχών, που όταν μάλιστα
διακρίνονταν ή και διακρίνονται για την φτώχια τους σε ήθος και ευαισθησία πνευματική, αποδεικνύονται
δυνάστες φρικτοί των κληρικών που υπηρετούν στις μητροπόλεις τους, ταλανίζοντας
και τους λαϊκούς, με την αήθεια που τους διακρίνει και την σκανδαλώδη συχνά
πνευματική πενία τους.
Είναι
αλήθεια, ότι αφότου ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο μέγας, που τιμάται ως άγιος από
την εκκλησία, με διάταγμα του 380 μ.Χ. καθιέρωσε τον Χριστιανισμό ως επίσημη
θρησκεία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, προσδιορίζοντας μάλιστα ο ίδιος, με το
κύρος μιας απόλυτης κοσμικής εξουσίας το περιεχόμενο της ορθοδοξίας σε
αντιδιαστολή προς τις αιρέσεις, κολάζοντας συγχρόνως με εξαιρετικά βαριές
ποινές την άσκηση της εθνικής λατρείας, η Εκκλησία του Χριστού, κατά την
ταπεινή μου γνώμη υπέστη μέγα και βαθύτατο πλήγμα. Έγινε θεσμός του κράτους και
έκτοτε δοκιμάζεται ως τις μέρες μας, εμφανιζόμενη συχνά σαν θεραπαινίδα της
εξουσίας, προδίδοντας το Ευαγγέλιο και θλίβοντας το Πνεύμα. Η έκπτωση της Εκκλησίας στο επίπεδο ενός
κρατικού θεσμού και η αναγνώρισή της πανηγυρικά με συνταγματικές διατάξεις, ως
επίσημης θρησκείας είχε ως αποτέλεσμα, τουλάχιστον στην Ελλάδα, η θεσμική πλέον
Ορθόδοξη Εκκλησία, να καταστεί φορέας
μιας ιδιότυπης ιδεολογίας, καθαρά εκκοσμικευμένου χαρακτήρα, της ιδεολογίας του
«ελληνοχριστιανικού πολιτισμού». Ο
«ελληνοχριστιανικός πολιτισμός» συμπεριλήφθηκε στο Σύνταγμα του 1952 και αποτέλεσε
τη βάση της πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης της μετεμφυλιακής Ελλάδος. Η
διάταξη του άρθρου 16 παράγραφος 2 του
Συντάγματος του 1952 προέβλεπε ότι, αποστολή
της παιδείας ήταν, μεταξύ άλλων, η ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης των νέων «ἐπί
τῇ βάσει τῶν ἰδεολογικῶν κατευθύνσεων τοῦ ἑλληνοχριστιανικοῦ πολιτισμοῦ».
Πρέπει να ειπωθεί βέβαια χάριν της αλήθειας των
πραγμάτων ότι η Εκκλησία χρησιμοποιήθηκε από το κράτος. Υπήρξαν όμως ιεράρχες
και άλλοι κληρικοί, που συγκατένευσαν σ’ αυτήν την χρήση, έμειναν σιωπηλοί
μπροστά στην χυδαία εκκοσμίκευση, ενώ δεν έλειψαν κι εκείνοι, που αναδείχθηκαν
πρωταγωνιστές στην προδοσία του Χριστού. Εκείνοι που συνέλαβαν τον «ελληνοχριστιανικό πολιτισμό» ως ιδεολογικό ανάχωμα του κράτους των νικητών
απέναντι στον Κομμουνισμό, ήταν η Αδελφότητα θεολόγων «Η Ζωή» και η «Χριστιανική
Ένωσις Επιστημόνων», παραφυάδα της Αδελφότητας. Στη Ζωή οφείλεται και το τρίπτυχο σύνθημα «Πατρίς, Θρησκεία,
Οικογένεια», που προηγήθηκε χρονικά της σύλληψης του «ελληνοχριστιανικού
πολιτισμού». Μάλιστα το περιεχόμενο του τριπλού συνθήματος υπήρξε απότοκο του ηθικοπλαστικού
κηρυγματικού λόγου της Αδελφότητας και η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της
Ελλάδος, με απόφασή της του 1923, από τη μια μεριά αποδέχθηκε το σύνθημα, ενώ
από την άλλη υιοθέτησε τις κατηχητικές πρακτικές που είχε αρχίσει να εφαρμόζει
η Ζωή.
Έκτοτε το σύνθημα «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια» και τα περί «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού» υπήρξαν αγκωνάρια
της εθνικόφρονος πολιτικής παράταξης στην Ελλάδα. Ο Παναγής Τσαλδάρης, πριν
πεθάνει, επικαλέστηκε το τρίπτυχο στις υποθήκες του προς το Λαϊκό Κόμμα
(προπολεμικός φορέας της Δεξιάς). Ο Ιωάννης Μεταξάς με διακηρύξεις του στήριξε
την φασίζουσα ιδεολογία του επίσης στο παραπάνω «ιερό» σύνθημα. Τέλος, ο
περίφημος αναγκαστικός νόμος 509 του 1947 που είχε ποινικοποιήσει τις μη
εθνικόφρονες ιδέες, σύμφωνα με τα κριτήρια των συντακτών του, προέβλεπε εξοντωτικές
ποινές και διοικητικά μέτρα κατά των αρνητών της πατρίδας, της οικογένειας και
της θρησκείας, δηλαδή κατ’ εκείνων που στρέφονταν κατά του «κρατούντος
κοινωνικού καθεστώτος», της «ιδέας της Πατρίδος» και των εθνικών συμβόλων! Ο
παραπάνω νόμος εκδόθηκε ένα χρόνο ακριβώς μετά την έκδοση της περίφημης
Διακήρυξης της Χριστιανικής Ένωσης Επιστημόνων (Χριστούγεννα του 1946), που με
το περιεχόμενό του καθιστούσε την ιδεολογική σύλληψη του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού
την επίσημη πολιτική και κοινωνική ιδεολογία του ελληνικού κράτους, σε μια
περίοδο της ιστορίας του που μάχονταν λυσσαλέα τον Κομμουνισμό και τον
αθεϊστικό υλισμό.
Η δικτατορία της χούντας, που επικαλούνταν κατά
κόρο τον «ελληνοχριστιανικό πολιτισμό», και πρόβαλλε έντονα το σύνθημα «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια», μαζί με το
γνωστό και παροιμιώδες «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών», αποψίλωσε από κάθε κύρος,
μάλλον για την πλειοψηφία των Ελλήνων και των Ελληνίδων, ανεξάρτητα από
πολιτικές τοποθετήσεις, τα παραπάνω κατασκευάσματα. Κατά την περίοδο της ηγεσίας
του αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου Παρασκευαΐδη στην Εκκλησία της Ελλάδος, που είχε
γίνει δεκτός σαν «εθνικός» ηγέτης από ακροδεξιές ομάδες του ελληνικού πολιτικού
φάσματος, επανέφερε στο προσκήνιο τόσο το ιερό συνθηματικό τρίπτυχο, όσο και
τον ελληνοχριστιανικό πολιτισμό, κάτι
που επιβιώνει ακόμα, έστω λίγο δειλά, μεταξύ κλασικών περιπτώσεων δεξιών
πολιτών, οι οποίοι αισθάνονταν μάλλον ικανοποιημένοι με την «εθνικόφρονα» δεξιά
εκδοχή της Νέας Δημοκρατίας με αρχηγό τον Α. Σαμαρά και τους στενούς συνεργάτες
του, του «Δικτύου 21», όσο ήταν στην κυβέρνηση….
Η σύζευξη ελληνικότητας και ορθόδοξης πίστης, υπήρξε
μάλλον απότοκος κληρονομιάς της οθωμανικής περιόδου και του συστήματος των μιλλέτ που εφαρμοζόταν. Αλλά ούτε στο
παρελθόν, ούτε σήμερα, σημαίνει ότι οι Έλληνες Χριστιανοί Ορθόδοξοι αποτελούν «ἒθνος
ἃγιον», με την καινοδιαθηκική έννοια (Α΄ Πέτρου 2:9). Παρόλα αυτά, επιβιώνουν
πρακτικές στο κράτος, όπου ο Ορθόδοξος Χριστιανός θεωρείται «ο καλός Έλληνας»,
ενώ ο μη Ορθόδοξος, έστω και αν δεν είναι «αλλογενής» Έλληνας πολίτης δεν συγκεντρώνει τις
αναγκαίες εγγυήσεις πιστότητας στην πατρίδα…. Ως προς αυτό το ζήτημα θα ήταν
αρκετό να αναφέρω, ότι η επιλογή στρατεύσιμων για τις ειδικές δυνάμεις γίνεται
αποκλειστικά μόνο μεταξύ Ορθοδόξων Χριστιανών. Επίσης, την δεκαετία του ’80 επί
υπουργού Παιδείας του Αντώνη Τρίτση, ετερόδοξοι και ετερόθρησκοι Έλληνες και
Ελληνίδες, μολονότι είχαν τα απαραίτητα προσόντα δεν διορίζονταν ως δάσκαλοι
στη Δημοτική Εκπαίδευση, ακόμα και σε σχολεία, όπου όλοι ή σχεδόν το σύνολο των
μαθητών ήταν ομόθρησκοι του ετερόδοξου δασκάλου (λ.χ. σε δημοτικά σχολεία της Σύρου,
όπου οι μαθητές ήταν Καθολικοί), με εξαίρεση τον διορισμό Μουσουλμάνων δασκάλων
στα μειονοτικά σχολεία της Δυτικής Θράκης.
Αναμφίβολα υπήρξαν και υπάρχουν Έλληνες και
Ελληνίδες πολιτικοί που είναι Χριστιανοί
Ορθόδοξοι με επίγνωση πίστεως και ήθος ανάλογο προς τις πεποιθήσεις τους.
Συνήθως όμως, οι πολιτικοί που φωνασκούν υπέρ της Εκκλησίας και θρησκεύουν
επιδεικτικά, αποδεικνύονται ακατήχητοι, δίχως επίγνωση της πίστης που
υποτίθεται υπερασπίζονται και δεν διαθέτουν ίχνος θεολογικής παιδείας. Οι
φωνασκίες τους καθοδηγούνται από μέγιστη υποκρισία και πολιτική ιδιοτέλεια,
γιατί επιδιώκουν με αυτή τη συμπεριφορά τους να αγρεύσουν ψήφους θρησκευόμενων
ψηφοφόρων. Κατά κανόνα οι πολιτικοί που εμφανίζονται σαν θρησκεύοντες, ανήκουν
σε συντηρητικά πολιτικά κόμμα της Δεξιάς ή της Κεντροδεξιάς παράταξης. Οι
πράγματι πιστοί από τους πολιτικούς, δεν διατυμπανίζουν τις πεποιθήσεις τους και
το προσωπικό ήθος τους διακρίνεται με την καθημερινή συμπεριφορά τους και την
εν γένει πολιτική δράση τους, και οπωσδήποτε αυτοί οι άνθρωποι σε καμιά
περίπτωση δεν ταυτίζονται αποκλειστικά με την Δεξιά παράταξη.
Η ανάδειξη ως πρωθυπουργού της χώρας ενός πολιτικού
ηγέτη, που σε ανύποπτο χρόνο έχει δηλώσει άθεος, που απέφυγε να κάνει
θρησκευτικό γάμο αλλά αρκέστηκε στη σύναψη συμφώνου συμβίωσης με τη σύντροφό
του, που δεν έχει βαφτίσει τα παιδιά του και που επέλεξε πολιτικό τύπο όρκου
όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του, τόσο ως πρόεδρος της κυβέρνησης, όσο και ως
βουλευτής, θα ήθελαν κάποιοι κύκλοι να δημιουργηθεί σκάνδαλο μεταξύ του «πιστού»
λαού, κάτι που δεν συνέβη ευτυχώς. Υπάρχουν όμως φυλλάδες που επιδίδονται στον
κιτρινισμό και στην παραπληροφόρηση, που κατασκοπεύουν από τις κλειδαρότρυπες υπουργικές
κρεβατοκάμαρες και προβάλλουν το ότι λ.χ. ο υπουργός δικαιοσύνης της χώρας έχει
συνάψει σύμφωνο συμβίωσης με τη σύντροφό του, δηλαδή κι αυτός, όπως ο
πρωθυπουργός απέφυγε την τέλεση θρησκευτικού γάμου! Σε ανούσιες συζητήσεις
ακούγονται σχόλια από Δεξιούς, για τον άθεο πρωθυπουργό μας, που δεν βάφτισε τα
παιδιά του κ.λπ. συμπληρώνοντας την κριτική τους με ό,τι αρνητικό μπορεί να
θηρεύσει άρρωστος νους ανθρώπου με σκοπό να αμαυρώσει την τιμή και το κύρος ενός
πολιτικού ηγέτη. Όταν ο πρωθυπουργός προεκλογικά είχε επισκεφθεί το Άγιον Όρος
τα βέλη της κακόβουλης και ανώριμης κριτικής σε βάρος του, προέρχονταν τόσο από
Αριστερούς, όσο και από Δεξιούς. Υπήρξαν κι εκείνοι που κατέκριναν τον
πρωθυπουργό της χώρας, που μαζί με τη σύντροφό του βρέθηκε Μεγάλη Παρασκευή
στην Αγία Αικατερίνη της Πλάκας για τον Επιτάφιο. Τί δουλειά έχει ένας άθεος να
παρακολουθεί εκκλησιαστικές ακολουθίες, το ερώτημα των αντιφρονούντων κατά της κυβερνήσεως,
φαρμακερό βέλος απαξίας του προέδρου της κυβέρνησης της χώρας.
Κατ’ αρχήν, θεωρώ τα πράγματα καλύτερα στις μέρες
μας, που επιτέλους μπορούμε να μην υποκρινόμαστε πια ότι δήθεν θρησκεύουμε, ενώ
στ’ αλήθεια ζούμε με τις μεταφυσικές αμφιβολίες μας ή τέλος πάντων έχουμε
δομήσει φιλοσοφικές πεποιθήσεις, που είναι αρκετά ξένες προς το δογματικό
υπόβαθρο της πίστης της Εκκλησίας. Θεωρώ καλύτερα τα πράγματα στις μέρες μας,
γιατί ένας άθεος ή τέλος πάντων «αιρετικών» πιστεύω δεν κινδυνεύει να έχει την
τύχη του Ιουβενάλιου, που βρήκε φρικτό θάνατο στο Μυστρά, λίγο πριν την πτώση της
Κωνσταντινουπόλεως. Είναι καλύτερα τα πράγματα, γιατί δεν κινδυνεύουμε να
έχουμε την τύχη του Δασκάλου του Γένους Θεόφιλου Καΐρη, που άφησε την τελευταία
πνοή του στις φυλακές της Σύρου το 1853, κυνηγημένος από ανθρώπους της Εκκλησίας
και καταδικασμένος σε φυλάκιση για τις ιδέες του, που είχαν θεωρηθεί «αντίχριστες»….
Για τους περισσότερους από τους πολιτικούς μας που
θρησκεύουν δημόσια και πανηγυρικά, ισχύει ιδιαίτερα η ευχή της θείας
λειτουργίας του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, που αναπέμπει ο λειτουργός, «ὑπὲρ…
τῶν τοῦ λαοῦ ἀγνοημάτων».
Όσον αφορά για όλους και όλες, που δυσανασχετούμε, γιατί η άλφα ή ο βήτα
δηλώνει άθεη ή αγνωστικιστής, ή γιατί δεν παντρεύτηκε με θρησκευτικό γάμο ή δεν
βάφτισε τα παιδιά του, καλό είναι να κοιτάζουμε την ψυχούλα μας και να μην
γινόμαστε κριτές των άλλων.
Σ’ ένα περιστατικό που περιγράφει και το Ευαγγέλιο του
Μάρκου, ο Χριστός θεραπεύει το παιδί ενός απελπισμένου πατέρα. Του λέει να
πιστέψει, κι εκείνος καταφάσκει στην προτροπή του Ιησού λέγοντας: «Πιστεύω,
Κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ» (Μαρκ. 9:24). Ο Χριστός θεράπευσε το γιο εκείνου
του ανθρώπου και δεν τον «έβαλε στη θέση του», που παραδέχτηκε πως η πίστη του ήταν
τόσο αδύναμη, που έφθανε ως τα όρια της απιστίας….
Δεν μπορώ να μην παραθέσω τις σκέψεις ενός ευλογημένου
Επισκόπου της Εκκλησίας, του Μητροπολίτη Διοκλείας Κάλλιστου Ware:
«Για πολλούς πιστούς, ο θάνατος της πίστης –η απώλεια της βασικής μας σιγουριάς
(ή φαινομενικής σιγουριάς) για τον Θεό και το νόημα της ύπαρξης, μπορεί να
αποτελεί μια τραυματική εμπειρία του δίπολου ζωή-θάνατος, μέσα από την οποία
πρέπει να περάσουμε αν θέλουμε να γίνει η πίστη μας πιο ώριμη. Η αληθινή πίστη
είναι ένας συνεχής διάλογος με την αμφιβολία. Ο Θεός είναι ασύγκριτα
μεγαλύτερος από όλες μας τις αντιλήψεις σχετικά μ’ Αυτόν· οι νοητικές μας συλλήψεις
είναι είδωλα που πρέπει να συντριβούν. Για να ζήσουμε λοιπόν με πληρότητα, θα
πρέπει η πίστη μας συνεχώς να πεθαίνει»!
Συχνά όσοι και όσες δηλώνουν άθεοι ή αγνωστικιστές,
αρνούνται να δεχθούν το είδωλο του θεού, που προσπαθούν να μας επιβάλουν οι
θεσμικές εκκλησίες και γενικότερα οι θρησκείες, που έχουν δεχθεί να παίξουν τον
χυδαίο ρόλο της ερωμένης της εξουσίας….
Θα
ήθελα να κλείσω με τις σκέψεις του πατέρα Φιλόθεου Φάρου σε μια πρόσφατη
συνέντευξή του: «Νοµίζω πως έχω συναντήσει πιο πολλούς άθεους που να είναι πιο κοντά
στο θέληµα του Θεού, παρά υποτιθέµενους θρησκευόµενους»!
©ΓΙΩΡΓΟΣ Α. ΔΟΥΔΟΣ
15/04/15
No comments:
Post a Comment