Powered By Blogger

Friday, April 03, 2015

Χλόη ή αλλιώς Hebilköy. Λησμονημένοι αγωνιστές του έπους του ’40.






Το ταξίδι ως τη Χλόη της Ροδόπης, που οι ντόπιοι ονομάζουν Χεμπίλκιοϊ, είναι μια μικρή, ενδιαφέρουσα περιπέτεια. Η άσφαλτος που ανηφορίζει στο βουνό, ξεκινώντας από τις Σάππες,  σταματά κάπου τριάντα δύο χιλιόμετρα μακριά από τον προορισμό μας. Στη συνέχεια χωματόδρομος. Το καλοκαίρι, συνήθως σε καλή κατάσταση. Χρειάζεται πάντως προσοχή στην οδήγηση.  Συχνά συναντάς  σκόρπιες πέτρες, πέρα δώθε και μερικές νεροφαγιές, ξεχασμένες απ’ τον χειμώνα. Τούτο το ταξίδι, δεν είναι για ντελικάτους οδηγούς....
          Σε μερικά σημεία του χωματόδρομου συναντάς διασταυρώσεις. Η επιλογή της σωστής κατεύθυνσης, για τον ανήξερο, είναι θέμα τύχης, ενστίκτου ή  καλής χρήσης αξιόπιστων οδικών χαρτών. Σε μια τέτοια περίσταση, που το δίλημμα δεν μπορούσε να ξεδιαλύνει, νά σου ένας τσομπάνος. Τον ρωτάς ελληνικά, να σου δείξει το σωστό παρακλάδι για τον προορισμό σου σε διακλάδωση και παίρνεις μια μασημένη απάντηση, σε γλώσσα πρωτάκουστη. Συνεχίζοντας, αντικρύζεις κεραμίδια από σκεπές σπιτιών. Στρίβεις το αυτοκίνητο προς την κατεύθυνση του οικισμού. Φτάνεις και βλέπεις όλα κι όλα τρία σπίτια, σε απόσταση το ένα από το άλλο. Βγαίνει μια νέα ξανθιά γυναίκα, κρατώντας παραμάσχαλα το βυζανιάρικό της. Φορά μαντήλα στο κεφάλι, κρύβοντας τα χρυσά μαλλιά της, έτσι όπως φαίνονται από τις άκρες των πλεξίδων της, στην πλάτη. Παρόλο που φορά βράκα, μέχρι τους αστράγαλους, μπορείς να υποθέσεις, πως έχει ωραίο κορμί, ψηλόλιγνο, με στενή μέση. Τα μάτια της γαλανά, όπως το χρώμα του ουρανού και το πρόσωπο λευκό και καθαρό, ελαφρά κοκκινισμένο από τον ήλιο. Με το που πας ν' ανοίξεις κουβέντα, τα μάτια της γυναίκας στρέφονται καταγής. Οι λέξεις από το στόμα της σε γλώσσα άγνωστη, κάνουν ανήμπορη την επικοινωνία.    Συνεχίζεις το ταξίδι, ανεβαίνοντας συνεχώς. Όσο μπορεί να απλωθεί το βλέμμα σου, αντικρύζεις εδώ κι εκεί σπίτια, είτε μοναχικά, είτε δυο τρία, πλάι το ένα στ’ άλλο. Τριγύρω από τα σπίτια χωράφια και μπαξέδες, πιο πέρα το δάσος ή το λιβάδι. Τα παλιά χωριά της Ροδόπης, τα πομακοχώρια, είναι απλωμένα σε μεγάλη έκταση, γιατί πολλά σπίτια είναι απομονωμένα και ξέμακρα από τον κεντρικό οικισμό του χωριού. Το ηλεκτρικό δεν έχει φτάσει σ' όλες αυτές τις άκρες.
          Αφού έχουν περάσει τα τριάντα δύο χιλιόμετρα, συντροφιά με τη σκόνη του χωματόδρομου, κάποια στιγμή σου φανερώνεται η Χλόη, που ζητάς. Σπίτια, χτισμένα σε πλαγιά, βουτηγμένα στο πράσινο. Σε μιαν άκρη, υψώνεται ο μιναρές του τζαμιού. Όλο το χωριό είναι μια ανηφόρα ή μια κατηφόρα, ανάλογα πώς την παίρνεις. Δεν υπάρχει πλατεία. Σ' ένα ίσιωμα της πλαγιάς, δυο καφενεία, το ένα δίπλα στο άλλο, απλώνουν το καλοκαίρι έξω τα τραπέζια τους, δουλεύοντας σαν ταβέρνες. Το σχολείο με το μικρό αλλά χαριτωμένο σπίτι για τους δασκάλους, έχει κτισθεί σ' ένα άλλο ίσιωμα. Αντίκρυ του το τρίτο καφενείο, που δουλεύει και σαν μπακάλικο.

          Φεύγοντας βόρεια απ' τη Χλόη, σύντομα συναντάς την κορυφογραμμή της Ροδόπης, σε υψόμετρο χιλίων διακοσίων εξήντα εφτά μέτρων. Φυσική μεθόριος, ανάμεσα στην Ελλάδα και στη Βουλγαρία.

          Παλιότερα το χωριό ήταν ολοζώντανο από ανθρώπους. Τα τελευταία χρόνια λιγόστεψαν. Ιδίως οι νέοι. Πολλοί, δουλεύουν στα καράβια. Άλλοι, στα μάρμαρα της Θάσου. Μερικοί, ξενιτεύθηκαν στη Γερμανία κι ο φόβος πως ξέχασαν το Χεμπίλκιοϊ, μάλλον δεν είναι της φαντασίας. Αραιά και που, έρχονται στο χωριό, για λίγες μέρες, σαν επισκέπτες. Κι αυτό, ενόσω υπάρχουν ζωντανοί γονείς....

          Στο καφενείο που αντικρύζει το σχολειό, κάθε πρωί συναντιούνται τρεις φίλοι απ' τα παλιά. Είναι γέροντες τώρα, μα ψηλόλιγνοι και περήφανοι. Ο χρόνος, δεν φαίνεται να τους ταπείνωσε. Ο Μεμέτ, ο Αϊντίν και ο Αλή. Αφού καθήσουν κι οι τρεις, στο συνηθισμένο τραπεζάκι τους, στη γωνιά, πλάι στο μεγάλο παραθύρι, ανάβουν τσιγάρο. Περιμένοντας τον καφέ απ' τον Μουράτ, μετρούν τις χάντρες του κομπολογιού τους ο καθένας. Είναι φορές, που κοιτάζονται αμίλητοι. Ο ένας ξέρει την καρδιά του αλλουνού, σαν την δική του. Άλλες φορές ανοίγουν ασταμάτητες κουβέντες, για τα περασμένα. Είναι φορές, που σχολιάζουν ό,τι άκουσαν απ’ το ράδιο ή από κανέναν επισκέπτη του χωριού, που έφερε μαντάτα ή είδανε στην τηλεόραση.  Συχνά, έρχονται νεότεροι χωριανοί, ζητώντας τους συμβουλές για καλλιέργειες ή για το κυνήγι. Απ’ το τραπέζι τους στο καφενείο, βλέπουν πεντακάθαρα στο δρόμο, που αναγκαστικά πρέπει να διαβεί, όποιος θέλει να μπει στο χωριό. Τις πιο πολλές φορές, είναι οι πρώτοι που μαθαίνουν τον ερχομό κάποιου ξένου.
          Και οι τρεις τους έκαναν οικογένειες, με πολλά παιδιά κι εγγόνια. Μα απ’ τους τρεις, μονάχα ο Αλής είναι τυχερός. Από τα πέντε παιδιά του, μια κόρη του μένει στο χωριό. Ο γαμπρός του  είναι δάσκαλος στο χωριό κι έτσι χαίρεται τα εγγόνια του, δυο αγόρια κι ένα κορίτσι. Τα παιδιά του Μεμέτ σκόρπισαν. Δυο γιοι του πήραν γυναίκες απ’ την Γκιουμουλτζίνα και ζουν εκεί. Ο τρίτος έφυγε πριν χρόνια στη Γερμανία. Έρχεται στο χωριό κάθε δεύτερο καλοκαίρι, με τη γυναίκα και τα δυο παιδιά τους, ένα κορίτσι κι ένα αγόρι. Η νύφη είναι Γερμανίδα, μα έχει χρυσή καρδιά. Όταν έγινε μουσουλμάνα, της δώσαν το όνομα Γκιουλτσιτσέκ. Το στερνοπούλι του, η κόρη, μένει στην Ξάνθη. Ο άντρας της είναι από κείνα τα μέρη. Ο καημός τους, που δεν απέκτησαν παιδιά. Ο Αϊντίν έχει τρία αγόρια και δυο θυγατέρες. Ο ένας γιος έφυγε στην Σταμπούλ και σπούδασε γιατρός. Παντρεύτηκε Τούρκισσα κι έχει τρία παιδιά. Ο άλλος γιος κατέβηκε στις Σάππες, έχει μπακάλικο. Η γυναίκα του είναι απ' το Χεμπίλκιοϊ κι απέκτησαν τέσσερα κορίτσια. Καημός τους, που δεν μπόρεσε η νύφη να πιάσει αρσενικό παιδί. Ο τρίτος γιος έγινε ναυτικός κι ακόμα δεν λέει να κάνει δική του οικογένεια. Οι θυγατέρες του καλοπαντρεύτηκαν, η μια πήρε έναν έμπορο και ζει στη Γκιουμουλτζίνα. Του χάρισε πέντε εγγόνια, δυο κορίτσια και τρία αγόρια. Η τελευταία κόρη σπούδασε δασκάλα στη Σαλονίκη, παντρεύτηκε ένα δάσκαλο, που γνώρισε στην Ακαδημία. Και οι δυο υπηρετούν στον Εχίνο κι έχουν τρία παιδιά.   
          Θυμούνται τον έναν, τον άλλον, που έφυγαν εδώ και χρόνια και δεν ξαναγύρισαν στο χωριό. Με λόγια, με θύμησες, με τη σιωπή, συντροφιά με τον μυρωδάτο καπνό, που στρίβουν, περνά το πρωινό στον καφενέ του Μουράτ. Προς το μεσημέρι παραγγέλνουν ρακή ή ρετσίνα με φτωχό μεζέ. Αν βρεθεί κανένας υλοτόμος ή δασοφύλακας, τον καλούν στο τραπέζι τους με λαχτάρα, μήπως έχει κανένα νέο από τον κάτω κόσμο, της πόλης ή του κάμπου. Το βράδυ αλλάζουν στέκι. Πηγαίνουν στο καφενείο που είναι στο πλάτωμα, πιο πάνω.   Μαζεύονται κι άλλοι εκεί, νεότεροι. Βλέπουν τηλεόραση, ελληνικά κανάλια, ιδίως όταν έχει μπάλα. Δεν είναι εύκολο να πιάσεις ελληνικό κανάλι στο Χεμπίλκιοϊ. Θέλουν δε θέλουν, με τα πιάτα, μπορούν να πιάσουν τούρκικα κανάλια. Μερικοί πιάνουν και βουλγάρικα. Παλιότερα, που στο ράδιο υπήρχαν οι κρατικοί σταθμοί, απ’ τον Κέχρο και πάνω, ήταν αδύνατο να πιάσεις ελληνικό σταθμό. Μονάχα βουλγάρικα άκουγες απ’ το ραδιόφωνο. Από τότες που άνοιξαν ιδιωτικοί σταθμοί, εύκολα ακούς ελληνικά και στο χωριό. Σε τούτο το καφενείο,  το μουχαμπέτι έχει περισσότερο ενδιαφέρον. Είναι βλέπεις οι νέοι που μαζεύονται. Όλο και φέρνουν κάποιο νέο ή σχολιάζουν με τον δικό τους τρόπο, όσα δείχνει η τηλεόραση. Όταν έχει μπάλα, θαρρείς πως βρίσκεσαι σε γήπεδο. Ο καθένας στηρίζει την ομάδα του. Βρίζουν τον διαιτητή για τις αδικίες, τους παίχτες όταν δεν καταφέρνουν τα πολυπόθητο γκολ και αφήνουν κραυγές θριάμβου, όταν η ομάδα τους νικήσει. Οι νικημένοι οπαδοί, για μέρες αποφεύγουν το καφενείο. Τα σχόλια, συνήθως είναι πικρά….

          Το '40, που κηρύχτηκε ο πόλεμος, ο Μεμέτ και ο Αλής ήταν εικοσάρηδες, ενώ ο Αϊντίν ένα χρόνο μεγαλύτερος. Υπηρετούσαν τη θητεία τους σαν κληρωτοί, στην ίδια μονάδα. Ήταν ημιονηγοί και η μονάδα τους βρέθηκε από τις πρώτες στο μέτωπο. Μπήκαν στην Αλβανία, οδηγώντας τα μουλάρια τους φορτωμένα εφόδια. Μούσκεψαν στη βροχή, πάγωσαν απ' το χιόνι κι έμειναν νηστικοί. Έξω από ένα χωριό της Κορυτσάς, πολέμησαν σώμα με σώμα με τους Ιταλούς. Εκεί, ο Αλής τραυματίστηκε σοβαρά στο πόδι και γρήγορα βρέθηκε στα μετόπισθεν. Ο Μεμέτ και ο Αϊντίν κράτησαν ως το τέλος. Στο γυρισμό, ο Αϊντίν έπαθε κρυοπαγήματα. Στο νοσοκομείο που πήγε, κινδύνεψε να του κόψουν τα δάχτυλα του δεξιού ποδιού, μα δόξα στον Αλλάχ δεν έμεινε ανάπηρος. Όταν αλλάζουν οι εποχές, ο πόνος στα δάχτυλα, που βαστάει ασταμάτητος από τότε, του θυμίζει εκείνα τα χρόνια.
          Οι τρεις τους ξανάσμιξαν στο χωριό, στα τέλη του '42 περίπου. Ο καθένας ξεκίνησε χώρια το γυρισμό του. Πρώτος γύρισε ο Μεμέτ. Ακολούθησαν ο Αϊντίν και ο Αλή. Ο πρώτος έμεινε για πολύ, σε νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης. Γύρισε δεύτερος στο χωριό. Ο Αλή νοσηλεύτηκε στις Σέρρες. Έφτασε στο Χεμπίλκιοϊ τελευταίος, κουτσαίνοντας.     
          Ο δρόμος της επιστροφής ήταν περίπου ίδιος και για τους τρεις. Περνώντας το Στρυμώνα συνάντησαν Βουλγάρους. Η Θράκη και η ανατολική Μακεδονία είχαν γίνει Βουλγαρία. Θλίψη βάρυνε την ψυχή τους. Ευτυχώς, το Χεμπίλκιοϊ, έτσι που ήταν κρυμμένο στο δάσος, θα είχε μείνει ξεχασμένο. Μετά το αντάμωμά τους στο χωριό, ο καθένας είχε να πει και κάτι. Συχνά, όταν θυμούνταν τις μάχες στο μέτωπο της Αλβανίας, ένας κόμπος δάκρυ ξέφευγε κρυφά απ' τα γαλάζια μάτια τους.
 Ως που να φτάσουν στο χωριό, άλλοτε παίρνανε το τρένο ή γκαζοζέν, άλλοτε ανέβαιναν σε κάποιο κάρο. Είχαν λησμονήσει τα χιλιόμετρα, που είχαν βαδίσει. Τις πρώτες μέρες, τα πόδια τους ήταν πρησμένα. Οι πατούσες ήταν σκισμένες ή γεμάτες φουσκάλες, με υγρό. Όσο έφεγγε η μέρα, συνήθως κρύβονταν, όπου μπορούσαν. Φοβόντουσαν τους Βουλγάρους σαν το διάβολο. Στη διάρκεια της περιπλάνησής τους , περνώντας από χωριά και πόλεις, όλο και μάθαιναν για την κατάσταση.  Εδώ, στο χωριό, όταν φτάσανε πια, στέρεψαν τα μαντάτα. Κάπου κάπου, ξεμύτιζε κανένας θαρραλέος πατριώτης απ' τα πεδινά για να κόψει ξύλα κι έφερνε κάποιο νέο. Οι Βούλγαροι το είχαν βάλει σκοπό, με το στανιό, να φτιάξουν τη Θράκη Βουλγαρία. Άνοιξαν βουλγάρικα σχολεία. Στις αρχές, τον πρώτο λόγο τον είχαν οι Βούλγαροι και όσοι από τους Έλληνες δήλωσαν τέτοιοι. Όσοι μπόρεσαν έφυγαν. Κυρίως Έλληνες. Περνούσαν το Στρυμώνα κι έφταναν στην Ελλάδα.  Δεν ήταν όμως λίγοι και οι πλούσιοι Τούρκοι, είτε απ’ την Γκιουμουλτζίνα, είτε από την Εσκιτζέ, είτε από κεφαλοχώρια του κάμπου, που μπόρεσαν να περάσουν στην Τουρκία. Ελ χαμ του λιλλάχ, το Χεμπίλκιοϊ, οι Βούλγαροι το λησμόνησαν, συλλογιόνταν πολλοί γέροι, εκείνη την εποχή .... Ακόμα δεν είχαν δει Βούλγαρο στρατιώτη στο χωριό. Δυο τρεις φορές μονάχα, τους είχαν επισκεφθεί μικρές ομάδες χωροφυλάκων, αντάμα με δασοφύλακες, εντελώς τυχαία. Δεν είχαν δουλειά στο χωριό. Ξαπόστασαν, μετά από περιπολία στα δάση της Ροδόπης, έτσι για να δείξουν, πως ήταν τ’ αφεντικά του τόπου.

          Πλησίαζε Οκτώβρης του '43. Όσο κόντευε η 28η του μήνα, οργή και θλίψη μαζεύονταν κουβάρι στις καρδιές των τριών φίλων. Ο καθένας κρατούσε το σαράκι του κρυφό από τους άλλους. Ένα βράδυ, πίνοντας ρακή στο μισοσκόταδο του καφενέ, ο Αλής ξέσπασε σε κλάματα σαν μικρό παιδί. Αυτό ήταν. Ο καθένας τους έβγαλε την πίκρα του, χύνοντάς την στην άδεια γυάλινη δαχτυλήθρα της ρακής. Τους πονούσε, που οι Βούλγαροι βρίσκονταν στον τόπο. Έφερναν στο νου, ιστορίες από τους παλιούς. Από πάντα οι Βούλγαροι κυνηγούσαν τους Πομάκους, λες κι ήταν αγρίμια, που ήθελαν να τα φέρουν βόλτα. Από στόμα σε στόμα, από γενιά σε γενιά, διατηρούσαν στη μνήμη τους άσβηστα, όσα τράβηξαν επί ατέλειωτα χρόνια απ’ αυτούς. Τί διωγμούς, τί φυλακές, τί κυνηγητό. Πολλές κοπέλες και γυναίκες, με παιδιά στην αγκαλιά, ντροπιάστηκαν και στο κατόπι τις έσφαξαν, σαν τ’ άγρια κατσίκια. Τους πίεζαν με κάθε βάσανο να γίνουν Βούλγαροι, αφήνοντας κατά μέρος τη περηφάνεια τους. Τα πράματα ησύχασαν, όταν ήρθαν οι Οσμανλήδες στη Θράκη. Τότε συμμαζεύτηκαν οι Βούλγαροι και σταμάτησαν να τους πειράζουν. Το 1913, που η Θράκη δόθηκε στους Βουλγάρους, τα βάσανα ξανάρχισαν, οι πιέσεις αφάνταστες. Εκείνη τη χρονιά χαλάσανε το Εσκή Τζαμί στη Γκιουμουλτζήνα και το φτιάξανε εκκλησιά, γκρεμίζοντας το μιναρέ καταγής. Το κακό σταμάτησε μετά το ’20, που ήρθε το ελληνικό στον τόπο και τα πράγματα ησύχασαν.
 Ο πατέρας του Μεμέτ, ο γερο-Μουράτ, Θεός σχωρέστον, ήταν από τους πιο έξυπνους ανθρώπους του χωριού. Εμπορευόταν ξύλα και ζώα. Πήγαινε, γυρνούσε για τη δουλειά του· Θράκη, Μακεδονία, Βουλγαρία, Σερβία. Εκτός απ’ τα πομάκικα, που τα έμαθε βυζαίνοντας το γάλα της μάνας του, διάβαζε κι έγραφε οθωμανικά, ελληνικά και βουλγάρικα. Ήξερε πολλά για την ιστορία των Πομάκων. Στη Βουλγαρία σχετιζόταν με μορφωμένους ανθρώπους απ’ το μιλέτι του. Στα γεράματα, συνεχώς ξέθαβε απ' τη μνήμη, ό,τι σχετικό είχε μάθει, είτε εξ ακοής, είτε διαβάζοντας. Έλεγε και ξανάλεγε τα περιστατικά, τότε που στα Βαλκάνια δεν είχαν χαραχτεί ακόμα σταθερά σύνορα. Πομάκοι βουλευτές από τη Σόφια, έφυγαν κρυφά για το Παρίσι, όπου ζούσε εξόριστος ο Βενιζέλος, για να ζητήσουν απ' τους Μεγάλους, και ιδίως απ' τον Αμερικάνο πρόεδρο Ουίλσον, η Ροδόπη, κι από τις δυο μεριές να περάσει στην Ελλάδα. Έτσι, οι Πομάκοι πίστευαν πως θα ξέκοβαν για πάντα τις σχέσεις τους με του Βουλγάρους.
Ο γερο-Μουράτ ήξερε κι άλλα πολλά. Οι Πομάκοι, ανέκαθεν ήταν περήφανοι και δεν σήκωναν εύκολα αφέντες στο κεφάλι τους. Παρότι Μουσουλμάνοι, το 1878, ορισμένοι αψίκοροι, ξεκίνησαν αντάρτικο κατά της εξουσίας. Ήταν μια εποχή, που όλα έβραζαν στην περιοχή. Μιλιέτια, που αιώνες τώρα ησύχαζαν κάτω απ' την προστασία του Πατισάχ, ένα ένα άρχισαν να ξυπνούν. Ζητούσαν ελευθερία και δικαιοσύνη. Γιατί είν’ αλήθεια, πως οι κάθε λογής αγάδες και μπέηδες στα χωριά, ρουφούσαν το αίμα του κόσμου. Στη Ροδόπη, τα άπληστα χέρια των αγάδων δε φτάνανε, μα μπροστά στην γενική αντάρα που είχε σηκωθεί, στα μυαλά πολλών Πομάκων άρχισε να ροδίζει η μέρα, που θα μπορούσαν να ζούνε μόνοι τους, σύμφωνα με τις συνήθειες τους, χωρίς αφεντικά, είτε από την Σταμπούλ, είτε από την Σόφια ή το Πλόβντιβ. Ο ξεσηκωμός εκείνος, έσβησε, ευτυχώς ήσυχα, μια και τα γκιουσέμια που είχαν την ιδέα, κατάλαβαν γρήγορα, πως δεν μπορούσαν να τα βάλουν με τον οσμανλίδικο στρατό.

          Όσο οι τρεις φίλοι γύριζαν πάνω κάτω αυτές τις ιστορίες στο νου τους, γίνονταν θηρία στο κλουβί. Το Χεμπίλκιοϊ τους φαίνονταν τόσο στενάχωρο, που πνίγονταν, με το που ξεκινούσε καινούργια μέρα. Έκλωθαν στη μνήμη τους τις μέρες του πολέμου, όταν οι νηστικοί Έλληνες είχαν καταφέρει να νικήσουν τους Ιταλούς και να τους πάρουν φαλάγγι μέσα στην Αλβανία. Δεν το χωρούσε ο νους και το φιλότιμό τους, ότι τελικά νικήθηκαν από τους Γερμανούς. Αιτία για τη ντροπή ήταν η μπαμπεσιά των Βουλγάρων, που άφησαν τους Γερμανούς να μπουν πισώπορτα στην Ελλάδα, περνώντας σαν αφεντικά μέσα απ’ τη Βουλγαρία.

          Ένα μεσημέρι στο καφενείο, χωρίς πολλές κουβέντες το αποφάσισαν. Τα λεφτά δόθηκαν στον Μεμέτ. Θα κατέβαινε στον κάμπο την άλλη μέρα, παρέα με κάτι γνωστούς ξυλοκόπους. Θα έβρισκε τρόπο να είναι πίσω εγκαίρως.
          Μετά από πέντε μέρες, είχε βραδιάσει κιόλας, φάνηκε ο Μεμέτ. Η κούραση είχε σκάψει για τα καλά το πρόσωπο του. Τα ρούχα του μούσκεμα. Ευτυχώς, είχε γερά άρβυλα και κράτησαν τα πόδια του στεγνά. Τον πιο πολύ δρόμο του γυρισμού, τον έκανε με τα πόδια. Αναγκάστηκε να πάει ως την Γκιουμουλτζίνα. Την κρατούσε καλά τυλιγμένη μ’ ένα ύφασμα κι από πάνω μ’ ένα κομμάτι μουσαμά, που είχε οικονομήσει.
Ήταν 27 του Οκτώβρη. Στο στέκι τους βρήκε τους άλλους δυο. Μόλις τον είδαν να διαβαίνει την εξώθυρα, σηκώθηκαν σαν αυτόματα και ταυτόχρονα, οι τρεις τους έγιναν ένα, όπως αγκαλιάστηκαν σφικτά αναμεταξύ τους. Ο καφετζής, ο Σουλεϊμάν ήταν φίλος και έμπιστος. Ήτανε μόνοι τους στον καφενέ. Όλοι τους στέκονταν όρθιοι. Κάτω απ' την γκαζόλαμπα, ο Μεμέτ ξετύλιξε προσεκτικά το δέμα του, πάνω σ' ένα τραπέζι. Μια ελληνική σημαία. Την τύλιξαν στα γρήγορα κι έμειναν αμίλητοι. Χωρίς ν’ αλλάξουν μεταξύ τους λέξη, ο Σουλεϊμάν έφερε για όλους τους από μια δαχτυλήθρα ρακή. Τις απόθεσε στο τραπέζι. Ο ένας κοίταζε τα μάτια του αλλουνού. Ο καφετζής, σαν οικοδεσπότης πήρε πρώτος την δικιά του στο δεξί χέρι. Την σήκωσε, αμέσως τον μιμήθηκαν οι άλλοι. Τσούγκρισαν τα μικρά ποτηράκια και με μια γουλιά ήπιαν την ρακή. Ο Μεμέτ, ψιθύρισε επίσημα, "Αλλαχού άκμπαρ". Άλλη κουβέντα δεν ακούστηκε. Οι τρεις φίλοι έφυγαν. Ο καθένας πήγε για το σπίτι του. Ο Μεμέτ κρατούσε παραμάσχαλα την σημαία.

          Την άλλη μέρα, 28 Οκτωβρίου. Πολύ πριν φέξει ο ορίζοντας, στη μεριά  της ανατολής, συναντήθηκαν έξω απ' το χωριό, στο μονοπάτι που οδηγούσε  προς τον τεκκέ Ουτς Γκαζηλέρ, ψηλά στην κορυφογραμμή. Μετά από μιαν ώρα και κάτι δρόμο περίπου, πατώντας χιόνι, που έπνιγε τα βήματά τους, έφτασαν στα χαλάσματα του τεκκέ. Πριν την κατοχή, εκεί βρισκόταν η μεθόριος Ελλάδας και Βουλγαρίας. Όσο ανέβαιναν, τα μάτια τους ήταν ορθάνοιχτα, το ίδιο και τα αφτιά, έτοιμα να πιάσουν κάθε ύποπτο ήχο. Ξαπόστασαν για λίγο. Ο Αϊντίν που κρατούσε ένα μικρό τσεκούρι, έψαξε ολόγυρα για να κόψει ένα ψηλόλιγνο ξύλο, όπου θα κρεμούσαν τη σημαία. Δεν άργησε να βρει το κατάλληλο. Γρήγορα το έκοψε και το καθάρισε. Ανάμεσα στα χαλάσματα του τεκκέ βρήκαν το κατάλληλο μέρος. Στέριωσαν το ξύλο κι έδεσαν στην κορφή του τη σημαία. Αφέθηκε ν' ανεμίζει στο πρωινό αεράκι, δειλά δειλά στην αρχή. Οι τρεις, στάθηκαν προσοχή μπροστά της και με μια φωνή, ψιθυριστά, άρχισαν να ψέλνουν το εθνικό ύμνο "Σε γνωρίζω από την κόψη...". Τα δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια και των τριών, μα προσπάθησαν να το κρύψουν ο ένας απ' τον άλλο. Πήραν το δρόμο του γυρισμού από άλλο μονοπάτι. Ένιωθαν ανάλαφρα. Η ψυχή τους πετούσε από χαρά και καμάρι.

          Έτσι που η Χλόη είναι απομονωμένη και φτωχή, ανέκαθεν οι γονείς, έσπρωχαν τα παιδιά να μάθουν γράμματα. Τουλάχιστον να τελειώσουν το δημοτικό. Να γράφουν, να διαβάζουν και να κάνουν λογαριασμούς. Να μην τους γελούν οι άνθρωποι της πόλης. Το χωριό είχε πάντοτε το δικό του σχολείο.
          Πάνω από την κύρια είσοδο του σχολείου, μια ταμπέλα έγραφε, με κεφαλαία ελληνικά: ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΚΟΝ ΔΗΜΟΤΙΚΟΝ ΣΧΟΛΕΙΟΝ ΧΛΟΗΣ.
         
          Σεπτέμβρης 1955. Σε λίγες μέρες θα ξαναζωντάνευε το σχολείο.  Η επιτροπή που φρόντιζε για τα κοινά του χωριού, είχε τελειώσει με το βάψιμο στις τάξεις και στο γραφείο. Μερικά θρανία, που είχαν κακοπάθει, φτιάχτηκαν. Όλα ήταν έτοιμα. Σε τέσσερις μέρες θα αρχινούσαν μαθήματα. Οι τρεις δάσκαλοι στις θέσεις τους. Διευθυντής, ο γαμπρός του Αλή, ο κύριος Μουμίν ογλού Σουλεημάν. Οι δυο άλλοι ήταν καινούργιοι, Χριστιανοί. Ο ένας καταγόταν από τα μέρη των Σερρών κι ο άλλος από την Κομοτηνή. Καλά παιδιά φαίνονταν, ορεξάτα.
          Ένα πρωινό, ο κλητήρας από την κοινότητα έφτασε στο χωριό καβάλα στο μούλο του. Η κοινότητα βρισκόταν στο κεφαλοχώρι του Κέχρου, λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω. Είχε μεγάλη περιφέρεια, έπιανε κι ένα σωρό απομονωμένες αγροικίες, που απλώνονταν πέρα δώθε σε πλατώματα της Ροδόπης.
          Ο κλητήρας τράβηξε κατ’ ευθείαν για το σπίτι του Μέτζο ογλού Μεμέτ. Ήταν πάρεδρος στο κοινοτικό συμβούλιο και πρόεδρος της επιτροπής για τα κοινά. Αφού παρέδωσε ένα έγγραφο, σταμάτησε για λίγο στο καφενείο. Πέντε έξι θαμώνες που βρίσκονταν εκεί, διψούσαν για κάποιο νέο. Όλο και κάτι θα ήξερε ο κλητήρας. Ήταν στο πλάι του Γραμματέα, που συχνά κατέβαινε στις Σάππες και στην Γκιουμουλτζίνα. Δε γίνεται, θα έφερνε κάνα χαμπέρι....Ο κλητήρας αρκέσθηκε σε βαρετές κοινότυπες φράσεις. Τις ξεστόμιζε, λες, για να φύγει από  υποχρέωση. Ήπιε μια πορτοκαλάδα. Αρνήθηκε ευγενικά το ρακή, που του πρόσφερε ο γεροντότερος της παρέας, ο Τζεμίλ εφέντης.
Οι χωριανοί του Χεμπίλκιοϊ, είναι Κιζιλμπάσηδες. Έχουν δικά τους έθιμα κι απόκρυφες πίστες. Ανάμεσα στις άλλες συνήθειές τους, πίνουν ρακή και κρασί. Είναι αλλιώτικοι από τους άλλους Μουσουλμάνους, μόλο που προσέχουν να μην ξεχωρίζουν.
 Ο κλητήρας δεν έβγαλε κουβέντα για τον λόγο της επίσκεψής του. Αδειάζοντας την πορτοκαλάδα του, χαιρέτησε κι έφυγε τον κατήφορο.

          Δεν πέρασε πολλή ώρα. Ο Μέτζο εφέντης ειδοποίησε όλους τους άντρες να μαζευτούν στο σχολείο. Όσοι βρίσκονταν στο χωριό, έδωσαν το παρόν στο κάλεσμα του παρέδρου. Κάθησαν σε θρανία. Στη θέση του δασκάλου ο Μέτζο ογλού Μεμέτ. Παραδίπλα του ο διευθυντής και οι δυο δάσκαλοι. Ο Μέτζο έβγαλε με κάποια επισημότητα ένα χαρτί από την μέσα τσέπη του σακκακιού. Το ξεδίπλωσε κι άρχισε να διαβάζει. Στο χαρτί υπήρχαν υπογραφές και σφραγίδες επίσημες, με την κορώνα. Ήταν μια διαταγή του Γενικού Διοικητή Θράκης, του κ. Γεωργίου Φεσσόπουλου. « Προς τους κ. κ. Δημάρχους και Προέδρους Κοινοτήτων Ν. Ροδόπης. Κατόπιν διαταγής του κ. Προέδρου της Κυβερνήσεως, παρακαλούμεν όπως εφεξής εις πάσαν περίπτωσιν γίνεται χρήσις του όρου “Τούρκος-Τουρκικό” αντί του τοιούτου “Μουσουλμάνος-Μουσουλμανικό”». Ο Μέτζο ξερόβηξε. Ίσως ήθελε να δώσει περισσότερη βαρύτητα στο ανακοινωθέν, που διάβασε πριν λίγο. Έκανε μια παύση και συνέχισε∙«η διαταγή είναι παλιά. Απ’ τον περασμένο Δεκέμβριο. Μάλλον μας ξέχασαν, έτσι που είμαστε απόμακρα». Κόμπιασε για λίγο και ξαναμίλησε· «οι αρμόδιοι, όφειλαν αμέσως να βάλουν καινούργιες ταμπέλες, με διορθωμένες επιγραφές. Ιδίως για τα σχολεία, που θα ξεκίναγαν σε λίγες μέρες. Δεν υπήρχε λόγος για καθυστέρηση». Έπεσε σιωπή. Κανένας δεν είχε το θάρρος να σχολιάσει την διαταγή. Τ’ άφησαν γι' αργότερα.

          Οι πιο πολλοί βγήκαν απ’ το σχολείο με σκυμμένα κεφάλια. Σκέφτονταν. Ο Μέτζο ογλού Μεμέτ, ο Μουμίν ογλού Σουλεημάν, ο δάσκαλος και ο πεθερός του, ο Αλή, ξχώρισαν από τους άλλους. Κουβέντιαζαν μεταξύ τους με χειρονομίες. Ιδίως ο Αλή φαινόταν να παθιάζεται για όσα έλεγε στους άλλους δύο. Λίγα βήματα πιο πέρα χώρισαν. Ο Αλή τράβηξε για το καφενείο του Σουλεημάν. Σ' ένα τραπέζι κάθονταν οι δυο του μπράτιμοι, ο Μεμέτ και ο Αϊντίν και άλλοι τρεις χωριανοί, έμπιστοι όλοι τους και τίμιοι άνθρωποι. Μόλις κάθησε ο Αλή, πλησίασε και ο καφετζής, που ήταν φίλος. Μετά από στιγμές σιωπής, άνοιξε το στόμα του ο Μεμέτ. "Εμείς",είπε,"Τούρκοι δεν είμαστε. Είμαστε Πομάκοι που ζούμε στην Ελλάδα αναντάμ μπαμπαντάμ. Τον αγαπούμε τον τόπο αυτόν κι έχουμε ματώσει για χάρη του". Ο Αϊντίν αναστέναξε από καρδιάς και είπε, μονολογώντας μάλλον, "τα ρημάδια τα πόδια μου, δε μ’ αφήνουν ήσυχο απ’ τους πόνους. Μάλλον θα τους πάρω μαζί μου στον Παράδεισο, ίνσαλλαχ...".

          Απ’ το ‘49 και μετά, τα πράγματα άλλαξαν στη μεθόριο. Κι από τις δυο πλευρές οι περιπολίες είναι πυκνές. Οι Βούλγαροι φυλάγουν τη μεριά τους, μην τυχόν και περάσει κάποιος λαθραία στην Ελλάδα. Οι Έλληνες πάλι, φοβούνται για κατασκόπους κομμουνιστές, μήπως και διαβαίνοντας την κορυφογραμμή της Ροδόπης, τρυπώσουν στη χώρα. Από τότε που οι δυο χώρες πήραν θέσεις σε διαφορετικά στρατόπεδα, τα σύνορα ανάμεσά τους έκλεισαν. Όποιος τολμούσε, αψηφώντας τον φόβο, να περάσει τη μεθόριο, πηγαίνοντας, είτε προς τα δω, είτε προς τα κει, κινδύνευε να σκοτωθεί σαν το σκυλί και να μείνει άθαφτος. Όσοι Πομάκοι είχαν συγγενείς από την άλλη μεριά του βουνού, πάει πια, δεν μπορούσαν να τους δουν, ούτε καν να μάθουν νέα τους, όπως παλιά.
          Στη Χλόη, πολλά είναι που λείπουν. Μα ο στρατός και οι "Μάυδες" φρόντισαν, ώστε στα καφενεία και στο  σχολείο, να υπάρχουν αφίσες, για να μάθει ο κόσμος τι εστί κομμουνισμός. Μερικές εικόνες σ’ αυτές, είναι φοβερές. Οι κομμουνιστές έχουν φυσιογνωμίες διαβολικές. Είναι μαυριδεροί, με μάτια γουρλωμένα και μαλλιά ανακατωμένα. Μοιάζουν με τέρατα, που ξέφυγαν λαθραία από την Κόλαση. Στα χέρια τους, συνήθως κρατούν τεράστια μαχαίρια, που στάζουν αίμα. Σε άλλες παραστάσεις, τους δείχνουν να  κρατούν με βία στην αγκαλιά τους μωρά, ενώ οι μανάδες παραπέρα σκούζουν, με οδύνη για την συμφορά που τις βρήκε. Αλλού πάλι, ο ζωγράφος έφτιαξε τον αγριάνθρωπο κομμουνιστή, να κρατά αναμμένο δαυλί και να βάζει φωτιά σε σπίτια και υποστατικά των νοικοκυραίων, καταστρέφοντας στο διάβα του, κάθε λογής περιουσίες. Οι κομμουνιστές, έχουν κι άλλα ονόματα στις αφίσες· λέγονται εαμοβούλγαροι ή κατσιαπλιάδες ή συμμορίτες. Εκτός από τα πρόσωπά τους, που εικονίζοται απάνθρωπα, το μέγεθός τους είναι τερατώδες. Μοιάζουν περισσότερο με τους μυθικούς Γίγαντες, παρά με όντα, όμοια με ανθρώπους.

          Οι έχθρες με τους Τούρκους σα να ξεχάστηκαν. Εμπρός στο φόβο της Ρωσίας, που με κάθε τρόπο θέλει να βγει στη Μεσόγειο, οι διαφορές ανάμεσα Ελλάδας και Τουρκίας, φαίνονται παιδικά πείσματα, στα μάτια των Αμερικάνων. Οι δυο χώρες είναι σύμμαχες πια, στο ΝΑΤΟ. Το φάντασμα του κομμουνισμού, έτσι που τριγυρνά πάνω απ’ τα Βαλκάνια, έχει φέρει πολύ κοντά, τις μόνες χώρες που έμειναν απείραχτες από τον κόκκινο στρατό. Τουλάχιστον απ’ την εδώ μεριά, οι κυβερνήτες σκαρφίζονται απίθανα μέτρα, για να προφυλάξουν το λαό από το μίασμα!

          Ο Μουμίν εφέντης, ο δάσκαλος, ήταν ενήμερος για τις αλλαγές που αποφάσισε η Αθήνα στα μειονοτικά σχολεία, χωρίς διάκριση. Ήταν γνώστης των πραγμάτων, αφότου έγινε γνωστή η περιβόητη διαταγή του Φεσσόπουλου. Ήξερε, για την περίπτωση του Άρατου, πάνω στον κεντρικό δρόμο Κομοτηνής προς Αλεξανδρούπολη. Οι χωριανοί, παρότι Μουσουλμάνοι, δεν αποφάσιζαν με τη θέλησή τους να ονοματίσουν το σχολειό τους «Τουρκικό». Μετά την απροθυμία τους να φανούν υπάκοοι στις διαταγές του Φεσσόπουλου, μάθανε με το παραπάνω το μάθημά τους, τον περασμένο Φλεβάρη, πως πρέπει να πειθαρχούν στο νόμο. Να ‘ναι καλά οι χωροφυλάκοι.

Τα ήξερε όλα ο Μουμίν εφέντης. Είχε ακουστεί, πως ο Παπάγος, έφτιαξε νόμο, που έδινε ένα σωρό δικαιώματα στην Τουρκία, για θέματα των μειονοτικών. Τα παιδιά θα μάθαιναν στα τούρκικα τα πιο πολλά μαθήματα. Όπως το σκεφτόταν κι ο ίδιος, τα παιδιά της μειονότητας και ιδίως τα παιδιά των Πομάκων, θα ζούσαν στην Ελλάδα, μη γνωρίζοντας τα ελληνικά. Στο σπίτι, με τους γονείς και τους παππούδες θα μιλούσαν  πομάκικα. Στο σχολείο, με τους συμμαθητές και τους φίλους, σιγά σιγά θα μιλούσαν μονάχα τούρκικα.
 Ο ίδιος δεν ένιωθε Τούρκος. Ήταν Πομάκος. Φοβόταν όμως ν’ αντιδράσει. Τόσον καιρό, που ήξερε για τις αλλαγές, κρατούσε το στόμα σφαλιχτό. Το μυστικό που φύλαγε, είχε γίνει σαράκι και των κατάτρωγε. Έρχονταν ώρες, που σαν μορφωμένος που ήταν, η ευθύνη απέναντι στους δικούς του ήταν αβάσταχτη. Κάπου, στο βάθος της συνείδησής του, το ένιωθε, πως ήταν προδότης, μια και δεν σήκωνε ανάστημα. Φοβόταν μη χάσει τη θέση και τον μισθό. Ξυπνούσε τις νύχτες καταϊδρωμένος μούσκεμα. Έβλεπε σε όνειρο τον εαυτό του να αντιδρά στα σχέδια του κράτους. Να ξεσηκώνει τους Πομάκους, στο Χεμπίλκιοϊ και σ’ άλλα χωριά της Ροδόπης, να μη δεχθούν το τούρκεμα. Έρχονταν αστυνόμοι της Ασφάλειας και τον έπαιρναν για εξορία. Η γυναίκα και τα παιδιά τσίριζαν. Τότε ήταν που ξυπνούσε. Τα σεντόνια, το μαξιλάρι μούσκεμα. Ευτυχώς, σιγοψιθύριζε στον εαυτό του, ήταν μονάχα κακό όνειρο.
 Η Αθήνα είχε πάρει την απόφασή της. Καλύτερα Τούρκοι όλοι οι μειονοτικοί, παρά κομμουνιστές οι Πομάκοι. Ο κίνδυνος ήταν στους Πομάκους της άλλης μεριάς της μεθορίου. Είχαν μολυνθεί με το μικρόβιο. Σόγια, γνωστοί και φίλοι, απ’ την εδώ μεριά του βουνού, με τη μανία, που κατείχε τους κομμουνιστές, ήταν σίγουρος στόχος της κόκκινης προπαγάνδας….

          Την άλλη μέρα, που φώτισε ο Αλλάχ τον κόσμο, ο Μεμέτ, πήρε την πρωτοβουλία να μαζέψει τους χωριανούς στο σχολείο. Την επομένη άρχιζαν τα μαθήματα.
          Ήταν όλοι εκεί. Μάλιστα, όσοι στην προηγούμενη συνάντηση έλειπαν, φρόντισαν αυτή τη φορά να είναι παρόντες. Ο Μέτζο κάθησε και πάλι στην έδρα. Δίπλα του αραδιάστηκαν οι δάσκαλοι. Οι χωριανοί κάθησαν σαν μαθητές στα θρανία. Στην πρώτη σειρά ο Μεμέτ, ο Αλής, ο Αϊντίν, ο Σουλεημάν ο καφετζής.... Ο Μέτζο δεν είπε λέξη για τη διαταγή. Μόνο κάλεσε τον Μεμέτ εφέντη να εξηγήσει γιατί τους κάλεσε.
          Ο  Μεμέτ σηκώθηκε απ’ το θρανίο του και πλησίασε τον πίνακα. Θυμήθηκε πριν χρόνια, που έβγαινε να πει το μάθημα. Σκούπισε με το δεξί του χέρι το μουστάκι. Μάλλον για να διώξει την αμηχανία, που τον κυρίεψε. Άλλη φορά δεν είχε την τύχη να μιλήσει σε τόσους ανθρώπους. Στη συνέχεια ξερόβηξε, σταύρωσε τα χέρια του μπροστά κι άνοιξε το στόμα του. Μιλούσε στα πομάκικα. "Η διαταγή που έστειλε το κράτος δεν με βρίσκει σύμφωνο. Εγώ είμαι Πομάκος. Ζω από πάππου προς πάππο σ' αυτό το βουνό, που τώρα είναι Ελλάδα. Γι' αυτή την Ελλάδα πολέμησα κι εγώ και άλλοι στον τελευταίο πόλεμο. Δεν πολέμησα για την Τουρκία. Γι' αυτή την Ελλάδα κινδυνέψαμε να πεθάνουμε στην Αλβανία. Γι' αυτήν την Ελλάδα, άλλοι τραυματίστηκαν επικίνδυνα, όπως ο φίλος μου ο Αλή εφέντης κι άλλοι, όπως ο φίλος μου ο Αϊντίν, απ' τα κρυοπαγήματα κινδύνεψαν να γυρίσουν με λειψά ποδάρια". Ένα δάκρυ στα μάτια, πρόδωσε την συγκίνηση του Μεμέτ. Συνέχισε. "Εγώ, όπως και όλοι σας, δεν είμαστε Τούρκοι. Είμαστε ντόπιοι κάτοικοι της Ροδόπης. Η γλώσσα μας είναι τα πομάκικα. Αυτά μας μάθαινε η μάνα μας. Δεν είμαστε Τούρκοι και η ντόπια γλώσσα μας δεν είναι τα τούρκικα. Εγώ θέλω να είμαι Πομάκος, όπως οι πατεράδες μας και να ζω στην Ελλάδα. Προτείνω να μην αλλάξουμε την ταμπέλα στο σχολειό μας. Το σχολειό μας δεν ήταν και δεν θα γίνει τούρκικο...".Σκυθρωπός κάθησε στη θέση του. Ο διευθυντής του σχολείου είχε γίνει κατακόκκινος. Μα δεν άρθρωσε λέξη. Οι δυο νεαροί δάσκαλοι, δεν μπορούσαν να κρύψουν την έκπληξή τους για όσα είχαν ακούσει πριν λίγο. Ο Μουμίν, τους έκανε τον διερμηνέα. Ο Μέτζο έβηξε κι έβγαλε απ' την κωλότσεπα το μαντήλι για να σκουπίσει το στόμα του. Περίμενε. Κανένας δεν αντέδρασε στα όσα είπε ο Μεμέτ. Δεν μπορούσε να ερμηνεύσει τί σήμαινε η σιγή. Σηκώθηκε πάνω στην έδρα. Φαινόταν ακόμη πιο ψηλός απ' ότι ήταν. "Η διαταγή, είναι διαταγή του κράτους και πρέπει να εκτελεσθεί", είπε. "Ποιοι είμαστε εμείς που θα αρνηθούμε να εφαρμόσουμε την διαταγή;" συνέχισε. "Οι καιροί είναι πονηροί. Άνθρωποι, που κοιμούνται τη μια νύχτα στο σπίτι τους, την άλλη βρίσκονται στη φυλακή ή ξεσπιτώνονται για την εξορία. Αν δεν εφαρμόσουμε την διαταγή, μπορεί να μας κολλήσουν τη ρετσινιά, πως είμαστε κομμουνιστές. Μην ξεχνάτε, πως οι οικογένειες του Σουλεημάν, του Νουρεττίν, του Μεμέτ και η δικιά μου, έχουμε συγγενείς σε χωριά της άλλης πλευράς. Εμείς ξέρουμε πολύ καλά, ότι έχουμε να ειδωθούμε εδώ και χρόνια. Μήτε γράμμα δεν λαβαίνουμε πια. Μα για τους χωροφυλάκους, όλοι όσοι ζουν από την άλλη μεριά, είναι κομμουνιστές. 'Αιντε να τους πείσεις για το αντίθετο. Ακούστε με, κάτι παραπάνω ξέρω...". Ένας άλαλος ψίθυρος απλώθηκε στην αίθουσα.
          Δεν πέρασαν πολλά λεπτά και η σιωπή έσπασε. Απ’ το βάθος σηκώθηκε ένας νεαρός, ο Αμπντούλ Χαλίμ. Δούλευε στη Γκιουμουλτζίνα σαν τεχνίτης. Βρέθηκε τυχαία στο χωριό αυτή την εποχή. Πριν έξι μήνες είχε απολυθεί απ' το στρατό. Απευθύνθηκε στον Μέτζο. "Πρόεδρε, με όλο το σεβασμό που σου έχω, συμφωνώ με όσα είπε ο Μεμέτ. Αφού δεν είμαστε Τούρκοι, γιατί δεν γεννηθήκαμε Τούρκοι, το σχολείο του χωριού δεν μπορεί να γίνει τουρκικό". Ξεθάρρεψε το ακροατήριο. Σηκώθηκαν άλλοι έξι, που δήλωσαν πως συμφωνούσαν με τον Μεμέτ. Όταν πέρασε ο χρόνος και  η συζήτηση πήρε τέρμα, ένας ένας, άρχισαν να σηκώνονται. Όσοι πλησίαζαν τον Μέτζο του έλεγαν: "Δεν πρέπει ν' αλλάξει η ταμπέλα...". Οι άλλοι, έσφιγγαν θερμά το χέρι του Μεμέτ.
          Η ταμπέλα δεν κατέβηκε. Το σχολείο ξεκίνησε. Πέρασαν αρκετές μέρες, κοντά στο μήνα. Στο μεταξύ ο Μέτζο χρειάσθηκε να κατέβει στον Κέχρο για κοινοτικό συμβούλιο. Όταν γύρισε πίσω δε μίλησε κανενός.
Τρεις μέρες μετά τον γυρισμό του Μέτζο απ' τον Κέχρο ήταν ημέρα Πέμπτη. Τα παιδιά βρίσκονταν στις τάξεις για μάθημα. Στο καφενείο αντίκρυ του σχολείου, εντελώς τυχαία βρέθηκε περαστικός ο Μεμέτ αλλάζοντας δυο κουβέντες στα όρθια με τον καφετζή. Πήγαινε σ’ ένα κοντινό λιβάδι, όπου είχε ξαμολημένα ζώα που έβοσκαν. Χρόνια είχαν να δουν τα μάτια τους στο χωριό χωροφυλάκους. Ήταν πέντε, καβάλα σε μουλάρια. Το καφενείο παραφύλαγε στην είσοδο του Χεμπίλκιοϊ. Ξεπέζεψαν. Ο καφετζής κι ο Μεμέτ πρόσεξαν, πως ήταν οπλισμένοι με ντουφέκια. Τους καλημέρισαν κι εκείνοι ανταπέδωσαν. Τους πρόσφεραν καφέ ή ό, τι άλλο τραβούσε η όρεξή τους. Δεν αρνήθηκαν. Μπήκαν στο καφενείο και κάθησαν. Φαίνονταν κουρασμένοι. Ο ένας τους είχε σαρδέλες, ήταν ο επικεφαλής. Ο Μεμέτ τους κέρασε έναν έναν τσιγάρο και στη συνέχεια τους τα άναψε. "Για πού με το καλό παλικάρια;" ρώτησε. "Καιρό είχαμε ν' ανταμώσουμε στρατιώτες ή χωροφυλάκους στο χωριό", συμπλήρωσε. Ο ενωμοτάρχης, αφού ήπιε μια γουλιά νερό, σκούπισε το παχύ μουστάκι του κι απάντησε: "Είπαμε να κάνουμε μια βόλτα ως το χωριό σας, να δούμε πώς περνάτε", κλείνοντας την φράση του, χαμογέλασε. Στη συνέχεια, στράφηκε στον καφετζή και του είπε: "Σε παρακαλώ, ειδοποίησε τον πάρεδρο του χωριού σας". Ο καφετζής άφησε στο πόδι του τον Μεμέτ κι έτρεξε προς το σπίτι του Μέτζο ογλού Μεμέτ. Δεν πέρασαν, παρά λίγα λεπτά μονάχα και ο Μέτζο βρισκόταν στο καφενείο. Χαιρέτησε τον "καπετάνιο", όπως προσφώνησε τον επικεφαλής του αποσπάσματος κι έπειτα με χειραψία έναν έναν τους χωροφυλάκους. Με το ύφος που αρμόζει σ' ένα γνήσιο τσιορμπατζή, έδωσε εντολή στον καφετζή να προσφέρει ρακή με μεζέ στα παλικάρια. Ο ενωμοτάρχης του έκοψε τον ενθουσιασμό, λέγοντάς του, πως ήδη ήπιαν τον καφέ τους κι αυτό τους έφτανε. Στη συνέχεια σηκώθηκε απ' την καρέκλα του, όπως και οι άλλοι χωροφύλακες. Πήρε επίσημο ύφος και με φωνή επίτηδες βαριά, για ν' ακούγεται αυστηρή, είπε στον Μέτζο: "Πληροφορηθήκαμε, ότι στο χωριό σας, αρνηθήκατε να συμμορφωθείτε με την πρόσφατη διαταγή του κ. Γενικού Θράκης και δεν μετονομάσατε το σχολείο σας σε 'τουρκικό'. Γι’ αυτό βρισκόμαστε στη Χλόη, για να επιβάλλουμε εφαρμογή της διαταγής και να αντιμετωπίσομε τους πιθανούς αντιρρησίας". Ο Μεμέτ πάγωσε, ακούγοντας τα λόγια του ενωμοτάρχη. Δεν μπορούσε να φανταστεί, πως το ελληνικό κράτος τους πουλούσε, δεν ήξερε για πόσο στ’ αλήθεια, στην Τουρκία, λες κι ήταν μοσχάρια....Έφυγε αμέσως απ’ το καφενείο. Έτρεξε σε όσα σπίτια σκόνταφταν μπροστά του και ειδοποιούσε, όσους χωριανούς ήξερε, πως συμφωνούσαν μαζί του. Σε λίγο βρίσκονταν μαζεμένοι όλοι, έξω απ’ το σχολείο. Περίμεναν τους χωροφύλακες. Δεν άργησαν να φανούν. Τους συνόδευε ο Μέτζο, ο πάρεδρος. Έτσι άρμοζε άλλωστε. Μόλις έφτασε τους συγκεντρωμένους χωρικούς ο ενωμοτάρχης, φόρεσε τη μάσκα της εξουσίας του και ρώτησε, τάχα αδιάφορα: "Τί συμβαίνει πατριώτες και είσαστε στο σχολείο; "Δεν απάντησε κανένας. Ήταν ολοφάνερη η ειρωνεία του μπασκίνα. Έβλεπε τους ανθρώπους του Χεμπίλκιοϊ σαν μερμύργκια. Σαν ορεσείβιους βλάκες, που δεν τους άξιζαν και πολλές εξηγήσεις. Στο κάτω κάτω της γραφής, αυτός ήταν η εξουσία του κράτους, εκείνη την ώρα. Έδωσε μια εντολή σε δυο χωροφύλακες ψιθυριστά. Εκείνοι, άφησαν τα όπλα τους σε δυο συναδέλφους τους και μπήκαν στο σχολείο. Χτύπησαν την πρώτη πόρτα που συνάντησαν. Τα παιδιά παρακολουθούσαν το μάθημά τους. Έκπληκτος τους είδε ο Σερραίος δάσκαλος να μπαίνουν στην τάξη. Δεν περίμεναν απάντηση στο χτύπημά τους. Ο δάσκαλος εξαγριώθηκε, τους έσπρωξε έξω απ' την τάξη κι έκλεισε στη συνέχεια με ορμή την πόρτα, μπροστά στα μούτρα τους. Οι χωροφύλακες τα έχασαν. Βγήκαν έξω και με μισόλογα, στα μουλωχτά, είπαν στον επικεφαλής τους, όσα συνέβησαν πριν λίγα λεπτά. Μετά το περιστατικό, δεν τόλμησε χωροφύλακας να μπει σε τάξη, διακόπτοντας το μάθημα. Σε λίγο χτύπησε το κουδούνι. Τα παιδιά πετάχτηκαν έξω, σαν πεινασμένο μελίσσι. Είχαν σχολάσει. Κάθε μέρα, τέτοια ώρα, έτρεχαν το καθένα για το σπίτι του. Σήμερα, καθώς είδαν τους χωροφύλακες με τα όπλα, στάθηκαν ένα γύρο στην άκρη της αυλής. Σε λίγο φάνηκαν ο διευθυντής και οι δυο δάσκαλοι. Ο Μουμίν εφέντης έσπευσε να χαιρετίσει τον ενωμοτάρχη. Το ίδιο  έκανε κι ο Χριστιανός δάσκαλος απ' την Κομοτηνή. Ο Σερραίος είχε άγριο ύφος. Δεν χαιρέτισε τον επικεφαλής του αποσπάσματος, αλλά του έκανε νόημα, να έρθει παράμερα για να μιλήσουν. Ο ενωμοτάρχης, μάλλον ενοχλημένος, υπάκουσε. Ο δάσκαλος άρχισε να τον φωνάζει, ήταν ολοφάνερο από τις κινήσεις των χεριών του και απ’ το ύφος, που έπαιρνε κάθε τόσο το πρόσωπό του, για την προηγούμενη συμπεριφορά των ανδρών του. Ο μπασκίνας προς στιγμή πήγε ν’ αγριέψει. Μα ο δάσκαλος, του έχωσε κυριολεκτικά στη μούρη ένα χαρτί, που έβγαλε από την τσέπη του. Ο ενωμοτάρχης αποσβολώθηκε.
          Μετά από λίγο, τα πράγματα ηρέμησαν. Ο επικεφαλής, είπε στον διευθυντή, πως ήρθαν στο χωριό για να κατεβάσουν την ταμπέλα του σχολείου και ν’ αντικαταστήσουν την επιγραφή της. Το σχολείο θα λεγόταν "τουρκικό", σύμφωνα με την πρόσφατη διαταγή του κ. Γενικού. Χωρίς χρονοτριβή μάλιστα, έδωσε εντολή σ’ έναν χωροφύλακα, κι εκείνος ξεφόρτωσε από ένα μουλάρι, μια καινούργια ταμπέλα, φρεσκοβαμμένη. Σε μπλε φόντο, με λευκά κεφαλαία έγραφε "Τουρκικόν Δημοτικόν Σχολείον Χλόης". Ο ενωμοτάρχης ζήτησε βοήθεια, απ’ τους παρόντες. Να κατεβάσουν την παλιά ταμπέλα για ν’ ανεβεί η καινούργια, πάνω απ' την εξώθυρα του σχολείου. Κανένας δεν σάλεψε. Ο δάσκαλος απ’ τις Σέρρες, ο Μίλτος, έσυρε το βλέμμα του σε όλους, που βρίσκονταν τριγύρω. Πάγωσε το βλέμμα. Μια κοίταζε επίμονα τον Μεμέτ, μια τον Αλή. Ανάμεσα στους τρεις άντρες άρχισε μια μυστική επικοινωνία. Ο Αλής έκανε ένα βήμα προς τον ενωμοτάρχη. Το ίδιο έκανε κι ο Μεμέτ. Τους ακολούθησε ο Αμπντούλ Χαλίμ. Ο Μίλτος, παρακολουθούσε με ενδιαφέρον τους τρεις ντόπιους άντρες. Τον λόγο πήρε ο Μεμέτ. "Κυρ Ενωμοτάρχα, πάρε την νταμπέλα που μας έφερες. Κάν’ την ό,τι νομίζεις. Το σχολειό μας είναι μειονοτικό, μια που είμαστε Μουσουλμάνοι, αλλά Τούρκοι δεν είμαστε και δεν θα γίνουμε με το στανιό". Φαίνεται, πως το πρόσωπο του Μεμέτ είχε αγριέψει. Ο ενωμοτάρχης πισωπάτησε ελαφρά κι άνοιξε το στόμα του. Μίλησε με γαλειφιά, να ημερέψουν τα πνεύματα. "Εμείς εκτελούμε εντολές. Δεν είναι στο χέρι μας να κρίνουμε τις διαταγές, αν είναι λαθεμένες ή σωστές. Με την γνώμη μου, μια και υπηρετώ στα μέρη σας χρόνια τώρα, έχετε δίκαιο. Πείτε μου, τί να κάνω. Οι εντολές μου είναι καθαρές. Όποιος φέρει αντίσταση, πρέπει να συλληφθεί πάραυτα". Στη συνέχεια, έκανε νεύμα σ’ έναν χωροφύλακα, που κρατούσε την καινούργια ταμπέλα. Προχώρησε προς την είσοδο του σχολικού κτιρίου. Απόθεσε την ταμπέλα που κρατούσε, όρθια, στηριγμένη στον τοίχο. Σήκωσε τα χέρια,  για να κατεβάσει την παλιά ταμπέλα. Μια οργισμένη βοή ακούστηκε από τους μαζεμένους. Ο χωροφύλακας σα να μην άκουσε. Είχε αγγίξει την ταμπέλα και την τραβούσε βίαια, να λασκάρουν οι τρύπες, που ήταν καρφωμένη, για να την κατεβάσει. Σαν αυτόματα κινήθηκαν προς τη μεριά του, ο Μίλτος, ο Αμπντούλ Χαλίμ, ο Μεμέτ, ο Αλή, ο Αϊντίν, ο Σουλεημάν ο καφετζής. Η αντίδραση των χωροφυλάκων ήταν άμεση. Τα όπλα τους φανερώθηκαν στη στιγμή και στράφηκαν στους έξι άοπλους, απειλητικά. Ο ενωμοτάρχης πήρε το άγριο ύφος, που αρμόζει στο αξίωμα και στην εξουσία του. Η φωνή του ακούστηκε επίσης άγρια και βλοσυρή. Απευθυνόταν στους πολίτες. "Ένα βήμα ακόμη και σας συλλαμβάνω όλους". Την τελευταία λέξη την τόνισε ιδιαίτερα και έστρεψε το βλέμμα του στον δάσκαλο, τον Μίλτο, με νόημα. "Αφήστε μας να κάνουμε τη δουλειά μας και φεύγουμε αμέσως. Αν έχετε αντιρρήσεις, στην κυβέρνηση...".

          Την άλλη μέρα, πάνω από την είσοδο του σχολείου φάνταζε η καινούργια ταμπέλα. Το πρωί, αφού συντάχθηκαν τα παιδιά για να μπουν στις τάξεις, πρόσεξαν μονάχα  δυο δασκάλους, τον διευθυντή και τον νεαρό από την Κομοτηνή. Ο Μίλτος, έλειπε. Τα νέα μαθεύτηκαν γρήγορα. Την προηγούμενη, μετά τα γεγονότα, χαιρέτισε ορισμένους χωριανούς, με πρώτους πρώτους τον Αλή, τον Μεμέτ, τον Αϊντίν, τον Σουλεημάν και τον Αμπντούλ Χαλίμ. Τελευταίον άφησε τον Μουμίν, τον διευθυντή του σχολείου. Αφού του έδωσε σε μια κόλλα χαρτί την παραίτησή σου, τον αποχαιρέτισε, με βαριά καρδιά. Περισσότερο για λόγους ευγένειας, παρά από εκτίμηση. Καθώς απομακρυνόταν απ’ το σχολειό, κρατώντας σε μια βαλίτσα τα λιγοστά του πράγματα, έφτυσε καταγής οργισμένος. Μέσα απ’ τα δόντια του ξέφυγε η βρισιά· «γαμώ το κράτος μου…».

          Οι τρεις φίλοι μαζεύτηκαν στο καφενείο του Σουλεϊμάν, αργά. Κόντευε μεσημέρι. Ήπιαν από μια ρακή. Δεν είχαν κουράγιο να μιλήσουν για τα συμβάντα. Το μυαλό του Μεμέτ, άθελα, ξανάφερε τα επεισόδια μπροστά του, σα να γίνονταν τώρα. Δεν άφησε λέξη να του φύγει. Σηκώθηκε και βγήκε απ’ το καφενείο, χωρίς εξήγηση. Μόλις που πρόλαβε τους λυγμούς. Τον έπνιγαν. Δε θυμόταν να είχε κλάψει έτσι, άλλη φορά. Τα μάγουλα του, είχαν πλημμυρίσει από δάκρυα....

                                                                             Αρχές Ιουνίου 2000.


Διήγημα από τη συλλογή «Ιστορίες της Μεθορίου» (έκδοση Πανοπτικόν 2008)

©ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΟΥΔΟΣ


No comments: