Powered By Blogger

Sunday, April 19, 2015

Η έκπτωση της Ορθόδοξης Εκκλησίας σε θεραπαινίδα του ελληνικού εθνικισμού



ΓΙΩΡΓΟΣ Α. ΔΟΥΔΟΣ
g_doudos@yahoo.com

Την Μεγάλη Παρασκευή (10/04), έγινε η ακολουθία του όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου στην εκκλησία του αγίου Γεωργίου στον Εχίνο και η περιφορά του Επιταφίου σε ένα κεφαλοχώρι με αποκλειστικά μουσουλμανικό πληθυσμό. Οι πληροφορίες λεν, ότι η πρωτοβουλία γι’ αυτήν την ενέργεια ανήκε σε ένωση αποστράτων αξιωματικών και στην άμεση ανταπόκριση του διοικητή του Δ΄ Σώματος Στρατού. Στρατιώτες των Δυνάμεων Καταδρομών κουβαλούσαν στον ώμο τους τον Επιτάφιο, ενώ πέραν των κληρικών, συμμετείχαν στην περιφορά ένστολοι αξιωματικοί και αριθμός λαϊκών, που μεταφέρθηκαν στον Εχίνο. Περιστατικά από τα παραπάνω βεβαιώνονται και από φωτογραφίες που αποθανάτισαν στιγμιότυπα της περιφοράς. Ο απόστρατος Ταξίαρχος Ιωάννης Κουτσαϊμάνης, αντιπρόεδρος του τοπικού Συνδέσμου Ξάνθης της Ένωσης Αποστράτων Αξιωματικών Στρατού γράφει τα εξής σε σημείωμά του που αναρτήθηκε στο διαδίκτυο: «Στο εκκλησίασμα ήταν οι Διοικητές, Αξιωματικοί και Οπλίτες από τις Στρ. Μονάδες της περιοχής, άνδρες του Αστ. Τμήματος Εχίνου, προσωπικό του ΚΥ Εχίνου, στους οποίους προστέθηκαν και 55-60 άτομα, που προσήλθαν από την Ξάνθη,( με 1 λεωφορείο και ΙΧΕ οχήματα), για να εκκλησιαστούν και ταυτόχρονα να συμπαρασταθούν στους ακρίτες για την τόνωση του Θρησκευτικού, αλλά και του Εθνικού τους Φρονήματος».

Με αφορμή το παραπάνω περιστατικό, καλούμαστε να επαναπροσδιορίσουμε τη θέση μας και την πίστη μας, ως προς το τί είναι η Εκκλησία. Η Εκκλησία του Χριστού λοιπόν, δεν είναι οργάνωση ή ίδρυμα μιας θρησκείας ή μιας ιδεολογίας. Η Εκκλησία είναι «ένας τρόπος σχέσεων κοινωνίας» μοναδικός, διότι κατά την διδαχή του Χριστού, αναδεικνύει τον τρόπο της όντως ύπαρξης και ζωής, που είναι η αγάπη (Χ. Γιανναράς, Ενάντια στη θρησκεία Ίκαρος 2010). Η περιφορά Επιταφίου ως κομμάτι μιας ακολουθίας, που εντός του μυστηρίου της Εκκλησίας υπερβαίνοντας τους περιορισμούς του συμβατικού χρόνου, μας αξιώνει να συμμετάσχουμε στα λυτρωτικά γεγονότα του πάθους του Ιησού δεν είναι ένα προσφιλές έθιμο, αλλά εκδήλωση του εκκλησιαστικού γεγονότος. Για τούτο, σε έναν τόπο όπου δεν υπάρχει κοινότητα πιστών, αλλ’ απεναντίας κατοικούν μόνον ετερόθρησκοι, έστω και φιλικά προσκείμενοι έναντι της Εκκλησίας, μπορεί να αποτελέσει πρόκληση και βλασφημία συγχρόνως, κατά την γνώμη μου. Η πρόκληση αφορά τους κατοίκους, που στην προκειμένη περίπτωση ήταν Μουσουλμάνοι και δεν μετέχουν στο εκκλησιαστικό γεγονός, που πραγματώνεται πάντοτε δίχως βία οποιασδήποτε μορφής, αλλά με απόλυτο σεβασμό της ελευθερίας του προσώπου. Η βλασφημία αφορά την Εκκλησία του Χριστού, την οποία άνθρωποι, κατ’ όνομα Χριστιανοί αλλά ακατήχητοι, προσλαμβάνουν περισσότερο σαν περιφερόμενο θίασο, θεωρώντας ότι μπορεί να ‘προσφέρει παραστάσεις οπουδήποτε’ χάριν θεάματος και αναψυχής, ντυμένο με ενδύματα είτε λαογραφικά, είτε κυρίως εθνικά, παρά ως κοινωνία αγάπης!  Άλλωστε σύμφωνα με το τυπικό της ακολουθίας λέγονται τα εξής: «Δοξολογία μεγάλη. Μετ’ αὐτήν εἰσοδεύουσιν οἱ ἱερεῖς μετά τοῦ εὐαγγελίου καί τοῦ ἐπιταφίου κύκλῳ τῆς ἐκκλησίας, κρατοῦντες ἐπί κεφαλῆς τόν ἐπιτάφιον, ὃτε ψάλλεται ἓν ἐκ τῶν παρόντων ἁσμάτων κατά βούλησιν…».  Κάλλιστα θα μπορούσε να λειτουργηθεί η εκκλησία του αγίου Γεωργίου στον Εχίνο, αλλά με τρόπο διακριτικό, όχι από ντροπή ή φόβο, αλλά από σεβασμό προς την ετερότητα του Άλλου και προπάντων, χάριν μιας αυθεντικής προσφοράς προς Αυτόν, μαρτυρίας Χριστού....  
Η Εκκλησία της Ρωσίας κατά την άσκηση ιεραποστολής χάριν του ευαγγελισμού αλλοπίστων, συνήθιζε να δημιουργεί μοναστικές κοινότητες στους τόπους κατοικίας των ανθρώπων του Θεού, σε περιοχές που ήταν διακριτικά προσιτές. Οι μοναχοί ζούσαν με προσευχή και ήταν εκτεθειμένοι, όπως ήταν επόμενο στην παρατήρηση του βίου τους, δίδοντας μαρτυρία Χριστού δίχως την έστω και κατ’ ελάχιστον πρόκληση. Έτσι φυτεύθηκε η Ορθόδοξη Εκκλησία στην Αλάσκα και στα νησιά της τον 18ο αιώνα και καρποφόρησε προσφέροντας στην Εκκλησία αγίους και μάρτυρες από τους ιθαγενείς της περιοχής.   

Η περιφορά του Επιταφίου στον Εχίνο, που ανέφερα στην αρχή του σημειώματός μου, έχω την αίσθηση πως έγινε από ανθρώπους, που έχουν συνδέσει την Εκκλησία με τα εθνικιστικά τους ιδεολογήματα, για τούτο και η ενέργειά τους κατά βάση απέβλεπε κατά ομολογία τους στην ‘τόνωση του Θρησκευτικού, αλλά και του Εθνικού… Φρονήματος’ των ακριτών. Ενδόμυχα, ίσως δεν απέβλεπε σε τίποτε άλλο, παρά στο να καταδείξουν Έλληνες της πλειονότητας και μάλιστα προερχόμενοι από τις ένοπλες δυνάμεις στους μειονοτικούς Έλληνες του Εχίνου, ότι στον τόπο τους, που ζουν εδώ και αιώνες, κάποιοι άλλοι έχουν τον «πρώτο λόγο». Πολλοί θυμούνται, πως μπορεί επί δικτατορίας να χτίστηκε στον Εχίνο η εκκλησία του αγίου Γεωργίου, όπου και έγινε η ακολουθία της Μεγάλης Παρασκευής, αλλά και τότε ο σκοπός ήταν παρόμοιος, να φανεί ο επικυρίαρχος της περιοχής, που δεν ήταν ο Μουσουλμάνος κάτοικος, αλλά ο Χριστιανός με το κύρος της εξουσίας….
(Σύμφωνα με πληροφορία που δέχθηκα, η εκκλησία, μικρών διαστάσεων αρχικά χτίστηκε το 1957, για να εξυπηρετεί Ορθόδοξους Χριστιανούς, που υπηρετούσαν στην περιοχή, ως στρατιώτες, χωροφύλακες κ.λπ., σε εποχή που οι συγκοινωνίες και ο τρόπος μεταφοράς δεν ήταν ευχερής όπως συμβαίνει σήμερα. Προφανώς ο μικρός ναός μεγάλωσε επί δικτατορίας, όπως με βεβαίωσαν φίλοι από την Ξάνθη και πρόσφατα σχετικά ιστορήθηκε με τοιχογραφίες).

Ο εθνικισμός είναι μια ιδεολογία κι έχει αποδειχθεί συμφορά για την ανθρωπότητα.  Τα απέραντα σε έκταση κοιμητήρια που φιλοξενούν απροσδιόριστο αριθμό θυμάτων των εθνικιστικών συγκρούσεων, σχεδόν σε κάθε ευρωπαϊκή γωνιά, χωρίς εξαίρεση  τη βαλκανική γειτονιά μας, μαρτυρούν για την φρίκη και την τρέλλα του εθνικισμού κάθε απόχρωσης. Ο εθνικισμός μπορεί κατά τον χρόνο της εμφάνισής του στο προσκήνιο των ιδεών, ταυτόχρονα με την πολιτική σύλληψη της αρχής των εθνοτήτων, να υπήρξε εργαλείο πολιτικών εξελίξεων και αναδιαμόρφωσης των συνόρων της Ηπείρου, με την κατάρρευση και διάλυση των αυταρχικών πολυεθνικών αυτοκρατοριών, κάτι που τότε θεωρήθηκε ως θετικό βήμα. Πολύ σύντομα όμως αποδείχθηκε χωρίς σοβαρές αντιρρήσεις μια φρικτή υποχώρηση προς τη βαρβαρότητα! Ο εθνικισμός φανέρωσε ένα φοβερό προσωπείο και είναι ιδεολογία καταστροφής και θανάτου, χωρίς κανένα άλλοθι! Τέλος ο εθνικισμός πρόσφερε το υπόβαθρο στις κάθε λογής ρατσιστικές ιδεολογίες, που προκάλεσαν τη μαζική καταστροφή λαών και χωρών κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Τέτοια ακριβώς ιδεολογία ήταν αυτή του Εθνικοσοσιαλισμού και των παραφυάδων του, που προκάλεσε το μακελειό του δεύτερου μεγάλου πολέμου.
            Οι εθνικισμοί εχθρεύονται τις κάθε είδους μειονότητες, κατά πρώτο λόγο τις εθνοτικές ή εθνικές, αλλά και τις θρησκευτικές, ακόμα και σε κράτη με υψηλό ποσοστό εθνικής και θρησκευτικής ομοιογένειας, όπως είναι η Ελλάδα.
Ο εθνικισμός είναι κάτι εντελώς ξένο προς το περιεχόμενο της φιλοπατρίας. Θεμελιώνεται στις φοβικές εμμονές και στην φαντασιακή πίστη της υπεροχής μιας εθνικής κοινότητας (ενός έθνους) έναντι κάθε άλλου έθνους και κυρίως έναντι των γειτονικά, που τα αντιμετωπίζει με απαξία ως κατώτερα φυλετικά, πολιτισμικά κ.λπ..

Η Εκκλησία του Χριστού από την ίδρυσή της υπάρχει ως σχέση κοινωνίας Θεού και ανθρώπων, που φανερώνεται κατά κύριο λόγο κατά την Ευχαριστιακή Σύναξη. Εξ αρχής η Εκκλησία υπήρξε οικουμενική και αρνούμενη τον διχασμό των ανθρώπων με κριτήρια φυλετικά ή εθνοτικά. Η Ορθόδοξη Εκκλησία το 1872 σε τοπική Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη έκρινε τον εθνοφυλετισμό, δηλαδή τον ρατσισμό, ως αίρεση. Ο εθνοφυλετισμός προβάλλει την φυλή και την εθνότητα εις βάρος της κοινής των Ορθοδόξων πίστης, με επακόλουθο τη διάσπαση της ενότητας της Εκκλησίας του Χριστού. Ο ρατσισμός σύμφωνα με τον Όρο της παραπάνω Συνόδου καταδικάζεται ως αίρεση, δηλαδή ως λόγος που συνιστά άρνηση ομολογίας της κατά Χριστόν κοινής πίστεως, διότι εισάγει φυλετικές διακρίσεις μεταξύ των ανθρώπων, καλλιεργεί τον εθνικό ανταγωνισμό και έτσι ακυρώνει την ενότητα της πίστεως, που αποτελεί συστατικό στοιχείο της Εκκλησίας και υπέρ της οποίας εύχεται ο Λαός του Θεού ιδίως κατά την Θεία Λειτουργία: «Τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τὴν κοινωνίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κ.λπ.». Το στοιχείο που καθιστά τον ρατσισμό αίρεση έχει σχέση με την αναίρεση της ανθρωπολογίας της Εκκλησίας και δεν περιορίζεται σε ζητήματα που άπτονται μόνο παράβαση ιερών κανόνων όσον αφορά τον καθορισμό των δικαιοδοσιών των πρεσβυγενών Πατριαρχείων ή άλλων τοπικών Εκκλησιών. 
Η Εκκλησία ομολογεί και διακηρύττει, σύμφωνα με την παρακαταθήκη που είναι θησαυρισμένη στην προς Γαλάτας επιστολή του αποστόλου Παύλου, ότι «οὐκ ἒνι Ἰουδαῖος οὐδέ Ἓλλην, οὐκ ἒνι δοῦλος οὐδέ ἐλεύθερος, οὐκ ἒνι ἂρσεν καί θῆλυ· πάντες γάρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (3: 28). Δεν υπάρχει ελληνική ή σερβική ή ρωσική εκκλησία, αλλά Εκκλησία της Ελλάδος ή της Σερβίας ή της Ρωσίας υποδηλώνοντας με αυτόν τον τρόπο όχι την σύνδεση της Εκκλησίας με ένα έθνος αλλά τον προσδιορισμό της τοπικής δικαιοδοσίας μιας εκκλησίας.    
Δυστυχώς, ιδίως η Ορθόδοξη Εκκλησία, μολονότι όπως ειπώθηκε έχει καταδικάσει ως αίρεση τον ρατσισμό (εθνοφυλετισμό), ζει το μαρτύριο του εθνικισμού και του ρατσισμού στο Σώμα της.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος μετατράπηκε πανηγυρικά σε όργανο του ελληνικού εθνικισμού και του ελληνικού κράτους, όταν το 1833 αποσχίσθηκε από την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως και δέχθηκε να εκπέσει σε μια κρατική θεσμική εκκλησία, με αρχηγό της μάλιστα, τον τότε βασιλέα Όθωνα, που δεν ήταν καν Ορθόδοξος Χριστιανός, λαμβάνοντας έκτοτε ως αντάλλαγμα γι’ αυτή την υποχώρηση, προνόμια αμφίβολης ποιότητας, που της έδωσε και συνεχίζει να της αναγνωρίζει το κράτος, έναντι της υποταγής της σε τούτο.
Η θεσμική ορθόδοξη εκκλησία της Ελλάδος, όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα ταυτίστηκε, με ό,τι πιο αντιδραστικό και πιο σκοταδιστικό επικρατούσε στην ελληνική κοινωνία.
Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου και σε όλη την κατοπινή περίοδο, που η Ελλάδα ως κράτος διάβαινε την ιστορία διχασμένη μεταξύ των «εθνικοφρόνων» και των «μιασμάτων» που ήταν οι Κομμουνιστές, αλλά και όλοι εκείνοι που χαρακτηρίζονταν σαν συνοδοιπόροι τους.
Την περίοδο της στρατιωτικής δικτατορίας (1967-1974) η Ορθόδοξη Εκκλησία, αφού δέχθηκε απροκάλυπτα πλήγματα από τους δικτάτορες, τελικά υποτάχθηκε και έγινε θεραπαινίδα του έκνομου καθεστώτος, που εμφορούνταν, κατά γελοίο τρόπο, από έντονο εθνικιστικό λόγο. Η Ελλαδική Εκκλησία, με αρχιεπίσκοπο τον Ιερώνυμο Κοτσώνη και την λεγόμενη αριστίνδην σύνοδο (αντικανονικός νεολογισμός), αναδείχθηκε το κύριο ιδεολογικό στήριγμα της δικτατορίας. Ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος, μολονότι άνθρωπος μεγάλης μορφώσεως και καλλιέργειας, άλλοτε καθηγητής Πανεπιστημίου, έφθασε στην κατάντια να κάνει δηλώσεις όπως οι εξής: Χαρακτήριζε τη δικτατορία «φωτεινόν μετέωρον, το οποίον ωδήγησε την Ελλάδα εις την δόξαν και της εξησφάλισε τον παγκόσμιον θαυμασμόν και την εκτίμησιν». Την ίδια περίοδο, ο μοιχεπιβάτης μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Λεωνίδας Παρασκευόπουλος -(διότι το έκνομο καθεστώς είχε καταστήσει έκπτωτο από την Μητρόπολη Θεσσαλονίκης τον μακαρίας μνήμης Μητροπολίτη Παντελεήμονα τον Παπαγεωργίου, με βάση ψευδείς κατηγορίες, που αποτελούσαν ιταμή σκευωρία εις βάρος του οσίου Γέροντος Επισκόπου)- με περισσή δουλικότητα, έφθασε να προσφωνήσει ως εξής την σύζυγο του δικτάτορα Παπαδόπουλου: «Δύο Δέσποινας έχομεν. Μίαν εις τους Ουρανούς, την Παναγία, και άλλην εις την γη, την κυρίαν Προέδρου». Τέλος, το 1968 η Εκκλησία της Ελλάδος απένειμε στον Γεώργιο Παπαδόπουλο το ανώτερο παράσημό της, τον Χρυσό Σταυρό του Αποστόλου Παύλου, που σε κανέναν άλλο πρωθυπουργό της χώρας μέχρι σήμερα δεν έχει απονεμηθεί.
Η παράδοση πρόσδεσης της Ελλαδικής Εκκλησίας στον ελληνικό εθνικισμό συνεχίστηκε και μετά το 1974, κυρίως επί αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου Παρασκευαΐδη. Ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος κατά τη διάρκεια της δικτατορίας των στρατιωτικών ήταν στενός συνεργάτης του αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου και κατόπιν του αρχιεπισκόπου Σεραφείμ. Εκλέχτηκε επί χούντας (Ιωαννίδη) το 1974 μητροπολίτης Δημητριάδος. Το 1996 διοργανώθηκε ένα «ιστορικό συνέδριο για τους Έλληνες Νεομάρτυρες» (έτσι είχε διαφημισθεί) από την ακροδεξιά εφημερίδα «Στόχος» και τον εκδότη της Γεώργιο Ε. Καψάλη. Η συνδρομή του Μητροπολίτη Δημητριάδος Χριστοδούλου υπήρξε αποφασιστική σε εκείνο το συνέδριο. Σε επιστολή συγχαρητηρίων που είχε στείλει προς τον Καψάλη, του έγραφε και τα εξής: «  Θέλω να συγχαρώ για άλλη μια φορά τον κ. Καψάλη, εκδότη και διευθυντή της γνωστής εφημερίδας "Στόχος" των Αθηνών, που είναι γνωστός Ελληνοκεντρικός και Ελληνόψυχος και, ταυτόχρονα, Χριστιανοκεντρικός και Ορθόδοξος. Επιτέλους έχουμε ανάγκη από τέτοιους ανθρώπους, από ανθρώπους που θα βάλουν σε ίδια μοίρα τα θρησκευτικά μας και τα εθνικά μας ιδεώδη». Ο Καψάλης ποτέ δεν έκρυψε τις ακραίες εθνικιστικές ιδέες του, ούτε τις πολιτικές επιδιώξεις του: Κήρυξη πολέμου εναντίον των "εσωτερικών εχθρών" της χώρας -(μειονότητες, αριστεροί, συνδικαλιστές, δημοκράτες, ευρωπαϊστές, κουλτουριάρηδες κ.λπ.)-, ξεπάστρεμα των "προδοτών" πολιτικών, -(είχε υποδείξει ονομαστικά το κρέμασμα αρκετών στελεχών των τελευταίων κυβερνήσεων και βουλευτών όλου του φάσματος)-, επίθεση παραστρατιωτικών, τρομοκρατικών ομάδων σε όλες τις "εχθρικές" γειτονικές χώρες, μέχρις ότου γίνει το ξέσπασμα της μεγάλης σφαγής, προκειμένου να επιτευχθεί η "αναβίωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας"».
Όταν ήταν ακόμα Μητροπολίτης Δημητριάδος ο Χριστόδουλος Παρασκευαΐδης, και έγινε γνωστή η απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να καταργήσει το περιβόητο άρθρο 19 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, που είχε προκαλέσει την αυθαίρετη στέρηση της ελληνικής υπηκοότητας δεκάδων χιλιάδων Θρακιωτών Μουσουλμάνων, σχολίασε ως εξής το γεγονός: Μίλησε για «πράξη εγκληματική, ισοδύναμη με εθνική προδοσία. Μία ταύτη πρόθεση προδίδει είτε παθολογική βλακωσύνη (sic), είτε αθεράπευτη δουλοπρέπεια». Από την άλλη μεριά ο ίδιος ως συγγραφέας, όταν αναφέρεται στη μειονότητα της Δυτικής Θράκης, μιλά για "Τούρκους" (δες το βιβλίο του με τίτλο Ελληνορθόδοξη Αυτοσυνειδησία, εκδόσεις ‘Η Χρυσοπηγή’ σελ. 84).

Κλείνω με τις σκέψεις του αγίου Λουκά του ιατρού, αρχιεπισκόπου Συμφερουπόλεως, που τις θεωρώ ιδιαίτερα σημαντικές και εύστοχες ως προς το θέμα που θίγω.
Μὴν πιστεύετε σ᾿ ἐκείνους ποὺ θέλουν νὰ σπείρουν τὴ διχόνοια καὶ τὸ μίσος μεταξύ τῶν λαῶν καὶ τῶν ἀνθρώπων διαφόρων θρησκειῶν. Ἀπ᾿ αὐτή τὴ διχόνοια κερδίζουν μόνον οἱ ἐχθροί μας. Γιὰ τὴ μητέρα-Ἐκκλησία ἰσχύει τὸ ρητό τοῦ Ἀπ. ΠαύλουΟὐκ ἔνι Ἰουδαῖος, οὐδέ Ἕλληνʹ. Ἐκκλησία ἔτσι βλέπει τοὺς ἀνθρώπους. Γι᾿ αὐτό καὶ ὅλοι οἱ ἀλλοεθνεῖς καὶ ἀλλόθρησκοι πάντα θὰ βροῦν στὸν πιστό ὀρθόδοξο χριστιανό, ἀγάπη, βοήθεια καὶ φιλοξενία….

Νὰ προφυλάσσετε τοὺς ἑαυτούς σας ἀπό τὸ ἁμάρτημα τοῦ φανατισμοῦ, τῆς μισαλλοδοξίας, τοῦ μίσους πρὸς τοὺς ἀλλόθρησκους καὶ τοὺς ἀνθρώπους διαφορετικῶν πεποιθήσεων. Νὰ συμπεριφέρεστε εὐγενικά σὲ κάθε ἄλλη πίστη. Ποτέ μὴν προσβάλλετε, ποτέ μὴν ταπεινώνετε κανένα…».




Τούτο το άρθρο μου το ενέπνευσε ο προβληματισμός μιας εκλεκτής Φίλης από την Ξάνθη. Της το αφιερώνω.


1 comment:

fdathanasiou said...

Συγχαρητήρια για το θαυμάσιο άρθρο σας.